Ιωσήφ Αλυγιζάκης, Αναγνώριση πτυχίου, Καστανιώτης 2000
Τη βιβλιοπαρουσίαση αυτή την έγραψα πριν επτά χρόνια περίπου για κάποιο περιοδικό, αλλά την έφαγε η λογοκρισία. Και μια και είμαι βασιλιάς και αφέντης στο blog μου γιατί να μην την αναρτήσω εδώ;
Η Αναγνώριση πτυχίου είναι το πρώτο βιβλίο του Ιωσήφ Αλυγιζάκη. Πρόκειται για ένα βιβλίο εξαιρετικά ενδιαφέρον, γιατί, απ’ όσο ξέρουμε, είναι το πρώτο μυθιστόρημα που έχει ως κύρια θεματική του τον ομοφυλόφιλο έρωτα.
Σ’ αυτή τη θεματική δεν είμαστε συνηθισμένοι στη λογοτεχνία. Κορυφαίο έργο από τις εξαιρέσεις αποτελεί το De profundis του Όσκαρ Ουάιλντ. Τη συναντούμε όμως συχνά στις αμερικάνικες ταινίες, όπως π.χ. στο Καλύτερα δεν γίνεται με τον Τζακ Νίκολσον, που είδαμε πριν τρία χρόνια στον κινηματογράφο. Η αμερικανική κοινωνία θεωρείται περισσότερο ανεκτική.
Στα καθ’ ημάς, το θέμα αυτό το συναντήσαμε σε ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο σήριαλ που βλέπαμε στην τηλεόραση πριν δυο χρόνια, τους «Δυο ξένους». Και ενώ πιστεύω ότι είχε παρόμοιο στόχο με αυτό του βιβλίου του Αλυγιζάκη, να καταδείξει ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι μια σεξουαλική διαστροφή αλλά μια αποδεκτή μορφή ερωτικής σχέσης, κατέληξε να την προβάλει περίπου ως αρρώστια, με το να κάνει στο τέλος ο ήρωας ετεροφυλόφιλο έρωτα, προς θριαμβολογία όλων.
Ο σεβασμός στην ιδιαιτερότητα θρησκείας, καταγωγής, χρώματος, σεξουαλικής προτίμησης, θεωρείται ως βασική αρχή μιας δημοκρατικής κοινωνίας, που δυστυχώς δεν γίνεται πάντα σεβαστή. Έτσι το έργο αυτό του Ι. Αλυγιζάκη αποτελεί μια ιδιαίτερη συμβολή.
Ο ήρωας διαμαρτύρεται για την κοινωνική απόρριψη εξαιτίας της ιδιαιτερότητάς του αυτής:
"Δεν αισθάνομαι αδερφή. Για μένα αυτός ο όρος δεν υφίσταται. Είμαι ένα αγόρι, που με όλα τα συμπλέγματά μου - όπως όλοι άλλωστε έχουν - αγαπώ ένα άλλο άνθρωπο, που τυχαίνει να είναι ένα άλλο αγόρι. Δεν ντρέπομαι γι αυτό. Αλλά για βγάλ’ το παραπέρα να δεις λιγάκι τις αντιδράσεις! Αρκετοί θα χαμογελάσουν γλυκανάλατα, δήθεν με κατανόηση, άλλοι ίσως μας γιουχασουν κι άλλοι ίσως αδιαφορήσουν εντελώς. Εγώ δεν θέλω συμπόνια ούτε κατανόηση. Το χέζω το γιουχάισμα. Αδιαφορώ για την αδιαφορία. Αποζητώ την αποδοχή. Ότι υπάρχω, ότι με αγαπούν. Τόσο περιθωριοποιημένο είναι να διακατέχομαι από μια τέτοια εμμονή; Αν ναι, τότε να τη χέσω τέτοια κοινωνία. Θα πάω να ζήσω στο Θιβέτ" (σελ. 232).
Ενώ θα περίμενε κανείς περισσότερο μια προσχηματική ιστορία για να προβληθεί, σε δοκιμιακά σχόλια, το θέμα του έργου, στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα ερωτικό έργο, σχεδόν ένα ρομάντζο, στο οποίο εκφράζεται συνεχώς η στοργή και η τρυφερότητα δύο ερωτευμένων, μόνο που στην περίπτωση αυτή τυχαίνει να είναι και οι δύο άντρες.
Με μια έξυπνη πλοκή ο Αλυγιζάκης καταφέρνει να μας παρουσιάσει τις πιο σημαντικές πλευρές και όψεις του ομοφυλόφιλου έρωτα.
Μια τέτοια πλευρά είναι η μοναξιά, που οφείλεται στην κοινωνική απόρριψη και στη δυσκολία εύρεσης ερωτικού συντρόφου. Είναι γνωστό ότι περισσότερο οι ομοφυλόφιλοι αναγκάζονται να καταφύγουν στον πληρωμένο έρωτα. Ένας από τους ήρωες του έργου, σαν μοναδική διέξοδο από τη μοναξιά του, βρίσκει την αυτοκτονία. Ένα άλλο πρόσωπο του έργου καταφεύγει επίσης στην αυτοκτονία, έχοντας ενδοβάλλει την κοινωνική απόρριψη, θεωρώντας την ιδιαιτερότητά του ως αρρώστια, μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα σύναψης ετεροφυλόφιλης σχέσης.
Το aids, που συνιστά μια απειλή τόσο για ομοφυλόφιλους όσο και για ετεροφυλόφιλους, θεματοποιείται επίσης. Ο πατέρας του ήρωα, στο τελευταίο στάδιο, αφήνεται στις φροντίδες του ομοφυλόφιλου φίλου του, ο οποίος τον αγαπούσε από χρόνια με ένα αγνό αίσθημα, χωρίς να θελήσει ποτέ να εκβιάσει τις ετεροφυλόφιλες προτιμήσεις του, βυθίζοντάς τον στην απελπισία:
"Δεν τον ενδιαφέρει, λέει, πια τίποτα σ’ αυτή τη ζωή. Επί τριάντα χρόνια βασανιζόταν για ένα και μοναδικό πρόσωπο. Τώρα που έφυγε, δεν τον νοιάζει να βρει κάποιον τυχαίο και να κολλήσει aids. Βλέπεις, ποτέ δεν έκαναν έρωτα" (σελ. 251).
Οι αφηγηματικές αρετές του έργου, όπως είναι φυσικό, τείνουν να υποτιμηθούν μπροστά σ’ αυτή την τολμηρή θεματική. Όμως σίγουρα ο απλός και λιτός λόγος του Αλυγιζάκη, η αφηγηματική του άνεση, προσθέτουν αρκετά σ’ αυτό το έργο, που πέρα από το θεματικό του ενδιαφέρον, διαβάζεται ευχάριστα.
Sunday, October 26, 2008
Sunday, October 19, 2008
Γιώργος Ιωάννου, Η Σαρκοφάγος
Στη Ροζαλία που μου το συνέστησε
Στη Σαρκοφάγο βρήκα τα περισσότερα χαρακτηριστικά της πεζογραφίας του Ιωάννου, στα έξι βιβλία του που έχω διαβάσει μέχρι στιγμής. Είναι κυρίαρχος κι εδώ ο εξομολογητικός χαρακτήρας της, όπως τον σχολιάσαμε στην παρουσίαση του Για ένα φιλότιμο. Επίσης έντονος είναι ο συνειρμικός χαρακτήρας της αφήγησης, με πιο χαρακτηριστικό το τελευταίο αφήγημα «Ουκ ηπίστατο φεύγειν», όπου ο Ιωάννου περιγράφει ένα ταξίδι του με τραίνο, διάφορα περιστατικά που συνέβησαν και τις αναμνήσεις που τον κατέκλυσαν κατά τη διάρκειά της. Ακόμη υπάρχει, σε μικρότερες δόσεις βέβαια, το χιούμορ, που τόσο με ενθουσίασε στο Η μόνη κληρονομιά και που δεν το βρήκα μετά στο Δικό μας αίμα, στον Επιτάφιο Θρήνο και στα Πολλαπλά κατάγματα που διαβάζω τώρα. Απεναντίας απουσιάζει ο δοκιμιακός χαρακτήρας που υπάρχει στα περισσότερα αφηγήματα του Για ένα φιλότιμο, πράγμα που αναδεικνύει περισσότερο τον εξομολογητικό τους χαρακτήρα. Ο Ιωάννου δεν θέλει εδώ να μας διδάξει, θέλει μόνο να μας εκμυστηρευτεί, τις συνήθειές του («…συνηθίζω να κοιμούμαι μ’ ένα μαξιλάρι αποκάτω κι ένα αποπάνω απ’ το κεφάλι μου», σελ. 100), τους φόβους του («Ασφαλώς θα πάω πολύ χειρότερα-ούτε καν από φιλικό χέρι», σελ. 83), τα συναισθήματά του («εδώ με πιάσανε αργότερα οι αγωνίες, οι αϋπνίες, οι ιδρώτες, τα άγχη, και το κρεβάτι από τότε ξαναπήρε από τα στριφογυρίσματά μου να σπάνει» σελ. 50-51), περιστατικά από τη ζωή του («Πολλά χριστουγεννιάτικα ρεβεγιόν, όπως λένε, και νύχτες πρωτοχρονιάς έχω περάσει ολομόναχος μέσα σ’ αυτό το δωματιάκι. Τα ταξί κορνάρουν στην Ομόνοια για τον καινούριο χρόνο, ο κόσμος τραγουδάει και φιλιέται, κι εγώ κουκουλωμένος με τις ωτοασπίδες στ’ αυτιά, δεν ξέρω πια τι να ευχηθώ στον εαυτό μου» σελ. 114).
Τέλος το ερωτικό στοιχείο εμφανίζεται κι εδώ, έντονο, απελπισμένο, και με την αίσθηση του κινδύνου όπως φαίνεται από το παρακάτω απόσπασμα: «Μόνο που πάντοτε φτάνω με τη μνήμη μου σ’ ένα φράγμα από δάκρυα, ασυνάρτητες φωνές και κάτι τσιρίδες σπαραχτικές και βροντώντας τότε την πόρτα ξαναβγαίνω στο εφιαλτικό κυνήγι των θανάσιμων αγγέλων» σελ. 10).
Ας σχολιάσουμε όμως τώρα κάποια αποσπάσματα, και ας κάνουμε τους δικούς μας συνειρμούς.
«Κάποτε ο νουνός θυμήθηκε τ’ όνομα κι απ’ τη χαρά του βιάστηκε να πει ‘Ελπινίκη… τη μάνα του’, ‘πάψε ευλογημένε, του είπε με αγανάκτηση ο παπάς και άρχισε να επαναλαμβάνει το όνομα» (σελ. 120).
Πού το περίεργο που ο νονός ξέχασε το όνομα της βαφτισιμιάς του την ώρα της βάφτισης; Ελπινίκη!!! Έχετε ακούσει εσείς πολλές φορές αυτό το όνομα; Εγώ πρέπει να είναι η τρίτη φορά που το συναντάω γραμμένο σε λογοτεχνικό κείμενο. Όμως το έχω ακούσει πολλές φορές στη ζωή μου. Ήταν το όνομα της μάνας μου.
«Αυτό το πράμα, μάλιστα-πολύ θα το ’θελα. Αυτό τ’ αλλάζω με την τωρινή μου μοίρα. Με μια βαριά μοτοσικλέτα ν’ αλωνίζω πόλη και προάστια» (σελ. 98).
Μια τετρακοσάρα είναι βαριά; Εννοώ τη Honda steed μου. Θα με ζήλευε άραγε ο Ιωάννου αν με έβλεπε πάνω σ’ αυτή;
«Δεν έχω την απαίτηση να καταλάβω τίποτα – ούτε για το θάνατο ούτε για τους αδικοχαμένους. Πολύ περισσότερο δεν επιθυμώ να διαμαρτύρομαι επί ματαίω. Άλλωστε αργά ή γρήγορα θα λύσω κι εγώ με τη σειρά μου αυτό το μυστήριο» (σελ. 102).
Φοβάμαι ότι δεν έλυσε το μυστήριο. Απλά έπαψε να τον απασχολεί.
«Τα τραμ ήταν καλύτερα, μα δεν πρόκειται να ξαναγυρίσουν» (σελ. 96).
Αμ δε!
«Ακόμα και στον ύπνο μου ψιθύριζα με αγαλλίαση τους αρχικούς του χρόνους (του ρήματος munio): munio, munivi και munii, munitum, munire. Και δώστου κάθε τόσο να κοιτάζω τη γραμματική για το πώς κλίνεται το ένα και το άλλο, με αποτέλεσμα την τέταρτη συζυγία να τη μάθω καλύτερα απ’ όλες τις άλλες. Πάντως ο νους μου δεν πήγαινε στο κακό ή σε τίποτα το συγκεκριμένο» (σελ. 52).
Εμένα όμως το μυαλό μου, όταν διάβασα αυτές τις γραμμές, πήγε στο Β΄ συνέδριο της Αιγυπτιακής Εταιρείας της Θεωρίας της Λογοτεχνίας όπου ήμουν καλεσμένος, (Δεκέμβρης του 2000) και συγκεκριμένα σε μια συναδέλφισσα σύνεδρο, τη Munira al Fadel. Καθίσαμε για φαγητό δίπλα δίπλα και πιάσαμε την κουβέντα. Μου είπε το όνομά της. Και φυσικά δεν παρέλειψα να της πω (μετά από λίγο βέβαια, αφού νοιώσαμε πιο εγκάρδια ο ένας με τον άλλο) τι σημαίνουν στα ελληνικά οι δυο πρώτες συλλαβές του ονόματός της.
Ανταλλάξαμε κάμποσα e-mail, πριν χαθούμε, όπως γίνεται συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Σε ένα από αυτά μου έστειλε συνημμένο ένα απόσπασμα από άρθρο εφημερίδας, που αναφερόταν στον θάνατο του μεγάλου θεωρητικού της λογοτεχνίας Eduard Said. Στο άρθρο αυτό έλεγε ότι στην κηδεία του πάνω στον τάφο του διαβάστηκε, ως επιθυμία του, το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» του Καβάφη.
Σ’ αυτό το συνέδριο χόρεψα για πρώτη φορά στη ζωή μου τσιφτεφτέλι. Στην κρουαζιέρα του Νείλου που κάναμε οι σύνεδροι, ένα από τα θεάματα πάνω στο πλοίο ήταν και ο χορός της κοιλιάς από μια ωραία Αιγύπτια χορεύτρια. Κάποια στιγμή βέβαια άρχισε να καλεί τους συνέδρους, ένα ένα, να χορέψουν μαζί της. Αρνιόντουσαν όλοι.
Εγώ υπήρξα ο animator. Σηκώθηκα και χόρεψα μαζί της. Αμέσως μετά από μένα σηκώθηκε και χόρεψε ο Terry Eagleton, και στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλοι.
Ο Terry Eagleton είναι ένα από τα ιερά τέρατα της Θεωρίας της Λογοτεχνίας. Μια δυο μέρες πριν είχα ανταλλάξει μαζί του δυο κουβέντες. Ένοιωθα όπως θα ένοιωθε ένας ποδοσφαιρόφιλος αν συναντούσε σε ένα μπαρ τον Μαραντόνα και αντάλλασαν δυο λόγια.
Έχω μια φωτογραφία που χορεύω με τη χορεύτρια. Είναι μια από τις δυο «γυμνές» για τις οποίες με κατηγόρησαν για το blog μου, και έτσι κατέβασα τρομοκρατημένος το σχετικό post.
Μετά από τρεις βδομάδες πήγα και σε ένα άλλο συνέδριο, στη Σλοβενία. Έγραψα τότε ένα κείμενο με το οποίο παρουσίαζα τα συνέδρια αυτά και δημοσιεύτηκε στο Comparative Literature and Culture web journal, που είμαι στην συντακτική του.
Με κάλεσαν και στο επόμενο συνέδριο, μετά από τρία χρόνια. Αλλά για αυτό μπορεί να γράψω κάποια άλλη φορά.
Στη Σαρκοφάγο βρήκα τα περισσότερα χαρακτηριστικά της πεζογραφίας του Ιωάννου, στα έξι βιβλία του που έχω διαβάσει μέχρι στιγμής. Είναι κυρίαρχος κι εδώ ο εξομολογητικός χαρακτήρας της, όπως τον σχολιάσαμε στην παρουσίαση του Για ένα φιλότιμο. Επίσης έντονος είναι ο συνειρμικός χαρακτήρας της αφήγησης, με πιο χαρακτηριστικό το τελευταίο αφήγημα «Ουκ ηπίστατο φεύγειν», όπου ο Ιωάννου περιγράφει ένα ταξίδι του με τραίνο, διάφορα περιστατικά που συνέβησαν και τις αναμνήσεις που τον κατέκλυσαν κατά τη διάρκειά της. Ακόμη υπάρχει, σε μικρότερες δόσεις βέβαια, το χιούμορ, που τόσο με ενθουσίασε στο Η μόνη κληρονομιά και που δεν το βρήκα μετά στο Δικό μας αίμα, στον Επιτάφιο Θρήνο και στα Πολλαπλά κατάγματα που διαβάζω τώρα. Απεναντίας απουσιάζει ο δοκιμιακός χαρακτήρας που υπάρχει στα περισσότερα αφηγήματα του Για ένα φιλότιμο, πράγμα που αναδεικνύει περισσότερο τον εξομολογητικό τους χαρακτήρα. Ο Ιωάννου δεν θέλει εδώ να μας διδάξει, θέλει μόνο να μας εκμυστηρευτεί, τις συνήθειές του («…συνηθίζω να κοιμούμαι μ’ ένα μαξιλάρι αποκάτω κι ένα αποπάνω απ’ το κεφάλι μου», σελ. 100), τους φόβους του («Ασφαλώς θα πάω πολύ χειρότερα-ούτε καν από φιλικό χέρι», σελ. 83), τα συναισθήματά του («εδώ με πιάσανε αργότερα οι αγωνίες, οι αϋπνίες, οι ιδρώτες, τα άγχη, και το κρεβάτι από τότε ξαναπήρε από τα στριφογυρίσματά μου να σπάνει» σελ. 50-51), περιστατικά από τη ζωή του («Πολλά χριστουγεννιάτικα ρεβεγιόν, όπως λένε, και νύχτες πρωτοχρονιάς έχω περάσει ολομόναχος μέσα σ’ αυτό το δωματιάκι. Τα ταξί κορνάρουν στην Ομόνοια για τον καινούριο χρόνο, ο κόσμος τραγουδάει και φιλιέται, κι εγώ κουκουλωμένος με τις ωτοασπίδες στ’ αυτιά, δεν ξέρω πια τι να ευχηθώ στον εαυτό μου» σελ. 114).
Τέλος το ερωτικό στοιχείο εμφανίζεται κι εδώ, έντονο, απελπισμένο, και με την αίσθηση του κινδύνου όπως φαίνεται από το παρακάτω απόσπασμα: «Μόνο που πάντοτε φτάνω με τη μνήμη μου σ’ ένα φράγμα από δάκρυα, ασυνάρτητες φωνές και κάτι τσιρίδες σπαραχτικές και βροντώντας τότε την πόρτα ξαναβγαίνω στο εφιαλτικό κυνήγι των θανάσιμων αγγέλων» σελ. 10).
Ας σχολιάσουμε όμως τώρα κάποια αποσπάσματα, και ας κάνουμε τους δικούς μας συνειρμούς.
«Κάποτε ο νουνός θυμήθηκε τ’ όνομα κι απ’ τη χαρά του βιάστηκε να πει ‘Ελπινίκη… τη μάνα του’, ‘πάψε ευλογημένε, του είπε με αγανάκτηση ο παπάς και άρχισε να επαναλαμβάνει το όνομα» (σελ. 120).
Πού το περίεργο που ο νονός ξέχασε το όνομα της βαφτισιμιάς του την ώρα της βάφτισης; Ελπινίκη!!! Έχετε ακούσει εσείς πολλές φορές αυτό το όνομα; Εγώ πρέπει να είναι η τρίτη φορά που το συναντάω γραμμένο σε λογοτεχνικό κείμενο. Όμως το έχω ακούσει πολλές φορές στη ζωή μου. Ήταν το όνομα της μάνας μου.
«Αυτό το πράμα, μάλιστα-πολύ θα το ’θελα. Αυτό τ’ αλλάζω με την τωρινή μου μοίρα. Με μια βαριά μοτοσικλέτα ν’ αλωνίζω πόλη και προάστια» (σελ. 98).
