Τρεις δημοσιεύσεις, όλες στο Λέξημα
Ελένη Καρασαββίδου, Ο Θερβάντες σ' έσωσε.
Ελένη Κάππα (Καρασαβίδου), Ο Θερβάντες σ’ έσωσε, Αθήνα 2007, εκδόσεις Αλεξανδρής
Επινοητικό στην πλοκή, το πεζογράφημα αυτό παρουσιάζει όψεις μιας σύγχρονης δυστυχίας σε μικρά duo-αφηγήματα.
Η Ελένη Κάππα (αλήθεια, γιατί Κάππα και όχι Κ, κατά το Malcom X; Μήπως για να μην παραπέμπει συνειρμικά στον Joseph K;), μετά την ποιητική της συλλογή με τίτλο «Κτόνια-αυτό» μας δίνει μια συλλογή πεζών αφηγημάτων με τίτλο «Ο Θερβάντες σ’ έσωσε». Και, όπως όλοι οι συγγραφείς που διακονούν παράλληλα και την ποίηση (στο νου μου έρχεται η φίλτατη Ελένη Γκίκα), το ύφος της έχει την πυκνότητα και την ελλειπτικότητα του ποιητικού λόγου.
Οι μικροπερίοδοι, με τις τελείες να χωρίζουν πολλές φορές μια και μόνη λέξη, δίνουν ένα ασθματικό, αγωνιώδη χαρακτήρα στη γραφή. Συχνά τα ρήματα απουσιάζουν, δημιουργώντας την αίσθηση ότι τα γεγονότα παρουσιάζονται σαν σε διαδοχικά ταμπλώ βιβάν και όχι με τη συνηθισμένη ροή της αφήγησης. Στα σύντομα αυτά κείμενα των τριών τεσσάρων σελίδων ο ήρωας διαλέγεται με τον αντιήρωα, η Αντιγόνη με την Ισμήνη (υπάρχει και σχετικό διακείμενο), ο Shite με τον Waki (Θέατρο Νο). Κάποιες φορές ο ήρωας διαλέγεται μόνο με το παρελθόν του που το κουβαλάει σαν βάρος και σαν εμμονή, συχνά φορτισμένο με ενοχές. Το εφέ της επανάληψης σε φράσεις και προτάσεις το τονίζει αυτό και σε υφολογικό επίπεδο: «μαμά, το ήξερες πως με πηδούσε ο μπαμπάς;»
Και ενώ οι ήρωες διαλέγονται με το παρελθόν τους ή με άλλα πρόσωπα για το παρελθόν τους, η Καρασαββίδου, στους υπότιτλους των αφηγημάτων της, διαλέγεται με άλλες λογοτεχνικές φωνές, είτε για να τις συμπληρώσει, όπως κάνει με στίχο του Ελύτη, είτε για να αναγνωρίσει την οφειλή της (την επίδραση θα έλεγε ο Harold Bloom) σ’ αυτές.
Η ματαίωση χαρακτηρίζει πολλούς από τους ήρωές της. Στην «Ευτυχία», ένα διήγημα με καφκική επινοητικότητα και με ολοφάνερο συμβολισμό, ο ήρωας προλαβαίνεις μόλις την τελευταία στιγμή να επιβιβασθεί στο τραίνο για να ανακαλύψει στη συνέχεια ότι πρόκειται για λάθος τραίνο. Όσο για τη «Σύμβαση», εκεί η ματαίωση είναι καταστατική: «Πηγαίναμε να βρούμε τον ήλιο», θυμάται η γριά το μικρό κοριτσάκι που ήτανε πριν 65 χρόνια. «Μα όσα βήματα κι αν κάναμε προς αυτόν έκανε κι αυτός τα ίδια από τα δικά μας πόδια». Η ερωτική ματαίωση είναι η πιο συνηθισμένη μορφή ματαίωσης. Στον ομοφυλόφιλο όμως έρωτα η ματαίωση είναι πιο συχνή. Η Ελένη αφηγείται δυο σχετικές ιστορίες. Στην πρώτη, «Το φιλί», η γυναίκα καπνίζει το τσιγάρο μιας αγαπημένης γυναίκας που δεν μπορεί να έχει. Στη δεύτερη, «(Ώρα) 12η. Η συν-ουσία», ο άντρας κάνει έρωτα με τη γυναίκα του αγαπημένου του που τον έχει εγκαταλείψει, σε μια κίνηση απελπισίας που δεν τον λυτρώνει. Μόνο στην αυτοκτονία θα βρει τη λύτρωση. Με την ιστορία αυτή, που είναι και η τελευταία και η πιο εκτενής, η Καρασαββίδου θα συνδέσει τις υπόλοιπες ιστορίες της με ένα τρόπο επινοητικό, δημιουργώντας ένα εφέ απροσδόκητου, μια και θεωρούσαμε τις ιστορίες αυτές ανεξάρτητες μεταξύ τους. Αυτό το κάνει παρουσιάζοντας τους ήρωές της να πρωταγωνιστούν σε κάποιες απ’ αυτές, και τις άλλες να τις κουβαλούν σαν αναμνήσεις ή σαν μνήμες επεισοδίων που τους εντυπωσίασαν. Μια μάλιστα είναι πραγματική ιστορία, μας το λέει η συγγραφέας, αλλά υποπτευόμαστε ότι και άλλες είναι επίσης αληθινές, και όχι μόνο «κατά το εικός και το αναγκαίον» του Αριστοτέλη.
