Μάρω Βαμβουνάκη, Χρόνια πολλά γλυκιά μου.
Κρητικά Επίκαιρα, Απρίλης 1993
"Χρόνια πολλά γλυκεία μου"!. Τι τίτλος κι αυτός που διάλεξε η Μάρω Βαμβουνάκη για το έκτο της βιβλίο. Παραπλανητικός! Όσες γυναίκες το αγόρασαν με την προσδοκία να απολαύσουν ένα συγκινητικό, παθητικό ρομάντζο, θα πρέπει να απογοητεύθηκαν. Ή μάλλον να διαψεύσθηκαν. Γιατί το "Χρόνια πολλά γλυκεία μου", όπως και όλα άλλωστε τα βιβλία της Βαμβουνάκη, δεν απογοητεύουν τον αναγνώστη, και απόδειξη γι αυτό είναι το υψηλό τιράζ τους. Χωρίς να περιμένω το γλυκερό ρομάντζο, διαψεύστηκα πάντως κι εγώ ως προς το περιεχόμενο.
Το βιβλίο αυτό διαφέρει από τα άλλα βιβλία της Βαμβουνάκη. Καταρχήν, δεν έχει σαν αντικείμενο τον έρωτα, αν και μια αντανάκλαση του υπάρχει.
Όλα τα βιβλία της Βαμβουνάκη έχουν ένα έντονο υπαρξιακό χαρακτήρα. Είναι μια ελεγεία στην ανθρώπινη μοίρα, την καταδικασμένη στη ματαίωση. Εδώ όμως η ελεγεία αυτή δεν στήνεται στο απογυμνωμένο σκηνικό μιας αφαίρεσης, στο υποτυπώδες μιας τυπικής ιστορίας της πιο βασικής ανθρώπινης σχέσης (βλέπε "Αντίπαλος εραστής"), αλλά σε μια μη τυπική ιστορία, όπως αυτή του
"Ο κύκνος κι αυτός".
Σ' όλα τα βιβλία της Βαμβουνάκη οι ήρωες είναι ελάχιστοι, εξαιτίας του στοιχειώδους της πλοκής. Εδώ υπάρχουν κάμποσοι, που δεν είναι απλά ονόματα, αλλά ζωντανές υπάρξεις: Η Λουίζα, που επιμένει να ψάχνει για τον ιδανικό άντρα, η Άννα, σωστός ονειροκρίτης. ο θείος, με τη διπλή οικογένεια, η μαμά, που την πειράζει το πάχος της νύφης της κ.ά., και φυσικά οι δυο άντρες του τριγώνου. Τα πρόσωπα αυτά στηρίζουν την ασυνήθιστη ιστορία του έργου, μια ιστορία που δεν είναι απλά ένα πρόσχημα για να εκτυλιχθεί εκείνη η φαντασμαγορία των σκέψεων και των εξομολογήσεων που χαρακτηρίζει τα έργα της Βαμβουνάκη, αλλά που είναι καθαυτή ενδιαφέρουσα, με την απαραίτητη σασπένς αστυνομικού θρίλερ. (Η στιγμή της απαγωγής ήταν μια μεγάλη έκπληξη για μένα, όπως φαντάζομαι και για κάθε αναγνώστη της Βαμβουνάκη). Χωρίς οι δευτερεύοντες χαρακτήρες να στηρίζουν άμεσα την πλοκή, δίνουν όμως μια επίφαση ρεαλισμού.
Ο ρεαλισμός αυτός δεν στηρίζεται μόνο στην παρουσία κάμποσων ηρώων, Στηρίζεται προς παντός σε μια αδρότερη διαγραφή του χαρακτήρα της ηρωίδας, που δεν είναι απλά "το αιώνιο θηλυκό", όπως θα 'λεγε ο Ζορμπάς, ή η αιώνια γυναίκα της Βαμβουνάκη, αλλά μια γυναίκα περισσότερο προσδιορισμένη, σε αντίθεση με τις άλλες ηρωίδες της που κάθε ευρύτερος χαρακτηρισμός τους. πέρα από τον τυπικά γυναικείο, είναι ισχνός και αναιμικός.
Η ηρωίδα, η οποία αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, είναι μεγαλοαστή, με πλούσιο επιχειρηματία σύζυγο, υπηρέτες και υπηρέτριες, με παιδιά σε ιδιωτικό σχολείο. Αυτό όμως δεν είναι άσχετο με την ιστορία, Ακριβώς επειδή είναι μεγαλοαστή θα έλξει τους απαγωγείς της, με την ελπίδα των λύτρων.
