Monday, June 23, 2025

Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα

Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα (Μετ. Τίνα Καραγεώργη, Γιούρι Γιαννακόπουλος), Θεμέλιο 1991, σελ. 435

 


  Θα ξαναμιλήσω για την πρόσληψη.

  Το 2004 που το διάβασα ήμουν εικονολάτρης. Ο Μπουλγκάκοφ θεωρείται μεγάλος συγγραφέας.

  Μου το σύστησε, τότε, μια πολύ όμορφη κοπέλα.

  Στην κριτική μου για τη «Λευκή φρουρά» γράφω: «…δεν μου άρεσε όσο Ο μετρ και η Μαργαρίτα». Αυτά τα έγραψα τον Σεπτέμβρη του 2019.

  Τώρα που το διάβασα όμως άλλαξα γνώμη.

  Δεν μου άρεσε.

  Δεν μου αρέσει το φανταστικό, με το οποίο ο Μπουλγκάκοφ φαίνεται να έχει κόλλημα. Ο Διάβολος του προσφέρει τη δυνατότητα να οργιάσει με το φανταστικό. Δεν είναι τυχαίο ότι και η συλλογή διηγημάτων και νουβελών του φέρει το χαρακτηριστικό τίτλο «Διαβολιάδα»· η οποία, παρά το ό,τι και εκεί κυριαρχεί το φανταστικό, αν και όχι με τη μορφή του «διαβολικού» όπως στο «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» όπου ο διάβολος πρωταγωνιστεί, μου άρεσε.

  Γιατί;

  Και αυτό έχει να κάνει με την πρόσληψη.

  Μου αρέσει πολύ το χιούμορ. Εδώ όμως σχεδόν απουσιάζει. Κάποια ίχνη του μόνο θα βρούμε.

  Και το χιούμορ αυτό είναι κυρίως σατιρικό. Ο Μπουλγκάκοφ σατιρίζει ομότεχνους και κριτικούς, μέλη μιας ένωσης που απολαμβάνουν κρατικών επιδοτήσεων και πληρωμένων διακοπών.

  Και πάλι η πρόσληψη.

  Μου αρέσουν τα romance, το γράφω συχνά στις κινηματογραφικές μου κριτικές. Και βέβαια μου άρεσε το romance του Μαιτρ και της Μαργαρίτας (δεν είναι τυχαία η επιλογή του ονόματος, το συναντάμε στον «Φάουστ», όπου ο διάβολος εμφανίζεται με το όνομα Μεφιστοφελής, αλλά και σαν Βολάντ, όνομα που έχει και εδώ). Επειδή καταλαμβάνει πολύ μικρή θέση στο μυθιστόρημα, θα παραθέσω από αυτό αποσπάσματα.

  Τέλος υπάρχει ενσωματωμένο, που διαπερνά και την πλοκή, το μυθιστόρημα που έγραψε ο Μαιτρ για τον Πιλάτο.

  Ο Πιλάτος μετάνιωσε φοβερά που υποχώρησε στον Καϊάφα. Είχε σε εκτίμηση τον αλλοπαρμένο, νεαρό φιλόσοφο. Θα προσπαθήσει να εξιλεωθεί σκοτώνοντας τον Ιούδα. Και στην άλλη ζωή θα έχει μόνιμο κουβεντολόι με τον νεαρό αυτό.

  Ας το γράψω από τώρα, μου άρεσε ο επίλογος, όπου οι μοσχοβίτες προσπαθούν να δώσουν στα γεγονότα τη ρεαλιστική ερμηνεία μιας ύπνωσης.

  Τους υπνωτίζει ο Φαγκότ, που μαζί με τον γάτο βρίσκονται στην υπηρεσία του Διαβόλου. -Θέλετε να αλλάξετε τα ρούχα σας, κυρίες μου, με τα τελευταία μοντελάκια;

  Αν θέλουν λέει!!!

  Παρατάνε τα ρούχα τους και φοράνε τα μοντελάκια, με τα οποία φεύγουν στο τέλος της παράστασης. Όμως πριν φτάσουν στο σπίτι τους τα μοντελάκια εξαφανίζονται και μένουν ξυπόλυτες και μόνο με τα εσώρουχα, προς τέρψιν των περαστικών.

  «…η αστυνομία μάζεψε γύρω στους εκατό ανθρώπους. Οι γυναίκες μετά από εκείνη την παράσταση τρέχαν στην οδό Τβερσκάγια μόνο με τα εσώρουχα. -Ε, φυσικά, η Ντάρια θα σου τα είπε…» (σελ. 245).

  Άλλο πρόβλημα: τα ρούβλια που έδωσε στους κυρίους, αποδεικνύεται ή ότι είναι παλιόχαρτα ή ότι είναι συνάλλαγμα, πράγμα που θα τους ρίξει στα χέρια της αστυνομίας.