Μια τετρακοσάρα είναι βαριά; Εννοώ τη Honda steed μου. Θα με ζήλευε άραγε ο Ιωάννου αν με έβλεπε πάνω σ’ αυτή;
«Δεν έχω την απαίτηση να καταλάβω τίποτα – ούτε για το θάνατο ούτε για τους αδικοχαμένους. Πολύ περισσότερο δεν επιθυμώ να διαμαρτύρομαι επί ματαίω. Άλλωστε αργά ή γρήγορα θα λύσω κι εγώ με τη σειρά μου αυτό το μυστήριο» (σελ. 102).
Φοβάμαι ότι δεν έλυσε το μυστήριο. Απλά έπαψε να τον απασχολεί.
«Τα τραμ ήταν καλύτερα, μα δεν πρόκειται να ξαναγυρίσουν» (σελ. 96).
Αμ δε!
«Ακόμα και στον ύπνο μου ψιθύριζα με αγαλλίαση τους αρχικούς του χρόνους (του ρήματος munio): munio, munivi και munii, munitum, munire. Και δώστου κάθε τόσο να κοιτάζω τη γραμματική για το πώς κλίνεται το ένα και το άλλο, με αποτέλεσμα την τέταρτη συζυγία να τη μάθω καλύτερα απ’ όλες τις άλλες. Πάντως ο νους μου δεν πήγαινε στο κακό ή σε τίποτα το συγκεκριμένο» (σελ. 52).
Εμένα όμως το μυαλό μου, όταν διάβασα αυτές τις γραμμές, πήγε στο Β΄ συνέδριο της Αιγυπτιακής Εταιρείας της Θεωρίας της Λογοτεχνίας όπου ήμουν καλεσμένος, (Δεκέμβρης του 2000) και συγκεκριμένα σε μια συναδέλφισσα σύνεδρο, τη Munira al Fadel. Καθίσαμε για φαγητό δίπλα δίπλα και πιάσαμε την κουβέντα. Μου είπε το όνομά της. Και φυσικά δεν παρέλειψα να της πω (μετά από λίγο βέβαια, αφού νοιώσαμε πιο εγκάρδια ο ένας με τον άλλο) τι σημαίνουν στα ελληνικά οι δυο πρώτες συλλαβές του ονόματός της.
Ανταλλάξαμε κάμποσα e-mail, πριν χαθούμε, όπως γίνεται συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Σε ένα από αυτά μου έστειλε συνημμένο ένα απόσπασμα από άρθρο εφημερίδας, που αναφερόταν στον θάνατο του μεγάλου θεωρητικού της λογοτεχνίας Eduard Said. Στο άρθρο αυτό έλεγε ότι στην κηδεία του πάνω στον τάφο του διαβάστηκε, ως επιθυμία του, το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» του Καβάφη.
Σ’ αυτό το συνέδριο χόρεψα για πρώτη φορά στη ζωή μου τσιφτεφτέλι. Στην κρουαζιέρα του Νείλου που κάναμε οι σύνεδροι, ένα από τα θεάματα πάνω στο πλοίο ήταν και ο χορός της κοιλιάς από μια ωραία Αιγύπτια χορεύτρια. Κάποια στιγμή βέβαια άρχισε να καλεί τους συνέδρους, ένα ένα, να χορέψουν μαζί της. Αρνιόντουσαν όλοι.
Εγώ υπήρξα ο animator. Σηκώθηκα και χόρεψα μαζί της. Αμέσως μετά από μένα σηκώθηκε και χόρεψε ο Terry Eagleton, και στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλοι.
Ο Terry Eagleton είναι ένα από τα ιερά τέρατα της Θεωρίας της Λογοτεχνίας. Μια δυο μέρες πριν είχα ανταλλάξει μαζί του δυο κουβέντες. Ένοιωθα όπως θα ένοιωθε ένας ποδοσφαιρόφιλος αν συναντούσε σε ένα μπαρ τον Μαραντόνα και αντάλλασαν δυο λόγια.
Έχω μια φωτογραφία που χορεύω με τη χορεύτρια. Είναι μια από τις δυο «γυμνές» για τις οποίες με κατηγόρησαν για το blog μου, και έτσι κατέβασα τρομοκρατημένος το σχετικό post.
Μετά από τρεις βδομάδες πήγα και σε ένα άλλο συνέδριο, στη Σλοβενία. Έγραψα τότε ένα κείμενο με το οποίο παρουσίαζα τα συνέδρια αυτά και δημοσιεύτηκε στο Comparative Literature and Culture web journal, που είμαι στην συντακτική του.
Με κάλεσαν και στο επόμενο συνέδριο, μετά από τρία χρόνια. Αλλά για αυτό μπορεί να γράψω κάποια άλλη φορά.
Saturday, October 18, 2008
Οι ρίζες της σύμπτωσης ξαναχτυπούν
Αναφέρομαι στην προπροπροηγούμενη ανάρτησή μου που είχε τίτλο «Οι ρίζες της σύμπτωσης».
Προχθές, Πέμπτη, στο msn messenger βλέπω ένα φίλο μου να ακούει το πρώτο κονσέρτο για πιάνο του Μπραμς.
Για χρόνια ήταν το αγαπημένο μου κονσέρτο για πιάνο. Μετά ήλθε αυτό του Μπέλλα Μπάρτοκ.
Κάνω αμέσως chat, για να του πω πως ακούει ένα από τα αγαπημένα μου κονσέρτα. Και πάλι το τρίτο μέρος είναι αυτό που μου αρέσει πιο πολύ.
Χθες, ένας φίλος μου μου έδωσε δυο προσκλήσεις για το Μέγαρο.
Φεύγουμε και δεν προλαβαίνω να κοιτάξω τι έργα παίζει. Στο μέγαρο όμως παίρνω το πρόγραμμα για να δω.
Ήταν στο πρόγραμμα, μαζί με την όγδοη συμφωνία του Μπετόβεν και το συμφωνικό ποίημα «Ο Σιντ» ενός Έλληνα που τον άκουγα για πρώτη φορά, του Διονύση Ροδοθέατου. (Το μόνο που κατάφερα να βρω στο google γι αυτόν είναι πως το Δ. του προγράμματος δεν ήταν Δημήτρης όπως νόμισα αρχικά αλλά Διονύσης, και πως ήταν μαθητής του Σπυρίδωνα Ξύνδα, ο οποίος γεννήθηκε το 1812 ή 14 και πέθανε το 1896. Άρα ο Ροδοθέατος είναι λίγο μεταγενέστερος).
Προχθές, Πέμπτη, στο msn messenger βλέπω ένα φίλο μου να ακούει το πρώτο κονσέρτο για πιάνο του Μπραμς.
Για χρόνια ήταν το αγαπημένο μου κονσέρτο για πιάνο. Μετά ήλθε αυτό του Μπέλλα Μπάρτοκ.
Κάνω αμέσως chat, για να του πω πως ακούει ένα από τα αγαπημένα μου κονσέρτα. Και πάλι το τρίτο μέρος είναι αυτό που μου αρέσει πιο πολύ.
Χθες, ένας φίλος μου μου έδωσε δυο προσκλήσεις για το Μέγαρο.
Φεύγουμε και δεν προλαβαίνω να κοιτάξω τι έργα παίζει. Στο μέγαρο όμως παίρνω το πρόγραμμα για να δω.
Ήταν στο πρόγραμμα, μαζί με την όγδοη συμφωνία του Μπετόβεν και το συμφωνικό ποίημα «Ο Σιντ» ενός Έλληνα που τον άκουγα για πρώτη φορά, του Διονύση Ροδοθέατου. (Το μόνο που κατάφερα να βρω στο google γι αυτόν είναι πως το Δ. του προγράμματος δεν ήταν Δημήτρης όπως νόμισα αρχικά αλλά Διονύσης, και πως ήταν μαθητής του Σπυρίδωνα Ξύνδα, ο οποίος γεννήθηκε το 1812 ή 14 και πέθανε το 1896. Άρα ο Ροδοθέατος είναι λίγο μεταγενέστερος).
Thursday, October 16, 2008
Ελένη Καρασσαβίδου,Ο Θερβάντες σ' έσωσε,Θεοδόσης Πυλαρινός,Ηλίας Σταύρου και Ηλιώ, Καραγεώργος,Μαινάδες
Τρεις δημοσιεύσεις, όλες στο Λέξημα
Ελένη Καρασαββίδου, Ο Θερβάντες σ' έσωσε.
Ελένη Κάππα (Καρασαβίδου), Ο Θερβάντες σ’ έσωσε, Αθήνα 2007, εκδόσεις Αλεξανδρής
Επινοητικό στην πλοκή, το πεζογράφημα αυτό παρουσιάζει όψεις μιας σύγχρονης δυστυχίας σε μικρά duo-αφηγήματα.
Η Ελένη Κάππα (αλήθεια, γιατί Κάππα και όχι Κ, κατά το Malcom X; Μήπως για να μην παραπέμπει συνειρμικά στον Joseph K;), μετά την ποιητική της συλλογή με τίτλο «Κτόνια-αυτό» μας δίνει μια συλλογή πεζών αφηγημάτων με τίτλο «Ο Θερβάντες σ’ έσωσε». Και, όπως όλοι οι συγγραφείς που διακονούν παράλληλα και την ποίηση (στο νου μου έρχεται η φίλτατη Ελένη Γκίκα), το ύφος της έχει την πυκνότητα και την ελλειπτικότητα του ποιητικού λόγου.
Οι μικροπερίοδοι, με τις τελείες να χωρίζουν πολλές φορές μια και μόνη λέξη, δίνουν ένα ασθματικό, αγωνιώδη χαρακτήρα στη γραφή. Συχνά τα ρήματα απουσιάζουν, δημιουργώντας την αίσθηση ότι τα γεγονότα παρουσιάζονται σαν σε διαδοχικά ταμπλώ βιβάν και όχι με τη συνηθισμένη ροή της αφήγησης. Στα σύντομα αυτά κείμενα των τριών τεσσάρων σελίδων ο ήρωας διαλέγεται με τον αντιήρωα, η Αντιγόνη με την Ισμήνη (υπάρχει και σχετικό διακείμενο), ο Shite με τον Waki (Θέατρο Νο). Κάποιες φορές ο ήρωας διαλέγεται μόνο με το παρελθόν του που το κουβαλάει σαν βάρος και σαν εμμονή, συχνά φορτισμένο με ενοχές. Το εφέ της επανάληψης σε φράσεις και προτάσεις το τονίζει αυτό και σε υφολογικό επίπεδο: «μαμά, το ήξερες πως με πηδούσε ο μπαμπάς;»
Και ενώ οι ήρωες διαλέγονται με το παρελθόν τους ή με άλλα πρόσωπα για το παρελθόν τους, η Καρασαββίδου, στους υπότιτλους των αφηγημάτων της, διαλέγεται με άλλες λογοτεχνικές φωνές, είτε για να τις συμπληρώσει, όπως κάνει με στίχο του Ελύτη, είτε για να αναγνωρίσει την οφειλή της (την επίδραση θα έλεγε ο Harold Bloom) σ’ αυτές.
Η ματαίωση χαρακτηρίζει πολλούς από τους ήρωές της. Στην «Ευτυχία», ένα διήγημα με καφκική επινοητικότητα και με ολοφάνερο συμβολισμό, ο ήρωας προλαβαίνεις μόλις την τελευταία στιγμή να επιβιβασθεί στο τραίνο για να ανακαλύψει στη συνέχεια ότι πρόκειται για λάθος τραίνο. Όσο για τη «Σύμβαση», εκεί η ματαίωση είναι καταστατική: «Πηγαίναμε να βρούμε τον ήλιο», θυμάται η γριά το μικρό κοριτσάκι που ήτανε πριν 65 χρόνια. «Μα όσα βήματα κι αν κάναμε προς αυτόν έκανε κι αυτός τα ίδια από τα δικά μας πόδια». Η ερωτική ματαίωση είναι η πιο συνηθισμένη μορφή ματαίωσης. Στον ομοφυλόφιλο όμως έρωτα η ματαίωση είναι πιο συχνή. Η Ελένη αφηγείται δυο σχετικές ιστορίες. Στην πρώτη, «Το φιλί», η γυναίκα καπνίζει το τσιγάρο μιας αγαπημένης γυναίκας που δεν μπορεί να έχει. Στη δεύτερη, «(Ώρα) 12η. Η συν-ουσία», ο άντρας κάνει έρωτα με τη γυναίκα του αγαπημένου του που τον έχει εγκαταλείψει, σε μια κίνηση απελπισίας που δεν τον λυτρώνει. Μόνο στην αυτοκτονία θα βρει τη λύτρωση. Με την ιστορία αυτή, που είναι και η τελευταία και η πιο εκτενής, η Καρασαββίδου θα συνδέσει τις υπόλοιπες ιστορίες της με ένα τρόπο επινοητικό, δημιουργώντας ένα εφέ απροσδόκητου, μια και θεωρούσαμε τις ιστορίες αυτές ανεξάρτητες μεταξύ τους. Αυτό το κάνει παρουσιάζοντας τους ήρωές της να πρωταγωνιστούν σε κάποιες απ’ αυτές, και τις άλλες να τις κουβαλούν σαν αναμνήσεις ή σαν μνήμες επεισοδίων που τους εντυπωσίασαν. Μια μάλιστα είναι πραγματική ιστορία, μας το λέει η συγγραφέας, αλλά υποπτευόμαστε ότι και άλλες είναι επίσης αληθινές, και όχι μόνο «κατά το εικός και το αναγκαίον» του Αριστοτέλη.
Η ματαίωση είναι ένα μόνο από τα κτυπήματα που δίνει η ζωή. Η απώλεια είναι ένα άλλο. Όταν συνοδεύεται από ενοχές, οδηγεί σε ψυχολογικές διαταραχές. Η ηρωίδα του «Χα!» με το υστερικό γέλιο περίμενε τρεις μέρες μέχρι να αναζητήσει την κόρη της. Όταν πήγε στο σπίτι της να δει τι γίνεται, τη βρήκε νεκρή.
Η φρίκη του πολέμου οδηγεί καμιά φορά σε πιο σοβαρές ψυχολογικές διαταραχές. Ο ήρωας στο «Η Καλλιδρομίου βάλλεται» «ήταν ο τρελός της πλατείας. Ο τρελός της οδού». Η αιτία της τρέλας του; Μια οβίδα που έσκασε δίπλα του στα Δεκεμβριανά, όταν ήταν 15 χρονών. Επαναλαμβάνει τη φράση ψυχαναγκαστικά. Κάποια μέρα του Δεκέμβρη του 1984, 40 χρόνια μετά, θα την επαναλαμβάνει με οργή: μια φαγάνα πηγαίνει να ξεριζώσει μια ιτιά που βρίσκεται στην άκρη του πεζοδρόμιου, κατεδαφίζοντας ένα σπίτι. Η φαγάνα αυτή μοιάζει πολύ με τανκ.
Ο μακρονησιώτης, η φυλακισμένη σε ναζιστικό στρατόπεδο, η πρόσφυγας, είναι κάποια άλλα πρόσωπα την τραγική ιστορία των οποίων αφηγείται η συγγραφέας. Όλο το βιβλίο δεν είναι τελικά παρά μια πινακοθήκη ταλαιπωρημένων, δυστυχισμένων υπάρξεων.
Είναι άραγε μετριοφροσύνη ή παράλειψη η μη αναγραφή των προηγούμενων έργων της συγγραφέως, ως είθισται; Όπως και να έχει είναι έλλειψη. Συνειδητή παράλειψη είναι η έλλειψη βιογραφίας. Η Καρασαββίδου προσπαθεί να διασκεδάσει την εντύπωση από αυτή την έλλειψη με το «Αντί βιογραφίας» παράθεμα από την Ζανέτ Ουίντερσον στο τέλος του βιβλίου.
Ο Σαρτρ έχει μιλήσει διεξοδικά για την literature engagee, τη στρατευμένη λογοτεχνία στρατευμένων λογοτεχνών. Το έργο αυτό της Καρασαββίδου δεν είναι στρατευμένη λογοτεχνία, αν και η ίδια είναι στρατευμένη στους κοινωνικούς αγώνες. Γνωριστήκαμε στο 4ο κοινωνικό forum, αυτή προσκαλέσασα, εγώ προσκεκλημένος, σαν εκπρόσωπος του lexima σε ένα panel για τη λογοτεχνία τον καιρό της παγκοσμιοποίησης. Η Ελένη είναι αξιοζήλευτη όχι μόνο για την ποιότητα του λογοτεχνικού της έργου αλλά και για την κοινωνική της δράση, που είναι έντονη και πολυσχιδής. Σπάνιος συνδυασμός σήμερα, και γι αυτό είναι πραγματικά αξιέπαινη.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
22-10-2007
Θεοδόσης Πυλαρινός,Ηλίας Σταύρου και Ηλιώ.
Θεοδόσης Πυλαρινός, «Ηλίας Αλ. Σταύρου, ο Κερκυραίος δημοτικιστής λογοτέχνης» και «Ηλιώ»
Υπάρχουν οι πρωτοκλασάτοι λογοτέχνες της πρωτεύουσας με τους οποίους ασχολούνται φιλόλογοι και κριτικοί, υπάρχουν και οι δευτεροκλασάτοι επαρχιώτες λογοτέχνες οι οποίοι περνούν απαρατήρητοι από το ευρύτερο κοινό. Αυτό εν πολλοίς είναι άδικο, γιατί και αυτοί έχουν καταθέσει το δικό τους λόγο, και αυτοί έχουν συμβάλλει στη λογοτεχνική κίνηση ενός τόπου, κίνηση που δημιουργεί τη δεκτικότητα εκείνη για να προσληφθούν έργα που, όπως είθισται να λέγεται, έχουν μπει στον λογοτεχνικό κανόνα.
Ο Ηλίας Σταύρου είναι μια τέτοια περίπτωση, και ο Θεοδόσης Πυλαρινός, καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, είναι άξιος κάθε επαίνου που τον ανασύρει από τη λήθη και τον παραδίδει στους συμπολίτες του, σε μια έκδοση της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών και στη σειρά «Κερκυραίοι δημιουργοί», Κέρκυρα 2008.
Τα Ιόνια νησιά είχαν πάντα μια πνευματική κίνηση, με κορυφαία στιγμή αυτή του Διονύσιου Σολωμού. Οι πρόγονοι και οι επίγονοι, χωρίς να φτάνουν το πνευματικό του ανάστημα, αποτελούν αξιόλογα ονόματα στο λογοτεχνικό μας Παρνασσό. Στα ονόματα αυτά συγκαταλέγεται και το όνομα του Ηλία Αλ. Σταύρου.
Ο Ηλίας Σταύρου γεννήθηκε το 1873 στην Κέρκυρα και πέθανε στην Αθήνα το 1932. Εργάστηκε αρχικά στην Κέρκυρα ως δημοδιδάσκαλος, και το 1911 πρέπει να εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εργάστηκε στο Εθνικό Ορφανοτροφείο, έπειτα στον Δήμο Αθηναίων και στη συνέχεια στην Εθνική Τράπεζα, ενώ παράλληλα ασχολείτο και με τη λογοτεχνία, μας πληροφορεί ο Θεοδόσης Πυλαρινός ξεκινώντας την παρουσίασή του.
Καταπιάνεται κυρίως με την πεζογραφία. Όμως, γράφοντας σε ταραγμένους καιρούς, δεν μπορεί να δώσει το μάξιμουμ των δυνατοτήτων του. Ο αγώνας του δημοτικισμού κατά της καθαρεύουσας αποτελούσε έναν ανασχετικό παράγοντα. Δεν είναι τυχαίο που ο κατ’ εξοχήν θιασώτης και αγωνιστής του δημοτικισμού, ο Ψυχάρης, έδωσε ένα μέτριο έργο. Για τον Σταύρου γράφει χαρακτηριστικά ο Πυλαρινός:
«Θεωρούμε ότι οι γλωσσικές προτιμήσεις του και η προτεραιότητα που έδινε στην προβολή της Ιδέας, δηλαδή της μαχητικής δημοτικής, έβλαψε την ενότητα του έργου του˙ ότι τα διηγήματά του τείνουν να αποτελέσουν πεδίο γλωσσικής πρότασης και ότι χάνουν σε μεγάλο βαθμό τις αρετές τους» (σελ. 17).
Επίσης, αναφέρει ο Πυλαρινός, η ένταση που υπήρχε ανάμεσα στην Κερκυραϊκή σχολή και στην Αθηναϊκή σχολή έβλαψε το έργο και άλλων λογοτεχνών. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Επειδή τα πνευματικά φαινόμενα δεν τα ρυθμίζουν οι ατομικές περιπτώσεις αλλά οι συλλογικές εκδηλώσεις, πρέπει να λεχθεί ότι το πρότυπο του Σταύρου το ακολούθησαν και άλλοι Κερκυραίοι, οι οποίοι δεν είχαν ιδιαίτερη τύχη στη λογοτεχνία μας, επειδή ακριβώς βρέθηκαν στο μεταίχμιο δύο εποχών και στη συνάντηση δύο λογοτεχνικών σχολών» (σελ. 21).
