Friday, April 30, 2010
Χρήστος Παπαδάκης, Συνολική παρουσίαση (εις μνήμην)
Κρητικά Επίκαιρα, Νοέμβρης 1993 (Του πόθου και του έρωτα, τα υπόλοιπα πάλι στα Κρητικά Επίκαιρα)
Τον Χρήστο Παπαδάκη τον έφερε σε επαφή μαζί μου η Μάρω Βαμβουνάκη. Είχε μόλις εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή, και μου την έφερε. Της έκανα μια παρουσίαση στα Κρητικά Επίκαιρα. Από τότε βρεθήκαμε μερικές φορές. Παρουσίασα και τις δυο επόμενες συλλογές του. Ξαφνικά σαν να εξαφανίστηκε. Δεν τον αναζήτησα, γιατί εκείνη τη χρονιά είχα προβλήματα με τον πατέρα μου. Ήταν το 1997. Ο πατέρας μου στη δύση της ζωής του, 94 χρονών, πέθανε στις 17 Ιουνίου την ίδια χρονιά. Μετά από λίγο καιρό έμαθα από τη Μάρω ότι ο Χρήστος είχε πεθάνει.
Ο Χρήστος ήταν άτεκνος. Η γυναίκα του η Μαρίκα μας είχε κάνει μια φορά ένα πολύ ωραίο κρητικό τραπέζι. Τότε ήταν νομίζω που μου έδωσε δακτυλογραφημένες τις πολύ εύστοχες παρατηρήσεις του για το «Χωριό μου».
Όπως μου είπε η Μάρω, η γυναίκα του αρρώστησε. Καθημερινά πήγαινε και την έβλεπε.
Μια μέρα δεν πήγε. Τον αναζήτησαν. Τον βρήκαν στο σπίτι νεκρό, από ανακοπή. Η γυναίκα του, έμαθα αργότερα από τη βιβλιοπώλισσα απέναντι από τα γραφεία του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε ένα από τα οποία ήμουν αποσπασμένος τότε, συμπατριώτισσά του από τα Χανιά, ότι νοσηλευόταν σε κατάσταση φυτού σε μια κλινική.
Λυπήθηκα πολύ για την τραγική μοίρα αυτού ζευγαριού. Ο Χρήστος δεν μπόρεσε να βρει την αθανασία μέσω ενός απογόνου. Την αναζήτησε μέσω της ποιητικής δημιουργίας. Πόσοι θα ξεφυλλίσουν ακόμη κάποια από τις τρεις ποιητικές του συλλογές;
Τις δυο από τις τρεις βιβλιοκριτικές μου, τις οποίες κατάφερα να βρω, τις συμπαραθέτω με τις υπόλοιπες, σαν μνημόσυνο στο Χρήστο Παπαδάκη, που δεν έμαθα ποτέ πότε πέθανε ούτε πόσο χρονών ήταν, και σαν ανάμνηση για το ωραίο τραπέζι που μου έκανε κάποτε η Μαρίκα. Να ζει άραγε ακόμη;
Χρήστο και Μαρίκα, θέλω να σας θυμάμαι πάντα με αγάπη.
Χρήστος Παπαδάκης, Του πόθου και του έρωτα
Ο Χρήστος Παπαδάκης, ένας σεμνός και ταλαιπωρημένος αγωνιστής, σεμνά και ντροπαλά περίμενε να φτάσει στη δύση της ζωής του για να μας δώσει σε ένα καλαίσθητο τόμο την ποιητική του παραγωγή, «ιδίαις δαπάναις», όπως λέγει στην εισαγωγή του, μια και μόνο οι «πρωτοπορούντες» μπορούν σήμερα να ελπίζουν, ότι θα βρουν εκδότες να εκδώσουν τη δουλειά τους. Αυτοί που δουλεύουν την παραδοσιακή, έμμετρη στιχουργία, όσο κι αν υπερβαίνει, συχνά, σε ποιότητα το έργο τους αυτό των πρώτων, δεν έχουν καμιά ελπίδα.
Αυτό που εντυπωσιάζει στην ποιητική αυτή συλλογή είναι ο σεβασμός στο στίχο. Ποτέ το μέτρο ή η ομοιοκαταληξία δεν βιάζεται, ποτέ ο ποιητής δεν καταφεύγει στις εύκολες λύσεις. Ακόμα εντύπωση προκαλεί η μετρική ποικιλία των στίχων και η ποικιλία στις ομοιοκαταληξίες των στροφών.
Η θεματική είναι επίσης πολύ πλούσια. Στο πρώτο μέρος, στα ποιήματα «της ανθρωπιάς και της ζωής», ο ποιητής αναφέρεται σε προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας (μετανάστες) και σε εμπειρίες και διαπροσωπικές σχέσεις γεμάτες ευαισθησία και ανθρωπισμό.
Αχ! κοπελιές μου λυγερές
πρώτες στο πεντοζάλι
που δυο ματιές σας φλογερές
μου φέρανε τη ζάλη!
Κι εσείς οι άλλες, ντροπαλές
από παλιά συνήθεια,
στη σούστα, απ' όλες πιο καλές
τραντάζατε τα στήθια.
αναπολεί ο γλεντζές στη δύση της ζωής του.
«Του πόθου και του έρωτα» είναι μια συλλογή ποιημάτων του πόθου και όχι του σπαραξικάρδιου εκείνου αισθήματος, γεμάτου απωθήσεις και εξυψώσεις, όπως είναι ο έρωτας στα σύγχρονα στιχουργήματα. Είναι πόθος ακέριος που μας έρχεται κατευθείαν απ' τον Ερωτόκριτο.
Στα στήθη σου τα τροφαντά
-μαστοί της Αφροδίτης-
που αριά σκεπάζουν υφαντά
απ' το νησί της Κρήτης,
να 'μουνα κυβερνήτης
Τα ποιήματα της «αμφιβολίας και της απογοήτευσης» περιέχουν μερικά από τα ωραιότερα στιχουργήματα που έχουν γραφεί για την εποχή μας, και είναι κρίμα που βρίσκονται γραμμένα σε μια έκδοση λίγων αντιτύπων, και όχι στις σελίδες μιας εφημερίδας. Ο συγγραφέας θα έπρεπε να γράφει «επιτρέπεται η αναδημοσίευση μέρους ή όλου του κειμένου».
Μα σαν κι αυτόν και άλλοι, περπατώντας
στα χνάρια της ιδέας τα αιώνια
κατάντησαν μετέωρα για χρόνια
πραγματική ταυτότητα ζητώντας
………………………..
Αποτυχία ήταν
σαν ουτοπίας πλάσμα
ο μαρξισμός σου
θα γράψει για τον αγωνιστή με τα προδομένα ιδανικά.
«Η συζήτηση με το Δία» ενός νεοέλληνα είναι ένα ωραιότατο σπαρταριστό, σατιρικό κείμενο, πλουσιότατο σε οικολογικές αναφορές.
Τώρα που έγκλημα δεν είναι η μοιχεία,
ακόμα κι αν υπάρχουνε γι' αυτήν στοιχεία,
μοιχός όποιος δεν είναι θεωρείται βλάκας
και του φωνάζουνε πολλοί: «είσαι μ.........ς!».
(τα αποσιωπητικά δικά του, μην τον παρεξηγήσετε για έλλειψη κοσμιότητας).
Κύριε Χρήστο, ο θεός να σου δίνει μακροημέρευση και αστείρευτη να μείνει
έμπνευση σου, για να απολαύσουμε σύντομα και τη δεύτερη συλλογή σου.
Κρητικά Επίκαιρα, Νοέμβρης 1993.
Χρήστος Παπαδάκης, Στο ρυθμό της ζωής
«Στο ρυθμό της ζωής» είναι ο τίτλος της δεύτερης ποιητικής συλλογής του Χρίστου Παπαδάκη, (την πρώτη του συλλογή «ποιητικοί και στιχουργικοί παλμοί» παρουσιάσαμε τον Νοέμβρη του 93 στα Κ.Ε.) ενός θιασώτη του παραδοσιακού στίχου, αφιερωμένης μάλιστα στους αναγνώ¬στες και δημιουργούς του. Αν οι νέοι ποιητές δυσκολεύονται να γράψουν με τις παλιές φόρμες-και όταν το επιχειρούν το αποτέλεσμα δεν είναι καθόλου ικανοποιητικό - δε συμβαίνει το ίδιο και με τους παλιούς, αυτούς που μεγάλωσαν με την παραδοσιακή στιχουργία και τις ποιητικές φόρμες ενός Παλαμά και ενός Σολωμού. Και περίλαμπρη απόδειξη είναι τα ποιήματα του Χρίστου Παπαδάκη, που αν είχαν γραφεί σε άλλες εποχές θα είχαν λάβει την υποδοχή που τους αξίζει. Όμως ο Παπαδάκης εκείνες τις εποχές αγωνιζόταν για τα κοινωνικά οράματα που ενέπνεαν τους ανθρώπους, για κοινωνική δικαιοσύνη, καλύτερη ζωή για όλους και όχι πια πόλεμο (δεν τα κατάφεραν και άσχημα, αν σκεφτούμε πως εδώ και μισόν αιώνα δεν έχουμε εμπλακεί σε πόλεμο, και η ανθρωπότητα ταλανίζεται ευτυχώς μόνο από τοπικούς πολέμους) αφήνοντας τη θεραπεία των μουσών για αργότερα. Για αυτό το πράγμα είχε παραπονεθεί πολλές φορές ο Δημήτρης Χατζής, ότι η πολιτική του στράτευση του άφηνε λίγο χρόνο για γράψιμο, αν και ο ίδιος πρόλαβε και άφησε κάποιο λιγοστό έργο.
Η ποιητική ευαισθησία ξεχειλίζει από τους στίχους του Χρίστου Παπαδάκη, μια ευαισθησία που εκφράζεται πότε με εξαίσιες λυρικές εικόνες, πότε με βαθύτατες αναλύσεις και κρίσεις για την εποχή μας αλλά και την μοίρα του ανθρώπου γενικότερα (χαρακτηριστικό είναι από αυτή την άποψη το ποίημα του «Χάροντας, Χρόνος και Γη»). Όμως εμάς μας αρέσουν περισσότερο οι χιουμοριστικές σάτιρες του, πρωτότυπες και οξυδερκείς. Ανάλογο είναι και το δείγμα που επιλέξαμε για τους αναγνώστες μας.