  Υπάρχουν πάρα πολλά, αυτά είναι τα πιο εντυπωσιακά.

  Και βέβαια, η Μαργαρίτα δέχεται να γίνει δαιμόνισα, να παρευρεθεί στο χορό του Σατανά, προκειμένου να συναντήσει τον αγαπημένο της. Γυμνή, θα καβαλήσει μια σκούπα, σαν μάγισσα, και θα πετάξει με ταχύτητα, πάνω από τη Μόσχα, στο χώρο όπου θα γίνει ο χορός.

  Και τώρα να παραθέσουμε αποσπάσματα.

  «Ο μαιτρ και η άγνωστη αγαπήθηκαν τόσο παράφορα που έγιναν τελείως αχώριστοι» (σελ. 156).

  «Πίσω από ένα τεράστιο γραφείο μ’ ένα ογκώδες μελανοδοχείο καθόταν ένα άδειο κοστούμι και με μια στεγνή πένα, χωρίς να την κρατάει κάποιο χέρι, χάραζε σε ένα χαρτί. Το κοστούμι φόραγε και γραβάτα, απ’ το τσεπάκι του έβγαινε η άκρη ενός στυλογράφου, αλλά πάνω απ’ το γιακά δεν υπήρχε ούτε λαιμός, ούτε κεφάλι, το ίδιο και απ’ τα μανίκια δεν βγαίνανε χέρια…» (σελ. 209).

  Ένα από τα «φανταστικά» του μυθιστορήματος. Αρκετά πιο κάτω θα διαβάσουμε: «Επιστρέφοντας στη θέση του, στο γκρίζο ριγέ κοστούμι του, ο Πρόχορ Πετρόβιτς ενέκρινε απόλυτα όλες τις αποφάσεις που είχε πάρει το κοστούμι κατά τη σύντομη απουσία του» (σελ. 368)

  Στο δεύτερο μέρος, το κεφάλαιο 10 τιτλοφορείται «Μαργαρίτα», και ξεκινάει ως εξής: Ακολούθα με, αναγνώστη! Ποιος σου είπε πως δεν υπάρχει στον κόσμο ο αληθινός, ο πιστός αιώνιος έρωτας; Ας κόψουν τη σιχαμερή γλώσσα του ψεύτη» (σελ. 241).

  Επί τέλους, λέω, θα έχουμε το romance, που τόσο μου αρέσει.

  Οικτρή διάψευση. Ελάχιστα θα διαβάσουμε για αυτόν τον μεγάλο έρωτα, που αποτελεί πρόσχημα για καινούριες εικόνες φανταστικού. Η Μαργαρίτα ήταν παντρεμένη, αλλά μπροστά στον έρωτα θα θυσιάσει τη συζυγική της ζωή. Θα αφήσει ένα σημείωμα στον σύζυγό της, καθόλα άξιο και που την υπεραγαπά, όπου του λέει ότι φεύγει.

  «…και να μην ακούει τη Ντάρια» (σελ. 246).

  Πού κολλάει τώρα αυτό;

  Το καλοκαίρι σκέφτομαι να γράψω μια νουβέλα, ή ένα μικρό μυθιστόρημα, με τίτλο «Η ζωή της Ντάριας». Η τεχνητή νοημοσύνη μου έκανε ήδη το εξώφυλλο.

  «Όχι, φύγε από τη μνήμη μου και τότε θα είμαι ελεύθερη» (σελ. 247).

  Ένας δείκτης το πόσο είσαι ερωτευμένος είναι το πόσο χρόνο βρίσκεται ο/η αγαπημένος/η στη σκέψη σου. «Σήμερα σε σκεφτόμουνα», μου λέει. «Εγώ σε σκέφτομαι κάθε μέρα», της λέω.

  Συζήτηση με τη Ντάρια.

  «Ένας άντρας λοξοκοίταξε μ’ ενδιαφέρον την καλοντυμένη γυναίκα, τραβηγμένος απ’ την ομορφιά και τη μοναξιά της» (σελ. 247).

  Ένα από τα φανταστικά του δεύτερου μέρους είναι ότι με μια κρέμα που της δίνει ο Αζαζέλο γίνεται αόρατη. Καβαλώντας μια σκούπα θα πετάξει, σαν μάγισσα, να συναντήσει τον αγαπημένο της. «Είμαι ένας άνθρωπος δυστυχισμένος και σεις το εκμεταλλεύεστε. Παρασύρομαι σε μια παράξενη ιστορία, αλλά τ’ ορκίζομαι, μόνο γιατί με δελεάσατε μιλώντας μου για κείνον!» (σελ. 252).

  Για την αγάπη ρισκάρεις. Στην επόμενη σελίδα διαβάζουμε: «Θα χαθώ από αγάπη».