Στις 140 σελίδες του βιβλίου ο Πυλαρινός αναλύει διεξοδικά το συγγραφικό έργο του Σταύρου, βιβλίο προς βιβλίο, συλλογή προς συλλογή, αναδεικνύοντας τις αρετές του αλλά εντοπίζοντας και τις αδυναμίες του.
Αξίζει να αναφέρουμε και τη μετάφραση του έργου του Πλούταρχου Περί παίδων αγωγής που έκανε ο Σταύρου στη δημοτική. Όμως, πριν κλείσουμε για τον Σταύρου, να δώσουμε ένα δείγμα της ποίησής του.
«Γαλάζιος ουρανός και θάλασσα πρασινωπή
Θωριούνται˙ καμαρώνοντας με χάρι˙
και γύρω η Φύσι με πλούσια δώρα, σιωπηλή
την άνοιξη γιορτάζει με καμάρι.
Το δεύτερο πόνημα του Πυλαρινού είναι η Ηλιώ, δημώδες στιχούργημα του λαϊκού ποιητή Σπύρου Περούλη από το χωριό Ποταμός της Κερκύρας.
Ενώ ο Σταύρου είναι μορφωμένος ο Σπύρος Περούλης δεν έχει πάρει καν τη στοιχειώδη μόρφωση. Παραθέτουμε το αυτόγραφο βιογραφικό του, με το οποίο ξεκινάει την εισαγωγή του ο Πυλαρινός.
[…]εγεννήθηκα τον Αύγουστο 1846, είμαι τώρα 68 χρονών. Τα 1851 επήγα στο αλληλοδιδακτικό σχολείο του χωριού μου και τα ’54 έφυγα για να μάθω την τέχνη του τσαγκάρη εις την πόλιν…» (σελ. 17).
Ένας άλλος λαϊκός ποιητής, από την Κρήτη αυτός, ο Κωστής Φραγκούλης, του οποίου οι δυο τόμοι με τα «Δίφορα» ποιήματα αποτελούν μνημείο της λαϊκής κρητικής ποιητικής παράδοσης ήταν πιο τυχερός: αυτός τέλειωσε το δημοτικό στο χωριό του και πήγε στο Ηράκλειο όπου εργάστηκε σε τυπογραφείο. Το τυπογραφείο αυτό στάθηκε το δεύτερο σχολείο του.
Σαν αγράμματος που είναι ο Περούλης καταφεύγει στον Ηλία Σταύρου, στον οποίο στέλνει τα χειρόγραφα της Ηλιώς ζητώντας διορθώσεις και συμβουλές. Το πολύστιχο αυτό στιχούργημα θα αναγνωστεί πλατιά από τους χωριανούς του και θα αντιγραφεί. Ο Πυλαρινός, κάνοντας τη φιλολογική επιμέλεια, παραθέτει και τις δυο σωζόμενες καταγραφές, από τις οποίες η μία, στον 15σύλλαβο του Ερωτόκριτου, θεωρείται η πρωτότυπη και η δεύτερη, με σπασμένο τον δεκαπεντασύλλαβο, μια μεταγενέστερη καταγραφή.
Θα δώσουμε ένα δείγμα, μια εκτεταμένη μεταφορά στο ύφος του Ερωτόκριτου:
«Κι όπως σαν τύχει γερακιών και πάρουν τα μικρά τους
Κι έλθουν μακρυά απ’ τη βοσκή δεν τάβρουν στη φωλιά τους
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί γρήγορα να τα βρούνε
Και σαν τα ιδούν να παν σιμά θέλουν μα δεν μπορούνε
Τα κράζουν από μακρυά σκούζουν λυσσομανούνε
Κι όταν ιδούν που είν’ δυνατόν κι αυτά να σκλαβωθούνε
Πετούν ψηλά με δύναμη, μαδούνε τα φτερά τους
Σκύβουν, τσιμπούν το κρέας τους, κλαίνε για τα μωρά τους.
Πάνε στα δένδρα μακρυά, έρχονται, πάλι τρέχουν
Όσο που πια τα λησμονούν, φεύγουν και δεν προσέχουν
Όμοια οι νεράιδες κ.λπ.
Αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα αλλά και μεγάλη φιλολογική ευσυνειδησία χαρακτηρίζουν αυτά τα δυο μελετήματα του Θεοδόση Πυλαρινού. Η αρτιότητα στην πραγμάτευση αναδεικνύει πραγματικά αυτές τις δυο ελάσσονες λογοτεχνικές μορφές της Κέρκυρας.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, 20-7-2008
Νίκος Καραγεώργος, Μαινάδες.
Τίτλος: «Μαινάδες»
Συγγραφέας: Νίκος Καραγεώργος
Εκδόσεις: Εριφύλη 2007
Σελίδες: 136
Μια εικονογράφηση της ελληνικής επαρχίας του ’60 και μια περιήγηση στα στοιχεία εκείνα που συνιστούν την ελληνικότητα.
Μετά την ποιητική του συλλογή «Στης Άβυσσος τις εσχατιές» την οποία παρουσιάσαμε στο Λέξημα (22-4-2007), ο Νίκος Καραγεώργος μας προσφέρει ένα πεζό κείμενο αυτή τη φορά, τις «Μαινάδες». Στο εξώφυλλο δίνεται ο ειδολογικός του χαρακτηρισμός, μυθιστόρημα, όμως στην τελευταία σελίδα με την ταυτοποίηση του βιβλίου (εκτύπωση κ.λπ.) δίνεται ένας πιο ακριβής χαρακτηρισμός: βιωματικό μυθιστορηματικό οδοιπορικό. Βιωματικό, γιατί αναφέρεται στη «γενέθλια φύση της Αιτωλίας», όπως καταλήγει στο κείμενο του οπισθόφυλλου. Μυθιστορηματικό, γιατί δίνεται μέσα από μια ιστορία, σε μεγάλο βαθμό προσχηματική και αφαιρετική, με πολλά Καφκικά στοιχεία: Ένα παιδί βάζει κατά λάθος φωτιά σε μια θημωνιά που έχει σαν αποτέλεσμα μια μεγάλη πυρκαγιά και ένα θάνατο. Το καταδιώκουν και το καταδικάζουν σε θάνατο κατά το «οδόντα αντί οδόντος». Οι γονείς το σκάνε για να τον σώσουν. Οδοιπορικό, γιατί είναι μια οδοιπορία, όχι μέσα στη γεωγραφία, αλλά μέσα στη διαχρονία της Ελλάδος: Μέσα στην ιστορία, τη μυθολογία και τη λαογραφία της. Παραθέτουμε τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
«Ομοβροντία της φυλής ήταν. Αιώνων αναστενάρια. Ο Λεωνίδας, ο Διγενής Ακρίτας, ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Μακρυγιάννης, ο Μπότσαρης, ο Λιακατάς, ο Άρης ο Βελουχιώτης. Όλοι εδώ» (σελ. 115).
«Μάλλον θα πήγε να ρωτήσει αν ζει ο Μεγαλέξανδρος, σκέφτηκε. Ή αν ο Μέγας Παν φανερωθεί απ’ τα βάθη…» (σελ. 127).
«Κάπως έτσι μια γκρίζα ημέρα του χειμώνα τον πήρε η μάνα του στην παραλία και του ’δωσε το κόκκινο αυγό να το πετάξει μακριά, στα αφρισμένα κύματα. Κι αφού το πέταξε τον έβρεξε με το παγωμένο θαλασσινό νερό μουρμουρίζοντας με μια φωνή όλο μυστήριο: άπνιχτος κι αναβάγιστος πάντα να ’σαι» (σελ. 121).
Όχι όμως μόνο στη διαχρονία, αλλά και στη συγχρονία της, και συγκεκριμένα στη δεκαετία του 60. Συμπληρώνοντας τα «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60» του Θανάση Βαλτινού δίνει μια εικόνα της μετεμφυλιακής επαρχιακής κοινωνίας, με τους μικροπολιτικούς καυγάδες της, τις πολιτικές πατρωνίες και με την ελάχιστη ανοχή της στο διαφορετικό. «Δεν ξεχνούσε η κοινωνία. Έστελνε τις Ερινύες μαζί και σε κατέτρωγε. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμωρία. Κατέτρωγε τους κομμουνιστές, τους γύφτους, τους ομοφυλόφιλους, τους φυματικούς, τις πόρνες, τα μπάσταρδα. Όλη την ‘άλλη’ κοινωνία. Την αποκάτω, την απόκληρη, την αλαφροΐσκιωτη» (σελ. 109).
Το οδοιπορικό αυτό δεν βρίσκεται μόνο στο επίπεδο της πλοκής αλλά και στο επίπεδο του ύφους. Το λαογραφικό στοιχείο αναδεικνύεται με τη συχνή παράθεση παροιμιών όπως «Δουλειά δεν είχε ο διάβολος κερνούσε τα παιδιά του», «Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι» κ.ά. Ακόμη τα λογοτεχνικά διακείμενα είναι άφθονα. Παραθέτουμε μερικά: «Σα να ’χουνε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου» (σελ. 81, Παπαδιαμάντης). «Οι μάνες είναι για να κλαιν’ κι οι άντρες να παλεύουν» (σελ. 106, Ελύτης). «σαν έτοιμος από καιρό» (σελ. 109, Καβάφης). «Αποχαιρέτα την τήν πόλη που φεύγει. Αποχαιρέτα την» (σελ. 109, Καβάφης). «Καινούριους τόπους δεν θα βρει. Δε θα βρει άλλες θάλασσες» (σελ. 116, Καβάφης).
Σε πολύ πρόσφατη βιβλιοκριτική μου έγραψα ότι οι νεοέλληνες έχουμε τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο μέσα στο αίμα μας, και ξεπετάγεται όχι μόνο ανάμεσα στους χωρίς μέτρο στίχους της σύγχρονης ποίησης, αλλά και σε κείμενα πεζά. Στο μυθιστόρημα αυτό του Καραγεώργου απαντώνται κάμποσοι δεκαπεντασύλλαβοι. Στη μεγαλύτερη πυκνότητα βρίσκονται στο παρακάτω απόσπασμα, τρεις δεκαπεντασύλλαβοι με παρέμβλητη μόνο μια φράση: «Το ένα χέρι να κρατά σφιχτά το γιαταγάνι και τ’ άλλο ν’ αποχαιρετά στου νταουλιού τον χτύπο. Βήμα καθάριο βροντερό, βήμα αγριεμένο. Κι από κοντά γραμμή οι καβαλαραίοι. Με τα ντουφέκια ακρέμαστα, τα γκέμια τεντωμένα» (σελ. 114).
Οι δεκαπεντασύλλαβοι αυτοί έρχονται προφανώς εντελώς ασυνείδητα. Αν μετά τη λέξη «κοντά» ο Καραγιώργος έβαζε π.χ. τη λέξη «ερχότανε» ή «καλπάζανε», θα είχαμε τέσσερις δεκαπεντασύλλαβους στη σειρά.
Το οδοιπορικό αυτό με συγκίνησε, γιατί με γέμισε με δικές μου μνήμες: τις γυμναστικές επιδείξεις, το συσσίτιο στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, τα στριφτά τρίγωνα και τα πατλατζίκια (εμείς στην Κρήτη τα λέγαμε «παρτατζίκια»), και προπαντός «ο σωλήνας που τον είχαν γεμίσει τα μεγαλύτερα παιδιά με μπαρούτι» (σελ. 57). Από αυτό το σωλήνα έχω δυο αναμνήσεις. Η μια, όταν λιποθύμησε μια γειτόνισσα από την έκρηξη σπάζοντας το σταμνί με το νερό που κουβαλούσε στον ώμο – την επομένη έπρεπε να απολογηθούμε στον διευθυντή του δημοτικού σχολείου - και η άλλη, λίγες μέρες μετά την επάρατη 21η Απριλίου, που κατέφθασε η αστυνομία να κάνει ανακρίσεις μετά από ανάλογη έκρηξη.
Όμως να διασώσω μια ακόμη ανάμνησή μου με τα παρτατζίκια. Μια νύχτα μετά την 21η Απριλίου, με απαγόρευση της κυκλοφορίας, τρεις φίλοι, 17χρονοι μαθητές, γυρνώντας από το σπίτι ενός φίλου στα δικά μας σπίτια, ταράξαμε τον ύπνο των χωριανών μας παίζοντας όλο το δρόμο παρτατζίκια. Την επομένη μάθαμε ότι νόμιζαν πως επρόκειτο για συμπλοκή ανάμεσα σε χωροφύλακες και αντι-χουντικούς. Δεν ήταν απλά παιδική «κατσαγανιά», ήταν μια συνειδητή πράξη αντίστασης.
Ο Καραγιώργος αναδεικνύεται το ίδιο ικανός στον πεζό λόγο όπως και στην ποίηση. Το κεφάλαιο που αναφέρεται στην καταδίωξη του παιδιού είναι αριστουργηματικό. Με το έργο του αυτό προβάλει μια εικόνα της ελληνικότητας, χωρίς ωραιοποιήσεις, όμως με πραγματική λατρεία. Όπου και να πάμε η Ελλάδα μας πληγώνει, αλλά την αγαπάμε.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, 11-1-2007
Ελένη Καρασαββίδου, Ο Θερβάντες σ' έσωσε.
Ελένη Κάππα (Καρασαβίδου), Ο Θερβάντες σ’ έσωσε, Αθήνα 2007, εκδόσεις Αλεξανδρής
Επινοητικό στην πλοκή, το πεζογράφημα αυτό παρουσιάζει όψεις μιας σύγχρονης δυστυχίας σε μικρά duo-αφηγήματα.
Η Ελένη Κάππα (αλήθεια, γιατί Κάππα και όχι Κ, κατά το Malcom X; Μήπως για να μην παραπέμπει συνειρμικά στον Joseph K;), μετά την ποιητική της συλλογή με τίτλο «Κτόνια-αυτό» μας δίνει μια συλλογή πεζών αφηγημάτων με τίτλο «Ο Θερβάντες σ’ έσωσε». Και, όπως όλοι οι συγγραφείς που διακονούν παράλληλα και την ποίηση (στο νου μου έρχεται η φίλτατη Ελένη Γκίκα), το ύφος της έχει την πυκνότητα και την ελλειπτικότητα του ποιητικού λόγου.
Οι μικροπερίοδοι, με τις τελείες να χωρίζουν πολλές φορές μια και μόνη λέξη, δίνουν ένα ασθματικό, αγωνιώδη χαρακτήρα στη γραφή. Συχνά τα ρήματα απουσιάζουν, δημιουργώντας την αίσθηση ότι τα γεγονότα παρουσιάζονται σαν σε διαδοχικά ταμπλώ βιβάν και όχι με τη συνηθισμένη ροή της αφήγησης. Στα σύντομα αυτά κείμενα των τριών τεσσάρων σελίδων ο ήρωας διαλέγεται με τον αντιήρωα, η Αντιγόνη με την Ισμήνη (υπάρχει και σχετικό διακείμενο), ο Shite με τον Waki (Θέατρο Νο). Κάποιες φορές ο ήρωας διαλέγεται μόνο με το παρελθόν του που το κουβαλάει σαν βάρος και σαν εμμονή, συχνά φορτισμένο με ενοχές. Το εφέ της επανάληψης σε φράσεις και προτάσεις το τονίζει αυτό και σε υφολογικό επίπεδο: «μαμά, το ήξερες πως με πηδούσε ο μπαμπάς;»
Και ενώ οι ήρωες διαλέγονται με το παρελθόν τους ή με άλλα πρόσωπα για το παρελθόν τους, η Καρασαββίδου, στους υπότιτλους των αφηγημάτων της, διαλέγεται με άλλες λογοτεχνικές φωνές, είτε για να τις συμπληρώσει, όπως κάνει με στίχο του Ελύτη, είτε για να αναγνωρίσει την οφειλή της (την επίδραση θα έλεγε ο Harold Bloom) σ’ αυτές.
Η ματαίωση χαρακτηρίζει πολλούς από τους ήρωές της. Στην «Ευτυχία», ένα διήγημα με καφκική επινοητικότητα και με ολοφάνερο συμβολισμό, ο ήρωας προλαβαίνεις μόλις την τελευταία στιγμή να επιβιβασθεί στο τραίνο για να ανακαλύψει στη συνέχεια ότι πρόκειται για λάθος τραίνο. Όσο για τη «Σύμβαση», εκεί η ματαίωση είναι καταστατική: «Πηγαίναμε να βρούμε τον ήλιο», θυμάται η γριά το μικρό κοριτσάκι που ήτανε πριν 65 χρόνια. «Μα όσα βήματα κι αν κάναμε προς αυτόν έκανε κι αυτός τα ίδια από τα δικά μας πόδια». Η ερωτική ματαίωση είναι η πιο συνηθισμένη μορφή ματαίωσης. Στον ομοφυλόφιλο όμως έρωτα η ματαίωση είναι πιο συχνή. Η Ελένη αφηγείται δυο σχετικές ιστορίες. Στην πρώτη, «Το φιλί», η γυναίκα καπνίζει το τσιγάρο μιας αγαπημένης γυναίκας που δεν μπορεί να έχει. Στη δεύτερη, «(Ώρα) 12η. Η συν-ουσία», ο άντρας κάνει έρωτα με τη γυναίκα του αγαπημένου του που τον έχει εγκαταλείψει, σε μια κίνηση απελπισίας που δεν τον λυτρώνει. Μόνο στην αυτοκτονία θα βρει τη λύτρωση. Με την ιστορία αυτή, που είναι και η τελευταία και η πιο εκτενής, η Καρασαββίδου θα συνδέσει τις υπόλοιπες ιστορίες της με ένα τρόπο επινοητικό, δημιουργώντας ένα εφέ απροσδόκητου, μια και θεωρούσαμε τις ιστορίες αυτές ανεξάρτητες μεταξύ τους. Αυτό το κάνει παρουσιάζοντας τους ήρωές της να πρωταγωνιστούν σε κάποιες απ’ αυτές, και τις άλλες να τις κουβαλούν σαν αναμνήσεις ή σαν μνήμες επεισοδίων που τους εντυπωσίασαν. Μια μάλιστα είναι πραγματική ιστορία, μας το λέει η συγγραφέας, αλλά υποπτευόμαστε ότι και άλλες είναι επίσης αληθινές, και όχι μόνο «κατά το εικός και το αναγκαίον» του Αριστοτέλη.
Η ματαίωση είναι ένα μόνο από τα κτυπήματα που δίνει η ζωή. Η απώλεια είναι ένα άλλο. Όταν συνοδεύεται από ενοχές, οδηγεί σε ψυχολογικές διαταραχές. Η ηρωίδα του «Χα!» με το υστερικό γέλιο περίμενε τρεις μέρες μέχρι να αναζητήσει την κόρη της. Όταν πήγε στο σπίτι της να δει τι γίνεται, τη βρήκε νεκρή.
Η φρίκη του πολέμου οδηγεί καμιά φορά σε πιο σοβαρές ψυχολογικές διαταραχές. Ο ήρωας στο «Η Καλλιδρομίου βάλλεται» «ήταν ο τρελός της πλατείας. Ο τρελός της οδού». Η αιτία της τρέλας του; Μια οβίδα που έσκασε δίπλα του στα Δεκεμβριανά, όταν ήταν 15 χρονών. Επαναλαμβάνει τη φράση ψυχαναγκαστικά. Κάποια μέρα του Δεκέμβρη του 1984, 40 χρόνια μετά, θα την επαναλαμβάνει με οργή: μια φαγάνα πηγαίνει να ξεριζώσει μια ιτιά που βρίσκεται στην άκρη του πεζοδρόμιου, κατεδαφίζοντας ένα σπίτι. Η φαγάνα αυτή μοιάζει πολύ με τανκ.
Ο μακρονησιώτης, η φυλακισμένη σε ναζιστικό στρατόπεδο, η πρόσφυγας, είναι κάποια άλλα πρόσωπα την τραγική ιστορία των οποίων αφηγείται η συγγραφέας. Όλο το βιβλίο δεν είναι τελικά παρά μια πινακοθήκη ταλαιπωρημένων, δυστυχισμένων υπάρξεων.
Είναι άραγε μετριοφροσύνη ή παράλειψη η μη αναγραφή των προηγούμενων έργων της συγγραφέως, ως είθισται; Όπως και να έχει είναι έλλειψη. Συνειδητή παράλειψη είναι η έλλειψη βιογραφίας. Η Καρασαββίδου προσπαθεί να διασκεδάσει την εντύπωση από αυτή την έλλειψη με το «Αντί βιογραφίας» παράθεμα από την Ζανέτ Ουίντερσον στο τέλος του βιβλίου.