Σαν θες μάθεις μήπως σ' αγαπούν
μιας μαργαρίτας φύλλα θα στο πουν
μα το στερνό το φύλλο καλοκοίτα,
μπορεί χρησμός να βγει η ...χυλοπίτα!"
Κρητικά Επίκαιρα, Ιούνης 1994.
Thursday, April 29, 2010
Αλέξης Πανσέληνος, Ιστορίες με σκύλους
Η φωνή της Πεντέλης, Ιούλ-Αύγ. 1993, τ. 112
Ο Αλέξης Πανσέληνος είναι από τους πιο αξιόλογους
πεζογράφους της μεταδικτατορικής γενιάς. Γεννημένος το
1943,εμφανίζεται στα γράμματα καθυστερημένα, μόλις το 1982. Το
πρώτο του βιβλίο είναι η συλλογή διηγημάτων "Ιστορίες με
σκύλους", τέσσερις γκροτέσκ, σουρεαλιστικές ιστορίες.
Στο πρώτο διήγημα με τίτλο "η συμφιλίωση" το σουρεαλιστικό
εντάσσεται μέσα στα πλαίσια του αληθοφανούς. Σ' αυτό
περιγράφεται η παραίσθηση της 27χρονης Χλόης τη στιγμή
που κάνει έρωτα με ένα πενηντάρη συνάδελφό της, ότι τους
παρακολουθούν τρεις πρώην φίλοι της. Η πρωτοπρόσωπη
αφήγηση, και με το δεδομένο ότι το διήγημα ξεκινάει
ρεαλιστικά, παρασύρει τον αναγνώστη αρχικά στην εκδοχή της
αφηγήτριας, ότι πρόκειται για μια καλοστημένη
πλεκτάνη. Βλέποντάς την όμως να μην αντιδράει, ενώ αυτοί
σχολιάζουν, αρχίζει να υποψιάζεται ότι όλα αυτά μπορεί να
είναι γεννήματα της φαντασίας της. Όταν προστίθενται και δυο
ακόμη άτομα με τα οποία είχε περιστασιακές σχέσεις, είναι πια
σίγουρος. Ίσως ανακαλέσει στη μνήμη του και το ότι στην αρχή
παρουσιάζεται η Χλόη να μονολογεί φωναχτά, πράγμα που, ακόμη
και αν δεν του είναι γνωστό ότι πρόκειται για νευρωσικό
σύμπτωμα, ξέρει όμως ότι είναι κάτι το αφύσικο. Και για να μην
υπάρξει στο τέλος καμιά αμφιβολία ότι όλα αυτά είναι
παραίσθηση, ο συγγραφέας παρουσιάζει τον εραστή της να
μεταμορφώνεται σε ένα άσπρο γάτο, τον οποίο καβαλάει σαν
Πήγασο και ανεβαίνει στους ουρανούς, μια συμβολική έκφραση της
μεγάλης σεξουαλικής ικανοποίησης που ένιωσε.
Ο Πανσέληνος, μέσα από τις συνομιλίες των εραστών της
τις οποίες ακούει παραισθητικά η Χλόη, αναπλάσει
χαρακτηριστικούς τύπους της μεταπολεμικής - και όχι μόνο -
κοινωνίας. Ο Χρυσόστομος είναι ο αποτυχημένος αριστερός, που
παρολαυτά εξακολουθεί να μένει προσκολλημένος στις
επαναστατικές εμμονές του. Ο Τάσος Αραβαντινός είναι ο φιγουρατζής,
ο επιδειξίας. Ο Μέντης Ραϊσης είναι ο γεμάτος αυταρέσκεια διανοούμενος
συγγραφέας, ο χασάπης είναι ένας καθυστερημένος επιβήτορας, και
ο Φώτης ένας νέος γεμάτος οιδιπόδεια και αναστολές.
Στο "παραμύθιασμα", ο αφηγητής, με τη βοήθεια ενός σκύλου
που μιλάει σαν άνθρωπος και ενός αρκάου με διαβολικές
ικανότητες, ξεφορτώνεται ανεπιθύμητα πρόσωπα. Τα ζώα αυτά Θα τα
χρησιμοποιήσει για να κατακτήσει μια κοπέλα, στις διακοπές. Θα
τα καταφέρει. Στην επιστροφή όμως θα κοιτάξει να την
ξεφορτωθεί. Θα ανταλλάξει στο τηλέφωνο, μπροστά της, λόγια πολύ
τρυφερά με τη φίλη του, για να την κάνει να το πάρει απόφαση.
"Ίσως, είπα, δεν της είχα δώσει τη σημασία που
άξιζε...γέλασε. - Το αν δίνεις σημασία φαίνεται...από τον
τρόπο που πιάνεις κάποιον, είπε.
Ένα κρύο χέρι έσφιξε την καρδιά μου
- Μπορώ να σε πάρω κάποια μέρα στο τηλέφωνο; είπε η Πέτρα
λίγο πριν χωρίσουμε".
Έτσι τελειώνει το διήγημα. Ο γεμάτος αυτοέπαρση και
αυτοπεποίθηση αφηγητής είχε παγιδευτεί.
Η "εξαφάνιση της Μπέτσυς", το πιο εκτενές
διήγημα, αναφέρεται στην αναζήτηση μιας κλεμμένης μηχανής από
τρεις συνεταίρους δικηγόρους. Παράλληλα εκτυλίσσεται και η
μοναδική "ιστορία με σκύλους" της συλλογής, παρά τον τίτλο
της. Τα σκυλιά εδώ, όπως και στο προηγούμενο
διήγημα, μιλάνε, μόνο που δεν διασταυρώνονται με ανθρώπους. Το
μόνο που τα ενώνει με την κύρια ιστορία είναι ότι κάποια
στιγμή βλέπουν την κλεμμένη μηχανή. Έτσι το διήγημα, αντί να
έχει τον χαρακτήρα του σουρεαλιστικού, όπως στο
"παραμύθιασμα", είναι μια ιστορία και ένα παραμύθι, συραμμένα
με ένα τρόπο λίγο πολύ αυθαίρετο, όπου τμήματα της ιστορίας με τα
σκυλιά εμβολιάζονται, σαν ιντερμέτζα, στην κύρια ιστορία.
Ενώ όμως από την άποψη του μύθου οι δυο ιστορίες είναι
άσχετες, δεν είναι καθόλου άσχετες από την άποψη του
περιεχομένου. Ο Πανσέληνος, τις τραγικές υπάρξεις των αδέσποτων
κυνηγημένων και αιώνια πεινασμένων σκυλιών τις παρουσιάζει
αντιστικτικά στην αξιολύπητη φιγούρα του Στέλιου Λαμπρινού,
του "καραγκιόζη", όπως αυτοχαρακτηρίζεται σε ένα κείμενο
εσωτερικού μονόλογου όπου συμφύρονται αναμνήσεις από τα
παιδικά τού χρόνια και σκέψεις αυτολύπησης, στο τέλος του
διηγήματος. Η αυλαία βέβαια κλείνει με τα σκυλιά. Τελειώνοντας
όμως το διήγημα ο αναγνώστης, έχει την αίσθηση ότι ο συγγραφέας
αναλώθηκε σε μια ιστορία που υποβάσταζε αδύναμα την πρόθεσή
του να εικονογραφήσει αξιοθρήνητες υπάρξεις - του Στέλιου
και των σκυλιών - πράγμα που έκανε σε πολύ λίγες σελίδες σε
σχέση με το σύνολο. Παρολαυτά η ιστορία είναι εξαίρετα
δοσμένη, η ψυχογραφία των χαρακτήρων άψογη, οι περιγραφές
διαυγέστατες. Από τις ωραιότερες σελίδες του διηγήματος είναι
οι ερωτικές σκηνές του Κούβελα με την Τζία. Και, όπως ο
μουσικός σε μια συναυλία, ο Πανσέληνος "ζεσταίνεται" με το
γράψιμο, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει η ποιότητα της γραφής του
παράλληλα με την εξέλιξη της ιστορίας του.
Στον "καλοκαιρινό κινηματογράφο" ο Πανσέληνος αποφεύγει
αυτό που μοιάζει με λάθος στο προηγούμενο διήγημα. Δεν θα
εκτραπεί σε ιστορία με σασπένς, αλλά θα περιοριστεί στον
εσωτερικό μονόλογο της ηρωίδας, μιας αξιοθρήνητης ύπαρξης όπως
και ο Λαμπρινός, τον οποίο δεν προφτάσαμε να λυπηθούμε αρκετά
- ή μάλλον μας είπαν ότι πρέπει να τον λυπηθούμε μόλις στο
τέλος του διηγήματος. Γι αυτό και το διήγημα αυτό των 35
σελίδων, σε αντίθεση με τις 140 του προηγούμενου, είναι
ολότελα απέριττο. Ο εσωτερικός μονόλογος της
ηρωίδας, ταλαιπωρημένης από τους δεσμούς της και γενικά από τη
ζωή της, και ήδη αποσυρμένης στο νοσηρό κόσμο των
φαντασιώσεων, δίνεται με ένα λόγο διαυγή, όπου οι λέξεις
κρατούν ακέραια τα σημαινόμενά τους, σε αντίθεση με τον
εσωτερικό μονόλογο συγγραφέων μιας προηγούμενης γενιάς - π.χ.
του Αλέξανδρου Κοτζιά,-ο οποίος είναι θολός και οι λέξεις
του μοιάζουν σαν αγκομαχητά, και σαν τέτοια τις διαβάζουμε
περισσότερο παρά για το νόημά τους.