Η ματαίωση είναι ένα μόνο από τα κτυπήματα που δίνει η ζωή. Η απώλεια είναι ένα άλλο. Όταν συνοδεύεται από ενοχές, οδηγεί σε ψυχολογικές διαταραχές. Η ηρωίδα του «Χα!» με το υστερικό γέλιο περίμενε τρεις μέρες μέχρι να αναζητήσει την κόρη της. Όταν πήγε στο σπίτι της να δει τι γίνεται, τη βρήκε νεκρή.
Η φρίκη του πολέμου οδηγεί καμιά φορά σε πιο σοβαρές ψυχολογικές διαταραχές. Ο ήρωας στο «Η Καλλιδρομίου βάλλεται» «ήταν ο τρελός της πλατείας. Ο τρελός της οδού». Η αιτία της τρέλας του; Μια οβίδα που έσκασε δίπλα του στα Δεκεμβριανά, όταν ήταν 15 χρονών. Επαναλαμβάνει τη φράση ψυχαναγκαστικά. Κάποια μέρα του Δεκέμβρη του 1984, 40 χρόνια μετά, θα την επαναλαμβάνει με οργή: μια φαγάνα πηγαίνει να ξεριζώσει μια ιτιά που βρίσκεται στην άκρη του πεζοδρόμιου, κατεδαφίζοντας ένα σπίτι. Η φαγάνα αυτή μοιάζει πολύ με τανκ.
Ο μακρονησιώτης, η φυλακισμένη σε ναζιστικό στρατόπεδο, η πρόσφυγας, είναι κάποια άλλα πρόσωπα την τραγική ιστορία των οποίων αφηγείται η συγγραφέας. Όλο το βιβλίο δεν είναι τελικά παρά μια πινακοθήκη ταλαιπωρημένων, δυστυχισμένων υπάρξεων.
Είναι άραγε μετριοφροσύνη ή παράλειψη η μη αναγραφή των προηγούμενων έργων της συγγραφέως, ως είθισται; Όπως και να έχει είναι έλλειψη. Συνειδητή παράλειψη είναι η έλλειψη βιογραφίας. Η Καρασαββίδου προσπαθεί να διασκεδάσει την εντύπωση από αυτή την έλλειψη με το «Αντί βιογραφίας» παράθεμα από την Ζανέτ Ουίντερσον στο τέλος του βιβλίου.
Ο Σαρτρ έχει μιλήσει διεξοδικά για την literature engagee, τη στρατευμένη λογοτεχνία στρατευμένων λογοτεχνών. Το έργο αυτό της Καρασαββίδου δεν είναι στρατευμένη λογοτεχνία, αν και η ίδια είναι στρατευμένη στους κοινωνικούς αγώνες. Γνωριστήκαμε στο 4ο κοινωνικό forum, αυτή προσκαλέσασα, εγώ προσκεκλημένος, σαν εκπρόσωπος του lexima σε ένα panel για τη λογοτεχνία τον καιρό της παγκοσμιοποίησης. Η Ελένη είναι αξιοζήλευτη όχι μόνο για την ποιότητα του λογοτεχνικού της έργου αλλά και για την κοινωνική της δράση, που είναι έντονη και πολυσχιδής. Σπάνιος συνδυασμός σήμερα, και γι αυτό είναι πραγματικά αξιέπαινη.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
22-10-2007
Θεοδόσης Πυλαρινός,Ηλίας Σταύρου και Ηλιώ.