  «Τον αγάπησε μια κοπέλα, κι αυτός την πούλησε σε οίκο ανοχής» (σελ. 298).

  Οι περισσότερες ιερόδουλες μ’ αυτόν περίπου τον τρόπο κατέληξαν στους οίκους ανοχής.

    «Γιατί είναι άλλο πράγμα να πετύχεις με το σφυρί τα τζάμια του κριτικού Λατούνσκι κι εντελώς άλλο πράγμα να πετύχεις τον ίδιο στην καρδιά» (σελ. 309).

  «Απόψε το βράδυ τα έκανα γυαλιά καρφιά στο σπίτι του» (σελ. 309). Η Μαργαρίτα το έκανε αυτό, για εκδίκηση, που «έθαψε» το βιβλίο του αγαπημένου της.

  «Θέλω, τώρα αμέσως, να μου επιστρέψουν τον αγαπημένο μου το μαιτρ, είπε η Μαργαρίτα, και το πρόσωπό της παραμορφώθηκε από ένα σπασμό» (σελ. 315).

  Δεν χρειάζεται να το σχολιάσω. «…η Μαργαρίτα κολλώντας στο αυτί του μαιτρ κάτι του ψιθύρισε. Ακούστηκε μόνο πως εκείνος της απάντησε: -Όχι, είναι αργά. Τίποτα άλλο δε θέλω από τη ζωή εκτός από το να σε βλέπω. Αλλά σε συμβουλεύω ξανά, άφησέ με. Θα καταστραφείς μαζί μου» (σελ. 319).

  Μέχρι τώρα παρέθεσα αποσπάσματα που δείχνουν τον έρωτα της Μαργαρίτας για τον μαιτρ, αυτό είναι ένα απόσπασμα που δείχνει τον έρωτα του μαιτρ για τη Μαργαρίτα.

  «Τι όμορφη που είναι! Πρόφερε ο Ιβάν χωρίς ζήλεια αλλά με θλίψη και με κάποια ήρεμη τρυφερότητα» (σελ. 410). Η Μαργαρίτα φυσικά.

  Εγώ έγραψα τρεις φορές την ίδια φράση, προτάσσοντας το μα: «Μα τι όμορφη που είναι», σε ανέκδοτο κείμενό μου.

  «Όποιος αγαπάει πρέπει να μοιράζεται και τη μοίρα εκείνου που αγαπάει» (σελ. 419).

  Εγώ θα το γράψω διαφορετικά: Η θυσία είναι το πιο αλάνθαστο μέτρο για τον έρωτα.

  «Θα παραστέκομαι εγώ στον ύπνο σου» (σελ. 422).

  Το έχω ήδη γράψει στις σημειώσεις για τη «Ζωή της Ντάριας».

  Είδαμε και την ομώνυμη ταινία (2024) του Michael Lockshin διαρκείας δύο ωρών και τριάντα έξι λεπτών. Από αυτήν έμαθα ότι ο Βόλαντ ήταν ένα άλλο όνομα του Μεφιστοφελή. Έχω διαβάσει τον «Φάουστ», αλλά πού να το θυμάμαι.

  Ακολουθεί αρκετά πιστά τον Μπουλγκάκοφ. Και διαπιστώνω ότι οι ταινίες με το φανταστικό «ξεπερνούν» την πεζογραφία του φανταστικού. Είναι πιο εντυπωσιακές.

  Έχει πολύ καλή βαθμολογία, 7,2.

  Trivia: Απόσπασμα από τη «Στενογραφία» του φίλου μου του Κώστα του Μαυρουδή:

  «Ούτε ο πιο προετοιμασμένος κοινωνικός επιστήμονες δεν θα κρατούσε την ψυχραιμία και τις βεβαιότητες μπροστά στη Ρωσίδα καλλονή. Ντύνεται μετά τις κατ’ οίκον ερωτικές της υπηρεσίες και, βλέποντας την πλούσια βιβλιοθήκη, συστήνει στον πελάτη να διαβάσει τον Μαιτρ και τη Μαργαρίτα, σχολιάζοντας με τα πενιχρά της ελληνικά το στοιχείο του παράδοξου του Μπουλγκάκοφ. Μόνον ο περιορισμένος επαγγελματικός της χρόνος την αποτρέπει να επεκταθεί στους φορμαλιστές (τον Άιχενμπάουμ, τον Μπαχτίν και τους επιγόνους τους σημειολόγους), για τους οποίους κάτι προλαβαίνει να ψελλίσει, ενώ μπαίνει βιαστικά στο ασανσέρ και ελέγχει το κραγιόν της στον καθρέφτη».

  Παραλλαγή από αφήγηση δική μου.

  Έχω άλλες δυο ταινίες για τον «Μαιτρ και τη Μαργαρίτα», όμως δεν θα της δω. Ο χρόνος είναι πια μια πολυτέλεια.


No comments:

Post a Comment