Ο Σαρτρ έχει μιλήσει διεξοδικά για την literature engagee, τη στρατευμένη λογοτεχνία στρατευμένων λογοτεχνών. Το έργο αυτό της Καρασαββίδου δεν είναι στρατευμένη λογοτεχνία, αν και η ίδια είναι στρατευμένη στους κοινωνικούς αγώνες. Γνωριστήκαμε στο 4ο κοινωνικό forum, αυτή προσκαλέσασα, εγώ προσκεκλημένος, σαν εκπρόσωπος του lexima σε ένα panel για τη λογοτεχνία τον καιρό της παγκοσμιοποίησης. Η Ελένη είναι αξιοζήλευτη όχι μόνο για την ποιότητα του λογοτεχνικού της έργου αλλά και για την κοινωνική της δράση, που είναι έντονη και πολυσχιδής. Σπάνιος συνδυασμός σήμερα, και γι αυτό είναι πραγματικά αξιέπαινη.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
22-10-2007
Θεοδόσης Πυλαρινός,Ηλίας Σταύρου και Ηλιώ.
Θεοδόσης Πυλαρινός, «Ηλίας Αλ. Σταύρου, ο Κερκυραίος δημοτικιστής λογοτέχνης» και «Ηλιώ»
Υπάρχουν οι πρωτοκλασάτοι λογοτέχνες της πρωτεύουσας με τους οποίους ασχολούνται φιλόλογοι και κριτικοί, υπάρχουν και οι δευτεροκλασάτοι επαρχιώτες λογοτέχνες οι οποίοι περνούν απαρατήρητοι από το ευρύτερο κοινό. Αυτό εν πολλοίς είναι άδικο, γιατί και αυτοί έχουν καταθέσει το δικό τους λόγο, και αυτοί έχουν συμβάλλει στη λογοτεχνική κίνηση ενός τόπου, κίνηση που δημιουργεί τη δεκτικότητα εκείνη για να προσληφθούν έργα που, όπως είθισται να λέγεται, έχουν μπει στον λογοτεχνικό κανόνα.
Ο Ηλίας Σταύρου είναι μια τέτοια περίπτωση, και ο Θεοδόσης Πυλαρινός, καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, είναι άξιος κάθε επαίνου που τον ανασύρει από τη λήθη και τον παραδίδει στους συμπολίτες του, σε μια έκδοση της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών και στη σειρά «Κερκυραίοι δημιουργοί», Κέρκυρα 2008.
Τα Ιόνια νησιά είχαν πάντα μια πνευματική κίνηση, με κορυφαία στιγμή αυτή του Διονύσιου Σολωμού. Οι πρόγονοι και οι επίγονοι, χωρίς να φτάνουν το πνευματικό του ανάστημα, αποτελούν αξιόλογα ονόματα στο λογοτεχνικό μας Παρνασσό. Στα ονόματα αυτά συγκαταλέγεται και το όνομα του Ηλία Αλ. Σταύρου.
Ο Ηλίας Σταύρου γεννήθηκε το 1873 στην Κέρκυρα και πέθανε στην Αθήνα το 1932. Εργάστηκε αρχικά στην Κέρκυρα ως δημοδιδάσκαλος, και το 1911 πρέπει να εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εργάστηκε στο Εθνικό Ορφανοτροφείο, έπειτα στον Δήμο Αθηναίων και στη συνέχεια στην Εθνική Τράπεζα, ενώ παράλληλα ασχολείτο και με τη λογοτεχνία, μας πληροφορεί ο Θεοδόσης Πυλαρινός ξεκινώντας την παρουσίασή του.
Καταπιάνεται κυρίως με την πεζογραφία. Όμως, γράφοντας σε ταραγμένους καιρούς, δεν μπορεί να δώσει το μάξιμουμ των δυνατοτήτων του. Ο αγώνας του δημοτικισμού κατά της καθαρεύουσας αποτελούσε έναν ανασχετικό παράγοντα. Δεν είναι τυχαίο που ο κατ’ εξοχήν θιασώτης και αγωνιστής του δημοτικισμού, ο Ψυχάρης, έδωσε ένα μέτριο έργο. Για τον Σταύρου γράφει χαρακτηριστικά ο Πυλαρινός:
«Θεωρούμε ότι οι γλωσσικές προτιμήσεις του και η προτεραιότητα που έδινε στην προβολή της Ιδέας, δηλαδή της μαχητικής δημοτικής, έβλαψε την ενότητα του έργου του˙ ότι τα διηγήματά του τείνουν να αποτελέσουν πεδίο γλωσσικής πρότασης και ότι χάνουν σε μεγάλο βαθμό τις αρετές τους» (σελ. 17).
Επίσης, αναφέρει ο Πυλαρινός, η ένταση που υπήρχε ανάμεσα στην Κερκυραϊκή σχολή και στην Αθηναϊκή σχολή έβλαψε το έργο και άλλων λογοτεχνών. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Επειδή τα πνευματικά φαινόμενα δεν τα ρυθμίζουν οι ατομικές περιπτώσεις αλλά οι συλλογικές εκδηλώσεις, πρέπει να λεχθεί ότι το πρότυπο του Σταύρου το ακολούθησαν και άλλοι Κερκυραίοι, οι οποίοι δεν είχαν ιδιαίτερη τύχη στη λογοτεχνία μας, επειδή ακριβώς βρέθηκαν στο μεταίχμιο δύο εποχών και στη συνάντηση δύο λογοτεχνικών σχολών» (σελ. 21).
Στις 140 σελίδες του βιβλίου ο Πυλαρινός αναλύει διεξοδικά το συγγραφικό έργο του Σταύρου, βιβλίο προς βιβλίο, συλλογή προς συλλογή, αναδεικνύοντας τις αρετές του αλλά εντοπίζοντας και τις αδυναμίες του.
Αξίζει να αναφέρουμε και τη μετάφραση του έργου του Πλούταρχου Περί παίδων αγωγής που έκανε ο Σταύρου στη δημοτική. Όμως, πριν κλείσουμε για τον Σταύρου, να δώσουμε ένα δείγμα της ποίησής του.
«Γαλάζιος ουρανός και θάλασσα πρασινωπή
Θωριούνται˙ καμαρώνοντας με χάρι˙
και γύρω η Φύσι με πλούσια δώρα, σιωπηλή
την άνοιξη γιορτάζει με καμάρι.
Το δεύτερο πόνημα του Πυλαρινού είναι η Ηλιώ, δημώδες στιχούργημα του λαϊκού ποιητή Σπύρου Περούλη από το χωριό Ποταμός της Κερκύρας.
Ενώ ο Σταύρου είναι μορφωμένος ο Σπύρος Περούλης δεν έχει πάρει καν τη στοιχειώδη μόρφωση. Παραθέτουμε το αυτόγραφο βιογραφικό του, με το οποίο ξεκινάει την εισαγωγή του ο Πυλαρινός.
[…]εγεννήθηκα τον Αύγουστο 1846, είμαι τώρα 68 χρονών. Τα 1851 επήγα στο αλληλοδιδακτικό σχολείο του χωριού μου και τα ’54 έφυγα για να μάθω την τέχνη του τσαγκάρη εις την πόλιν…» (σελ. 17).
Ένας άλλος λαϊκός ποιητής, από την Κρήτη αυτός, ο Κωστής Φραγκούλης, του οποίου οι δυο τόμοι με τα «Δίφορα» ποιήματα αποτελούν μνημείο της λαϊκής κρητικής ποιητικής παράδοσης ήταν πιο τυχερός: αυτός τέλειωσε το δημοτικό στο χωριό του και πήγε στο Ηράκλειο όπου εργάστηκε σε τυπογραφείο. Το τυπογραφείο αυτό στάθηκε το δεύτερο σχολείο του.
Σαν αγράμματος που είναι ο Περούλης καταφεύγει στον Ηλία Σταύρου, στον οποίο στέλνει τα χειρόγραφα της Ηλιώς ζητώντας διορθώσεις και συμβουλές. Το πολύστιχο αυτό στιχούργημα θα αναγνωστεί πλατιά από τους χωριανούς του και θα αντιγραφεί. Ο Πυλαρινός, κάνοντας τη φιλολογική επιμέλεια, παραθέτει και τις δυο σωζόμενες καταγραφές, από τις οποίες η μία, στον 15σύλλαβο του Ερωτόκριτου, θεωρείται η πρωτότυπη και η δεύτερη, με σπασμένο τον δεκαπεντασύλλαβο, μια μεταγενέστερη καταγραφή.
Θα δώσουμε ένα δείγμα, μια εκτεταμένη μεταφορά στο ύφος του Ερωτόκριτου:
«Κι όπως σαν τύχει γερακιών και πάρουν τα μικρά τους
Κι έλθουν μακρυά απ’ τη βοσκή δεν τάβρουν στη φωλιά τους
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί γρήγορα να τα βρούνε
Και σαν τα ιδούν να παν σιμά θέλουν μα δεν μπορούνε
Τα κράζουν από μακρυά σκούζουν λυσσομανούνε
Κι όταν ιδούν που είν’ δυνατόν κι αυτά να σκλαβωθούνε
Πετούν ψηλά με δύναμη, μαδούνε τα φτερά τους
Σκύβουν, τσιμπούν το κρέας τους, κλαίνε για τα μωρά τους.
Πάνε στα δένδρα μακρυά, έρχονται, πάλι τρέχουν
Όσο που πια τα λησμονούν, φεύγουν και δεν προσέχουν
Όμοια οι νεράιδες κ.λπ.
Αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα αλλά και μεγάλη φιλολογική ευσυνειδησία χαρακτηρίζουν αυτά τα δυο μελετήματα του Θεοδόση Πυλαρινού. Η αρτιότητα στην πραγμάτευση αναδεικνύει πραγματικά αυτές τις δυο ελάσσονες λογοτεχνικές μορφές της Κέρκυρας.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, 20-7-2008
Νίκος Καραγεώργος, Μαινάδες.
Τίτλος: «Μαινάδες»
Συγγραφέας: Νίκος Καραγεώργος
Εκδόσεις: Εριφύλη 2007
Σελίδες: 136
Μια εικονογράφηση της ελληνικής επαρχίας του ’60 και μια περιήγηση στα στοιχεία εκείνα που συνιστούν την ελληνικότητα.
Μετά την ποιητική του συλλογή «Στης Άβυσσος τις εσχατιές» την οποία παρουσιάσαμε στο Λέξημα (22-4-2007), ο Νίκος Καραγεώργος μας προσφέρει ένα πεζό κείμενο αυτή τη φορά, τις «Μαινάδες». Στο εξώφυλλο δίνεται ο ειδολογικός του χαρακτηρισμός, μυθιστόρημα, όμως στην τελευταία σελίδα με την ταυτοποίηση του βιβλίου (εκτύπωση κ.λπ.) δίνεται ένας πιο ακριβής χαρακτηρισμός: βιωματικό μυθιστορηματικό οδοιπορικό. Βιωματικό, γιατί αναφέρεται στη «γενέθλια φύση της Αιτωλίας», όπως καταλήγει στο κείμενο του οπισθόφυλλου. Μυθιστορηματικό, γιατί δίνεται μέσα από μια ιστορία, σε μεγάλο βαθμό προσχηματική και αφαιρετική, με πολλά Καφκικά στοιχεία: Ένα παιδί βάζει κατά λάθος φωτιά σε μια θημωνιά που έχει σαν αποτέλεσμα μια μεγάλη πυρκαγιά και ένα θάνατο. Το καταδιώκουν και το καταδικάζουν σε θάνατο κατά το «οδόντα αντί οδόντος». Οι γονείς το σκάνε για να τον σώσουν. Οδοιπορικό, γιατί είναι μια οδοιπορία, όχι μέσα στη γεωγραφία, αλλά μέσα στη διαχρονία της Ελλάδος: Μέσα στην ιστορία, τη μυθολογία και τη λαογραφία της. Παραθέτουμε τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
«Ομοβροντία της φυλής ήταν. Αιώνων αναστενάρια. Ο Λεωνίδας, ο Διγενής Ακρίτας, ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Μακρυγιάννης, ο Μπότσαρης, ο Λιακατάς, ο Άρης ο Βελουχιώτης. Όλοι εδώ» (σελ. 115).
«Μάλλον θα πήγε να ρωτήσει αν ζει ο Μεγαλέξανδρος, σκέφτηκε. Ή αν ο Μέγας Παν φανερωθεί απ’ τα βάθη…» (σελ. 127).
«Κάπως έτσι μια γκρίζα ημέρα του χειμώνα τον πήρε η μάνα του στην παραλία και του ’δωσε το κόκκινο αυγό να το πετάξει μακριά, στα αφρισμένα κύματα. Κι αφού το πέταξε τον έβρεξε με το παγωμένο θαλασσινό νερό μουρμουρίζοντας με μια φωνή όλο μυστήριο: άπνιχτος κι αναβάγιστος πάντα να ’σαι» (σελ. 121).
Όχι όμως μόνο στη διαχρονία, αλλά και στη συγχρονία της, και συγκεκριμένα στη δεκαετία του 60. Συμπληρώνοντας τα «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60» του Θανάση Βαλτινού δίνει μια εικόνα της μετεμφυλιακής επαρχιακής κοινωνίας, με τους μικροπολιτικούς καυγάδες της, τις πολιτικές πατρωνίες και με την ελάχιστη ανοχή της στο διαφορετικό. «Δεν ξεχνούσε η κοινωνία. Έστελνε τις Ερινύες μαζί και σε κατέτρωγε. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμωρία. Κατέτρωγε τους κομμουνιστές, τους γύφτους, τους ομοφυλόφιλους, τους φυματικούς, τις πόρνες, τα μπάσταρδα. Όλη την ‘άλλη’ κοινωνία. Την αποκάτω, την απόκληρη, την αλαφροΐσκιωτη» (σελ. 109).
Το οδοιπορικό αυτό δεν βρίσκεται μόνο στο επίπεδο της πλοκής αλλά και στο επίπεδο του ύφους. Το λαογραφικό στοιχείο αναδεικνύεται με τη συχνή παράθεση παροιμιών όπως «Δουλειά δεν είχε ο διάβολος κερνούσε τα παιδιά του», «Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι» κ.ά. Ακόμη τα λογοτεχνικά διακείμενα είναι άφθονα. Παραθέτουμε μερικά: «Σα να ’χουνε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου» (σελ. 81, Παπαδιαμάντης). «Οι μάνες είναι για να κλαιν’ κι οι άντρες να παλεύουν» (σελ. 106, Ελύτης). «σαν έτοιμος από καιρό» (σελ. 109, Καβάφης). «Αποχαιρέτα την τήν πόλη που φεύγει. Αποχαιρέτα την» (σελ. 109, Καβάφης). «Καινούριους τόπους δεν θα βρει. Δε θα βρει άλλες θάλασσες» (σελ. 116, Καβάφης).
Σε πολύ πρόσφατη βιβλιοκριτική μου έγραψα ότι οι νεοέλληνες έχουμε τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο μέσα στο αίμα μας, και ξεπετάγεται όχι μόνο ανάμεσα στους χωρίς μέτρο στίχους της σύγχρονης ποίησης, αλλά και σε κείμενα πεζά. Στο μυθιστόρημα αυτό του Καραγεώργου απαντώνται κάμποσοι δεκαπεντασύλλαβοι. Στη μεγαλύτερη πυκνότητα βρίσκονται στο παρακάτω απόσπασμα, τρεις δεκαπεντασύλλαβοι με παρέμβλητη μόνο μια φράση: «Το ένα χέρι να κρατά σφιχτά το γιαταγάνι και τ’ άλλο ν’ αποχαιρετά στου νταουλιού τον χτύπο. Βήμα καθάριο βροντερό, βήμα αγριεμένο. Κι από κοντά γραμμή οι καβαλαραίοι. Με τα ντουφέκια ακρέμαστα, τα γκέμια τεντωμένα» (σελ. 114).
Οι δεκαπεντασύλλαβοι αυτοί έρχονται προφανώς εντελώς ασυνείδητα. Αν μετά τη λέξη «κοντά» ο Καραγιώργος έβαζε π.χ. τη λέξη «ερχότανε» ή «καλπάζανε», θα είχαμε τέσσερις δεκαπεντασύλλαβους στη σειρά.
Το οδοιπορικό αυτό με συγκίνησε, γιατί με γέμισε με δικές μου μνήμες: τις γυμναστικές επιδείξεις, το συσσίτιο στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, τα στριφτά τρίγωνα και τα πατλατζίκια (εμείς στην Κρήτη τα λέγαμε «παρτατζίκια»), και προπαντός «ο σωλήνας που τον είχαν γεμίσει τα μεγαλύτερα παιδιά με μπαρούτι» (σελ. 57). Από αυτό το σωλήνα έχω δυο αναμνήσεις. Η μια, όταν λιποθύμησε μια γειτόνισσα από την έκρηξη σπάζοντας το σταμνί με το νερό που κουβαλούσε στον ώμο – την επομένη έπρεπε να απολογηθούμε στον διευθυντή του δημοτικού σχολείου - και η άλλη, λίγες μέρες μετά την επάρατη 21η Απριλίου, που κατέφθασε η αστυνομία να κάνει ανακρίσεις μετά από ανάλογη έκρηξη.
Όμως να διασώσω μια ακόμη ανάμνησή μου με τα παρτατζίκια. Μια νύχτα μετά την 21η Απριλίου, με απαγόρευση της κυκλοφορίας, τρεις φίλοι, 17χρονοι μαθητές, γυρνώντας από το σπίτι ενός φίλου στα δικά μας σπίτια, ταράξαμε τον ύπνο των χωριανών μας παίζοντας όλο το δρόμο παρτατζίκια. Την επομένη μάθαμε ότι νόμιζαν πως επρόκειτο για συμπλοκή ανάμεσα σε χωροφύλακες και αντι-χουντικούς. Δεν ήταν απλά παιδική «κατσαγανιά», ήταν μια συνειδητή πράξη αντίστασης.
Ο Καραγιώργος αναδεικνύεται το ίδιο ικανός στον πεζό λόγο όπως και στην ποίηση. Το κεφάλαιο που αναφέρεται στην καταδίωξη του παιδιού είναι αριστουργηματικό. Με το έργο του αυτό προβάλει μια εικόνα της ελληνικότητας, χωρίς ωραιοποιήσεις, όμως με πραγματική λατρεία. Όπου και να πάμε η Ελλάδα μας πληγώνει, αλλά την αγαπάμε.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, 11-1-2007
Tuesday, October 14, 2008
I am feeling proud
Δεν κρατιέμαι να μην το γράψω.
Το ανακάλυψα σήμερα τυχαία, ψάχνοντας στο google με το όνομά μου στα αγγλικά.
Το site μου στο Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο ήταν καταταγμένο στην 23η θέση, από 75 συνολικά, και νομίζω ήταν το μόνο ελληνικό. Αυτό στο www.topblogsites.com,στην κατηγορία academics.
Δεν σας παραπέμπω όμως σ' αυτό. Κάποτε παρέπεμψα από αυτό το site σ' αυτό εδώ το blog, και αυτό μου στοίχισε τη θέση μου σαν σχολικός σύμβουλος και τρεις μήνες παύση, άνευ αποδοχών. Η παροιμία λέει ότι όποιος καεί στο χυλό φυσά και το γιαούρτι. Το γιαούρτι εδώ είναι να κάνω το αντίστροφο.
Αλλά τι το ξεχωριστό έχει αυτό το site;
Θα έλεγα τι το μοναδικό;
Μου πήρε χρόνο να το φτιάξω.
Είμαι πεπεισμένος ότι έχουμε ξεπεράσει την εποχή του Γουτεμβέργιου. Ό,τι ψάχνω πια, το ψάχνω όχι σε χαρτούρα, αλλά ηλεκτρονικά.
Κάποτε στη Χαλκίδα, στο μάθημα της εξομοίωσης, είδα μια συναδέλφισσα να μου κραδαίνει από μακριά ένα χαρτί. Ήταν η εργασία μιας φοιτήτριάς της στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Με είχε στη βιβλιογραφία. Κοίταξα με περιέργεια να δω σε ποιο κείμενό μου έκανε αναφορά.
Ήταν ένα κείμενο δημοσιευμένο στο "Σαμιζντάτ". Το "Σαμιζντάτ" κυκλοφορούσε μόλις σε καμιά πενηνταριά αντίτυπα, και ήταν αναρτημένο στο διαδίκτυο.
Προφανώς είχε δει τη δημοσίευσή μου στο διαδίκτυο.
Τι έκανα λοιπόν με την ιστοσελίδα μου.
