Μια «ανώμαλη προσγείωση»
Οι Πυγολαμπίδες και τα Αλογάκια της Παναγίας στο μυθιστόρημα «Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες»
Γράφει ο Γιώργος Βοϊκλής*
Το μυθιστόρημα της Ντέλια Όουενς «Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες» (Εκδόσεις ΔΩΜΑ, 2019) είναι ανάμεσα στα «ευπώλητα» των τελευταίων χρόνων, καθώς η τελευταία του έκδοση στη γλώσσα μας συμπληρώνει την 110η χιλιάδα, αριθμό ρεκόρ για τα εκδοτικά μας δεδομένα.
Το διάβασα με ενδιαφέρον, μετά από συστάσεις φίλων.
Τρία σημεία του με ώθησαν σε μια δεύτερη ανάγνωσή του και στη σύνταξη αυτού του κειμένου.
Το πρώτο αναφέρεται στις πυγολαμπίδες.
Κομβικό σημείο του μυθιστορήματος δεν είναι οι καραβίδες του τίτλου, αλλά οι πυγολαμπίδες, για τις οποίες γράφει στη σελίδα 185:
«…η θηλυκή πυγολαμπίδα αναβοσβήνει το φως κάτω από την ουρά της για να δώσει το σήμα στο αρσενικό ότι είναι έτοιμη να ζευγαρώσει. Κάθε είδος πυγολαμπίδας έχει τη δική της γλώσσα για το σήμα αυτό. Όσο τις παρακολουθούσε η Κάια, μερικές θηλυκές έστελναν το σήμα τελεία, τελεία, τελεία, παύλα, κάνοντας έναν ιπτάμενο χορό ζιγκ-ζαγκ, ενώ άλλες έστελναν παύλα, παύλα, τελεία και έκαναν διαφορετικό χορό. Φυσικά, τα αρσενικά καταλάβαιναν μόνο τα σινιάλα του δικού τους είδους και πήγαιναν μόνο σ’ εκείνα τα θηλυκά. […] Ξαφνικά η Κάια ανακάθισε και κοίταξε πιο προσεκτικά: ένα από τα θηλυκά είχε αλλάξει κώδικα. Πρώτα εξέπεμψε την κανονική σειρά από τελείες και παύλες, προσέλκυσε το αρσενικό του είδους της και ζευγάρωσε μαζί του. Έπειτα εξέπεμψε ένα άλλο σινιάλο, και τότε πλησίασε το αρσενικό από άλλο είδος. Το δεύτερο αρσενικό διάβασε το μήνυμά της και πείστηκε πως βρήκε το πρόθυμο θηλυκό από το δικό του είδος, κι έτσι έμεινε κοντά της προκειμένου να ζευγαρώσουν. Τότε όμως, εντελώς απότομα, η θηλυκή πυγολαμπίδα γράπωσε το αρσενικό στα σαγόνια της και το έφαγε, μασουλώντας και τα έξι πόδια και τα φτερά του».
Η περιγραφή αυτή, γραμμένη από μια αναγνωρισμένη επιστήμονα βιολόγο, ανατρέπει τη ρομαντική εικόνα που είχα από τα παιδικά μου χρόνια για αυτές, όταν ζούσα ακόμη στο χωριό, τη 10ετία του 1950, αλλά και μέχρι σήμερα.
Στο βιβλίο μου «Τα ξεχασμένα μονοπάτια» (Εκδόσεις Καστανιώτη 1992) και στο κεφάλαιο με τίτλο «Η τελευταία πυγολαμπίδα της Σάμου», έγραφα:
«Ένα ολόκληρο καλοκαίρι ψάχνω να βρω μια πυγολαμπίδα –κωλοφωτιές τις λέγαμε τότε- για να τη δείξω στην κόρη μου. Δεν υπάρχει ούτε μία, εκεί που κάποτε έλαμπαν οι πεζούλες σαν χρυσοκέντητα σεντόνια […] Όλοι αυτοί που θεωρούν ρομαντικούς και ουτοπιστές αυτούς που αγωνίζονται για να σώσουν τα απειλούμενα με εξαφάνιση είδη του πλανήτη μας, τι θα πουν άραγε για μένα που νοιάζομαι για την τελευταία πυγολαμπίδα της Σάμου;»
Το δεύτερο σημείο που απέσπασε το ενδιαφέρον μου στη δεύτερη ανάγνωση ήταν αυτό που αναφέρεται στο Αλογάκι της Παναγίας.