Θεοδόσης Πυλαρινός, «Ηλίας Αλ. Σταύρου, ο Κερκυραίος δημοτικιστής λογοτέχνης» και «Ηλιώ»
Υπάρχουν οι πρωτοκλασάτοι λογοτέχνες της πρωτεύουσας με τους οποίους ασχολούνται φιλόλογοι και κριτικοί, υπάρχουν και οι δευτεροκλασάτοι επαρχιώτες λογοτέχνες οι οποίοι περνούν απαρατήρητοι από το ευρύτερο κοινό. Αυτό εν πολλοίς είναι άδικο, γιατί και αυτοί έχουν καταθέσει το δικό τους λόγο, και αυτοί έχουν συμβάλλει στη λογοτεχνική κίνηση ενός τόπου, κίνηση που δημιουργεί τη δεκτικότητα εκείνη για να προσληφθούν έργα που, όπως είθισται να λέγεται, έχουν μπει στον λογοτεχνικό κανόνα.
Ο Ηλίας Σταύρου είναι μια τέτοια περίπτωση, και ο Θεοδόσης Πυλαρινός, καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, είναι άξιος κάθε επαίνου που τον ανασύρει από τη λήθη και τον παραδίδει στους συμπολίτες του, σε μια έκδοση της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών και στη σειρά «Κερκυραίοι δημιουργοί», Κέρκυρα 2008.
Τα Ιόνια νησιά είχαν πάντα μια πνευματική κίνηση, με κορυφαία στιγμή αυτή του Διονύσιου Σολωμού. Οι πρόγονοι και οι επίγονοι, χωρίς να φτάνουν το πνευματικό του ανάστημα, αποτελούν αξιόλογα ονόματα στο λογοτεχνικό μας Παρνασσό. Στα ονόματα αυτά συγκαταλέγεται και το όνομα του Ηλία Αλ. Σταύρου.
Ο Ηλίας Σταύρου γεννήθηκε το 1873 στην Κέρκυρα και πέθανε στην Αθήνα το 1932. Εργάστηκε αρχικά στην Κέρκυρα ως δημοδιδάσκαλος, και το 1911 πρέπει να εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εργάστηκε στο Εθνικό Ορφανοτροφείο, έπειτα στον Δήμο Αθηναίων και στη συνέχεια στην Εθνική Τράπεζα, ενώ παράλληλα ασχολείτο και με τη λογοτεχνία, μας πληροφορεί ο Θεοδόσης Πυλαρινός ξεκινώντας την παρουσίασή του.
Καταπιάνεται κυρίως με την πεζογραφία. Όμως, γράφοντας σε ταραγμένους καιρούς, δεν μπορεί να δώσει το μάξιμουμ των δυνατοτήτων του. Ο αγώνας του δημοτικισμού κατά της καθαρεύουσας αποτελούσε έναν ανασχετικό παράγοντα. Δεν είναι τυχαίο που ο κατ’ εξοχήν θιασώτης και αγωνιστής του δημοτικισμού, ο Ψυχάρης, έδωσε ένα μέτριο έργο. Για τον Σταύρου γράφει χαρακτηριστικά ο Πυλαρινός:
«Θεωρούμε ότι οι γλωσσικές προτιμήσεις του και η προτεραιότητα που έδινε στην προβολή της Ιδέας, δηλαδή της μαχητικής δημοτικής, έβλαψε την ενότητα του έργου του˙ ότι τα διηγήματά του τείνουν να αποτελέσουν πεδίο γλωσσικής πρότασης και ότι χάνουν σε μεγάλο βαθμό τις αρετές τους» (σελ. 17).
Επίσης, αναφέρει ο Πυλαρινός, η ένταση που υπήρχε ανάμεσα στην Κερκυραϊκή σχολή και στην Αθηναϊκή σχολή έβλαψε το έργο και άλλων λογοτεχνών. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Επειδή τα πνευματικά φαινόμενα δεν τα ρυθμίζουν οι ατομικές περιπτώσεις αλλά οι συλλογικές εκδηλώσεις, πρέπει να λεχθεί ότι το πρότυπο του Σταύρου το ακολούθησαν και άλλοι Κερκυραίοι, οι οποίοι δεν είχαν ιδιαίτερη τύχη στη λογοτεχνία μας, επειδή ακριβώς βρέθηκαν στο μεταίχμιο δύο εποχών και στη συνάντηση δύο λογοτεχνικών σχολών» (σελ. 21).