Σκανάρισα όλα τα κείμενά μου πριν το '93, που τότε δεν είχα υπολογιστή. Το ίδιο έκανα και με τα βιβλία μου. Μάλιστα τα πρώτα μου ήταν σε ένα ιδιόμορφο μονοτονικό, που έπρεπε να ξαναπληκτρολογήσω πάρα πολλές λέξεις. Έπειτα τα σελιδοποίησα όπως ήταν δημοσιευμένα. Στη συνέχεια τα ανάρτησα στην ιστοσελίδα μου. Έτσι μπορεί κανείς να αναφερθεί στις δημοσιεύσεις μου παραπέμποντας όχι στην ιστοσελίδα, αλλά στο τυπωμένο κείμενο.
Μου πήρε πάρα πολύ χρόνο αυτή η δουλειά, αλλά, από ό,τι δείχνει, άξιζε τον κόπο.
Το ανακάλυψα σήμερα τυχαία, ψάχνοντας στο google με το όνομά μου στα αγγλικά.
Το site μου στο Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο ήταν καταταγμένο στην 23η θέση, από 75 συνολικά, και νομίζω ήταν το μόνο ελληνικό. Αυτό στο www.topblogsites.com,στην κατηγορία academics.
Δεν σας παραπέμπω όμως σ' αυτό. Κάποτε παρέπεμψα από αυτό το site σ' αυτό εδώ το blog, και αυτό μου στοίχισε τη θέση μου σαν σχολικός σύμβουλος και τρεις μήνες παύση, άνευ αποδοχών. Η παροιμία λέει ότι όποιος καεί στο χυλό φυσά και το γιαούρτι. Το γιαούρτι εδώ είναι να κάνω το αντίστροφο.
Αλλά τι το ξεχωριστό έχει αυτό το site;
Θα έλεγα τι το μοναδικό;
Μου πήρε χρόνο να το φτιάξω.
Είμαι πεπεισμένος ότι έχουμε ξεπεράσει την εποχή του Γουτεμβέργιου. Ό,τι ψάχνω πια, το ψάχνω όχι σε χαρτούρα, αλλά ηλεκτρονικά.
Κάποτε στη Χαλκίδα, στο μάθημα της εξομοίωσης, είδα μια συναδέλφισσα να μου κραδαίνει από μακριά ένα χαρτί. Ήταν η εργασία μιας φοιτήτριάς της στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Με είχε στη βιβλιογραφία. Κοίταξα με περιέργεια να δω σε ποιο κείμενό μου έκανε αναφορά.
Ήταν ένα κείμενο δημοσιευμένο στο "Σαμιζντάτ". Το "Σαμιζντάτ" κυκλοφορούσε μόλις σε καμιά πενηνταριά αντίτυπα, και ήταν αναρτημένο στο διαδίκτυο.
Προφανώς είχε δει τη δημοσίευσή μου στο διαδίκτυο.
Τι έκανα λοιπόν με την ιστοσελίδα μου.
Σκανάρισα όλα τα κείμενά μου πριν το '93, που τότε δεν είχα υπολογιστή. Το ίδιο έκανα και με τα βιβλία μου. Μάλιστα τα πρώτα μου ήταν σε ένα ιδιόμορφο μονοτονικό, που έπρεπε να ξαναπληκτρολογήσω πάρα πολλές λέξεις. Έπειτα τα σελιδοποίησα όπως ήταν δημοσιευμένα. Στη συνέχεια τα ανάρτησα στην ιστοσελίδα μου. Έτσι μπορεί κανείς να αναφερθεί στις δημοσιεύσεις μου παραπέμποντας όχι στην ιστοσελίδα, αλλά στο τυπωμένο κείμενο.
Μου πήρε πάρα πολύ χρόνο αυτή η δουλειά, αλλά, από ό,τι δείχνει, άξιζε τον κόπο.
Saturday, October 11, 2008
Οι ρίζες της σύμπτωσης
Οι συμπτώσεις τώρα τελευταία αρχίζουν να παίζουν ένα περίεργο ρόλο στη ζωή μου. Είναι σαν να με κοροϊδεύει κάποιος εκεί ψηλά για το βιβλίο μου Η Αναγκαιότητα του μύθου. Οι πιο συνταρακτικές βέβαια συνέβησαν την ημέρα εκείνη που έγραψα ένα αυτοβιογραφικό κείμενο, και μάλιστα σε σχέση με το κείμενο, πριν τρεις μήνες περίπου, που τελικά του έδωσα τον τίτλο ενός βιβλίου του Άρθουρ Καίσλερ, Οι ρίζες της σύμπτωσης, που το είχα χρησιμοποιήσει στη βιβλιογραφία του πρώτου μου βιβλίου Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα.
Σήμερα μου συνέβησαν πάλι κάτι φοβερές συμπτώσεις.
Δεν ξέρω πώς μου ήλθε, πριν πάω για τη δουλειά, να βάλω να ακούσω το τρίτο κονσέρτο για πιάνο του Μπέλλα Μπάρτοκ. Στη δουλειά, κατά τις 12.30, το Τρίτο Πρόγραμμα βάζει το ίδιο κονσέρτο. Ήμουν στο κολυμβητήριο όταν με πήρε τηλέφωνο ο φίλος μου ο Γιάννης ο Πούλος για να μου πει ότι θα μου δώσει δυο προσκλήσεις για την αποψινή συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας στο Μέγαρο. Κοιτάζω το πρόγραμμα και τι έπαιζε; Το τρίτο κονσέρτο του Μπέλλα Μπάρτοκ, από τα πιο αγαπημένα μου. Ψάχνω για παρέα, και σε ποιον καταλήγω τελικά, ενώ δεν είχα καν τα τηλέφωνά του, μόνο το e-mail του; Σε ένα πρόσφατο πολύ καλό φίλο, τον Κωνσταντίνο τον Μπούρα. Την παραμονή που έγραφα το παραπάνω αυτοβιογραφικό κείμενο συναντηθήκαμε για πρώτη φορά, μαζί με τη φίλη μας τη Λαμπρίνα, και, ανάμεσα στα άλλα, μας μίλησε και για τη σημασία των συμπτώσεων (που δεν είναι, υποστηρίζει, συμπτώσεις) στη ζωή μας.
Η συναυλία ήταν πολύ ωραία. Το κομμάτι του έργου που μου αρέσει περισσότερο είναι το τρίτο μέρος. Ακούστε το.
Συμπληρώνω, μετά από δυο μέρες, Κυριακή 12 Οκτωβρίου. Τι άκουσα σήμερα στο Τρίτο Πρόγραμμα, στις 11.00; Ωριαίο αφιέρωμα στον Bella Bartok.
Σήμερα μου συνέβησαν πάλι κάτι φοβερές συμπτώσεις.
Δεν ξέρω πώς μου ήλθε, πριν πάω για τη δουλειά, να βάλω να ακούσω το τρίτο κονσέρτο για πιάνο του Μπέλλα Μπάρτοκ. Στη δουλειά, κατά τις 12.30, το Τρίτο Πρόγραμμα βάζει το ίδιο κονσέρτο. Ήμουν στο κολυμβητήριο όταν με πήρε τηλέφωνο ο φίλος μου ο Γιάννης ο Πούλος για να μου πει ότι θα μου δώσει δυο προσκλήσεις για την αποψινή συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας στο Μέγαρο. Κοιτάζω το πρόγραμμα και τι έπαιζε; Το τρίτο κονσέρτο του Μπέλλα Μπάρτοκ, από τα πιο αγαπημένα μου. Ψάχνω για παρέα, και σε ποιον καταλήγω τελικά, ενώ δεν είχα καν τα τηλέφωνά του, μόνο το e-mail του; Σε ένα πρόσφατο πολύ καλό φίλο, τον Κωνσταντίνο τον Μπούρα. Την παραμονή που έγραφα το παραπάνω αυτοβιογραφικό κείμενο συναντηθήκαμε για πρώτη φορά, μαζί με τη φίλη μας τη Λαμπρίνα, και, ανάμεσα στα άλλα, μας μίλησε και για τη σημασία των συμπτώσεων (που δεν είναι, υποστηρίζει, συμπτώσεις) στη ζωή μας.
Η συναυλία ήταν πολύ ωραία. Το κομμάτι του έργου που μου αρέσει περισσότερο είναι το τρίτο μέρος. Ακούστε το.
Συμπληρώνω, μετά από δυο μέρες, Κυριακή 12 Οκτωβρίου. Τι άκουσα σήμερα στο Τρίτο Πρόγραμμα, στις 11.00; Ωριαίο αφιέρωμα στον Bella Bartok.
Bela Bartok 3rd piano concerto 3rd movement
Προσπάθησα να το ανεβάσω χθες βράδυ με το esnips, δεν ξέρω γιατί δεν έπαιζε, ευτυχώς τώρα στη δουλεία το βρήκα στο youtube. Το post το έσβησα, θα ξαναβάλω το κείμενο μόλις γυρίσω σπίτι.
Monday, October 6, 2008
Γιώργος Ιωάννου, Για ένα φιλότιμο
Στον Ναυτίλο, που μου το συνέστησε.
Είπα ότι θα διάβαζα μόνο τα 6 βιβλία του Ιωάννου που αγόρασα με ενάμισι ευρώ πριν λίγα χρόνια από τον Πύρινο Κόσμο, αλλά τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Άφησαν σχόλιο ήδη στην πρώτη ανάρτηση για το Η μόνη κληρονομιά, ο Ναυτίλος για να μου συστήσει ταυτόχρονα το Για ένα φιλότιμο και η Ροζαλία για να μου συστήσει τη Σαρκοφάγο. Έσκασα λοιπόν στην Πολιτεία τα 15 ευρώ και τα αγόρασα.
Διάβασα κιόλας το Για ένα φιλότιμο, και γι αυτό κάθομαι και σας γράφω τώρα.
Αυτό το βιβλίο με προβλημάτισε σαν θεωρητικό της λογοτεχνίας. Τι είναι τελικά που κάνει ένα βιβλίο και αρέσει; Η λογοτεχνικότητα, για την οποία κόπτονται (κόπτονταν μάλλον) οι ρώσοι φορμαλιστές τη δεκαετία του 20; Η έξυπνη αφηγηματική τεχνική; Η υφολογική πρωτοτυπία;
Δεν είδα το βιβλίο του Ιωάννου να διαθέτει τίποτα από αυτά. Η οιονεί ειδολογική πρωτοτυπία, με το να εισάγει ένα "πεζογράφημα", όπως γράφεται στο οπισθόφυλλο, "που βρίσκεται μεταξύ δοκιμίου και αφηγήματος", σίγουρα δεν είναι ο λόγος.
Νομίζω όμως ότι ανακάλυψα τι είναι, και δεν έχει σχέση με τίποτα από τα παραπάνω. Είναι ο εξομολογητικός του χαρακτήρας, ο εξομολογητικός χαρακτήρας ενός ανθρώπου που βασανίζεται από άγχη και φοβίες, που είναι ολότελα εύθραυστος, και μας εκθέτει αυτή την ευθραυστότητά του με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια. Η ομολογία που κάνει στο τέλος του «Ώρα για το κουκούλι», ένα περίπου δοκίμιο όπου ο Ιωάννου συγκρίνει τον έρωτα με τη στοργή, δίνει νομίζω το στίγμα της πεζογραφίας του, και το κλειδί της κατανόησης για την τόσο μεγάλη αποδοχή που βρήκε:
«Το πρώτο όμως που προσπαθώ είναι να μιλώ με ειλικρίνεια, με ευλάβεια μάλλον. Διψώ για εξομολόγηση, που πάντοτε ανακουφίζει κάπως» (σελ. 76).
Όπως διψούμε να εξομολογούμαστε, έτσι διψούμε και να μας εξομολογούνται. Μας γεμίζει ικανοποίηση η εμπιστοσύνη που τρέφουν στο πρόσωπό μας οι φίλοι μας όταν μας εκθέτουν τις απόκρυφες σκέψεις τους, όταν μας αποκαλύπτουν τα μύχια της ψυχής τους. Αυτό κάνει και ο Ιωάννου με τους αναγνώστες του. Και υπάρχουν πιο μύχιες εξομολογήσεις από τις παρακάτω που διαβάζουμε:
«…δεν έχω τίποτα από όλα αυτά παρά μόνο το φόβο μου» (σελ. 77).
«Μου φαίνεται πως θα χάσω το νου μου. Όλο αυτό το ενδεχόμενο σκέφτομαι τον τελευταίο καιρό» (σελ. 77).
«…μιλάω συνέχεια μονάχος μου, κάνοντας μάλιστα και χειρονομίες. Κάποτε, όταν έβλεπα στους δρόμους να μιλούν με τον εαυτό τους, γελούσα. Τώρα ήλθε κι η δικιά μου σειρά» (σελ. 65).
«…όταν ξέσπασαν εκείνες οι φριχτές αϋπνίες…» (σελ. 25).
«Φοβάμαι τους σκορπιούς και το παράδειγμά τους (όταν βρεθούν περικυκλωμένοι από φλόγες αυτοκτονούν). Φοβάμαι τον εαυτό μου» (σελ. 33).
«Μικρός οραματιζόμουν να ’χα ένα πολυβόλο στην ταράτσα μας και να θερίζω τους περαστικούς» (σελ. 33).
«Ως πότε θα ζω εκεί που δεν θέλω;» (σελ. 34) κ.ά.
Πέρα από τον εξομολογητικό τόνο συγκινεί και η ευαισθησία του Ιωάννου απέναντι σε γεγονότα και καταστάσεις. Με τι τρυφερότητα μιλάει για τα μουλάρια, με τι συγκίνηση παρακολουθεί την εκταφή του εκτελεσμένου αδελφού!
Αυτή η ανάγκη εξομολόγησης με την ασφυκτική πίεση που ασκεί δημιουργεί συχνά μια ασάφεια στην αφήγηση, κάτι που έχω διαπιστώσει και σε αναρτήσεις σε blogs. Και, επί τη ευκαιρία, η πρώτη σκέψη που έκανα διαβάζοντας αυτά τα σύντομα πεζογραφήματα του Ιωάννου είναι ότι θα αποτελούσαν καταπληκτικές αναρτήσεις σε blogs.
Ο εξομολογητικός χαρακτήρας της αφήγησης είναι που της δίνει και την συνειρμική της διάσταση, που, αν θα θέλαμε να κάνουμε μια παρομοίωση, θα λέγαμε ότι μοιάζει με τραπέζι μπιλιάρδου: η μια μπίλια-ανάμνηση σπρώχνει την επόμενη και ούτω καθεξής. Στη Μόνη κληρονομιά αυτό φαίνεται πολύ καθαρά, αλλά και εδώ, στο πρώτο πρώτο διήγημα με τίτλο «Τα κελιά». Καθώς ο Ιωάννου περιφέρεται στα δικαστήρια του έρχονται στο νου τα κελιά της φυλακής. Από εκεί η σκέψη του πηγαίνει στο στρατό, όπου δεν μπορούσε να βρει «στενούς και σκοτεινούς χώρους» παρά μόνο τα αποχωρητήρια, που «δεν είναι βέβαια το ίδιο με το αποχωρητήριο του χωριού», για το οποίο μιλάει στη συνέχεια. Διαβάζοντας αυτό που γράφει για ένα φίλο του, ότι «του ομολόγησε πως μόνο εκεί μέσα μπόρεσε να καταλάβει καλά την Κριτική του καθαρού λόγου του Καντ», θυμήθηκα τον φίλο μου τον Αντώνη, στο χωριό, που κάθε φορά που πήγαινε στο αποχωρητήριο διάβαζε και από ένα Μικρό Ήρωα. Ήταν γιος του πιο πλούσιου του χωριού. Εμείς τα φτωχαδάκια, μέσα στον στάβλο με τις κατσίκες και τον γάιδαρο, δεν είχαμε τέτοια πολυτέλεια. Αυτός όμως, πάνω στο αναπαυτικό κάθισμα της λεκάνης του αποχωρητηρίου, είχε όλη την άνεση.
Παρασυρμένος από τον Ιωάννου, γίνομαι και εγώ συνειρμικός στην βιβλιοπαρουσίασή μου. Στο επόμενο διήγημα, τις «Κότες», διαβάζω την τελευταία παράγραφο.
«Πάντως είναι ωραίο να τις βλέπεις και ευχάριστο να τις σφάζεις κατά ποικίλους τρόπους, αλλά αηδιαστικό μέχρι ξεράσματος να τρως εκείνο το ασπρουλιάρικο αναιμικό κρέας τους» (σελ. 16).
Και εδώ, όπως και με το μπαλέτο για το οποίο έγραψα στην προηγούμενη ανάρτηση για την Μόνη κληρονομιά, θα διαφωνήσω. Μου άρεσε φοβερά το «μπαμιελίδικο» της μάνας μου, κοτόπουλο με μπάμιες, αλλά μου ήταν όχι μόνο αδιανόητο να σφάξω κότα, αλλά και να βλέπω τον πατέρα μου να τις σφάζει. Γενικά δεν μπορώ να βλέπω ζώα να υποφέρουν.
Ακόμη και τα σαλιγκάρια. Πώς μπορούν αλήθεια και τα μαγειρεύουν ζωντανά; Θα ’πρεπε πρώτα να βρουν ένα τρόπο να τα σκοτώνουν, να μην υποφέρουν.
Κάποτε η ξαδέλφη μου μας έστειλε μια μαγεριά σαλιγκάρια. Η γυναίκα μου βαριόταν να τα μαγειρέψει κι εμένα μου ερχόταν αλλεργία στη σκέψη να τα βάλω ζωντανά στην κατσαρόλα με το ζεστό νερό. Θα ήθελα εμένα να μου κάνουν κάτι τέτοιο, όπως σε εκείνο τον περιηγητή που τον πιάσανε οι κανίβαλοι και τον βάλανε στο καζάνι, και ο φύλαρχος του είπε «και μια και πάσχετε από ζάχαρο θα σας κάνουμε κρεμ καραμελέ»;
Γι αυτό λοιπόν κι εγώ τους χοχλιούς αυτούς τους έκανα «σπορικούς». Τους μισούς τους αμόλησα στον ακάλυπτο της οικογενειακής πολυκατοικίας μας, και τους άλλους μισούς στο Αττικό Άλσος.
Βέβαια μικρός δεν είχα απόλυτα αυτή την ευαισθησία.
Στο βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά» νομίζω ότι αναφέρω το παρακάτω επεισόδιο.
Τότε, την εποχή της αυτοκατανάλωσης, τα πυροτεχνήματα για το Πάσχα δεν τα αγοράζαμε (πού τόσα λεφτά) αλλά τα φτιάχναμε μόνοι μας, τα λεγόμενα παρτατζίκια. Κόβαμε λουρίδες χαρτί, βάζαμε στη μέση μπαρούτι που δεν μας κόστιζε και τόσο, και τις διπλώναμε σε τρίγωνα. Μετά, με ένα σουβλί κάναμε μια τρύπα στη μια μεριά του τριγώνου και βάζαμε τον λεγόμενο αγκιζώτη, το φυτίλι, που το ξύναμε με μαχαίρι από ένα εύφλεκτο υλικό, απομεινάρι της κατοχής, που ήταν στο μέγεθος και στο σχήμα του επεξεργαστή ενός κομπιούτερ, ένα μικρό τετράγωνο πλακέ.
Κατά καιρούς πετούσα διάφορα φαγώσιμα μέσα στο κοτέτσι, και οι κότες τρέχανε με λαχτάρα και τα αρπάζανε. Το Πάσχα όμως τους πετούσα παρτατζίκια. Τρέχανε οι καημένες, και μόλις ήταν έτοιμες να τα τσιμπολογήσουν αυτά σκάγανε, και αυτές πετάγονταν δυο μέτρα ψηλά από την τρομάρα τους. Εγώ ξεκαρδιζόμουνα στα γέλια, ενώ η μάνα μου μού έβαζε τις φωνές γιατί λέει τις τρόμαζα και μετά δεν θα κάνανε αυγά. Μου άρεσαν τα αυγά, αλλά η πλάκα να τις βλέπω να φτεροκοπούνε τρομαγμένες μου άρεσε πιο πολύ.
Αυτά προς το παρόν με τον Ιωάννου, θα συνεχίσουμε με τη Σαρκοφάγο.
Είπα ότι θα διάβαζα μόνο τα 6 βιβλία του Ιωάννου που αγόρασα με ενάμισι ευρώ πριν λίγα χρόνια από τον Πύρινο Κόσμο, αλλά τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Άφησαν σχόλιο ήδη στην πρώτη ανάρτηση για το Η μόνη κληρονομιά, ο Ναυτίλος για να μου συστήσει ταυτόχρονα το Για ένα φιλότιμο και η Ροζαλία για να μου συστήσει τη Σαρκοφάγο. Έσκασα λοιπόν στην Πολιτεία τα 15 ευρώ και τα αγόρασα.