Όμως ο χαρακτηρισμός της δεν σταματάει εκεί. Είναι μια γυναίκα που την έχουν στα πούπουλα, μια γυναίκα μαθημένη να την φροντίζουν και να την αγαπούν, μια γυναίκα συνηθισμένη να στηρίζεται στον άντρα της για το κάθε τι. Με μια χαριτωμένη αφέλεια, αντιμετωπίζεται με μια λεπτή, συγκαταβατική ειρωνεία από τη συγγραφέα, και αντιμετωπίζει και η ίδια με κάποια ειρωνεία τον εαυτό της.
Όμως να μην παρασυρθούμε να τη θεωρήσουμε ένα σύμβουλο του εκφυλισμού της τάξης της, αν και σε ένα δεύτερο πλάνο μπορεί να λειτουργήσει και έτσι. Την συμπαθούμε. Συμπαθούμε την ευτυχία της και -γιατί όχι-ζηλεύουμε τη μακαριότητά της,
Δεν θα κρατήσει πολύ. Σαν τη Νόρα στο "Κουκλόσπιτο" Ίψεν θα συνειδητοποιήσει ξαφνικά ότι στην πραγματικότητα δεν είναι η αγαπημένη του άντρα της, ότι πιο πάνω απ’ αυτή βάζει το χρήμα, όπως ο άντρας της Νόρας την υπόληψή του.
Το έργο αυτό γυρίστηκε σε σήριαλ. Κρίμα που δεν το είδα! Φυσικά, μου είναι δύσκολο να φανταστώ άλλο έργο της Βαμβουνάκη εκτός από αυτό να γυρίζεται σε ταινία. Αναρωτιέμαι τι μπορεί να έμεινε από τον συγκλονισμένο ψυχισμό της γυναίκας σε μια αφήγηση κινηματογραφικών εικόνων.
Η Μάρω Βαμβουνάκη νομίζω ότι έχει μια κάποια δυσκολία στο να χειρίζεται ιστορίες. Αυτό όμως το θεωρώ σαν συγγνωστό μειονέκτημα, γιατί είναι μια δυσκολία που αντιμετωπίζουν λίγο πολύ όλοι οι σύγχρονοι μυθιστοριογράφοι, που είναι ποιητικοί και λυρικοί. Σε προηγούμενη βιβλιοκρητική αναπτύξαμε το γιατί.
Στην αρχή η ιστορία εξελίσσεται ικανοποιητικά, όντας ένα πορτρέτο της μεγαλοαστικής ζωής. Στο "αστυνομικό" όμως τμήμα της ιστορίας, υπάρχουν κάποιες απιθανότητες, όχι όπως αυτή στο "Χρονικό μιας μοιχείας", (η γυναίκα εγκαταλείπει αμέσως μετά την πρώτη βραδιά τον πολυπόθητο εραστή) που είναι συμφυής με την "κεντρική ιδέα" του έργου, αλλά απιθανότητες στις λεπτομέρειες της πλοκής που δεν εξυπηρετούν τίποτα.
Η πρώτη απιθανότητα είναι η απαγωγή για λύτρα από αντάρτες των πόλεων (που, σημειωτέον, την ιδιότητά τους την μαθαίνουμε εντελώς παρενθετικά και είναι συνεχώς κρυμμένη σε δεύτερο πλάνο). Από ό, τι ξέρω, κάτι ανάλογο δεν έχει συμβεί, τουλάχιστον για πρόσωπα αμέτοχα και αθώα. Όμως η Βαμβουνάκη θέλει να στήσει ένα περίπου ειδύλλιο, και αυτό θα ήταν πιο δύσκολο αν οι απαγωγείς ήσαν κοινοί κακοποιοί.
Η "σαδομαζοχιστική" γροθιά στο πρόσωπο της ηρωίδας από τον Νίκο, έναν από τους απαγωγείς, για να τρέξει αίμα η μύτη της και να βάψουν μ' αυτό μια μπούκλα από τα μαλλιά της και να την στείλουν στον άντρα της, και το ότι πέφτει αμέσως μετά στην αγκαλιά του, απίθανα καθαυτά, (μια τρύπα με καρφίτσα στο δάχτυλο θα ήταν αρκετή) εντάσσονται εντούτοις μέσα στο ερωτικό κλίμα που δημιουργείται ανάμεσα στην ηρωίδα και σ' αυτόν. Όμως το να την βγάλουν με ανοικτά μάτια από το κρησφύγετο για το τελευταίο ραντεβού, όπου θα εισπράξουν τα λύτρα, είναι να ένα σφάλμα που ένας αληθινός τρομοκράτης δεν θα το έκανε ποτέ, όσο κι αν ο στενός συνοικιακός δρόμος που βγαίνουν είναι "όμοιος με χιλιάδες άλλους τέτοιους δρόμους στις εργατικές συνοικίες της Αθήνας".