Στις 140 σελίδες του βιβλίου ο Πυλαρινός αναλύει διεξοδικά το συγγραφικό έργο του Σταύρου, βιβλίο προς βιβλίο, συλλογή προς συλλογή, αναδεικνύοντας τις αρετές του αλλά εντοπίζοντας και τις αδυναμίες του.
Αξίζει να αναφέρουμε και τη μετάφραση του έργου του Πλούταρχου Περί παίδων αγωγής που έκανε ο Σταύρου στη δημοτική. Όμως, πριν κλείσουμε για τον Σταύρου, να δώσουμε ένα δείγμα της ποίησής του.
«Γαλάζιος ουρανός και θάλασσα πρασινωπή
Θωριούνται˙ καμαρώνοντας με χάρι˙
και γύρω η Φύσι με πλούσια δώρα, σιωπηλή
την άνοιξη γιορτάζει με καμάρι.
Το δεύτερο πόνημα του Πυλαρινού είναι η Ηλιώ, δημώδες στιχούργημα του λαϊκού ποιητή Σπύρου Περούλη από το χωριό Ποταμός της Κερκύρας.
Ενώ ο Σταύρου είναι μορφωμένος ο Σπύρος Περούλης δεν έχει πάρει καν τη στοιχειώδη μόρφωση. Παραθέτουμε το αυτόγραφο βιογραφικό του, με το οποίο ξεκινάει την εισαγωγή του ο Πυλαρινός.
[…]εγεννήθηκα τον Αύγουστο 1846, είμαι τώρα 68 χρονών. Τα 1851 επήγα στο αλληλοδιδακτικό σχολείο του χωριού μου και τα ’54 έφυγα για να μάθω την τέχνη του τσαγκάρη εις την πόλιν…» (σελ. 17).
Ένας άλλος λαϊκός ποιητής, από την Κρήτη αυτός, ο Κωστής Φραγκούλης, του οποίου οι δυο τόμοι με τα «Δίφορα» ποιήματα αποτελούν μνημείο της λαϊκής κρητικής ποιητικής παράδοσης ήταν πιο τυχερός: αυτός τέλειωσε το δημοτικό στο χωριό του και πήγε στο Ηράκλειο όπου εργάστηκε σε τυπογραφείο. Το τυπογραφείο αυτό στάθηκε το δεύτερο σχολείο του.
Σαν αγράμματος που είναι ο Περούλης καταφεύγει στον Ηλία Σταύρου, στον οποίο στέλνει τα χειρόγραφα της Ηλιώς ζητώντας διορθώσεις και συμβουλές. Το πολύστιχο αυτό στιχούργημα θα αναγνωστεί πλατιά από τους χωριανούς του και θα αντιγραφεί. Ο Πυλαρινός, κάνοντας τη φιλολογική επιμέλεια, παραθέτει και τις δυο σωζόμενες καταγραφές, από τις οποίες η μία, στον 15σύλλαβο του Ερωτόκριτου, θεωρείται η πρωτότυπη και η δεύτερη, με σπασμένο τον δεκαπεντασύλλαβο, μια μεταγενέστερη καταγραφή.
Θα δώσουμε ένα δείγμα, μια εκτεταμένη μεταφορά στο ύφος του Ερωτόκριτου:
«Κι όπως σαν τύχει γερακιών και πάρουν τα μικρά τους
Κι έλθουν μακρυά απ’ τη βοσκή δεν τάβρουν στη φωλιά τους
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί γρήγορα να τα βρούνε
Και σαν τα ιδούν να παν σιμά θέλουν μα δεν μπορούνε
Τα κράζουν από μακρυά σκούζουν λυσσομανούνε
Κι όταν ιδούν που είν’ δυνατόν κι αυτά να σκλαβωθούνε
Πετούν ψηλά με δύναμη, μαδούνε τα φτερά τους
Σκύβουν, τσιμπούν το κρέας τους, κλαίνε για τα μωρά τους.
Πάνε στα δένδρα μακρυά, έρχονται, πάλι τρέχουν
Όσο που πια τα λησμονούν, φεύγουν και δεν προσέχουν
Όμοια οι νεράιδες κ.λπ.
Αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα αλλά και μεγάλη φιλολογική ευσυνειδησία χαρακτηρίζουν αυτά τα δυο μελετήματα του Θεοδόση Πυλαρινού. Η αρτιότητα στην πραγμάτευση αναδεικνύει πραγματικά αυτές τις δυο ελάσσονες λογοτεχνικές μορφές της Κέρκυρας.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, 20-7-2008
Νίκος Καραγεώργος, Μαινάδες.