Ο Πανσέληνος, απ' αυτά τα διηγήματα, φαίνεται να ανήκει στην
κατηγορία εκείνων των συγγραφέων που γράφουν έργα τα οποία
χαρακτήρισα, βλέποντας μια παράσταση του "Σε φιλώ στη μούρη"
του Γιώργου Διαλεγμένου, ψυχοπονιάρικα. Ο χαρακτηρισμός είναι
υπερβολικά δηκτικός, αναγνωρίζω τώρα, όμως είναι ολότελα
αποκαλυπτικός. Οι ήρωες του Μάτεση, Ραραού, Αφροδίτη κλπ. ανήκουν
στην ίδια πινακοθήκη.
Wednesday, April 28, 2010
Μπάμπης Δερμιτζάκης: Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης η ανάδειξη των πολιτιστικών στοιχείων άλλων λαών είναι μια μορφή αντίστασης στην επικράτηση της δυτικής κουλτούρας. Η Όπερα του Πεκίνου και το θέατρο Νο αποτελούν τις πιο σημαντικές μορφές παραδοσιακού θεάτρου της Κίνας και της Ιαπωνίας αντίστοιχα. Όμως, παρά τις σχετικές παραστάσεις που έχουν δοθεί κατά καιρούς στην Ελλάδα, η αντίστοιχη βιβλιογραφία είναι εντελώς πενιχρή. Έτσι αυτό το βιβλίο καλύπτει ένα βιβλιογραφικό κενό.
Ο συγγραφέας ωθήθηκε σημαντικά στη συγγραφή αυτού του έργου ακούγοντας τη δήλωση κάποιου δυτικού θεατή μετά από μια παράσταση Όπερας του Πεκίνου: «Βλέποντας την Όπερα του Πεκίνου κατάλαβα πώς παιζόταν αρχαία ελληνική τραγωδία». Το στυλιζάρισμα, η περίπου ισόμετρη εκπροσώπηση των βασικών τεχνών στην παράσταση (λόγος, όρχηση, μουσική, τραγούδι, ένδυση) είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν τόσο την αρχαία ελληνική τραγωδία όσο και το ασιατικό θέατρο.
Ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου, εκτός του ότι θα γνωρίσει τις πιο σημαντικές μορφές του ασιατικού θεάτρου, θα διαπιστώσει σημαντικές ομοιότητες με την αρχαία ελληνική τραγωδία.
Tuesday, April 27, 2010
Εύα Ομηρόλη, Οι αναλφάβητοι του έρωτα
Εύα Ομηρόλη, Οι αναλφάβητοι του έρωτα
Κρητικά Επίκαιρα, Οκτώβρης 1993
Για την Εύα Ομηρόλη, την 23χρονη κοπέλα από την Κρήτη, στο πρώτο της βιβλίο με τίτλο "Οι αναλφάβητοι του έρωτα" (Νέα Σύνορα 1992), το "μέγιστο" της αναμονής μιας ουτοπίας συστέλλεται στο "ελάχιστο" της απόλαυσης της ευτυχισμένης στιγμής: "μόνοι γεννιόμαστε, μόνοι πεθαίνουμε, και τίποτα δεν μας μένει πέρα από τις στιγμές που ζήσαμε. Τις όμορφες. Όλες εκείνες που ξεπέρασαν για λίγο τη μιζέρια και τη θλίψη, όλες εκείνες που ταυτίστηκαν μαζί μας, που ανήκουν πια μόνο σε μας". (σελ.219).Και οι ευτυχισμένες αυτές στιγμές είναι άρρηκτα δεμένες με το σώμα μας." Το σώμα μας είναι δώρο, ή, καλύτερα, μια παρηγοριά της φύσης. Μαζί μ' αυτό γνωρίζουμε όλες τις δυστυχίες και τους πόνους, αλλά μέσα του πάλι ψάχνουμε να βρούμε όλες τις ηδονές και τις απολαύσεις...το σώμα μας είναι το μόνο που μας ανήκει. Είναι ασυγχώρητο να το προδίδουμε και να μην του αποδίδουμε την ευγνωμοσύνη που του αξίζει".(σελ.39)."Όχι, δεν έχω ενοχές. Η απόλυτη ευτυχία και η γνώση εκείνου που ζητάς δεν σου αφήνει ποτέ ενοχές. Ενοχές σου αφήνουν όλα εκείνα που δεν έζησες, όχι γιατί δεν μπόρεσες, αλλά γιατί φοβήθηκες τη δύναμή τους, τη μαγεία τους" (σελ.219)."Οι δυστυχίες που έρχονται παλεύονται. Οι ευτυχίες που δεν λένε να φανούν είναι εκείνες που γίνονται οι εφιάλτες μιας ζωής. Όλες εκείνες οι μικρές σπίθες που μας δίνονται έτοιμες, ολοζώντανες κάθε μέρα και τις αφήνουμε να χαθούν σαν να μην υπήρξαν, είναι τα απωθημένα που δεν θα μας αφήσουν να γεράσουμε μ' αξιοπρέπεια". (σελ.219).
Αυτή είναι η φιλοσοφία μιας γριάς 98χρονης Ζορμπάδαινας, που αφηγείται τη ζωή της. Στα πενήντα της ρίχνεται στην περιπέτεια της μεγάλης Φυγής, συντρίβοντας τους συμβιβασμούς της. Πέφτει σε νεανικές αγκαλιές, και μπεκρουλιάζει μαζί με τη φτωχή, μοναχική και ταλαιπωρημένη φίλη της, την Παναγιώτα, διαδοχικά σε ένα ψαροχώρι και σε ένα νησί. Αφού αποθησαυρίσει σαν ό, τι πιο πολύτιμο της ζωής της αυτές τις εμπειρίες, ξαναγυρνάει μετά το θάνατο της φίλης της στην αγκαλιά του άντρα της, ο οποίος την περίμενε όλα αυτά τα χρόνια γεμάτος κατανόηση.
Η φυγή της Ελένης, της ηρωίδας της Ομηρόλη, γίνεται μέσα από μιαν "αυλή", την ίδια αυλή που αποτελεί το χώρο που διεκτραγωδείται η μεταπολεμική μιζέρια στο νεοελληνικό θέατρο, που διαδραματίζονται οι ιστορίες με τα happy end στον ασπρόμαυρο κινηματογράφο. Η διαφορά αυτής της φυγής από τις άλλες φυγές στη μεταδικτατορική λογοτεχνία (πεζογραφία και θέατρο), μόνιμα καταδικασμένες στην αποτυχία, είναι ότι αυτή πετυχαίνει. Και η διαφορά της μετάβασης στο "ελάχιστο" των συγγραφέων αυτών σε σχέση με την Ομηρόλη, είναι ότι ξεκινάνε από το "μέγιστο" μιας πολιτικής ουτοπίας που συντρίφτηκε, και η απαισιοδοξία που γεννά η συντριβή εκτρέφει τόσο το όνειρο για τη φυγή, όσο και τη ματαίωση ή συντριπτική κατάληξή της.
Στην Ομηρόλη αντίθετα, η φυγή ξεκινάει από την νεανική αισιοδοξία των εικοσιτριών της χρόνων, αλώβητη από ματαιωμένες ουτοπίες, που ορμάει να κατακτήσει το άπειρο, και γι' αυτό έχει αυτή την ευτυχή κατάληξη. Αισιοδοξία που εκφράζεται σε μια αντίληψη, περισσότερο από μια φορά διατυπωμένη, ότι οι επόμενες γενιές θα ζήσουν καλύτερα από μας, επανασυνδέοντάς μας έτσι με το νήμα της αναγεννησιακής, αστικής και μαρξιστικής αντίληψης της συνεχούς προόδου, στην οποία ο υπαρκτός σοσιαλισμός και η μετεμφυλιακή πραγματικότητα στην Ελλάδα είχαν βάλει τέρμα, στη συνείδηση τουλάχιστον των προοδευτικών συγγραφέων και των αναγνωστών τους.
Το ύφος της Ομηρόλη διακρίνεται από μια ακραία πεζολογία στο αφηγηματικό της μέρος, που διανθίζεται με έξοχα δοκιμιακά αποσπάσματα για τον έρωτα, το σώμα, το παρελθόν, τα μυστικά, κ.λπ. και όμορφα λυρικά, ποιητικά κείμενα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν δυο παράγραφοι στο ύφος του "Άσματος ασμάτων": "Σ' αγαπώ και είσαι για μένα σαν ταξίδι μεσ' στη θάλασσα. Γίνομαι όστρακο που ανοίγω στα κρυφά και μόνο για το χατήρι σου. Τα χείλη μου είναι ερμητικά κλειστά και αρνούνται την κάθε λέξη στους αναλφάβητους της ηδονής" (σελ.100). (Από την τελευταία φράση φαίνεται ότι αυτός ήταν μάλλον ο αρχικός τίτλος του έργου, και έγινε πιο ρωμαντικός και "κόσμιος" μάλλον με παρέμβαση του εκδότη).
Η Ομηρόλη είναι μια ταλαντούχος συγγραφέας. Έχει βέβαια κάποιες αδυναμίες στο γράψιμό της (Αυτά τα εμφατικά κεφαλαία συχνά μου θυμίζουν εκθέσεις των μαθητών μου. Υπάρχουν επίσης ασυνέπειες, όπως π.χ. όταν η αφηγήτρια λέει ότι βρήκαν "θάλασσα μπροστά, θάλασσα πίσω, θάλασσα στα δεξιά και στ' αριστερά", ενώ δεν βρίσκονται σε νησί, οπότε τουλάχιστον από τη μια πλευρά δεν θα έπρεπε να υπάρχει θάλασσα. Κάποιες άλλες ασυνέπειες, όπως π.χ η ολιγωρία να επισκεφτούν γιατρό για την Παναγιώτα παρά μόνο όταν βρίσκεται πια στο χείλος του θανάτου, στην ουσία είναι απιθανότητες για ένα 43χρονο κριτικό, όχι όμως για μια 23χρονη συγγραφέα. Όμως αρχίζω να νιώθω ότι είναι πια καιρός να πάψω να βάζω τα έργα που παρουσιάζω στον προκρούστη του ρεαλισμού). Παρ' όλα αυτά, αναμένουμε ότι θα εξελιχθεί σε μια από τις σημαντικές συγγραφείς της γενιάς της. Και ακόμη πιστεύουμε ότι οριοθετεί μια στροφή αισιοδοξίας, η οποία αντλείται από μια πίστη στο μέλλον και όχι από την καταφυγή στις ειδυλλιακές εικόνες του παρελθόντος, όπως συμβαίνει με άλλους συγγραφείς, όπως π.χ. τον επίσης Κρητικό Άρη Σφακιανάκη. Το ζήτημα βέβαια είναι αν η γενικότερες πολιτικοκοινωνικές συνθήκες θα επιτρέψουν να ολοκληρωθεί αυτή η στροφή.