(Αρχίζω να ανησυχώ, η πονηριά μου αυτή μπορεί να καταστήσει ύποπτο για τρομοκράτη, η 17 Νοέμβρη δεν έχει συλληφθεί ακόμη, και ανάμεσα στους ύποπτους της αστυνομίας είναι ακόμη και συγγραφείς. Γιατί το γράφω αυτό; Για να εκτιμήσετε την βιβλιοκριτική μου παρρησία).
Τέλος, απίθανη μου φαίνεται η έκπτωση στα λύτρα κατά το ένα τέταρτο. Πολύ φτηνό σκόντο, και μάλλον αδυνατίζει τη θέση της συγγραφέως.
Το "αίσθημα" ανάμεσα στον απαγωγέα και την ηρωίδα θα το θεωρούσα κι αυτό απίθανο, αν δεν υπήρχε το παράδειγμα της Πατρίτσια Χιρστ. (Απήχθηκε από τους Weathermen, αντάρτες πόλεων στης ΗΠΑ πριν είκοσι χρόνια περίπου, για να γίνει μέλος τους, πριν επιστρέψει στις αγκάλες των γονιών της, σαν μετανοούσα Μαγδαληνή). Όμως εδώ δεν υπάρχει επαναστατική μύηση. (Πώς να υπάρξει άλλωστε, που οι ήρωες της Βαμβουνάκη, όπως και του Αγγελόπουλου, είναι περίπου μουγγοί; Όμως γι αυτό θα μιλήσουμε παρακάτω). Παρολαυτά το αίσθημα, όσο απίθανο κι αν φαίνεται, δημιουργείται, όχι σαν αδυναμία στον χειρισμό της ιστορίας, αλλά γιατί παίζει βασικό ρόλο στην οικονομία της, υπηρετώντας την κεντρική ιδέα της συγγραφέως.
Ο απαγωγέας της θα την συμπονέσει, θα της φερθεί ανθρώπινα. Αυτή θα νιώσει ένα αίσθημα να φουντώνει μέσα της γι αυτόν - ο οποίος θα γίνει και ο αποδέκτης της αφήγησής της, αν και αυτό ο αναγνώστης θα το μάθει μόνο στο τέλος - συγκρίνοντας τον μάλιστα με τον μόλις αποκαθηλωμένο από το βάθρο του άντρα της.
Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς ποιο είναι το μήνυμα του έργου. Κοινωνικοπολιτικό ίσως; Η παραδόπιστη (μεγαλο)αστική τάξη, που θυσιάζει τα πάντα στο βωμό του χρήματος; θα ήταν μια λαθεμένη ανάγνωση. "Η φτώχεια του (του Νίκου) και τα πλούτη μου στο ίδιο καταλήγουν, η νομιμότητα η δικιά μου και η δικιά του παρανομία στο ίδιο καταλήγουν, η δικιά του άρνηση και η δικιά μου κατάφαση στην κοινωνία που βρεθήκαμε στο ίδιο καταλήγουν; Στην εξαπάτησή μας, στην ερημιά μας, κι από ποιον δρόμο να γλυτώσει κανείς...".
Η αποτυχία είναι η μοίρα του. Ο Νίκος, αφού έχουν συλληφθεί οι σύντροφοι του, θα καταφέρει τουλάχιστον να το σκάσει στη Γερμανία.
Όλα έχουν χαθεί λοιπόν;
Σχεδόν, Το μόνο που μένει είναι το θαύμα. Η λέξη επανέρχεται σαν λάιτ μοτίβ στο βιβλίο.
"Η αληθινή εύρεση ανθρώπου από άνθρωπο είναι λοιπόν το θαύμα" (όπως η "άρση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο" στην οποία μορφικά παραπέμπει η φράση και ο συνειρμός αυτός δεν πρέπει να είναι άσχετος με τη μορφοποίηση της). Ο απαγωγέας θα κρατήσει το χέρι της ηρωίδας σε μια αίσθηση μυστικής επικοινωνίας.
Σε λίγο θα αφήσουν τα χέρια. Αληθινή (συν)εύρεση δεν θα υπάρξει (η οποία, παρεμπιπτόντως, αποτελεί θεραπευτική πρακτική σε ψυχολογικές παθήσεις, σύμφωνα με την "βιοενεργητική" θεωρία του Alexander Lowen).