Διάβασα κιόλας το Για ένα φιλότιμο, και γι αυτό κάθομαι και σας γράφω τώρα.
Αυτό το βιβλίο με προβλημάτισε σαν θεωρητικό της λογοτεχνίας. Τι είναι τελικά που κάνει ένα βιβλίο και αρέσει; Η λογοτεχνικότητα, για την οποία κόπτονται (κόπτονταν μάλλον) οι ρώσοι φορμαλιστές τη δεκαετία του 20; Η έξυπνη αφηγηματική τεχνική; Η υφολογική πρωτοτυπία;
Δεν είδα το βιβλίο του Ιωάννου να διαθέτει τίποτα από αυτά. Η οιονεί ειδολογική πρωτοτυπία, με το να εισάγει ένα "πεζογράφημα", όπως γράφεται στο οπισθόφυλλο, "που βρίσκεται μεταξύ δοκιμίου και αφηγήματος", σίγουρα δεν είναι ο λόγος.
Νομίζω όμως ότι ανακάλυψα τι είναι, και δεν έχει σχέση με τίποτα από τα παραπάνω. Είναι ο εξομολογητικός του χαρακτήρας, ο εξομολογητικός χαρακτήρας ενός ανθρώπου που βασανίζεται από άγχη και φοβίες, που είναι ολότελα εύθραυστος, και μας εκθέτει αυτή την ευθραυστότητά του με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια. Η ομολογία που κάνει στο τέλος του «Ώρα για το κουκούλι», ένα περίπου δοκίμιο όπου ο Ιωάννου συγκρίνει τον έρωτα με τη στοργή, δίνει νομίζω το στίγμα της πεζογραφίας του, και το κλειδί της κατανόησης για την τόσο μεγάλη αποδοχή που βρήκε:
«Το πρώτο όμως που προσπαθώ είναι να μιλώ με ειλικρίνεια, με ευλάβεια μάλλον. Διψώ για εξομολόγηση, που πάντοτε ανακουφίζει κάπως» (σελ. 76).
Όπως διψούμε να εξομολογούμαστε, έτσι διψούμε και να μας εξομολογούνται. Μας γεμίζει ικανοποίηση η εμπιστοσύνη που τρέφουν στο πρόσωπό μας οι φίλοι μας όταν μας εκθέτουν τις απόκρυφες σκέψεις τους, όταν μας αποκαλύπτουν τα μύχια της ψυχής τους. Αυτό κάνει και ο Ιωάννου με τους αναγνώστες του. Και υπάρχουν πιο μύχιες εξομολογήσεις από τις παρακάτω που διαβάζουμε:
«…δεν έχω τίποτα από όλα αυτά παρά μόνο το φόβο μου» (σελ. 77).
«Μου φαίνεται πως θα χάσω το νου μου. Όλο αυτό το ενδεχόμενο σκέφτομαι τον τελευταίο καιρό» (σελ. 77).
«…μιλάω συνέχεια μονάχος μου, κάνοντας μάλιστα και χειρονομίες. Κάποτε, όταν έβλεπα στους δρόμους να μιλούν με τον εαυτό τους, γελούσα. Τώρα ήλθε κι η δικιά μου σειρά» (σελ. 65).
«…όταν ξέσπασαν εκείνες οι φριχτές αϋπνίες…» (σελ. 25).
«Φοβάμαι τους σκορπιούς και το παράδειγμά τους (όταν βρεθούν περικυκλωμένοι από φλόγες αυτοκτονούν). Φοβάμαι τον εαυτό μου» (σελ. 33).
«Μικρός οραματιζόμουν να ’χα ένα πολυβόλο στην ταράτσα μας και να θερίζω τους περαστικούς» (σελ. 33).
«Ως πότε θα ζω εκεί που δεν θέλω;» (σελ. 34) κ.ά.
Πέρα από τον εξομολογητικό τόνο συγκινεί και η ευαισθησία του Ιωάννου απέναντι σε γεγονότα και καταστάσεις. Με τι τρυφερότητα μιλάει για τα μουλάρια, με τι συγκίνηση παρακολουθεί την εκταφή του εκτελεσμένου αδελφού!
Αυτή η ανάγκη εξομολόγησης με την ασφυκτική πίεση που ασκεί δημιουργεί συχνά μια ασάφεια στην αφήγηση, κάτι που έχω διαπιστώσει και σε αναρτήσεις σε blogs. Και, επί τη ευκαιρία, η πρώτη σκέψη που έκανα διαβάζοντας αυτά τα σύντομα πεζογραφήματα του Ιωάννου είναι ότι θα αποτελούσαν καταπληκτικές αναρτήσεις σε blogs.
Ο εξομολογητικός χαρακτήρας της αφήγησης είναι που της δίνει και την συνειρμική της διάσταση, που, αν θα θέλαμε να κάνουμε μια παρομοίωση, θα λέγαμε ότι μοιάζει με τραπέζι μπιλιάρδου: η μια μπίλια-ανάμνηση σπρώχνει την επόμενη και ούτω καθεξής. Στη Μόνη κληρονομιά αυτό φαίνεται πολύ καθαρά, αλλά και εδώ, στο πρώτο πρώτο διήγημα με τίτλο «Τα κελιά». Καθώς ο Ιωάννου περιφέρεται στα δικαστήρια του έρχονται στο νου τα κελιά της φυλακής. Από εκεί η σκέψη του πηγαίνει στο στρατό, όπου δεν μπορούσε να βρει «στενούς και σκοτεινούς χώρους» παρά μόνο τα αποχωρητήρια, που «δεν είναι βέβαια το ίδιο με το αποχωρητήριο του χωριού», για το οποίο μιλάει στη συνέχεια. Διαβάζοντας αυτό που γράφει για ένα φίλο του, ότι «του ομολόγησε πως μόνο εκεί μέσα μπόρεσε να καταλάβει καλά την Κριτική του καθαρού λόγου του Καντ», θυμήθηκα τον φίλο μου τον Αντώνη, στο χωριό, που κάθε φορά που πήγαινε στο αποχωρητήριο διάβαζε και από ένα Μικρό Ήρωα. Ήταν γιος του πιο πλούσιου του χωριού. Εμείς τα φτωχαδάκια, μέσα στον στάβλο με τις κατσίκες και τον γάιδαρο, δεν είχαμε τέτοια πολυτέλεια. Αυτός όμως, πάνω στο αναπαυτικό κάθισμα της λεκάνης του αποχωρητηρίου, είχε όλη την άνεση.
Παρασυρμένος από τον Ιωάννου, γίνομαι και εγώ συνειρμικός στην βιβλιοπαρουσίασή μου. Στο επόμενο διήγημα, τις «Κότες», διαβάζω την τελευταία παράγραφο.
«Πάντως είναι ωραίο να τις βλέπεις και ευχάριστο να τις σφάζεις κατά ποικίλους τρόπους, αλλά αηδιαστικό μέχρι ξεράσματος να τρως εκείνο το ασπρουλιάρικο αναιμικό κρέας τους» (σελ. 16).
Και εδώ, όπως και με το μπαλέτο για το οποίο έγραψα στην προηγούμενη ανάρτηση για την Μόνη κληρονομιά, θα διαφωνήσω. Μου άρεσε φοβερά το «μπαμιελίδικο» της μάνας μου, κοτόπουλο με μπάμιες, αλλά μου ήταν όχι μόνο αδιανόητο να σφάξω κότα, αλλά και να βλέπω τον πατέρα μου να τις σφάζει. Γενικά δεν μπορώ να βλέπω ζώα να υποφέρουν.
Ακόμη και τα σαλιγκάρια. Πώς μπορούν αλήθεια και τα μαγειρεύουν ζωντανά; Θα ’πρεπε πρώτα να βρουν ένα τρόπο να τα σκοτώνουν, να μην υποφέρουν.
Κάποτε η ξαδέλφη μου μας έστειλε μια μαγεριά σαλιγκάρια. Η γυναίκα μου βαριόταν να τα μαγειρέψει κι εμένα μου ερχόταν αλλεργία στη σκέψη να τα βάλω ζωντανά στην κατσαρόλα με το ζεστό νερό. Θα ήθελα εμένα να μου κάνουν κάτι τέτοιο, όπως σε εκείνο τον περιηγητή που τον πιάσανε οι κανίβαλοι και τον βάλανε στο καζάνι, και ο φύλαρχος του είπε «και μια και πάσχετε από ζάχαρο θα σας κάνουμε κρεμ καραμελέ»;
Γι αυτό λοιπόν κι εγώ τους χοχλιούς αυτούς τους έκανα «σπορικούς». Τους μισούς τους αμόλησα στον ακάλυπτο της οικογενειακής πολυκατοικίας μας, και τους άλλους μισούς στο Αττικό Άλσος.
Βέβαια μικρός δεν είχα απόλυτα αυτή την ευαισθησία.
Στο βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά» νομίζω ότι αναφέρω το παρακάτω επεισόδιο.
Τότε, την εποχή της αυτοκατανάλωσης, τα πυροτεχνήματα για το Πάσχα δεν τα αγοράζαμε (πού τόσα λεφτά) αλλά τα φτιάχναμε μόνοι μας, τα λεγόμενα παρτατζίκια. Κόβαμε λουρίδες χαρτί, βάζαμε στη μέση μπαρούτι που δεν μας κόστιζε και τόσο, και τις διπλώναμε σε τρίγωνα. Μετά, με ένα σουβλί κάναμε μια τρύπα στη μια μεριά του τριγώνου και βάζαμε τον λεγόμενο αγκιζώτη, το φυτίλι, που το ξύναμε με μαχαίρι από ένα εύφλεκτο υλικό, απομεινάρι της κατοχής, που ήταν στο μέγεθος και στο σχήμα του επεξεργαστή ενός κομπιούτερ, ένα μικρό τετράγωνο πλακέ.
Κατά καιρούς πετούσα διάφορα φαγώσιμα μέσα στο κοτέτσι, και οι κότες τρέχανε με λαχτάρα και τα αρπάζανε. Το Πάσχα όμως τους πετούσα παρτατζίκια. Τρέχανε οι καημένες, και μόλις ήταν έτοιμες να τα τσιμπολογήσουν αυτά σκάγανε, και αυτές πετάγονταν δυο μέτρα ψηλά από την τρομάρα τους. Εγώ ξεκαρδιζόμουνα στα γέλια, ενώ η μάνα μου μού έβαζε τις φωνές γιατί λέει τις τρόμαζα και μετά δεν θα κάνανε αυγά. Μου άρεσαν τα αυγά, αλλά η πλάκα να τις βλέπω να φτεροκοπούνε τρομαγμένες μου άρεσε πιο πολύ.
Αυτά προς το παρόν με τον Ιωάννου, θα συνεχίσουμε με τη Σαρκοφάγο.
Sunday, October 5, 2008
Οι καλλικάντζαροι και τα λογοτεχνικά blogs
Ένα κείμενο της Κατερίνας Σχοινά, από την Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας της 3-10-2008
Thursday, October 2, 2008
Γιώργος Ιωάννου, Η μόνη κληρονομιά.
Εκτός από το «ράφι των τύψεων» όπου έχουμε τα βιβλία που αγοράσαμε αλλά δεν καταφέραμε ακόμη να διαβάσουμε, υπάρχουν και «οι συγγραφείς των τύψεων», συγγραφείς που, ενώ έχουμε στα υπόψη να διαβάσουμε, δεν το έχουμε καταφέρει ακόμη. Ένας τέτοιος συγγραφέας για μένα είναι και ο Γιώργος Ιωάννου.
Θα πρέπει να απολογηθώ γι αυτό.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, με τη λογοτεχνία δεν είχα πάντα στενές σχέσεις. Το να διαβάζεις λογοτεχνία το θεωρούσα στα νιάτα μου χάσιμο χρόνου. Αργότερα, όταν άρχισα να γράφω, θεωρούσα επίσης χάσιμο χρόνου και το να γράφεις λογοτεχνία. Εξάλλου τι είναι λογοτεχνία; «Ψευτιές», μου έλεγε η μάνα μου, προσπαθώντας να με πείσει να σταματήσω τα εξωσχολικά διαβάσματα και να διαβάσω τα μαθήματά μου.
Το θυμήθηκα και το παρακάτω, να το γράψω.
Στο γυμνάσιο κάναμε αγγλικά μια χρονιά όλη κι όλη. Οι καθηγητές των αγγλικών σπάνιζαν. Εμένα όμως μου άρεσαν τα αγγλικά και οι ξένες γλώσσες γενικά. Από την πρώτη Λυκείου άρχισαν να διαβάζω μόνος μου Γαλλικά και αμέσως μετά και Γερμανικά. Στα γαλλικά έφτασα σε πολύ καλό επίπεδο, αφού, γυρνώντας από την Αθήνα όπου είχα πάει για να δώσω «πανελλαδικές» (κάπως αλλιώς τις έλεγαν τότε, έχω ξεχάσει), ανάμεσα στα βιβλία που κουβάλησα μαζί μου («μα τι έχεις στη βαλίτσα, πέτρες;» με ρώτησε ο αχθοφόρος που μου την κουβάλησε στο πλοίο) ήταν και ο Τοίχος του Σαρτρ, στα γαλλικά Le mur, μια σειρά διηγημάτων που τα διάβασα όλα με τη βοήθεια λεξικού.
Ο πατέρας μου λοιπόν, όταν με έβλεπε να διαβάζω αγγλικά, μου έλεγε «Είντα τα διαβάζεις τα αγγλικά, να διαβάζεις τα μαθήματά σου. Αφού μια μέρα θα ρθουν οι Ρώσοι να σφάξουν τους Αμερικάνους». Αυτό το «μια μέρα θα ρθουν οι Ρώσοι να σφάξουν τους Αμερικάνους» ήταν η μόνιμη επωδός, κάθε φορά που μου έλεγε να αφήσω τα αγγλικά και να κοιτάζω τα μαθήματά μου.
Στο πανεπιστήμιο πέρασα στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών της Φιλοσοφικής, στην Αθήνα. (Αργότερα, σαν πτυχιούχος, όταν υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία, γράφηκα στο τρίτο έτος του Φιλοσοφικού Τμήματος, και με αυτό το δεύτερο πτυχίο διορίστηκα στη δευτεροβάθμια). Ήμουν δευτεροετής όταν αγόρασα μια μέθοδο άνευ διδασκάλου, της σειράς Assimil, για τα ρώσικα. Είχε και δισκάκια, αυτά των 45 στροφών. Αναγκάστηκα τότε να αγοράσω και πικάπ. Το καλοκαίρι λοιπόν που κατέβηκα στην Κρήτη είχα πέσει με τα μούτρα στα ρώσικα. Ο πατέρας μου καινούριο βιολί. «Να κοιτάζεις τα μαθήματά σου και να αφήσεις τα ρώσικα». Του το είχα φυλαγμένο. «Καλά, εσύ δεν μου έλεγες όταν ήμουν στο γυμνάσιο να αφήσω τα αγγλικά και να κοιτάζω τα μαθήματά μου, γιατί θα έρθουν οι Ρώσοι να σφάξουν τους Αμερικανούς; Ε, λοιπόν κι εγώ προετοιμάζομαι για αυτή τη μέρα».
Ο πατέρας μου δεν ήταν κομμουνιστής, κι ας έφαγε από τους μπαντουβάδες «το περισσότερο ξύλο από όλη την περιφέρεια» όπως άκουσα σε ένα πηγαδάκι από κάποιον που δεν ήξερε ότι ήμουν γιος του. Ξέρω ότι τη γλύτωσε από του χάρου τα δόντια από αυτό το ξύλο.
Επανειλημμένα τον καλούσαν στη χωροφυλακή για δήλωση, όπου πάντα δήλωνε, όπως μας έλεγε. «Δεν ήμουν ούτε είμαι κομμουνιστής. Ήμουν, είμαι και θα είμαι αγροτικός». Αυτό κι αν είναι ταξική συνείδηση! Αργότερα βέβαια έμαθα ότι το Αγροτικό Κόμμα ήταν το μόνο που συνεργάστηκε με το ΚΚΕ στον εμφύλιο. Ο πατέρας μου όμως δεν μπορούσε να είναι με τους άθεους κομμουνιστές. Κι ας έτρεφε μένεα κατά των παπάδων, που έβγαζαν στην εκκλησία διπλό και τριπλό δίσκο.
Όμως ας κλείσουμε αυτή την παρέκβαση, και ας συνεχίσουμε.
Στα νιάτα μου γύρευα τη γνώση. Γι αυτό και προτεραιότητα στα διαβάσματά μου είχαν τα θεωρητικά κείμενα, κυρίως φιλοσοφία. Λογοτεχνία διάβαζα αραιά και που. Στα τριάντα μου είχα ήδη διαμορφώσει την Weltanschauung μου, όπως εκτίθεται στο δεύτερο βιβλίο μου που το έγραψα σ’ αυτή την ηλικία, την Αναγκαιότητα του μύθου. Σε λίγο διορίστηκα ως φιλόλογος, και σκέφτηκα να ασχοληθώ περισσότερο με τη λογοτεχνία, μια και ήταν πια επάγγελμά μου. Καρπός εκείνης της στροφής ήταν τέσσερα μικρά εισαγωγικά μελετήματα για τον Κάλβο, τον Καβάφη, τον Σολωμό και τον Παλαμά. Παρόλο που εγώ είμαι της πεζογραφίας –δώσε μου παραμύθια και πάρε μου την ψυχή- η ποίηση ήταν πιο γκλαμουράτη, γι αυτό και ασχολήθηκα με ποιητές και όχι με πεζογράφους.
Στα σαράντα μου ανακάλυψα ότι μπορούσα να γράφω βιβλιοκριτικές που να αρέσουν. Όμως μπορούσα να γράφω μόνο για νεοεκδοθέντα βιβλία. Έτσι άρχισα να γράφω για σύγχρονους συγγραφείς, πεζογράφους κυρίως. Οι μόνοι ποιητές με τους οποίους ασχολήθηκα ήταν φίλοι, ή κρητικοί που μου έστειλαν τις συλλογές τους (εμείς οι κρητικοί, όπως και να το κάνουμε, είμαστε μια μασονία). Έγραψα όμως και παρουσιάσεις για το συνολικό έργο του Κουμανταρέα, της Φακίνου, του Βαλτινού, του Χουλιαρά, του Αλέξανδρου Κοτζιά, και του Μάριου Χάκκα. Ο Ιωάννου έμεινε απέξω.
Ο Ιωάννου υπήρξε δάσκαλος του Μιχάλη του Τζιλιάνου, του αγροτικού γιατρού με τον οποίο κάναμε χειμερινό μπάνιο στην Κάσο, όταν πρωτοδιορίστηκα. Μου μιλούσε συχνά γι αυτόν.
Είχα ακούσει ένα συνάδελφο στο 3ο Λύκειο Νίκαιας, τον Γιάννη τον Πανούση (τώρα είναι λέκτορας στην Πάτρα), να μιλάει με ενθουσιασμό για ένα διήγημα του Ιωάννου. Πρόπερσι, σε μια ημερίδα της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων αφιερωμένης στον Ιωάννου, απόλαυσα τόσο την εισήγηση του τέως συναδέλφου Αντώνη Σανουδάκη (τι κάθομαι και λέω, εγώ είμαι ο τέως, όχι αυτός) όσο και αποσπάσματα του διηγήματος στο οποίο αναφερόταν η εισήγησή του, αποσπάσματα σπαρταριστά. Θα τον διαβάσω οπωσδήποτε τον Ιωάννου, σκέφτηκα τότε, εξάλλου τον έχω αγορασμένο.
Πριν έξι εφτά χρόνια το βιβλιοπωλείο Πύρινος Κόσμος, Σόλωνος και Ιπποκράτους γωνία, έβγαλε κυριολεκτικά στο σφυρί ένα σωρό βιβλία. Δεν έχασα την ευκαιρία. Αγόρασα πενήντα. Πόσο πλήρωσα; Εβδομήντα πέντε ευρώ. Ενάμιση ευρώ το βιβλίο. Έξι απ’ αυτά ήταν πεζογραφήματα του Ιωάννου.