Monday, April 26, 2010
Γιάννης Ξανθούλης, Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα
Απόπειρα, Οκτ.-Νοε 1993, τ. 10
"Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα"
του Γιάννη Ξανθούλη, είναι πιο τολμηρό από τα δυο
προηγούμενα έργα του. Τολμηρό, με όλες τις σημασίες της
λέξης. Είναι κατ' αρχήν τολμηρό, γιατί έχει ένα σωρό
αθυροστομίες. Είναι επίσης τολμηρό ως προς το μύθο του. Το
σπίτι που μένει ο δεκαεφτάχρονος αφηγητής συγκλονίζεται
συνεχώς από τις κραυγές της αρραβωνιαστικιάς του αδελφού του,
όταν κάνουν έρωτα. Η ίδια αυτή αρραβωνιαστικιά θα τον
αποπλανήσει κάμποσες φορές. Ο θείος του, ομοφυλόφιλος, θα βρεθεί
σφαγμένος. Η θεία του, η άσχημη παρθένα γεροντοκόρη,
ικανοποιείται διαστροφικά. Όσο για τον ίδιο τον αφηγητή, μετά
από ένα χείμαρρο ερωτικών φαντασιώσεων με τη νέα τους
νοικάρισσα, την καινούρια μεσόκοπη φιλόλογο του σχολείου τους,
θα τα φτιάξει μαζί της. Μόνο για λίγο όμως, γιατί με το τέλος
του καλοκαιριού έρχεται και η μετάθεσή της.
Τολμηρό τέλος είναι το έργο ως προς τη χρήση της
γλώσσας. Στα ουσιαστικά συνάπτονται επίθετα σε μια ανοίκεια
σχέση, και τα άψυχα εμψυχώνονται στις πιο πρωτότυπες
προσωποποιήσεις ("πύρινο φλέρτ του ήλιου",σελ.12).Οι
παρομοιώσεις τέλος, από τις οποίες βρίθει το έργο, όπως και τα
δυο προηγούμενα εξάλλου, είναι δημιουργήματα της πιο
καλπάζουσαν φαντασίας.
Το γκροτέσκ είναι και εδώ παρόν, μόνο που τίθεται σε
ρεαλιστικά πλαίσια με τη μορφή φαντασιώσεων και ονείρων. Το
ίδιο και το φετίχ των περίεργων ονομάτων: θείος
Μπατίστας, θεία Αλκιβιάδα, κύριος Αργέλιας, η αρραβωνιαστικιά
Ροδόπη, η καθηγήτρια Ντάλια Βεντάλια, ο καντηλανάφτης
Μπαζανίτσας, ο πατέρας Βάκης, η Τίτα Ρίτα, Τίτα Φόνε, Τίτα Πε
(δεν είναι τρεις, είναι μία) η κυρία Μπουρού κλπ.
Στο έργο αυτό συντελείται μια πλήρης μεταστροφή των
αφηγητών του Ξανθούλη. Ενώ ο αφηγητής στο "μεγάλο θανατικό"
ήταν η προσωποποίηση του κακού, και η αφηγήτρια της
"οικογένειας Μπες Βγες" αν και ξόρκιζε το κακό δεν τα πήγαινε
και σπουδαία με το καλό, κατά τα λεγόμενα της θείας της, ο
αφηγητής εδώ είναι ένας αγνός έφηβος, ταλαιπωρημένος από
ερωτικές φαντασιώσεις και μανίες όπως όλοι οι νέοι της
ηλικίας του, γεμάτος όμως με μια άπειρη τρυφερότητα για τον
αδελφό του και για το Θόδωρο το φίλο του που πέθανε, και ένα
άδολο εφηβικό έρωτα για τη δασκάλα του, η οποία δεν χρειάζεται
να τον αποπλανήσει, όπως η Μαριάννα τον αφηγητή του Κώστα
Παπαγεωργίου στο "Των αγίων Πάντων".
Κακοί στο έργο αυτό δεν υπάρχουν, και η μόνη γκροτέσκ
φιγούρα είναι αυτή της θείας Αλκιβιάδας. Από τους δυο
μόνο θανάτους που υπάρχουν στο έργο (οι αυτοκτονίες των
γονιών του αφηγητή συντελούνται εκτός πλαισίου της
ιστορίας),μόνο ένας είναι δολοφονία ,η οποία όμως συνδέεται
χαλαρότατα με τον κεντρικό ιστό της ιστορίας. Ακόμη, το
τέλος του έργου είναι πλημμυρισμένο από αισθήματα
τρυφερότητας, σε αντίθεση με τη σκληρότητα από την οποία
ξεχυλίζουν τα δυο προηγούμενα έργα. Τέλος, για πρώτη φορά ο
Ξανθούλης τοποθετεί την ιστορία του σε ένα συγκεκριμένο
χρονικό πλαίσιο: το καλοκαίρι του 1962.Και καθώς η αφήγηση
υποτίθεται ότι γίνεται χρόνια μετά, το έργο τοποθετείται στη
σειρά εκείνη των μυθιστορημάτων, αρκετά μεγάλη στη σύγχρονη
πεζογραφία, με θέμα αναμνήσεις από την παιδική ηλικία και την
εφηβεία.
Sunday, April 25, 2010
Σαμίρα Μαχμαλμπάφ
Η Σαμίρα, το χαριτωμένο κοριτσάκι που είδαμε στον «Ποδηλάτη» του πατέρα της, του Μοχσέν Μαχμαλμπάφ, γεννημένη το 1980, παράτησε το σχολείο στα δεκατέσσερά της για να σπουδάσει κινηματογράφο κοντά στον πατέρα της. Στα δεκαεφτά της γυρνάει το «Μήλο», με το οποίο θα συμμετάσχει στο φεστιβάλ Καννών ως η πιο νεαρή σκηνοθέτις, για να κερδίσει δυο χρόνια αργότερα το jury prize στο ίδιο φεστιβάλ με τον «Μαυροπίνακα». Το επόμενό της έργο, το «Στις πέντε το απόγευμα», επίσης βραβεύτηκε με το ίδιο βραβείο το 2003. Είδαμε και τα τρία έργα (τώρα το Πάσχα για δεύτερη φορά το τρίτο, που το είχε μοιράσει σε dvd μια εφημερίδα). Περιμένουμε να βάλει η τηλεόραση και το τελευταίο της έργο, το «Άλογο με τα δυο πόδια».
Ο τριτοκοσμικός κινηματογράφος έχει συνήθως δυο εμμονές. Η μια είναι κυρίαρχη, τα παιδιά. Η δεύτερη είναι πολύ συχνή, η καταπίεση της γυναίκας σε ισλαμικά καθεστώτα. Στην Σαμίρα, που είναι γυναίκα, βλέπουμε και τις δυο.
«Ο μαυροπίνακας», σε κουρδική γλώσσα, είναι ένα έργο που ξεκινάει με μια σουρεαλιστική εικόνα. Μια ομάδα ανδρών περπατούν πάνω σε κάτι κατσάβραχα έχοντας καθένας από ένα μαυροπίνακα στην πλάτη. Τι είναι αυτοί; Είναι δάσκαλοι, και ψάχνουν να βρουν δουλειά σε κανένα χωριό. Ξαφνικά ακούγεται ένα αεροπλάνο. Πέφτουν κάτω με τους μαυροπίνακες στην πλάτη τους, για καμουφλάζ. Από πάνω τους κράζουν ένα σμήνος κοράκια. Τους βλέπουν άραγε σαν πιθανά ψοφίμια;
Κάποια στιγμή χωρίζουν. Παρακολουθούμε τον ένα. Συναντάει κάποιον. Δεν ενδιαφέρεται. Κανείς δεν ενδιαφέρεται. Τρισευτυχισμένος συναντάει κάποια στιγμή μια ομάδα παιδιών. Ούτε αυτά ενδιαφέρονται. Είναι «μουλάρια», μεταφορείς λαθραίων στα σύνορα Ιράν Ιράκ. Τα ακολουθεί προσπαθώντας να τα πείσει, μάταια. Κάποια στιγμή θα συναντήσουν και μια ομάδα μεγάλων, που προσπαθούν να επιστρέψουν στο Ιράκ. Θα βρει επί τέλους ένα μαθητή. Και μια μαθήτρια. Είναι μια γυναίκα, την οποία θα παντρευτεί με μια απλή διαδικασία. Με μια ανάλογη απλή διαδικασία θα χωρίσει, όταν θα αρνηθεί να την ακολουθήσει στο Ιράκ.
Η πορεία είναι δύσκολη. Υπάρχουν και ατυχήματα. Κάποια στιγμή ο μαυροπίνακας θα μετατραπεί σε φορείο. Ζοφερή ταινία, όμως υπάρχουν ενδιάμεσα αρκετά χιουμοριστικά επεισόδια που την ελαφρύνουν.
Η ταινία «Στις πέντε το απόγευμα» παρουσιάζει το Αφγανιστάν μετά την πτώση των ταλιμπάν. Τα σχολεία ξανανοίγουν, οι πρόσφυγες επιστρέφουν από το Πακιστάν. Συνήθως η πείνα παρουσιάζεται ως το άκρο άωτον της εξαθλίωσης. Εδώ η Σαμίρα μας παρουσιάζει επί πλέον, με φρικιαστικό τρόπο, και το δράμα της δίψας. Πρωταγωνίστρια είναι μια νεαρή κοπέλα, που φιλοδοξεί να γίνει πρόεδρος του Αφγανιστάν. Μεγάλη φιλοδοξία. Γυναίκα αρχηγός κράτους; Η Μπεναζίρ Μπούτο το πέτυχε μια φορά. Όταν πήγαινε να το πετύχει και δεύτερη, δεν την άφησαν, την δολοφόνησαν. Η Φάτιμα Μερνίσι, μια μαροκινή φεμινίστρια, έγραψε το βιβλίο «Οι ξεχασμένες σουλτάνες», για να δείξει ότι στην ιστορία του Ισλάμ υπήρξαν γυναίκες αρχηγοί κρατών που τα κατάφεραν πάρα πολύ καλά. Οι περισσότερες στην Ασία.