Οι κόσμοι τους, είναι αρκετά διαφορετικοί για να μπορέσουν να ενωθούν. "Κι αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να τελειώσει ακριβώς εδώ, με τούτο το επιμύθιο της αισιόδοξης ανακάλυψης του θαύματος και της απαισιόδοξης ανημποριάς να το βιώσει". Δεν μένει παρά η οδύνη, μέσα στη σιωπή κλεισμένη, σε μια νευρολογική κλινική.
Όχι, δεν είναι η αληθινή εύρεση ανθρώπου από άνθρωπο το θαύμα. Οι σχέσεις των ανθρώπων είναι τελεσίδικα αδιέξοδες (θυμάμαι πάλι εδώ τον Μπέργκμαν), καταδικασμένες να αποτύχουν ή όπως εδώ, να μείνουν ανολοκλήρωτες. Το θαύμα θα έλθει στο μεθεπόμενο βιβλίο της Μάρω Βαμβουνάκη, το "Η μοναξιά είναι από χώμα" όχι μέσα από την "αληθινή εύρεση ανθρώπου από άνθρωπο", αλλά μέσα από την οδύνη της αποτυχίας αυτής της εύρεσης. Μέσα στη μοναξιά της οδύνης του, μέσα στην οδύνη της μοναξιάς του, ο ήρωας θα εκπνευματωθεί, κι ανάλαφρος, χωρίς σάρκα, θα περπατήσει πάνω στο νερό.
Για το ύφος της Βαμβουνάκη έχουμε ήδη μιλήσει, σε κάθε όμως καινούρια μας ανάγνωση διευρύνουμε τις παρατηρήσεις μας.
Η Βαμβουνάκη δεν βάζει τους ήρωες της να μιλούν, τους βάζει να σκέφτονται. Μήπως άλλωστε δεν έχει περισσότερο ενδιαφέρον αυτό που σκέφτονται οι άλλοι, παρά αυτό που λένε; Η σκέψη περνάει μεν από τη λογοκρισία του υπερεγώ, όμως με τον χειμαρρώδη χαρακτήρα του ελεύθερου συνειρμού, οι ήρωες της Βαμβουνάκη καταδύουν στα βάθη του εαυτού τους, σε μια ειλικρινή προσπάθεια αυτοανάλυσης.
"Στις ιστορίες της... βρίσκει κανείς... σκέψεις που πολλές φορές διστάζουμε να ομολογήσουμε ακόμη και στον ίδιο τον εαυτό μας, πράγματα που δεν βρίσκει κανείς συχνά στις σελίδες της λογοτεχνίας μας" θα πει η Ελένη Αλεξαντωνάκη για την Μάρω Βαμβουνάκη σε μια παρουσίαση του έργου της στον Σύνδεσμο Φιλολόγων στα Χανιά, (Θαλλώ, Φθινόπωρο 91, τεύχος 3). Ο λόγος όμως, πέρα από τη λογοκρισία του υπερεγώ, λογοκρίνεται και από χίλιες δυο σκοπιμότητες. Έτσι η πιο γνήσια, η πιο ουσιαστική επαφή, γίνεται μέσα στη σιωπή, με τη "μη λεκτική επικοινωνία", κατά την οποία αποκαλύπτουμε και μεταφέρουμε το πιο γνήσιο εαυτό μας. "Θα ήταν πιο αποτελεσματικό να συνεννοείται ο κόσμος με σιωπές παρά με του είδους τις κουβέντες, που συνηθίζουμε ν' ανταλλάσσουμε", θα γράψει η Βαμβουνάκη αργότερα, στις "Ιστορίες με καλό τέλος".
Η σιωπή, από υφολογικό στοιχείο στο έργο της Βαμβουνάκη θα ενσωματωθεί στην ίδια την πλοκή. Σιωπηλά επικοινωνούν ο Νίκος και η ηρωίδα. Η σιωπή θα γίνει στο τέλος το καταφύγιό της, με τη μορφή μιας -δήθεν - υστερικής αλαλίας, για να ξεμπερδέψει με ένα περιβάλλον που τόσο την έχει πληγώσει και δεν θέλει να το ξαναδεί στα μάτια της πια.
Τέλος, στο έργο της Βαμβουνάκη βρίθουν τα ερωτηματικά, οι διαζευκτικοί σύνδεσμοι, οι υποθετικοί σύνδεσμοι. Οι ήρωες πάντα αναρωτιούνται, αμφισβητούν, αμφιταλαντεύονται στις κρίσεις και στις αποφάσεις τους. Γι αυτό, παρόλο το εξωπραγματικό ή αναιμικό της δράσης τους, είναι βαθύτατα αληθινοί. Σκέφτονται, άρα υπάρχουν.
No comments:
Post a Comment