Ουφ, επί τέλους, ξεμπέρδεψα με τον ΑΣΕΠ, απόψε τέλειωσα το τελευταίο πακέτο. Διόρθωνα την διδακτική των Νέων Ελληνικών. Οι υποψήφιοι κλήθηκαν να παρουσιάσουν τον τρόπο με τον οποίο θα δίδασκαν το ποίημα «Ο Γυρισμός του ξενιτεμένου» του Σεφέρη. Σκέφτηκα να γράψω δυο λόγια και γι αυτό, όπως έκανα και με «Το πρώτο σκαλί» του Καβάφη στον προηγούμενο ΑΣΕΠ (γράφω γι αυτό στην προ-προηγούμενη ανάρτηση), όχι για να δώσω μια διαφορετική ερμηνεία όπως σ’ εκείνο, αλλά για να θίξω κάποια ζητήματα θεωρίας που μου ήλθαν στο μυαλό καθώς διόρθωνα. Ακόμη, για να παρουσιάσω τη μελοποιημένη εκδοχή του Γιάννη Μαρκόπουλου, που οι υποψήφιοι φάνηκε να αγνοούν, τουλάχιστον εκείνοι των οποίων τα γραπτά διόρθωσα, με μόνο δύο εξαιρέσεις σε 500 τόσα γραπτά.
Υποστηρίζεται από πολλούς ότι υψηλή λογοτεχνία είναι εκείνη που μεταφέρει διαχρονικά μηνύματα. Ποιο είναι το διαχρονικό μήνυμα εδώ; Ο ξενιτεμένος, όταν γυρνάει στην πατρίδα του, βρίσκεται συνήθως μπροστά σε αλλαγές που τον απογοητεύουν. Θέλει να βρει την πατρίδα του όπως την άφησε, και αυτή συχνά είναι αγνώριστη.
Όμως ο ποιητής μας αυτό το διαχρονικό μήνυμα θέλει να περάσει; Όχι. Το μήνυμά του έχει σχέση με τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα κατά το χρόνο της παραγωγής του ποιήματος. Ο Σεφέρης μόλις έχει επιστρέψει στην Αθήνα από την Κορυτσά, και τοποθετήθηκε ως λογοκριτής του ξένου τύπου από το καθεστώς του Μεταξά. Ως διπλωμάτης μπορούσε επίσης να έχει εικόνα για τη διεθνή κατάσταση, για τα σύννεφα πολέμου που φαίνονταν στον ορίζοντα. Η τελευταία φράση «χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα» αίρουν το διαχρονικό του μηνύματος και το κάνουν επικαιρικό, και προπαντός βέβαια ο χρονολογικός δείκτης γραφής του ποιήματος: «Άνοιξη του 1938». Χωρίς αυτόν τον εξωτερικό δείκτη ένας δομιστής που επικεντρώνεται μόνο στο κείμενο θα ήταν ανίκανος να ερμηνεύσει επαρκώς το ποίημα. Όσο για το Intentional fallacy (το λάθος της πρόθεσης) του W. K. Wimsatt, ούτε λόγος να γίνεται. Ο Σεφέρης είχε πρόθεση γράφοντας το ποίημα, και η πρόθεσή του ήταν να καταγγείλει την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα κάτω από το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά. Ως λογοκριτής ο ίδιος, περνάει με πολύ πονηρό τρόπο το κατηγορώ του. Ο «ξενιτεμένος» ποιητής Σεφέρης δεν έχει διάθεση να συμβιβαστεί, παρά τις προτροπές του φίλου του, με μια πατρίδα την οποία δεν αναγνωρίζει. Για τον διπλωμάτη όμως Σεφέρη τα πράγματα είναι πιο δύσκολα.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Μήπως ενυπάρχει στο επικαιρικό μήνυμα ένα άλλο διαχρονικό;
Φυσικά. Η καταγγελία μιας κατάστασης κοινωνικής παρακμής, έκπτωσης των αξιών, ηθικής φθοράς και διαφθοράς. Ένας ξενιτεμένος που θα γύριζε σήμερα στην Ελλάδα, μετά ας πούμε από 25 χρόνια παραμονής στο εξωτερικό, άραγε θα την αναγνώριζε;
Όμως ας απολαύσουμε τη μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου.
― Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.
― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο•
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.
― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις•
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.
― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.
― Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.
― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.
― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.
― Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.
Υποστηρίζεται από πολλούς ότι υψηλή λογοτεχνία είναι εκείνη που μεταφέρει διαχρονικά μηνύματα. Ποιο είναι το διαχρονικό μήνυμα εδώ; Ο ξενιτεμένος, όταν γυρνάει στην πατρίδα του, βρίσκεται συνήθως μπροστά σε αλλαγές που τον απογοητεύουν. Θέλει να βρει την πατρίδα του όπως την άφησε, και αυτή συχνά είναι αγνώριστη.
Όμως ο ποιητής μας αυτό το διαχρονικό μήνυμα θέλει να περάσει; Όχι. Το μήνυμά του έχει σχέση με τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα κατά το χρόνο της παραγωγής του ποιήματος. Ο Σεφέρης μόλις έχει επιστρέψει στην Αθήνα από την Κορυτσά, και τοποθετήθηκε ως λογοκριτής του ξένου τύπου από το καθεστώς του Μεταξά. Ως διπλωμάτης μπορούσε επίσης να έχει εικόνα για τη διεθνή κατάσταση, για τα σύννεφα πολέμου που φαίνονταν στον ορίζοντα. Η τελευταία φράση «χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα» αίρουν το διαχρονικό του μηνύματος και το κάνουν επικαιρικό, και προπαντός βέβαια ο χρονολογικός δείκτης γραφής του ποιήματος: «Άνοιξη του 1938». Χωρίς αυτόν τον εξωτερικό δείκτη ένας δομιστής που επικεντρώνεται μόνο στο κείμενο θα ήταν ανίκανος να ερμηνεύσει επαρκώς το ποίημα. Όσο για το Intentional fallacy (το λάθος της πρόθεσης) του W. K. Wimsatt, ούτε λόγος να γίνεται. Ο Σεφέρης είχε πρόθεση γράφοντας το ποίημα, και η πρόθεσή του ήταν να καταγγείλει την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα κάτω από το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά. Ως λογοκριτής ο ίδιος, περνάει με πολύ πονηρό τρόπο το κατηγορώ του. Ο «ξενιτεμένος» ποιητής Σεφέρης δεν έχει διάθεση να συμβιβαστεί, παρά τις προτροπές του φίλου του, με μια πατρίδα την οποία δεν αναγνωρίζει. Για τον διπλωμάτη όμως Σεφέρη τα πράγματα είναι πιο δύσκολα.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Μήπως ενυπάρχει στο επικαιρικό μήνυμα ένα άλλο διαχρονικό;
Φυσικά. Η καταγγελία μιας κατάστασης κοινωνικής παρακμής, έκπτωσης των αξιών, ηθικής φθοράς και διαφθοράς. Ένας ξενιτεμένος που θα γύριζε σήμερα στην Ελλάδα, μετά ας πούμε από 25 χρόνια παραμονής στο εξωτερικό, άραγε θα την αναγνώριζε;
Όμως ας απολαύσουμε τη μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου.
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.
― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο•
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.
― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις•
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.
― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.
― Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.
― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.
― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.
― Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.