Συμμερίζομαι τον φεμινισμό της Σαμίρας Μαχμαλμπάφ και της Φάτιμα Μερνίσι. Όμως νοιώθω να κλονίζομαι λιγάκι όταν φέρνω στο μυαλό μου την Τανσού Τσιλέρ και την Άντζελα Μέρκελ. Την Τανσού την ξεφορτωθήκαμε, να δούμε πότε θα ξεφορτωθούμε και την Μέρκελ.
25-4-2010
Saturday, April 24, 2010
Σταυρούλα Σκαλίδη, Κρέας από σταφύλι, Πόλις 2010
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε και στο Λέξημα. Το μυθιστόρημα, μαθαίνω, είναι υποψήφιο για τα βραβεία του Διαβάζω.
Μια ακόμη πινακοθήκη με «ταπεινωμένους και καταφρονεμένους» μας παρουσιάζει στο καινούριο της μυθιστόρημα η Σταυρούλα Σκαλίδη.
Ένα βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα όπως αυτό του «Διαβάζω» δημιουργεί την πεποίθηση ότι ο συγγραφέας είναι αξιόλογος και την προσδοκία ότι και τα επόμενα έργα του δεν θα υπολείπονται του πρώτου. Η Σταυρούλα Σκαλίδη φαίνεται να επιβεβαιώνει αυτή την προσδοκία με το δεύτερο βιβλίο της, το «Κρέας από σταφύλι». Ας το γράψουμε από τώρα, αν και αυτό συνηθίζεται να γράφεται στο τέλος μιας βιβλιοκριτικής, ότι πρόκειται για ένα πάρα πολύ καλό βιβλίο.
Σ’ αυτή την «ιστορία ωμοφαγίας», όπως την χαρακτηρίζει ο υπότιτλος του βιβλίου, παρατηρούμε αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με το πρώτο μυθιστόρημα της Σταυρούλας, το «Προδοσία και εγκατάλειψη», τόσο στην πλοκή όσο και στο ύφος.
Παρατηρούμε την ίδια παριολατρεία που παρατηρήσαμε και στο προηγούμενο έργο. Όλοι οι ήρωες είναι περιθωριακοί ή αποκλίνοντες. Όλοι τους κουβαλάνε ψυχολογικά τραύματα. Ψυχολογικά τραύματα που άλλους θα τους οδηγήσουν στη φυγή, όπως τον Θεόφιλο και τη Μαριάννα, το μικρό κοριτσάκι, και άλλους σε μια συμπεριφορά αποκλίνουσα για τα κοινά μέτρα, όπως τον Φάνη που, πάσχοντας από νεανικό διαβήτη, προσπαθεί να ζήσει τη ζωή του μέσα από το σεξ, και τη Μυρσίνη, που κι αυτή μέσα από σχέσεις με ώριμους άνδρες αναζητάει τον πατέρα που τους εγκατέλειψε. Μια τέτοια μεγάλη σειρά περιθωριακών ηρώων δεν έχω συναντήσει σε πεζογράφημα, παρά μόνο σε κινηματογραφική ταινία, το «Dodeskaden» του Ακίρα Κουροσάβα (Στα ελληνικά παίχτηκε με τον τίτλο «Η γειτονιά των καταφρονεμένων».
Και εδώ επίσης η Σταυρούλα δημιουργεί ένα αφηγηματικό παζλ με συχνές αναδρομές που ολοκληρώνουν την προσωπογράφηση των ηρώων της προσθέτοντας στον κατάλογο των ψυχικών τραυμάτων τους, ή αποκαλύπτοντάς τον, όπως στην περίπτωση της Μαριάννας. Για παράδειγμα, μόλις προς το τέλος της αφήγησης μαθαίνουμε για το βαθύ ψυχικό τραύμα του Θεόφιλου, που υπήρξε μάρτυρας μιας αποτρόπαιης σκηνής: Η μητέρα του, σαν άλλη Φραγκογιαννού, έπνιξε ένα μικρό κοριτσάκι. Αυτή είχε τη δυστυχία της πρωτότοκης, που έπρεπε να φροντίζει ένα σωρό αδέλφια. Όμως η Σταυρούλα δεν οδηγεί την ηρωίδα της, σε αντίθεση με τον Παπαδιαμάντη, σε μια θεωρητικοποίηση της πράξης της. Οι συνθήκες ζωής της συμπλέκονται με βιολογικές αιτίες. Η αποφασιστική στροφή έγινε σαν αποτέλεσμα μιας επιλόχειας κατάθλιψη που άργησε να «θεραπευτεί». Τα σκονάκια που έπαιρνε είχαν και παρενέργειες. Η άνοια που θα την βρει χρόνια αργότερα και θα την οδηγήσει στο θάνατο φαίνεται έτσι ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα, «κατά το εικός και το αναγκαίον».
Υπάρχει όμως και μια διαφορά. Το προηγούμενο έργο τελειώνει με unhappy end, και μάλιστα, όπως επισημάναμε στη βιβλιοκριτική που κάναμε γι αυτό, χωρίς να απαιτείται από την οικονομία του έργου. Εκεί, εκτός πλαισίου της ιστορίας, στη θέση δηλαδή του «περάσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», η Σκαλίδη παρουσιάζει ένα ζευγάρι από τους ήρωές της να χωρίζουν. Ο άνδρας, αφού μένει χρόνια μόνος, πεθαίνει από καρδιακή προσβολή, ενώ η γυναίκα τα φτιάχνει με κάποιον που είναι εμφανώς κατώτερος. Εδώ, αντίθετα, έχουμε ένα ευτυχισμένο τέλος. Οι ήρωες περνάνε επί τέλους στον «παράδεισο» αφού πέρασαν τα μαρτύρια της κόλασης. Όχι όλοι όμως. Ο Θεόφιλος πήγε στον κυριολεκτικό παράδεισο. Πιστεύουμε δηλαδή, αφού έκανε μια πολύ καλή πράξη: περιμάζεψε και προστάτεψε το άμοιρο κοριτσάκι.
Υφολογικά παρατηρούμε τον ίδιο κοφτό λόγο, με σύντομες προτάσεις-παραγράφους, συχνά μιας και μόνο λέξης. Δίνουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, που προσωπογραφεί τον Θεόφιλο.
«…Σκελετός σκεβρωμένος. Η μια πλάτη γέρνει, η άλλη παλαντζάρει πιο ψηλά στον ορίζοντα. Των κορμιών. Μέσα στην κίνηση. Της πόλης. Και τ’ αυτιά του κρατάνε το βουητό· το αντηχούν στο μυαλό. Το άστεγο. Των εξήντα χρόνων. Συμβατικού καιρού, τάχα μου πραγματικού. Των πέντε ετών. Σταματημένης ψυχής… και τσουπωμένες εφημερίδες για μόνωση από. Τα μαλλιά του σκονισμένα. Λερά και αραιωμένα. Το χρώμα τους δεν φαίνεται. Καλύτερα. Τι χρώμα να ήταν; Και το σούρσιμο. Του άτολμου βήματος. Της συνεχούς φυγής. Τα παπούτσια κουρασμένα. Ξεχαρβαλωμένα σαν το σπασμένο του ζυγωματικό. Στο μάγουλο. Η ανισορροπία του προσώπου. Του ελλειμματικού καθρέφτη. Για τους άλλους…» (σελ. 36).
Όμως υπάρχει και κάτι καινούριο, εντελώς πρωτότυπο και μοναδικό. Στους περισσότερους τίτλους των κεφαλαίων της η Σταυρούλα χρησιμοποιεί κάποια εφέ. Ήδη στον πρώτο τίτλο βλέπουμε το εφέ του ομοιοτέλευτου. «Μαγδαληνή, Φροσύνη, Μυρσίνη». Στον δεύτερο τίτλο «Αλλαγή κλήματος» βλέπουμε το εφέ της ομωνυμίας (κλήμα=κληματαριά και κλίμα), όπως και στον τέταρτο «Άφτερ σέιβ, Άννα» (σέηβ, σώζω, και shave, ξυρίζομαι). Στον τρίτο τίτλο έχουμε το εφέ της παρήχησης: «Φίλοι, Φίλης, καρυοφύλλι», επίσης στον έκτο «Φρες φλες» (fresh, flesh), και τέλος στον ένατο: «Φάνης, κατά φαντασίαν ασθενής», ενώ οι τίτλοι στο δέκατο και στο ενδέκατο κεφάλαιο έχουν το εφέ της παράφρασης: «Ο καιρός μετά σου» και «Γιατροί χωρίς τσίνορα».
Τέλος η Σταυρούλα χρησιμοποιεί με επιδεξιότητα την αφηγηματική φωνή. Όλοι οι ήρωες συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς, με εξαίρεση δύο: τον Φάνη και τη Μαριάννα. Για τους πρώτους χρησιμοποιεί την τριτοπρόσωπη αφήγηση, ενώ για τον Φάνη την πρωτοπρόσωπη. Υπάρχει όμως και ένας εγκιβωτισμένος εσωτερικός μονόλογος, της μητέρας του Θεόφιλου, όπου μας αποκαλύπτονται λεπτομέρειες του εσωτερικού της δράματος.