«Ανώμαλη προσγείωση» και της ρομαντικής εικόνας που είχαμε -λόγω και της ονομασίας του- γι’ αυτό, αποτελούν επίσης τα όσα αναφέρει η συγγραφέας στη σελίδα 349:
«Εκείνη ακριβώς τη στιγμή πρόσεξε ένα θηλυκό αλογάκι της παναγίας να προχωρά πάνω σε ένα κλαδί κοντά στο πρόσωπό της […] Ένα αρσενικό αλογάκι, καμαρωτό και περήφανο, περιδιάβαινε εκεί κοντά για να τη φλερτάρει. Το θηλυκό φάνηκε να ενδιαφέρεται, οι κεραίες της άρχισαν να σαλεύουν εδώ κι εκεί σαν μαγικά ραβδιά, Η Κάια δεν μπορούσε να ξέρει αν ο εναγκαλισμός του αρσενικού ήταν σφιχτός ή απαλός, όσο όμως εκείνος την πασπάτευε με το αναπαραγωγικό του όργανο για να τη γονιμοποιήσει, η θηλυκιά έστρεψε τον μακρύ, κομψό λαιμό της και του έκανε το κεφάλι μια χαψιά. Ο αρσενικός ήταν τόσο απασχολημένος με το ζευγάρωμα που ούτε καν το πρόσεξε. Ο κομμένος του λαιμός σάλευε ακόμα ενώ εξακολουθούσε να κάνει τη δουλειά του, κι έτσι εκείνη άρχισε να μασουλάει επίσης το θώρακά του και μετά τα φτερά του. Τελικά, με το τελευταίο του μπροστινό πόδι να εξέχει από το στόμα της, το ακέφαλο και άκαρδο κάτω τμήμα του συνέχισε το ζευγάρωμα χωρίς να χάσει καθόλου το ρυθμό του».
Η συγγραφέας, όμως, δεν περιορίζεται σ’ αυτές τις αναφορές στην ερωτική συμπεριφορά των δυο εντόμων. Κατά κάποιο τρόπο και σε κάποιο βαθμό αναγάγει αυτές τις επιστημονικές διαπιστώσεις της στον «γενετικό κώδικα» του ανθρώπινου είδους.
Διαβάζουμε σχετικά στη σελ. 273: «Τίποτα δεν είναι υπερβολικά απρεπές εφόσον βοηθάει να συνεχιστεί ο κύκλος της ζωής… Ήξερε πως αυτό δεν αποτελούσε κάποια σκοτεινή πλευρά της Φύσης. Ήταν απλώς επινοητικοί τρόποι να τα βγάζεις πέρα όταν όλα είναι εναντίον σου. Και για τους ανθρώπους το πράγμα σίγουρα πήγαινε ακόμα πιο μακριά».
Και στη σελ. 460 συμπληρώνει: «κάποια αρχέγονα γονίδια επιβίωσης εξακολουθούν να υπάρχουν, σε μορφές διόλου ευπρόσδεκτες, κάπου μέσα στη δίνη του ανθρώπινου γενετικού κώδικα».
Το θέμα μας, δηλαδή, δεν είναι μόνο η ανατροπή της ρομαντικής εικόνας.
*Ο Γιώργος Βοϊκλής είναι δημοσιογράφος
Ενδιαφερουσα προταση. Θα το διαβασω
ReplyDelete