Τίτλος: «Μαινάδες»
Συγγραφέας: Νίκος Καραγεώργος
Εκδόσεις: Εριφύλη 2007
Σελίδες: 136
Μια εικονογράφηση της ελληνικής επαρχίας του ’60 και μια περιήγηση στα στοιχεία εκείνα που συνιστούν την ελληνικότητα.
Μετά την ποιητική του συλλογή «Στης Άβυσσος τις εσχατιές» την οποία παρουσιάσαμε στο Λέξημα (22-4-2007), ο Νίκος Καραγεώργος μας προσφέρει ένα πεζό κείμενο αυτή τη φορά, τις «Μαινάδες». Στο εξώφυλλο δίνεται ο ειδολογικός του χαρακτηρισμός, μυθιστόρημα, όμως στην τελευταία σελίδα με την ταυτοποίηση του βιβλίου (εκτύπωση κ.λπ.) δίνεται ένας πιο ακριβής χαρακτηρισμός: βιωματικό μυθιστορηματικό οδοιπορικό. Βιωματικό, γιατί αναφέρεται στη «γενέθλια φύση της Αιτωλίας», όπως καταλήγει στο κείμενο του οπισθόφυλλου. Μυθιστορηματικό, γιατί δίνεται μέσα από μια ιστορία, σε μεγάλο βαθμό προσχηματική και αφαιρετική, με πολλά Καφκικά στοιχεία: Ένα παιδί βάζει κατά λάθος φωτιά σε μια θημωνιά που έχει σαν αποτέλεσμα μια μεγάλη πυρκαγιά και ένα θάνατο. Το καταδιώκουν και το καταδικάζουν σε θάνατο κατά το «οδόντα αντί οδόντος». Οι γονείς το σκάνε για να τον σώσουν. Οδοιπορικό, γιατί είναι μια οδοιπορία, όχι μέσα στη γεωγραφία, αλλά μέσα στη διαχρονία της Ελλάδος: Μέσα στην ιστορία, τη μυθολογία και τη λαογραφία της. Παραθέτουμε τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
«Ομοβροντία της φυλής ήταν. Αιώνων αναστενάρια. Ο Λεωνίδας, ο Διγενής Ακρίτας, ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Μακρυγιάννης, ο Μπότσαρης, ο Λιακατάς, ο Άρης ο Βελουχιώτης. Όλοι εδώ» (σελ. 115).
«Μάλλον θα πήγε να ρωτήσει αν ζει ο Μεγαλέξανδρος, σκέφτηκε. Ή αν ο Μέγας Παν φανερωθεί απ’ τα βάθη…» (σελ. 127).
«Κάπως έτσι μια γκρίζα ημέρα του χειμώνα τον πήρε η μάνα του στην παραλία και του ’δωσε το κόκκινο αυγό να το πετάξει μακριά, στα αφρισμένα κύματα. Κι αφού το πέταξε τον έβρεξε με το παγωμένο θαλασσινό νερό μουρμουρίζοντας με μια φωνή όλο μυστήριο: άπνιχτος κι αναβάγιστος πάντα να ’σαι» (σελ. 121).
Όχι όμως μόνο στη διαχρονία, αλλά και στη συγχρονία της, και συγκεκριμένα στη δεκαετία του 60. Συμπληρώνοντας τα «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60» του Θανάση Βαλτινού δίνει μια εικόνα της μετεμφυλιακής επαρχιακής κοινωνίας, με τους μικροπολιτικούς καυγάδες της, τις πολιτικές πατρωνίες και με την ελάχιστη ανοχή της στο διαφορετικό. «Δεν ξεχνούσε η κοινωνία. Έστελνε τις Ερινύες μαζί και σε κατέτρωγε. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμωρία. Κατέτρωγε τους κομμουνιστές, τους γύφτους, τους ομοφυλόφιλους, τους φυματικούς, τις πόρνες, τα μπάσταρδα. Όλη την ‘άλλη’ κοινωνία. Την αποκάτω, την απόκληρη, την αλαφροΐσκιωτη» (σελ. 109).