Πιο πλούσια λοιπόν υφολογικά και αφηγηματικά μας παρουσιάζεται η Σταυρούλα Σκαλίδη με το δεύτερο μυθιστόρημά της. Επί πλέον υπάρχει η αισιοδοξία ενός happy end. Το ότι πρόκειται για ένα πολύ καλό βιβλίο το είπαμε ήδη στην αρχή.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Friday, April 23, 2010
Καλλιόπη Καλογεράκη-Λότση, Το ελάχιστο της πατρίδος
Κρητικά Επίκαιρα, Νοέμβρης 1993
Το "Ελάχιστο της πατρίδος" (Αλεξάνδρεια 1992) της
χανιώτισσας Καλλιόπης Καλογεράκη-Λότση,το πρώτο της
βιβλίο, αναπτύσσει μια διαλεκτική κίνηση από το "μέγιστο" της
πατρίδος ή των ηρωικών ουτοπιών, στο "ελάχιστο" της
καθημερινότητας, των καθημερινών κινήσεων, των καθημερινών
πραγμάτων (βλέπε και Γιώργου Καραμπελιά, "από το μέγιστο στο
ελάχιστο, δοκιμές για την πεζογραφία της μεταπολίτευσης,
εκδόσεις Λευκωσία 1993) για να αναχθεί πάλι στο "μέγιστο"
μιας μεταφυσικής θεώρησης της καταγωγής, της ουσίας, της
έννοιας, της σήμανσης, της πολυσθενικότητάς τους.
"Το ότι επήραν μαζί τους την εφημερίδα εξηγείται ίσως από
μια πιθανή επιθυμία να εμπλουτίσουν λίγο ακόμη τα πράγματα με
την πολυτέλεια μιας περιττής πράξης".(σελ.39).
"Ιδίως τη στιγμή που το τραπέζι μετατράπηκε στο μύθο
του, έγινε μια παρομοίωση και ταυτόχρονα έγινε και η έννοιά
του".(σελ.33).
"Απόμεινε ξαφνικά δίχως του και μόνη της με τις
αποσπασμένες σημασίες των πραγμάτων".(σελ.73).
"...κρατώντας στα χέρια της εκείνα που νόμιζε ότι θα
μπορούσαν και πάλι να αποδώσουν ένα πάτωμα στη ζωή της, δηλαδή
μια σκούπα κι ένα πανί..."(σελ.71).
"...τώρα που ο πατέρας επέστρεφε στη σκόνη και που
εκατομμύρια συμπτώσεις θα ξαναχρειάζονταν, κατά τις
πληροφορίες, για να τον ιδεί και πάλι να κάθεται στην
πολυθρόνα του"(σελ.68).
Αν ο ιμπρεσσιονισμός είναι το εικονικό αντίστοιχο του
ρεαλισμού, τη γραφή της Καλλιόπης Καλογεράκη-Λότση θα την
παρομοιάζαμε με τον κυβισμό: μια ανατομική παρουσίαση του
εσωτερικού των πράξεων και των ενεργειών, μια προσπάθεια
κατάδυσης στο "καθαυτό" των πραγμάτων, που μια καινούρια όραση
τα αποσπά από τις καθημερινές τους αλυσώσεις και τα
συσχετίζει σε καινούριες σειρές. Είναι, απ' αυτή την άποψη,
χαρακτηριστικό και εκπληκτικό ταυτόχρονα ,ένα εκτενές
απόσπασμα στις σελίδες 66-7:
Αφού η συγγραφέας περιγράψει με τον ποιητικό της τρόπο το
βάδισμα των Ελληνίδων ανά τους αιώνες, για να καταλήξει στο
βάδισμα της ηρωίδας της, συμπεραίνει πως "μόνο έτσι πρέπει να
βαδίζει κανείς πάνω σε ένα πεζοδρόμιο. Η πράξη του βηματισμού
του να είναι η πιο πρόσφατη ενέργεια ενός τεράστιου
παρελθόντος. Αυτός είναι πραγματικά βηματισμός πατρίδας".
Αναγωγή του ελάχιστου στο μέγιστο, να τι συνιστά το μήνυμα
της Καλογεράκη. Όμως αν αυτό συνιστά μια αληθινή διαλεκτική ή
απλά διαλεκτική ταχυδακτυλουργία, μάλλον για τον Γιώργο
Καραμπελιά είναι αμφιλεγόμενο.
Thursday, April 22, 2010
Aλμπέρ Καμύ, Η πτώση
Πριν κάμποσες βδομάδες πήρα από τις εκδόσεις Καστανιώτη για να παρουσιάσω από το Λέξημα τη βιογραφία του Καμύ από τον Ολιβιέ Τοντ. Ογκώδες βιβλίο, το άφησα για αργότερα. Άρχισα να το διαβάζω χθες. Όμως πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε και η «Πτώση», από μια σειρά εβδομαδιαίων κυκλοφοριών που έχουν γίνει τελευταία της μόδας. Έτσι είπα, πριν αρχίσω τη βιογραφία, να διαβάσω αυτό το έργο του Καμύ για να έχω μια πρόσφατη εικόνα της γραφής του.
Αργά ξεκίνησα να διαβάζω λογοτεχνία, στα σαράντα μου, και είναι πολλοί οι συγγραφείς για τους οποίους θα ήθελα να είχα διαβάσει περισσότερα έργα. Μέχρι τότε τα διαβάσματά μου ήταν κυρίως θεωρητικά. Όμως είχα διαβάσει τον «Ξένο», φοιτητής νομίζω, ένα βιβλίο που με εντυπωσίασε. Δεν κατάφερα να διαβάσω τον «Επαναστατημένο άνθρωπο», που ήταν πολύ της μόδας τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Και ο «Μύθος του Σίσυφου» βρίσκεται κάπου στο «ράφι των τύψεων», νομίζω και η «Πανούκλα».
Αφήγημα χαρακτηρίζεται στο εξώφυλλο το έργο αυτό του Καμύ. Χαρακτηρισμός γενικός και ασαφής, αφού σχεδόν κάθε πεζογραφικό είδος σε τελευταία ανάλυση είναι ένα αφήγημα. Σίγουρα δεν είναι νουβέλα, σίγουρα δεν είναι μυθιστόρημα.
Αμέσως από τις πρώτες σελίδες το έργο αυτό μου θύμισε το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι, έργο που διάβασα πρόσφατα και για το οποίο έχω γράψει στο blog μου.
Πρόκειται για ένα έργο εξομολογήσεων, όπως και το «Υπόγειο». Ο ήρωας εξομολογείται τα της ζωής του και του χαρακτήρα του. Ο αφηγηματικός τρόπος μόνο διαφέρει. Στο «Υπόγειο» η αφήγηση είναι εγκιβωτισμένη, με εκείνη την παλιά τεχνική της «εύρεσης χειρογράφων». Εδώ βρισκόμαστε μάρτυρες μιας εξομολόγησης, εξομολόγησης που κάνει ο Ζαν Μπατίστ Κλαμάνς, δικηγόρος, σε έναν πελάτη του. Κάθε κεφάλαιο είναι και μια συνάντηση. Ακούμε μόνο το λόγο του Ζαν Μπατίστ. Έτσι ο χρόνος της ιστορίας είναι κατακερματισμένος στα δύο, στο χρόνο της αφήγησης του ήρωα που δίνει και την αίσθηση της συγχρονικότητας που δίνει και ο κινηματογράφος, σαν να είμαστε μάρτυρες αυτών των εξομολογήσεων τη στιγμή που γίνονται, και στο χρόνο των επεισοδίων τα οποία αφηγείται.
Ο Ζαν Μπατίστ έχει πολλά κοινά με τον ήρωα του «Υπογείου». Είναι και αυτός μια ψυχοπαθολογική προσωπικότητα. Στην αρχή μας δίνεται η εντύπωση ότι πρόκειται για τον ήρωα ενός άλλου Ζαν Μπατίστ, του Ζαν Μπατίστ Ποκλέν, του επονομαζόμενου Μολιέρου, τον Ταρτούφο. Μας εξομολογείται μια ευσέβεια και μια καλοσύνη που όμως είναι πέρα για πέρα υποκριτικές. Αργότερα διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για μια εντελώς διαταραγμένη προσωπικότητα, που είναι περίπου ο περίγελος των άλλων. Φτάνουν μέχρι το σημείο να του βάζουν και τρικλοποδιές, όπως υποπτεύεται ο ήρωάς μας. Δεν έχει φίλους. Είναι γεμάτος από συμπλέγματα ενοχής. Έχει φαντασιώσεις μεγαλείου.
Ενώ το πρώτο μέρος του «Υπογείου» το βρήκα εξαιρετικά βαρετό γιατί δεν ήταν τίποτα άλλο παρά εξομολογήσεις, ενώ αντίθετα το δεύτερο ήταν συναρπαστικό γιατί υπήρχε δράση, εδώ μένουμε μόνο στο πρώτο μέρος, στις εξομολογήσεις.
Αυτό που δεν κάνει ανιαρές τις εξομολογήσεις του Ζαν Μπατίστ είναι το ότι δεν περιορίζεται μόνο στους αυτοχαρακτηρισμούς και στην αυτοανάλυση. Αφηγείται και αρκετά επεισόδια από την προσωπική του ζωή, σαν σύντομα διηγήματα, πολλά από τα οποία φωτίζουν την προσωπικότητά του. Επί πλέον υπάρχουν αρκετά δοκιμιακά αποσπάσματα, πολλά από τα οποία μας γοητεύουν με την πρωτοτυπία τους. Υπάρχουν αποσπάσματα για τη δουλεία, για την αυτοκτονία, για τον Χριστό, για τη δικαιοσύνη κ.ά. τα οποία συμπλέκονται βέβαια με την περίπτωσή του. Διαβάζουμε για παράδειγμα:
«Ξέρω πως δεν έχω φίλους. Είναι πολύ απλό: το ανακάλυψα τη μέρα που σκέφτηκα να σκοτωθώ για να τους σκαρώσω μια πετυχημένη φάρσα, για να τους τιμωρήσω κατά κάποιο τρόπο» (σελ. 47).
Ο (ας μη γράψω το όνομά του) είχε φίλους. Όμως δεν ξέρω τι τον ώθησε να τους κάνει ίσως την πιο μακάβρια πρωταπριλιάτικη φάρσα που έγινε ποτέ, νομίζω πριν δέκα ακριβώς χρόνια. Τους είχε προειδοποιήσει κιόλας ότι θα τους έκανε μια φοβερή φάρσα, «που θα τους έπιανε όλους». Οι φίλοι του περίμεναν με ανυπομονησία. Διασκεδάσανε την παραμονή, σε μια ταβέρνα. Ξημερώματα γύρισε σπίτι και ήπιε ένα μπουκάλι φυτοφάρμακο. Ένα φυτοφάρμακο με το οποίο ο θάνατος είναι ακαριαίος. Την επομένη οι φίλοι του έμειναν με ανοικτό το στόμα από την κατάπληξη. Έγραψα μια «αφήγηση» γι αυτό, όμως σεβάστηκα τη θέληση της οικογένειας, δεν τη δημοσίευσα.