Κουβάλησα στην Κρήτη όλο το «ράφι των τύψεων», ξέροντας ότι μόνο στις διακοπές έχω μεγάλη άνεση χρόνου για διάβασμα. Τώρα κατέβηκα για μια βδομάδα στην Κρήτη για δουλειές. Ταξίδεψα μισοάρρωστος, έφτασα με πυρετό. Ήπια το αντιπυρετικό μου και, κρεβατωμένος καθώς ήμουνα, είπα να διαβάσω κανένα βιβλίο. Πήρα ένα μικρούλικο, το Η λογοτεχνία και το δικαίωμα στο θάνατο του Maurice Blanchot. Αφού διάβασα δυο σελίδες και είδα το μυαλό μου να θολώνει, είπα τι κάθομαι και μαζοχίζομαι, χρειάζομαι κάτι ευχάριστο. Και βέβαια το μυαλό μου πήγε αμέσως στον Ιωάννου. Σε ένα από τα βιβλία έγραφε την εργογραφία του, ποιο βιβλίο έγραψε πρώτο και ποιο μετά, και βέβαια είπα να τα πάρω με τη σειρά. Το πρώτο ήταν Η μόνη κληρονομιά.
Τα διηγήματα του τόμου αυτού είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικά, και νομίζω και τα υπόλοιπα, από ένα γρήγορο ξεφύλλισμα που έκανα στους επόμενους τόμους. Δεν υπάρχει η αριστοτελική αρχή της «πράξεως σπουδαίας και τελείας», ή μάλλον υπάρχει μόνο το «σπουδαίας», γιατί το «τελείας», δηλαδή ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, δεν υπάρχει. Ο Ιωάννου γράφει συνειρμικά, με αποτέλεσμα τα διηγήματά του να έχουν μια εντελώς χαλαρή δομή. Αφηγείται κάτι, και καθώς αφηγείται θυμάται κάτι άλλο, και αφηγούμενος το κάτι άλλο θυμάται πάλι κάτι άλλο και το αφηγείται με τη σειρά του. Κάνει ακριβώς ό,τι έκανα εγώ στην εισαγωγή αυτής της βιβλιοπαρουσίασης. Χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη είναι το διήγημα «Η αποζημίωση», που αναφέρεται στις αποζημιώσεις που έπαιρναν εκείνοι των οποίων τα σπίτια είχαν καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς. Ο αφηγητής, που σίγουρα είναι ο ίδιος ο Ιωάννου, που μόλις θα είχε κλείσει τα 18 του, πηγαίνει στη διεύθυνση για να καταθέσει την αίτηση αποζημίωσης. Η απαρίθμηση των απωλειών στην αίτησή του δεν ικανοποιεί τον διευθυντή, που του λέει ότι πρέπει να βάλει και άλλα πράγματα, πιάνο, πολυελαίους κ.λπ. Και ο αφηγητής κάνει μια παρέκβαση μιας σελίδας για να αφηγηθεί τις πραγματικές απώλειες, τις οποίες έτσι κι αλλιώς είχε παρουσιάσει κάπως παραφουσκωμένες.
Τη στιγμή του βομβαρδισμού αυτός και η οικογένειά του ήδη είχαν πάρει το δρόμο της επαρχίας για να σωθούν. Έτσι συνεχίζει την αφήγηση με αυτό το οδοιπορικό και την εγκατάστασή τους στο ορεινό χωριό όπου κατέφυγαν για να γλυτώσουν.
Μιλώντας για τα γράμματα από το μέτωπο, κάνει επίσης μια λεπτομερή παρέκβαση για τον «έφιππο ταχυδρόμο», σχεδόν μιας σελίδας, πριν ξαναεπιστρέψει στις συνθήκες εγκατάστασής τους. Μόλις στην προτελευταία παράγραφο ξαναπιάνει την κύρια γραμμή της αφήγησης: «Τα ξαναθυμόμουν όλα αυτά με γλυκιά ταραχή, πηγαίνοντας απ’ το γραφείο αποζημιώσεων σ’ ένα πρακτορείο λαχείων…» (σελ. 122). Σ’ αυτό το διήγημα των επτά σελίδων, ούτε καν οι δύο δεν αναφέρονται στην κύρια αφήγηση, ενώ οι υπόλοιπες πέντε καλύπτουν τις εγκιβωτισμένες.
Και το διήγημα «Ο Θανάσης ο φονιάς» είναι επίσης πολύ χαρακτηριστικό. Στην πρώτη παράγραφο, που μόλις ξεπερνάει τις τρεις γραμμές, ο αφηγητής (να τηρούμε τις αφηγηματολογικές συμβάσεις: αυτός που αφηγείται δεν είναι ο συγγραφέας) μας λέει δυο λόγια για τον Θανάση. Στην πρώτη περίοδο της επόμενης παραγράφου μας λέει ότι τον γνώρισε από τον Γιαγκούλα τον λούστρο. (Είχα ένα μαθητή Γιαγκούλα, καλή του ώρα). Στην επόμενη μισή σελίδα μας μιλάει για τον Γιαγκούλα, για να ξαναγυρίσει στον Θανάση τον μάγειρα, που χάρη στη μαγειρική του ο αφηγητής μας πάχυνε και δεν του έκαναν πια τα πουκάμισα. Η επόμενη μισή σελίδα αναφέρεται στο πώς απόκτησε τόσα πολλά πουκάμισα. Μετά, σε μισή παράγραφο, επιστρέφει στον Γιαγκούλα και στον Θανάση. Καθώς έβλεπε τον Γιαγκούλα που ντερλίκωνε σαν λύκος, «θαρρούσα πως έβλεπα τη μακαρίτισσα τη γιαγιά μου», και σ’ αυτή τη γιαγιά είναι αφιερωμένη η υπόλοιπη παράγραφος, επτά γραμμές. Κατόπιν μας μιλάει πάλι για τον Θανάση που του παράγγειλε να του φέρει ένα πουκάμισο από την Αθήνα, και μετά «μου είπε την ιστορία του», κάπου μισή σελίδα. Στην επόμενη παράγραφο ξαναγυρνάει στο πουκάμισο που του αγόρασε, και στη συνέχεια, στις δυο τελευταίες παραγράφους, μας μιλάει πάλι για τον Θανάση, για την κηδεία του.
Ο Μπαχτίν στο Έπος και μυθιστόρημα που παρουσιάσαμε πρόσφατα στο blog μας λέει ότι το μυθιστόρημα είναι πρωτεϊκό, αναρχικό, που δεν χωράει σε πλαίσια και κανόνες. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για το διήγημα. Την χαλαρή δομή των διηγημάτων του Ιωάννου δεν θα την θεωρήσουμε καθόλου ως μειονέκτημα. Απεναντίας, ο συνειρμικός χαρακτήρας των διηγημάτων στον οποίο οφείλεται αυτή η χαλαρότητα, σε συνδυασμό με τη λιτότητα της γραφής που είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της αφηγηματικής άνεσης, κάνουν τα διηγήματα αυτά ιδιαίτερα ευχάριστα στην ανάγνωση.
Για μένα όμως η κύρια αρετή τους είναι ο χιουμοριστικός, σαρκαστικός πολλές φορές, χαρακτήρας τους, που τα κάνει ιδιαίτερα απολαυστικά. Από τα πιο σπαρταριστά είναι ο «θείος Βαγγέλης», που αναφέρεται στους επικήδειους που εκφωνούσε ο θείος στους πεσόντες στρατιώτες και υπαξιωματικούς κατά τον εμφύλιο. Και από τα «Περιστέρια», στην πρώτη κιόλας σελίδα, ανιχνεύω: «Είχαμε αποχτήσει κι εμείς τον τρελό μας. Την πουτάνα μας την είχαμε προ πολλού» (σελ. 104) και «Είχε το ύφος των μεγάλων ρητόρων που δεν αναγνωρίζουν ούτε τη μάνα τους έτσι κι ανεβούν στο βήμα» (στο ίδιο).
Αλλά ας κάνουμε κάποιες επί μέρους παρατηρήσεις, ξεκινώντας από ανάλογα ερεθίσματα.
Το κάνω συνειδητά σε ποιήματα, συχνά και σε πεζά, εδώ όμως μου βγήκε εντελώς αυθόρμητα: να ανιχνεύω δεκαπεντασύλλαβους. "Κεραυνωμένος και μισός μες στο ρηχό χαντάκι" (σελ. 81). Έξι γραμμές πιο κάτω υπάρχει και το δεύτερο ημιστίχιο ενός λειψού δεκαπεντασύλλαβου: "ούτε και το φεγγάρι". Θα υπάρχουν κι άλλοι, αλλά δεν μπορούσα να έχω τεντωμένο το μυαλό μου για να τους επισημάνω.
Η πεζογραφία του Ιωάννου είναι αυτοβιογραφική, και ενδιαφέρουσα όχι μόνο για την ποιότητα της γραφής αλλά και για την «σπουδαιότητα» των γεγονότων, όπως είναι αυτά του πολέμου, της κατοχής και της αντίστασης, και στη συνέχεια του εμφύλιου. Δεν μπορούσα να ξέρω ότι ο Ιωάννου γράφει σε πρώτο πρόσωπο, και έτσι ο αφηγητής στο πρώτο διήγημα, το «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ», μου φάνηκε αρχικά σαν τριτοπρόσωπος, μέχρι που, μετά από τρεισήμισι σελίδες, συναντάω ρήματα στο πρώτο πρόσωπο πληθυντικού: «…ανεβήκαμε να μείνουμε κοντά τους… μια και δεν μπορούσαμε…» (σελ. 15).
Διαβάζω τη φράση: «Η ομορφιά επιβάλλεται στους πάντες, κακά τα ψέματα» (σελ. 103).
Και θυμήθηκα ένα περιστατικό που μου αφηγήθηκε ένας φίλος πανεπιστημιακός. Κάποιος καθηγητής εξετάζει προφορικά μια πανέμορφη κοπέλα. Όταν τέλειωσε η εξέταση, ανυπόμονη αυτή, ρωτάει τον καθηγητή τι βαθμό της έβαλε. Και αυτός της απαντάει: -Εσένα κορίτσι μου σου έβαλε άριστα ο θεός, και θα σου βάλω εγώ πιο κάτω;
Ο Ιωάννου αντιμετωπίζει τις γυναίκες με αρκετό σαρκασμό. Διαβάζουμε: «Αυτή, μελαχρινή καθώς ήταν, ολοένα μαύριζε και ζάρωνε σα σταφίδα» (σελ. 25). «Ήταν ιδιαίτερα σιχαμερή» (σελ. 90). «Αυτή ακόμα και τώρα, μολονότι κατάκοιτη, καταπίεζε βαριά τα άλλα δυο κορίτσια, σε σημείο που πήγαιναν και άναβαν κεριά στην εκκλησιά για να πεθάνει το ταχύτερο» (σελ. 94). «Πάντως δεν ήταν αλήθεια αυτό που έλεγε η γειτονιά, πως δεν φορούσαν τίποτε από κάτω» (σελ. 95). «…η μάνα της, μια φοβερή καμπουρίτσα» (σελ. 97).
Η τελευταία παράγραφος από το διήγημα «Τζέλτεν» έχει κάτι το μακάβρια ειρωνικό, μέσα από την προοπτική του χρόνου από την οποία διαβάζεται: «Και σ’ όλο το γυρισμό έλεγα και ξανάλεγα ‘Παναγίτσα μου, βάλε το χέρι σου να μη βρεθούν ποτέ πετρέλαια στην πατρίδα. Τότε είναι που δε θα ξανασηκώσουμε κεφάλι» (σελ. 86). Η Παναγίτσα τελικά δεν έβαλε το χέρι της.
Όμως τα παρακάτω έχουν μια κυριολεκτικά τραγική ειρωνεία όταν διαβάζονται σήμερα, και μάλιστα στο διήγημα που δίνει τον τίτλο στη συλλογή. «Δεν πρόκειται να εξιστορήσω πώς πέθανε ο πατέρας μου. Πέθανε, βέβαια, νέος κι αυτός, αλλά στα ξαφνικά, πράγμα που είναι κάτι για μένα… Τα παιδιά της γιαγιά μου λοιπόν, ακολουθώντας τους παππούδες τους και τον μπαμπά τους, πήγαν όλα από φυσικό θάνατο, με μια εξαίρεση ίσως. Και όλοι τους ανάμεσα στα πενήντα με εξήντα. Ως τα πενήντα τους ήταν όλοι μια χαρά, από γιατρούς δεν ήξεραν. Μόλις όμως καβατζάρανε τον μισό αιώνα, άρχιζε ραγδαία η φθορά. Αν μερικοί τουλάχιστον είχαν πάει από βίαιο θάνατο, θα μου έμενε κάποιο περιθώριο να πιστεύω πως είχαν πολλή ζωή ακόμα μέσα τους, μα βγήκε εκείνο το καταραμένο δυστύχημα, η δολοφονία, ο ξυλοδαρμός, τα βασανιστήρια, και τους την έκοψε απότομα. Εδώ όμως τα πράγματα είναι σαφή. Όλοι τους ανάμεσα στα πενήντα με εξήντα» (σελ. 37-38). Και λίγο πιο κάτω: «…έπιασα μια ακαδημαϊκή δήθεν συζήτηση μ’ ένα φίλο γιατρό, σπουδαγμένο στα ξένα. Απέξω απέξω έφερα την κουβέντα και στην κληρονομικότητα του θανάτου. ‘Τι να σου πω’, μου είπε. ‘Τ’ αγόρια κληρονομούν συνήθως την ηλικία του πατέρα τους’. Βουβάθηκα. Να, λοιπόν, η κληρονομιά μου. Και τα ’λεγε αυτά, κι άλλα χειρότερα, με μεγάλη έμφαση. Ο πατέρας του ζει ακόμα, ένα χούφταλο» (σελ. 39).
Μπορεί ο Ιωάννου να έπεσε θύμα αρνητικής αυθυποβολής, έχω γράψει σχετικά στο πρώτο μου βιβλίο, το Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα. Πίστεψε ότι θα πεθάνει πριν κλείσει τα εξήντα και πέθανε, το 1985, σε ηλικία 58 χρονών.
Θυμάμαι και στο στρατό τον δόκιμο που με αντικατέστησε, που έλεγε συνεχώς ότι θα πεθάνει 33 χρονών. Κάπου διάβασα ότι είναι αρκετοί αυτοί που πιστεύουν ότι θα πεθάνουν στην ηλικία του Ιησού.
Τι έγινε τελικά, πέθανε στα 33 του;
Τότε ήταν περίπου εικοσιπεντάρης, δεν κρατήσαμε επαφή, δεν έμαθα ποτέ. Έχω ξεχάσει και το όνομά του.
Όμως ο Γιώργος Ντ., που πίστευε ότι θα πεθάνει 33 χρονών, πέθανε πράγματι στα τριαντατρία του. Σε μένα έτυχε ο κλήρος να κάνω την ανακάλυψη. Δεν είχε εμφανιστεί στο γραφείο του χωρίς να ενημερώσει. Έλεγαν να ψάξουν την επομένη. Εγώ πήγα αμέσως, βραδάκι ήταν που μου το είπαν, αφού φώναξα την αστυνομία. Παραβίασαν την πόρτα και τον βρήκαν νεκρό. Η νεκροψία έδειξε ότι όλες του οι αρτηρίες ήταν βουλωμένες. Κάπνιζε σαν φουγάρο ο συγχωρεμένος. Έχω μια κασέτα με τον Ρος Ντέηλι, που μου την έγραψε, για να τον θυμάμαι.
Μου βγήκε σεντόνι αυτό το κείμενο, ποιος θα κάνει καρδιά να το διαβάσει ως το τέλος; Πάντως, τελειώνοντάς το, έχω διαβάσει και το επόμενο βιβλίο με πεζογραφήματα του Ιωάννου, και μια και μένουν ακόμη τέσσερα, είπα να τα πάρω μαζί μου στην Αθήνα να τα διαβάσω. Θα γράψω δυο λογάκια για όλα, μπορεί και τρία, αλλά μπορεί και μόνο δυο. Πάντως όχι αυτό το σεντόνι, φαντάζομαι.
Και τώρα που το αναρτώ, να πω ότι έχω ήδη γράψει και για το Δικό μας αίμα και έχω διαβάσει τον Επιτάφιο Θρήνο. Αλλά να μη σας φλομώσω, σιγά σιγά.
Και έτσι γίνεται κάτι σαν σήριαλ, αλλά με αυτοτελή επεισόδια, σαν αυτά τα αμερικάνικα που βλέπει ο γιος μου, κι εγώ μαζί του καμιά φορά. Τέλειο δεν είναι;
Θα πρέπει να απολογηθώ γι αυτό.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, με τη λογοτεχνία δεν είχα πάντα στενές σχέσεις. Το να διαβάζεις λογοτεχνία το θεωρούσα στα νιάτα μου χάσιμο χρόνου. Αργότερα, όταν άρχισα να γράφω, θεωρούσα επίσης χάσιμο χρόνου και το να γράφεις λογοτεχνία. Εξάλλου τι είναι λογοτεχνία; «Ψευτιές», μου έλεγε η μάνα μου, προσπαθώντας να με πείσει να σταματήσω τα εξωσχολικά διαβάσματα και να διαβάσω τα μαθήματά μου.
Το θυμήθηκα και το παρακάτω, να το γράψω.
Στο γυμνάσιο κάναμε αγγλικά μια χρονιά όλη κι όλη. Οι καθηγητές των αγγλικών σπάνιζαν. Εμένα όμως μου άρεσαν τα αγγλικά και οι ξένες γλώσσες γενικά. Από την πρώτη Λυκείου άρχισαν να διαβάζω μόνος μου Γαλλικά και αμέσως μετά και Γερμανικά. Στα γαλλικά έφτασα σε πολύ καλό επίπεδο, αφού, γυρνώντας από την Αθήνα όπου είχα πάει για να δώσω «πανελλαδικές» (κάπως αλλιώς τις έλεγαν τότε, έχω ξεχάσει), ανάμεσα στα βιβλία που κουβάλησα μαζί μου («μα τι έχεις στη βαλίτσα, πέτρες;» με ρώτησε ο αχθοφόρος που μου την κουβάλησε στο πλοίο) ήταν και ο Τοίχος του Σαρτρ, στα γαλλικά Le mur, μια σειρά διηγημάτων που τα διάβασα όλα με τη βοήθεια λεξικού.
Ο πατέρας μου λοιπόν, όταν με έβλεπε να διαβάζω αγγλικά, μου έλεγε «Είντα τα διαβάζεις τα αγγλικά, να διαβάζεις τα μαθήματά σου. Αφού μια μέρα θα ρθουν οι Ρώσοι να σφάξουν τους Αμερικάνους». Αυτό το «μια μέρα θα ρθουν οι Ρώσοι να σφάξουν τους Αμερικάνους» ήταν η μόνιμη επωδός, κάθε φορά που μου έλεγε να αφήσω τα αγγλικά και να κοιτάζω τα μαθήματά μου.
Στο πανεπιστήμιο πέρασα στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών της Φιλοσοφικής, στην Αθήνα. (Αργότερα, σαν πτυχιούχος, όταν υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία, γράφηκα στο τρίτο έτος του Φιλοσοφικού Τμήματος, και με αυτό το δεύτερο πτυχίο διορίστηκα στη δευτεροβάθμια). Ήμουν δευτεροετής όταν αγόρασα μια μέθοδο άνευ διδασκάλου, της σειράς Assimil, για τα ρώσικα. Είχε και δισκάκια, αυτά των 45 στροφών. Αναγκάστηκα τότε να αγοράσω και πικάπ. Το καλοκαίρι λοιπόν που κατέβηκα στην Κρήτη είχα πέσει με τα μούτρα στα ρώσικα. Ο πατέρας μου καινούριο βιολί. «Να κοιτάζεις τα μαθήματά σου και να αφήσεις τα ρώσικα». Του το είχα φυλαγμένο. «Καλά, εσύ δεν μου έλεγες όταν ήμουν στο γυμνάσιο να αφήσω τα αγγλικά και να κοιτάζω τα μαθήματά μου, γιατί θα έρθουν οι Ρώσοι να σφάξουν τους Αμερικανούς; Ε, λοιπόν κι εγώ προετοιμάζομαι για αυτή τη μέρα».
Ο πατέρας μου δεν ήταν κομμουνιστής, κι ας έφαγε από τους μπαντουβάδες «το περισσότερο ξύλο από όλη την περιφέρεια» όπως άκουσα σε ένα πηγαδάκι από κάποιον που δεν ήξερε ότι ήμουν γιος του. Ξέρω ότι τη γλύτωσε από του χάρου τα δόντια από αυτό το ξύλο.
Επανειλημμένα τον καλούσαν στη χωροφυλακή για δήλωση, όπου πάντα δήλωνε, όπως μας έλεγε. «Δεν ήμουν ούτε είμαι κομμουνιστής. Ήμουν, είμαι και θα είμαι αγροτικός». Αυτό κι αν είναι ταξική συνείδηση! Αργότερα βέβαια έμαθα ότι το Αγροτικό Κόμμα ήταν το μόνο που συνεργάστηκε με το ΚΚΕ στον εμφύλιο. Ο πατέρας μου όμως δεν μπορούσε να είναι με τους άθεους κομμουνιστές. Κι ας έτρεφε μένεα κατά των παπάδων, που έβγαζαν στην εκκλησία διπλό και τριπλό δίσκο.
