Μάρω Βαμβουνάκη, Ο αντίπαλος εραστής, Κρητικά Επίκαιρα, Οκτώβρης 1991
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν στη «Ντούλια» της Μάρως Βαμβουνάκη πρωταγωνιστής είναι το ερωτικό πάθος, το πάθος που ξεπερνάει κάθε όριο, που αγγίζει τα όρια της βλακείας, στον «Αντίπαλο εραστή» πρωταγωνιστής είναι ο ίδιος ο Ερωτας. Ο «Aντίπαλος εραστής» δεν είναι μυθιστόρημα, καθώς η ιστορία που αφηγείται είναι εντελώς υποτυπώδης, και μάλιστα τυπική, και οι συμβατικοί πρωταγωνιστές αχνά φαντάσματα. Περισσότερο θα έλεγα ότι είναι ένα δοκίμιο πάνω στον έρωτα. Ένα ασυστηματοποίητο (με τη φιλοσοφική έννοια) δοκίμιο, όπως είναι το έργα του Νίτσε, όπου συχνά κάθε πρόταση είναι ένας σύντομος αφορεσμός.
Πρόσφατα διάβασα για τον «Οδυσσέα» του Τζόυς, και πιστεύω ότι ισχύει τόσο για το έργο του Νίτσε όσο και για το έργο της Βαμβουνάκη, ότι θα μπορούσε να διαβαστεί με οποιαδήποτε σειρά, όχι απαραίτητα απ' την αρχή, με μόνη προϋπόθεση μια στοιχειώδη γνώση του μύθου. Και ο μύθος του «αντίπαλου εραστή» είναι από μόνος του στοιχειώδης: Ένα ζευγάρι πάνε εκδρομή το Σαββατοκύριακο, τσακώνονται, χωρίζουν, και ξανασμίγουν. Μια ολότελα τυπική φάση στην ιστορία σχεδόν κάθε ζευγαριού.
Εδώ που τα λέμε, το έργο έχει ακόμη κάποιες αναλογίες με τον «Οδυσσέα». Με την απλή περιγραφή μιας τυπικής μέρας του ήρωα, ο Τζόυς περίπου ανασυστήνει την πνευματική ιστορία της ανθρωπότητας. Με την απλή περιγραφή μιας τυπικής φάσης στη σχέση ενός ζευγαριού, η Μάρω Βαμβουνάκη ρίχνει φως και στις πιο μύχιες πλευρές, και στις πιο απόκρυφες γωνιές, των ψυχολογικών συνιστωσών αυτής της σχέσης.
Ακόμη, είναι περίπου η αντιστροφή του «σκηνές από ένα γάμο» του Μπέργκμαν (θεωρώ εντελώς νόμιμη τη σύγκριση με ένα κινηματογραφικό έργο). Στο έργο του αυτό ο Μπέργκμαν παραθέτει όλες τις πιθανές καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν στη σχέση ενός ζευγαριού. Στο έργο της Βαμβουνάκη υπάρχουν όλα τα συναισθήματα και όλες οι σκέψεις που μπορούν να αναδυθούν στις ψυχές δύο συντρόφων, μέσα από ελάχιστες σκηνές.
Το ύφος της Βαμβουνάκη, όπως και του Νίτσε, φαίνεται να προέρχεται από ένα αυθόρμητο, χειμαρρώδες, «εμπνευσμένο» θα λέγαμε, γράψιμο. Έτσι καμιά φορά η ορμή της έμπνευσής της φαίνεται να προπορεύεται από τη γλωσσική της έκφραση, η γλώσσα φαίνεται να αγωνίζεται να την συγκρατήσει, να την καλουπώσει. Αυτό πολλές φορές οδηγεί σε μια «ποιητική» χρήση της γλώσσας με νεολογισμούς (μοναξιασμένες, ανοητεύει) και συντακτικές αντιστροφές (ενεργητική χρησιμοποίηση παθητικών ρημάτων όπως «τον υποχώρησε», «τον ριγούσε», όμως καμιά φορά και σε αρνητικό - κατά τη γνώμη μου πάντα - αποτέλεσμα, σε εκφράσεις όπως «κύστη από δυσάρεστες σκέψεις που είχε σφηνωθεί στην καρδιά».
Προβάλει καμιά κεντρική στο «δοκίμιό» της η Βαμβουνάκη;
Ναι, στο προτελευταίο κεφάλαιο. Βλέπει με οίκτο τους ανθρώπους που είναι βαλτωμένοι στις σχέσεις τους και δεν μπορούν ρισκάρουν το άλμα προς την ελευθερία, την ελπίδα, από φόβο μήπως παγιδευτούν τελικά στη μοναξιά τους. Αυτό ερμηνεύει και το κατά τόπους ειρωνικό ύφος της Βαμβουνάκη που κάνει ανάλαφρη τη πραγμάτευση ενός τόσο κατά τα άλλα «σοβαρού θέματος - αν και, μου περνάει απ' το μυαλό, δεν υπάρχουν καθαυτά σοβαρά θέματα, είναι ο τρόπος που θα τα πραγματευθείς. Σκεφθείτε πως αντιμετωπίζει ο Κονδυλάκης - και όχι μόνο - την κηδεία στον «Επικήδειο», ένα σπαρταριστό διήγημά του. Τέλος, στο ευτυχισμένο τέλος της ιστορίας οφείλεται το ότι απρόσεκτοι αναγνώστες θέλησαν να κατατάξουν ένα τέτοιο έργο στην παραλογοτεχνία.
No comments:
Post a Comment