Στη βιογραφία του διαβάζω ότι ο Καμύ ταξίδεψε αρκετά. Φυσικά ήλθε και στην Ελλάδα. Στην «Πτώση» διαβάζουμε το παρακάτω απόσπασμα:
«Στο ελληνικό αρχιπέλαγος… εμφανίζονταν αδιάκοπα καινούρια νησιά στον ορίζοντα, ολόγυρά μας. Η άδεντρη ράχη τους διέγραφε τα όρια του ουρανού, η βραχώδης παραλία τους ξεχώριζε καθαρά πάνω στη θάλασσα. Καμιά πιθανή σύγχυση∙ στο λαγαρό φως όλα ήταν σημεία αναφοράς του χώρου. Κι από το ένα νησί στο άλλο, πάνω στο μικρό μας καράβι που ωστόσο θαρρείς και σερνόταν, είχα την εντύπωση ότι αναπηδούσα, ασταμάτητα, μέρα νύχτα, πάνω στη ράχη των μικρών δροσερών κυμάτων, μ’ έναν καλπασμό όλο αφρούς και γέλια. Από τότε η Ελλάδα πλανιέται κάπου μέσα μου, στα όρια της μνήμης μου, ακατάπαυστα… Πριν εμφανιστούμε στα ελληνικά νησιά, θα ’πρεπε να πλυθούμε πολύ καλά. Ο αέρας εκεί είναι αγνός, η θάλασσα και η απόλαυση καθάριες» (σελ. 60-61).
Παρά το ότι η αφήγηση είναι ένας χείμαρρος αναμνήσεων και εξομολογήσεων, υπάρχει ένας αφηγηματικός ιστός, ένα επεισόδιο στη ζωή του ήρωα που φαίνεται να τον κατατρύχει. Μια κοπέλα έπεσε από μια γέφυρα του Σηκουάνα. Ο Ζαν Μπατίστ είχε προσπεράσει όταν άκουσε το πλαφ πάνω στα νερά. Δεν ενδιαφέρθηκε, ούτε καν να ειδοποιήσει την αστυνομία. Το τέλος του αφηγήματος ρίχνει ίσως το πιο άπλετο φως στην διαταραγμένη αυτή προσωπικότητα: «‘Ω κοπέλα, πέσε πάλι στο νερό, για να μου δοθεί, μια δεύτερη φορά, η ευκαιρία να σώσω και τους δυο μας!’ Δεύτερη φορά, ε, τι απερισκεψία! Για φανταστείτε, αγαπητέ μετρ, να παίρναν τα λόγια μας στα σοβαρά. Θα ’πρεπε τότε να το κάνουμε. Μπρρρ…! Το νερό είναι τόσο κρύο! Αλλά δεν χρειάζεται ν’ ανησυχούμε! Είναι πολύ αργά τώρα, θα είναι πάντα πολύ αργά. Ευτυχώς!».
Ο Καμύ σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1960, σε ηλικία 47 χρονών. Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, άσπονδος φίλος του, δέκα χρόνια μεγαλύτερός του, χαιρέτησε τη βράβευση. Ο Σαρτρ πήρε το Νόμπελ το 1963, σε ηλικία 53 χρονών. Αν είχε πεθάνει στα 47 του όπως και ο Καμύ, δεν θα είχε προλάβει να το πάρει. Αλλά, εδώ που τα λέμε, αρνήθηκε να το πάρει. Βέβαια η διάκριση είναι που μετράει, αν και ο Σαρτρ με το ανάστημά του ξεπερνάει το Νόμπελ.
Ο Καμύ έχει μια διαυγή, λαγαρή πρόζα, που παρά την ανυπαρξία μύθου τραβάει τον αναγνώστη, σε αντίθεση με τον ήρωα του «Υπόγειου» στο πρώτο μέρος, που φαίνεται να παραληρεί. Η φίλη μου η Ελένη η Στασινού που διάβασε κι αυτή το βιβλίο εκφράστηκε με ενθουσιασμό γι αυτό.
Όμως πόσο τραβάει πραγματικά τον αναγνώστη; Γιατί επιλέχτηκε για τη σειρά το αφήγημα, και όχι τα δυο μυθιστορήματα, «Ο ξένος» και «Η πανούκλα»; Μήπως γιατί αυτά τα δεύτερα πουλάνε ενώ η «Πτώση» κόλλησε; Αν όντως έτσι συμβαίνει, μπορεί να φταίει γι αυτό ο ειδολογικός χαρακτηρισμός. Είναι γνωστό για παράδειγμα ότι μόνο το μυθιστόρημα πουλάει, όχι το διήγημα, ο φίλος μου ο Ανδρέας Μήτσου το ξέρει αυτό πολύ καλά. Πιθανόν να μην πουλάει και το αφήγημα. Βέβαια η αξία ενός λογοτεχνήματος δεν μπορεί να καθοριστεί μόνο από το πόσο πουλάει. Αλλά εγώ έχω πάψει προ πολλού να αποφαίνομαι για την αξία ενός λογοτεχνήματος ή μιας ταινίας. Λέω απλά αν μου άρεσε ή όχι. Και αυτό το αφήγημα του Καμύ μου άρεσε πολύ.
Wednesday, April 21, 2010
Βασίλης Γκουρογιάννης, Διηγήσεις Παραψυχικών Φαινομένων και Το ασημόχορτο ανθίζει
Η φωνή της Πεντέλης, 30 Ιουν. 1993, τ. 111
Ο Βασίλης Γκουρογιάννης, δικηγόρος, εμφανίζεται, όπως αρκετοί
άλλοι σύγχρονοι λογοτέχνες (Νίκος Βασιλειάδης, Αλέξης
Πανσέληνος κλπ) κάπως αργά στη λογοτεχνία. Γεννημένος το
1951,εκδίδει την πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο "Από
φωτογραφία βουνού" (εκδόσεις "Tο δέντρο") μόλις το 1985,ενώ η
δεύτερη με τίτλο "Σχόλια σε ποίηση" (Δωδώνη) εκδίδεται το
1987.
Το 1990 από τις εκδόσεις Καστανιώτης κυκλοφορούν οι
"Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων". Πρόκειται για μαρτυρίες
απλών ανθρώπων τις οποίες ο Γκουρογιάννης παραθέτει δίνοντας
την ερμηνεία του. Διαβάζοντάς τις, μπόρεσα να καταλάβω γιατί ο
Πλάτωνας ήταν τόσο ανυπόμονος να διώξει τους ποιητές από την
Πολιτεία του. Μελετητής κι εγώ των παραψυχικών φαινομένων
(Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα, Θυμάρι 1981,β έκδοση
1991) παρασυρμένος από την υπέροχη ποιητική γλώσσα του
Γκουρογιάννη, πλούσια με τις πιο πρωτότυπες εικόνες, τις πιο
"ανοίκειες" μεταφορές, ("η μνήμη των παραφυσικών υπάρξεων
διεγείρεται και σκιρτά επίμονα, ωσάν αποκομμένη ουρά ερπετού
που γυρεύει το υπόλοιπο σώμα") ένοιωσα να κλονίζομαι στις
υλιστικές ερμηνείες που προσπαθούσα να δώσω. Το μέγεθος της
απάτης της ποίησης (συνεκδοχικά βέβαια όλης της λογοτεχνίας)
το ένιωσα στο τέλος, όπου ο συγγραφέας αποκαλύπτει τις
λογοτεχνικές προθέσεις του (όχι προθέσεις λογοτεχνικότητας)
και την πλαστότητα των μισών περίπου αφηγήσεων. Η Κρίστη
Στασινοπούλου στο βιβλίο της "Επτά φορές στην Αμοργό"
(Καστανιώτης 1992) μια συλλογή διηγημάτων με παραψυχολογικές
ιστορίες, ήταν πιο ειλικρινής. Πάντως και οι δυο συγγραφείς
αποτελούν δείγμα μιας προϊούσας αναβίωσης του γκροτέσκ, το
οποίο, όσον αφορά το δράμα, κυριολεκτικά επιβλήθηκε με το
θέατρο του παράλογου.
"Το ασημόχαρτο ανθίζει"(Καστανιώτης 1992),το δεύτερο
μυθιστόρημα του Γκουρογιάννη, αποτελεί, όπως και "οι ιστορίες
παραψυχικών φαινομένων", μια ποιητική μεταγραφή της
πραγματικότητας. Μόνο που η πραγματικότητα αυτή, σ' αυτή την
περίπτωση, ανήκει στην τάξη της ιστορίας. Θέμα του ο
αλληλοσπαραγμός που συνέβη στην περιοχή της Ηπείρου την
περίοδο της κατοχής, όχι όμως κύρια ανάμεσα σε αριστερούς και
δεξιούς, αλλά ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους, τους
τσάμηδες (αρχαίους Θυάμηδες).
Το έργο χαρακτηρίστηκε σαν ιστορικό μυθιστόρημα. Όμως, όπως
λέει ο ίδιος ο Γκουρογιάννης σε συνέντευξή του που έδωσε στο
"Διαβάζω" (τεύχος 305,17-2-93),αν και ήταν πράγματι η πρόθεσή
του να δώσει ένα ιστορικό μυθιστόρημα, το έργο, μέχρι την
τελευταία γραφή του, είχε μετασχηματισθεί στο εντελώς
αντίθετο:"Ένα ποίημα που χρησιμοποιεί προσχηματικά την
ιστορία". Το ότι η ιστορία βρίσκεται πράγματι σε πρώτο πλάνο
στη συνείδηση του αναγνώστη, αυτό δεν οφείλεται τόσο στα
ιστορικά στοιχεία που παρατίθενται, όσο στο ότι "διαβάζει" μια
ιστορία που του ήταν άγνωστη, και που κάποια νήματά της
μαθαίνει τελευταία από τις εφημερίδες, καθώς από την Αλβανία
ανακινήθηκε το θέμα της επιστροφής των τσάμηδων, οι
οποίοι, καθώς συνεργάστηκαν με τους κατακτητές στην κατοχή,
αναγκάσθηκαν να καταφύγουν στην Αλβανία μετά την
απελευθέρωση.