Όμως ας κλείσουμε αυτή την παρέκβαση, και ας συνεχίσουμε.
Στα νιάτα μου γύρευα τη γνώση. Γι αυτό και προτεραιότητα στα διαβάσματά μου είχαν τα θεωρητικά κείμενα, κυρίως φιλοσοφία. Λογοτεχνία διάβαζα αραιά και που. Στα τριάντα μου είχα ήδη διαμορφώσει την Weltanschauung μου, όπως εκτίθεται στο δεύτερο βιβλίο μου που το έγραψα σ’ αυτή την ηλικία, την Αναγκαιότητα του μύθου. Σε λίγο διορίστηκα ως φιλόλογος, και σκέφτηκα να ασχοληθώ περισσότερο με τη λογοτεχνία, μια και ήταν πια επάγγελμά μου. Καρπός εκείνης της στροφής ήταν τέσσερα μικρά εισαγωγικά μελετήματα για τον Κάλβο, τον Καβάφη, τον Σολωμό και τον Παλαμά. Παρόλο που εγώ είμαι της πεζογραφίας –δώσε μου παραμύθια και πάρε μου την ψυχή- η ποίηση ήταν πιο γκλαμουράτη, γι αυτό και ασχολήθηκα με ποιητές και όχι με πεζογράφους.
Στα σαράντα μου ανακάλυψα ότι μπορούσα να γράφω βιβλιοκριτικές που να αρέσουν. Όμως μπορούσα να γράφω μόνο για νεοεκδοθέντα βιβλία. Έτσι άρχισα να γράφω για σύγχρονους συγγραφείς, πεζογράφους κυρίως. Οι μόνοι ποιητές με τους οποίους ασχολήθηκα ήταν φίλοι, ή κρητικοί που μου έστειλαν τις συλλογές τους (εμείς οι κρητικοί, όπως και να το κάνουμε, είμαστε μια μασονία). Έγραψα όμως και παρουσιάσεις για το συνολικό έργο του Κουμανταρέα, της Φακίνου, του Βαλτινού, του Χουλιαρά, του Αλέξανδρου Κοτζιά, και του Μάριου Χάκκα. Ο Ιωάννου έμεινε απέξω.
Ο Ιωάννου υπήρξε δάσκαλος του Μιχάλη του Τζιλιάνου, του αγροτικού γιατρού με τον οποίο κάναμε χειμερινό μπάνιο στην Κάσο, όταν πρωτοδιορίστηκα. Μου μιλούσε συχνά γι αυτόν.
Είχα ακούσει ένα συνάδελφο στο 3ο Λύκειο Νίκαιας, τον Γιάννη τον Πανούση (τώρα είναι λέκτορας στην Πάτρα), να μιλάει με ενθουσιασμό για ένα διήγημα του Ιωάννου. Πρόπερσι, σε μια ημερίδα της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων αφιερωμένης στον Ιωάννου, απόλαυσα τόσο την εισήγηση του τέως συναδέλφου Αντώνη Σανουδάκη (τι κάθομαι και λέω, εγώ είμαι ο τέως, όχι αυτός) όσο και αποσπάσματα του διηγήματος στο οποίο αναφερόταν η εισήγησή του, αποσπάσματα σπαρταριστά. Θα τον διαβάσω οπωσδήποτε τον Ιωάννου, σκέφτηκα τότε, εξάλλου τον έχω αγορασμένο.
Πριν έξι εφτά χρόνια το βιβλιοπωλείο Πύρινος Κόσμος, Σόλωνος και Ιπποκράτους γωνία, έβγαλε κυριολεκτικά στο σφυρί ένα σωρό βιβλία. Δεν έχασα την ευκαιρία. Αγόρασα πενήντα. Πόσο πλήρωσα; Εβδομήντα πέντε ευρώ. Ενάμιση ευρώ το βιβλίο. Έξι απ’ αυτά ήταν πεζογραφήματα του Ιωάννου.
Κουβάλησα στην Κρήτη όλο το «ράφι των τύψεων», ξέροντας ότι μόνο στις διακοπές έχω μεγάλη άνεση χρόνου για διάβασμα. Τώρα κατέβηκα για μια βδομάδα στην Κρήτη για δουλειές. Ταξίδεψα μισοάρρωστος, έφτασα με πυρετό. Ήπια το αντιπυρετικό μου και, κρεβατωμένος καθώς ήμουνα, είπα να διαβάσω κανένα βιβλίο. Πήρα ένα μικρούλικο, το Η λογοτεχνία και το δικαίωμα στο θάνατο του Maurice Blanchot. Αφού διάβασα δυο σελίδες και είδα το μυαλό μου να θολώνει, είπα τι κάθομαι και μαζοχίζομαι, χρειάζομαι κάτι ευχάριστο. Και βέβαια το μυαλό μου πήγε αμέσως στον Ιωάννου. Σε ένα από τα βιβλία έγραφε την εργογραφία του, ποιο βιβλίο έγραψε πρώτο και ποιο μετά, και βέβαια είπα να τα πάρω με τη σειρά. Το πρώτο ήταν Η μόνη κληρονομιά.
Τα διηγήματα του τόμου αυτού είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικά, και νομίζω και τα υπόλοιπα, από ένα γρήγορο ξεφύλλισμα που έκανα στους επόμενους τόμους. Δεν υπάρχει η αριστοτελική αρχή της «πράξεως σπουδαίας και τελείας», ή μάλλον υπάρχει μόνο το «σπουδαίας», γιατί το «τελείας», δηλαδή ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, δεν υπάρχει. Ο Ιωάννου γράφει συνειρμικά, με αποτέλεσμα τα διηγήματά του να έχουν μια εντελώς χαλαρή δομή. Αφηγείται κάτι, και καθώς αφηγείται θυμάται κάτι άλλο, και αφηγούμενος το κάτι άλλο θυμάται πάλι κάτι άλλο και το αφηγείται με τη σειρά του. Κάνει ακριβώς ό,τι έκανα εγώ στην εισαγωγή αυτής της βιβλιοπαρουσίασης. Χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη είναι το διήγημα «Η αποζημίωση», που αναφέρεται στις αποζημιώσεις που έπαιρναν εκείνοι των οποίων τα σπίτια είχαν καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς. Ο αφηγητής, που σίγουρα είναι ο ίδιος ο Ιωάννου, που μόλις θα είχε κλείσει τα 18 του, πηγαίνει στη διεύθυνση για να καταθέσει την αίτηση αποζημίωσης. Η απαρίθμηση των απωλειών στην αίτησή του δεν ικανοποιεί τον διευθυντή, που του λέει ότι πρέπει να βάλει και άλλα πράγματα, πιάνο, πολυελαίους κ.λπ. Και ο αφηγητής κάνει μια παρέκβαση μιας σελίδας για να αφηγηθεί τις πραγματικές απώλειες, τις οποίες έτσι κι αλλιώς είχε παρουσιάσει κάπως παραφουσκωμένες.
Τη στιγμή του βομβαρδισμού αυτός και η οικογένειά του ήδη είχαν πάρει το δρόμο της επαρχίας για να σωθούν. Έτσι συνεχίζει την αφήγηση με αυτό το οδοιπορικό και την εγκατάστασή τους στο ορεινό χωριό όπου κατέφυγαν για να γλυτώσουν.
Μιλώντας για τα γράμματα από το μέτωπο, κάνει επίσης μια λεπτομερή παρέκβαση για τον «έφιππο ταχυδρόμο», σχεδόν μιας σελίδας, πριν ξαναεπιστρέψει στις συνθήκες εγκατάστασής τους. Μόλις στην προτελευταία παράγραφο ξαναπιάνει την κύρια γραμμή της αφήγησης: «Τα ξαναθυμόμουν όλα αυτά με γλυκιά ταραχή, πηγαίνοντας απ’ το γραφείο αποζημιώσεων σ’ ένα πρακτορείο λαχείων…» (σελ. 122). Σ’ αυτό το διήγημα των επτά σελίδων, ούτε καν οι δύο δεν αναφέρονται στην κύρια αφήγηση, ενώ οι υπόλοιπες πέντε καλύπτουν τις εγκιβωτισμένες.
Και το διήγημα «Ο Θανάσης ο φονιάς» είναι επίσης πολύ χαρακτηριστικό. Στην πρώτη παράγραφο, που μόλις ξεπερνάει τις τρεις γραμμές, ο αφηγητής (να τηρούμε τις αφηγηματολογικές συμβάσεις: αυτός που αφηγείται δεν είναι ο συγγραφέας) μας λέει δυο λόγια για τον Θανάση. Στην πρώτη περίοδο της επόμενης παραγράφου μας λέει ότι τον γνώρισε από τον Γιαγκούλα τον λούστρο. (Είχα ένα μαθητή Γιαγκούλα, καλή του ώρα). Στην επόμενη μισή σελίδα μας μιλάει για τον Γιαγκούλα, για να ξαναγυρίσει στον Θανάση τον μάγειρα, που χάρη στη μαγειρική του ο αφηγητής μας πάχυνε και δεν του έκαναν πια τα πουκάμισα. Η επόμενη μισή σελίδα αναφέρεται στο πώς απόκτησε τόσα πολλά πουκάμισα. Μετά, σε μισή παράγραφο, επιστρέφει στον Γιαγκούλα και στον Θανάση. Καθώς έβλεπε τον Γιαγκούλα που ντερλίκωνε σαν λύκος, «θαρρούσα πως έβλεπα τη μακαρίτισσα τη γιαγιά μου», και σ’ αυτή τη γιαγιά είναι αφιερωμένη η υπόλοιπη παράγραφος, επτά γραμμές. Κατόπιν μας μιλάει πάλι για τον Θανάση που του παράγγειλε να του φέρει ένα πουκάμισο από την Αθήνα, και μετά «μου είπε την ιστορία του», κάπου μισή σελίδα. Στην επόμενη παράγραφο ξαναγυρνάει στο πουκάμισο που του αγόρασε, και στη συνέχεια, στις δυο τελευταίες παραγράφους, μας μιλάει πάλι για τον Θανάση, για την κηδεία του.
Ο Μπαχτίν στο Έπος και μυθιστόρημα που παρουσιάσαμε πρόσφατα στο blog μας λέει ότι το μυθιστόρημα είναι πρωτεϊκό, αναρχικό, που δεν χωράει σε πλαίσια και κανόνες. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για το διήγημα. Την χαλαρή δομή των διηγημάτων του Ιωάννου δεν θα την θεωρήσουμε καθόλου ως μειονέκτημα. Απεναντίας, ο συνειρμικός χαρακτήρας των διηγημάτων στον οποίο οφείλεται αυτή η χαλαρότητα, σε συνδυασμό με τη λιτότητα της γραφής που είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της αφηγηματικής άνεσης, κάνουν τα διηγήματα αυτά ιδιαίτερα ευχάριστα στην ανάγνωση.
Για μένα όμως η κύρια αρετή τους είναι ο χιουμοριστικός, σαρκαστικός πολλές φορές, χαρακτήρας τους, που τα κάνει ιδιαίτερα απολαυστικά. Από τα πιο σπαρταριστά είναι ο «θείος Βαγγέλης», που αναφέρεται στους επικήδειους που εκφωνούσε ο θείος στους πεσόντες στρατιώτες και υπαξιωματικούς κατά τον εμφύλιο. Και από τα «Περιστέρια», στην πρώτη κιόλας σελίδα, ανιχνεύω: «Είχαμε αποχτήσει κι εμείς τον τρελό μας. Την πουτάνα μας την είχαμε προ πολλού» (σελ. 104) και «Είχε το ύφος των μεγάλων ρητόρων που δεν αναγνωρίζουν ούτε τη μάνα τους έτσι κι ανεβούν στο βήμα» (στο ίδιο).
Αλλά ας κάνουμε κάποιες επί μέρους παρατηρήσεις, ξεκινώντας από ανάλογα ερεθίσματα.
Το κάνω συνειδητά σε ποιήματα, συχνά και σε πεζά, εδώ όμως μου βγήκε εντελώς αυθόρμητα: να ανιχνεύω δεκαπεντασύλλαβους. "Κεραυνωμένος και μισός μες στο ρηχό χαντάκι" (σελ. 81). Έξι γραμμές πιο κάτω υπάρχει και το δεύτερο ημιστίχιο ενός λειψού δεκαπεντασύλλαβου: "ούτε και το φεγγάρι". Θα υπάρχουν κι άλλοι, αλλά δεν μπορούσα να έχω τεντωμένο το μυαλό μου για να τους επισημάνω.
Η πεζογραφία του Ιωάννου είναι αυτοβιογραφική, και ενδιαφέρουσα όχι μόνο για την ποιότητα της γραφής αλλά και για την «σπουδαιότητα» των γεγονότων, όπως είναι αυτά του πολέμου, της κατοχής και της αντίστασης, και στη συνέχεια του εμφύλιου. Δεν μπορούσα να ξέρω ότι ο Ιωάννου γράφει σε πρώτο πρόσωπο, και έτσι ο αφηγητής στο πρώτο διήγημα, το «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ», μου φάνηκε αρχικά σαν τριτοπρόσωπος, μέχρι που, μετά από τρεισήμισι σελίδες, συναντάω ρήματα στο πρώτο πρόσωπο πληθυντικού: «…ανεβήκαμε να μείνουμε κοντά τους… μια και δεν μπορούσαμε…» (σελ. 15).
Διαβάζω τη φράση: «Η ομορφιά επιβάλλεται στους πάντες, κακά τα ψέματα» (σελ. 103).
Και θυμήθηκα ένα περιστατικό που μου αφηγήθηκε ένας φίλος πανεπιστημιακός. Κάποιος καθηγητής εξετάζει προφορικά μια πανέμορφη κοπέλα. Όταν τέλειωσε η εξέταση, ανυπόμονη αυτή, ρωτάει τον καθηγητή τι βαθμό της έβαλε. Και αυτός της απαντάει: -Εσένα κορίτσι μου σου έβαλε άριστα ο θεός, και θα σου βάλω εγώ πιο κάτω;
Ο Ιωάννου αντιμετωπίζει τις γυναίκες με αρκετό σαρκασμό. Διαβάζουμε: «Αυτή, μελαχρινή καθώς ήταν, ολοένα μαύριζε και ζάρωνε σα σταφίδα» (σελ. 25). «Ήταν ιδιαίτερα σιχαμερή» (σελ. 90). «Αυτή ακόμα και τώρα, μολονότι κατάκοιτη, καταπίεζε βαριά τα άλλα δυο κορίτσια, σε σημείο που πήγαιναν και άναβαν κεριά στην εκκλησιά για να πεθάνει το ταχύτερο» (σελ. 94). «Πάντως δεν ήταν αλήθεια αυτό που έλεγε η γειτονιά, πως δεν φορούσαν τίποτε από κάτω» (σελ. 95). «…η μάνα της, μια φοβερή καμπουρίτσα» (σελ. 97).
Η τελευταία παράγραφος από το διήγημα «Τζέλτεν» έχει κάτι το μακάβρια ειρωνικό, μέσα από την προοπτική του χρόνου από την οποία διαβάζεται: «Και σ’ όλο το γυρισμό έλεγα και ξανάλεγα ‘Παναγίτσα μου, βάλε το χέρι σου να μη βρεθούν ποτέ πετρέλαια στην πατρίδα. Τότε είναι που δε θα ξανασηκώσουμε κεφάλι» (σελ. 86). Η Παναγίτσα τελικά δεν έβαλε το χέρι της.
Όμως τα παρακάτω έχουν μια κυριολεκτικά τραγική ειρωνεία όταν διαβάζονται σήμερα, και μάλιστα στο διήγημα που δίνει τον τίτλο στη συλλογή. «Δεν πρόκειται να εξιστορήσω πώς πέθανε ο πατέρας μου. Πέθανε, βέβαια, νέος κι αυτός, αλλά στα ξαφνικά, πράγμα που είναι κάτι για μένα… Τα παιδιά της γιαγιά μου λοιπόν, ακολουθώντας τους παππούδες τους και τον μπαμπά τους, πήγαν όλα από φυσικό θάνατο, με μια εξαίρεση ίσως. Και όλοι τους ανάμεσα στα πενήντα με εξήντα. Ως τα πενήντα τους ήταν όλοι μια χαρά, από γιατρούς δεν ήξεραν. Μόλις όμως καβατζάρανε τον μισό αιώνα, άρχιζε ραγδαία η φθορά. Αν μερικοί τουλάχιστον είχαν πάει από βίαιο θάνατο, θα μου έμενε κάποιο περιθώριο να πιστεύω πως είχαν πολλή ζωή ακόμα μέσα τους, μα βγήκε εκείνο το καταραμένο δυστύχημα, η δολοφονία, ο ξυλοδαρμός, τα βασανιστήρια, και τους την έκοψε απότομα. Εδώ όμως τα πράγματα είναι σαφή. Όλοι τους ανάμεσα στα πενήντα με εξήντα» (σελ. 37-38). Και λίγο πιο κάτω: «…έπιασα μια ακαδημαϊκή δήθεν συζήτηση μ’ ένα φίλο γιατρό, σπουδαγμένο στα ξένα. Απέξω απέξω έφερα την κουβέντα και στην κληρονομικότητα του θανάτου. ‘Τι να σου πω’, μου είπε. ‘Τ’ αγόρια κληρονομούν συνήθως την ηλικία του πατέρα τους’. Βουβάθηκα. Να, λοιπόν, η κληρονομιά μου. Και τα ’λεγε αυτά, κι άλλα χειρότερα, με μεγάλη έμφαση. Ο πατέρας του ζει ακόμα, ένα χούφταλο» (σελ. 39).
Μπορεί ο Ιωάννου να έπεσε θύμα αρνητικής αυθυποβολής, έχω γράψει σχετικά στο πρώτο μου βιβλίο, το Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα. Πίστεψε ότι θα πεθάνει πριν κλείσει τα εξήντα και πέθανε, το 1985, σε ηλικία 58 χρονών.
Θυμάμαι και στο στρατό τον δόκιμο που με αντικατέστησε, που έλεγε συνεχώς ότι θα πεθάνει 33 χρονών. Κάπου διάβασα ότι είναι αρκετοί αυτοί που πιστεύουν ότι θα πεθάνουν στην ηλικία του Ιησού.
Τι έγινε τελικά, πέθανε στα 33 του;
Τότε ήταν περίπου εικοσιπεντάρης, δεν κρατήσαμε επαφή, δεν έμαθα ποτέ. Έχω ξεχάσει και το όνομά του.
Όμως ο Γιώργος Ντ., που πίστευε ότι θα πεθάνει 33 χρονών, πέθανε πράγματι στα τριαντατρία του. Σε μένα έτυχε ο κλήρος να κάνω την ανακάλυψη. Δεν είχε εμφανιστεί στο γραφείο του χωρίς να ενημερώσει. Έλεγαν να ψάξουν την επομένη. Εγώ πήγα αμέσως, βραδάκι ήταν που μου το είπαν, αφού φώναξα την αστυνομία. Παραβίασαν την πόρτα και τον βρήκαν νεκρό. Η νεκροψία έδειξε ότι όλες του οι αρτηρίες ήταν βουλωμένες. Κάπνιζε σαν φουγάρο ο συγχωρεμένος. Έχω μια κασέτα με τον Ρος Ντέηλι, που μου την έγραψε, για να τον θυμάμαι.
Μου βγήκε σεντόνι αυτό το κείμενο, ποιος θα κάνει καρδιά να το διαβάσει ως το τέλος; Πάντως, τελειώνοντάς το, έχω διαβάσει και το επόμενο βιβλίο με πεζογραφήματα του Ιωάννου, και μια και μένουν ακόμη τέσσερα, είπα να τα πάρω μαζί μου στην Αθήνα να τα διαβάσω. Θα γράψω δυο λογάκια για όλα, μπορεί και τρία, αλλά μπορεί και μόνο δυο. Πάντως όχι αυτό το σεντόνι, φαντάζομαι.
Και τώρα που το αναρτώ, να πω ότι έχω ήδη γράψει και για το Δικό μας αίμα και έχω διαβάσει τον Επιτάφιο Θρήνο. Αλλά να μη σας φλομώσω, σιγά σιγά.
Και έτσι γίνεται κάτι σαν σήριαλ, αλλά με αυτοτελή επεισόδια, σαν αυτά τα αμερικάνικα που βλέπει ο γιος μου, κι εγώ μαζί του καμιά φορά. Τέλειο δεν είναι;