Το οδοιπορικό αυτό δεν βρίσκεται μόνο στο επίπεδο της πλοκής αλλά και στο επίπεδο του ύφους. Το λαογραφικό στοιχείο αναδεικνύεται με τη συχνή παράθεση παροιμιών όπως «Δουλειά δεν είχε ο διάβολος κερνούσε τα παιδιά του», «Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι» κ.ά. Ακόμη τα λογοτεχνικά διακείμενα είναι άφθονα. Παραθέτουμε μερικά: «Σα να ’χουνε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου» (σελ. 81, Παπαδιαμάντης). «Οι μάνες είναι για να κλαιν’ κι οι άντρες να παλεύουν» (σελ. 106, Ελύτης). «σαν έτοιμος από καιρό» (σελ. 109, Καβάφης). «Αποχαιρέτα την τήν πόλη που φεύγει. Αποχαιρέτα την» (σελ. 109, Καβάφης). «Καινούριους τόπους δεν θα βρει. Δε θα βρει άλλες θάλασσες» (σελ. 116, Καβάφης).
Σε πολύ πρόσφατη βιβλιοκριτική μου έγραψα ότι οι νεοέλληνες έχουμε τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο μέσα στο αίμα μας, και ξεπετάγεται όχι μόνο ανάμεσα στους χωρίς μέτρο στίχους της σύγχρονης ποίησης, αλλά και σε κείμενα πεζά. Στο μυθιστόρημα αυτό του Καραγεώργου απαντώνται κάμποσοι δεκαπεντασύλλαβοι. Στη μεγαλύτερη πυκνότητα βρίσκονται στο παρακάτω απόσπασμα, τρεις δεκαπεντασύλλαβοι με παρέμβλητη μόνο μια φράση: «Το ένα χέρι να κρατά σφιχτά το γιαταγάνι και τ’ άλλο ν’ αποχαιρετά στου νταουλιού τον χτύπο. Βήμα καθάριο βροντερό, βήμα αγριεμένο. Κι από κοντά γραμμή οι καβαλαραίοι. Με τα ντουφέκια ακρέμαστα, τα γκέμια τεντωμένα» (σελ. 114).
Οι δεκαπεντασύλλαβοι αυτοί έρχονται προφανώς εντελώς ασυνείδητα. Αν μετά τη λέξη «κοντά» ο Καραγιώργος έβαζε π.χ. τη λέξη «ερχότανε» ή «καλπάζανε», θα είχαμε τέσσερις δεκαπεντασύλλαβους στη σειρά.
Το οδοιπορικό αυτό με συγκίνησε, γιατί με γέμισε με δικές μου μνήμες: τις γυμναστικές επιδείξεις, το συσσίτιο στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, τα στριφτά τρίγωνα και τα πατλατζίκια (εμείς στην Κρήτη τα λέγαμε «παρτατζίκια»), και προπαντός «ο σωλήνας που τον είχαν γεμίσει τα μεγαλύτερα παιδιά με μπαρούτι» (σελ. 57). Από αυτό το σωλήνα έχω δυο αναμνήσεις. Η μια, όταν λιποθύμησε μια γειτόνισσα από την έκρηξη σπάζοντας το σταμνί με το νερό που κουβαλούσε στον ώμο – την επομένη έπρεπε να απολογηθούμε στον διευθυντή του δημοτικού σχολείου - και η άλλη, λίγες μέρες μετά την επάρατη 21η Απριλίου, που κατέφθασε η αστυνομία να κάνει ανακρίσεις μετά από ανάλογη έκρηξη.
Όμως να διασώσω μια ακόμη ανάμνησή μου με τα παρτατζίκια. Μια νύχτα μετά την 21η Απριλίου, με απαγόρευση της κυκλοφορίας, τρεις φίλοι, 17χρονοι μαθητές, γυρνώντας από το σπίτι ενός φίλου στα δικά μας σπίτια, ταράξαμε τον ύπνο των χωριανών μας παίζοντας όλο το δρόμο παρτατζίκια. Την επομένη μάθαμε ότι νόμιζαν πως επρόκειτο για συμπλοκή ανάμεσα σε χωροφύλακες και αντι-χουντικούς. Δεν ήταν απλά παιδική «κατσαγανιά», ήταν μια συνειδητή πράξη αντίστασης.
Ο Καραγιώργος αναδεικνύεται το ίδιο ικανός στον πεζό λόγο όπως και στην ποίηση. Το κεφάλαιο που αναφέρεται στην καταδίωξη του παιδιού είναι αριστουργηματικό. Με το έργο του αυτό προβάλει μια εικόνα της ελληνικότητας, χωρίς ωραιοποιήσεις, όμως με πραγματική λατρεία. Όπου και να πάμε η Ελλάδα μας πληγώνει, αλλά την αγαπάμε.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, 11-1-2007
No comments:
Post a Comment