Ο σουρεαλισμός, εγγενής στη θεματική των "ιστοριών
παραψυχικών φαινομένων", επινοείται συνεχώς στο "ασημόχαρτο
ανθίζει", εντείνοντας την ποιητική διάσταση της γλώσσας του
Γκουρογιάννη. Όμως λειτουργεί και σε ένα άλλο επίπεδο, αυτό του
συμβολισμού. Ο διώκτης που, ανάλογα με τη θέση του
ήλιου, γίνεται διωκόμενος, "συμβολίζει την καταδίωξη ανθρώπου
από άλλο σκοτεινό όμοιό του, όμαιμο και ομόρριζο, παρά τις
επιφανειακές και επίκτητες διαφορές συμμαχιών και θρησκειών",
λέει ο Γκουρογιάννης στην ίδια συνέντευξη.Το ίδιο συμβολικά
πρέπει να ερμηνευτεί και το σιαμαίο έμβρυο που κουβαλάει ο
διώκτης στη ράχη του και που δεν μπορεί να ξεφορτωθεί, σαν
την σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας.
Από τις πιο σουρεαλιστικές εικόνες του Γκουρογιάννη είναι
το καινούριο Ζάλογγο από τις καταδιωκόμενες τσάμισσες, που
σκαρφαλώνοντας πάνω στα αγάλματα των γνωστών ηρωίδων έπεφταν
στον γκρεμό για να γλιτώσουν από τους Έλληνες διώκτες τους.
Το συχνότερα χρησιμοποιούμενο δομικό υλικό του σουρεαλισμού
του Γκουρογιάννη είναι το φίδι, στο οποίο έχει μια φετιχιστική
προσήλωση, χρησιμοποιώντας το ακόμη και στις μεταφορές, όπως
στην παρακάτω, που απαντάται πάνω από μια φορά στο κείμενο:
"...το φροντισμένο φρύδι μετεωριζόταν σαν ερπετό επάνω από
ορφανό αυγό χελιδονιού".
Το ίδιο το σουρεαλιστικό υλικό, που αντιστέκεται στην
ερμηνεία μια και δεν είναι πάντα συμβολικό, συμβολίζει στο
σύνολό του την παράλογη πλευρά της ιστορίας, όπως το
υποσυνείδητο από το οποίο ο σουρεαλιστής ζωγράφος ή ποιητής
αντλεί τις εικόνες του συμβολίζει την παράλογη πλευρά του
εαυτού μας. Ο Γκουρογιάννης, παραθέτοντας αμετάφραστα κομμάτια
διαλόγων στα αρβανίτικα,(τα οποία "δανείζεται", μια και, όπως
δηλώνει στην παραπάνω συνέντευξη, δεν τα γνωρίζει) τονίζει τη
ματαιότητα της προσπάθειας μιας συνολικής ερμηνείας. Αυτό που
μένει είναι η φρίκη της σφαγής και των βασανισμών, που γίνεται
ακόμη πιο έντονη από τη σουρεαλιστική της απόδοση. Όμως, μέσα
σ' αυτή τη φρίκη της αλληλοσφαγής, δυο αδελφοποιητοί, ένας
χριστιανός και ένας μουσουλμάνος, αγωνίζονται ο ένας για τον
άλλο, σύμβολα μιας ελπιδοφόρας ανθρωπιάς, αντίβαρο στον
παραλογισμό της αλληλοεξόντωσης.
Ο Γκουρογιάννης στο έργο του αυτό εικονογραφεί μια
πεποίθησή μου που, παρακολουθώντας την επικαιρότητα των
εθνικιστικών εξάρσεων και αλληλοσπαραγμών, γίνεται μέρα με τη
μέρα πιο έντονη: το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί στις
μέρες μας είναι να ανήκεις σε μειονότητα. Αν ζούσε ο Θαλής
στις τρεις προσευχές του (θεέ μου σε ευχαριστώ που με έκανες
άνθρωπο και όχι ζώο, Έλληνα και όχι βάρβαρο, άνδρα και όχι
γυναίκα) θα πρόσθετε σίγουρα και μια τέταρτη:θεέ μου, σε
ευχαριστώ που με έκανες να ανήκω σε κυρίαρχη εθνότητα και όχι
σε μειονότητα. Γιατί, σήμερα, οι μειονότητες είναι της γης οι
κολασμένοι.
Tuesday, April 20, 2010
Αρχοντούλα Διαβάτη, Η μάνα του νερού
Στη μάνα της αφιερώνει τη «Μάνα του νερού» η Αρχοντούλα Διαβάτη. Ταιριαστή αφιέρωση. Εγώ δεν πρόλαβα. Άργησα και για τους δυο γονείς μου. Έτσι η αφιέρωση στο τελευταίο μου βιβλίο είναι στη μνήμη και των δυο τους. (O Αλέξανδρος Δεσύλλας–εκδόσεις ΑΛΔΕ-θα κάνει τα αδύνατα δυνατά να βρίσκεται στην έκθεση βιβλίου στη Θεσσαλονίκη αυτό το σαββατοκύριακο. Έχει κάθε λόγο. Το βιβλίο μου έχει τον τίτλο «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας», και τιμώμενη χώρα φέτος είναι η Κίνα).
Μετά την αφιέρωση ακολουθούν τρία αφηγήματα. Στη συνέχεια, σε ξεχωριστή ενότητα, τα περισσότερα από τα αφηγήματα αυτού του βιβλίου. Μότο, σε ξεχωριστό φύλο, είναι μια φράση του Νίκου Χουλιαρά: Η μοναδική μας πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια. Και, συμπληρώνουμε εμείς, η νοσταλγία γι αυτά είναι ιδιαίτερα έντονη, καθώς η επιστροφή είναι εξ αντικειμένου ματαιωμένη. Είναι η Ιθάκη προς την οποία πάντα θα ταξιδεύουμε στα όνειρα και στις ονειροπολήσεις μας, όμως στην πραγματικότητα δεν θα φτάσουμε ποτέ. Και δεν θα πούμε ποτέ πως μας γέλασε. Αυτό το ταξίδι θα λειτουργεί σαν παρηγοριά στις δύσκολες στιγμές της ζωής μας.
Η Αρχοντούλα Διαβάτη κατέγραψε αυτό το ταξίδι. Ένα ταξίδι συναρπαστικό, συναρπαστικό για όλους μας, μια και αποτελεί διπλοτυπία και των δικών μας ταξιδιών, αφού η εμπειρία της ενηλικίωσης είναι λίγο πολύ κοινή για όλους. Και είναι ακόμη πιο διπλοτυπικό γι αυτούς που το έκαναν περίπου παράλληλα στο χρόνο, και μάλιστα στον ίδιο ή κοντινό χώρο. Εγώ το έκανα την ίδια περίπου εποχή, αλλά στην άλλη άκρη της Ελλάδας. Στο αφήγημα «Πολυτεχνείο 73» η Αρχοντούλα γράφει: «Το Μάρτη του 73 ορκίστηκα». Εγώ ορκίστηκα λίγους μήνες πιο πριν. Είχα σημειώσει τότε στο ημερολόγιο μου: «Η σημερινή ημέρα θα είναι για μένα σημαδιακή. 17 Νοεμβρίου 1972. Απόψε ταξιδεύω με το πλοίο για την Κρήτη, αφήνοντας πίσω την Αθήνα της φοιτητικής μου ζωής». Δεν μπορούσα να φανταστώ τότε ότι η ίδια μέρα του επόμενου χρόνου θα ήταν ακόμη πιο σημαδιακή, μια μέρα σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα.
Μπορεί η Αρχοντούλα να μην καταγράφει όλα τα παιχνίδια που έπαιζαν, και το παιχνίδι με το δένδρο που αναφέρει μου είναι άγνωστο, όμως όλοι θυμόμαστε τις έντονες συγκινήσεις των παιδικών μας παιχνιδιών. Ασφαλώς όλα τα βιβλία που σημάδεψαν την παιδική της ηλικία μέχρι την ενηλικίωση να μην τα διάβασα κι εγώ, αλλά διάβασα πολλά απ’ αυτά που αναφέρει, και ανακαλώ με ρίγος τη συγκίνηση που μου πρόσφεραν. Όχι μόνο κλασικοί συγγραφείς όπως ο Καζαντζάκης και ο Ντοστογιέφσκι, αλλά και άλλοι που σήμερα είναι σχεδόν ξεχασμένοι, ίσως μάλιστα περισσότερο αυτοί, όπως ο Κρόνιν. Φαντάζομαι κάθε αναγνώστης θα έχει διαβάσει κάποια από τα βιβλία που αναφέρει η Αρχοντούλα.
Τα μικρά αφηγήματα του βιβλίου αυτού, τα περισσότερα μικρότερα από τρεις σελίδες, είναι σποτάκια αυτοβιογραφικά. Συχνά αφηγούνται ελάσσονα επεισόδια, για να εκφράσουν τη συγκίνηση της στιγμής. Ας δώσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Έχει τίτλο «Ήλιος με δόντια».
«Η μαμά με την κυρα-Ειρήνη είχαν πάει στην Τούμπα να υφάνουν από κάτι χρωματιστούς μπόγους κουρέλια που μάζευαν όλο το χρόνο, κουρελούδες.
Κρύο, παγωνιά. Με τι αγαλλίαση έσπαγα με την άκρη της μπότας μου τους πάγους, γυρνώντας μόνη μου στη γειτονιά» (σελ. 39).
Με τι αγαλλίαση συναντώ, ίσως για πρώτη φορά γραμμένη, μια λέξη που άκουγα συχνά στα παιδικά μου χρόνια: κουρελούδες. Η μάνα μου ήταν κάτι παραπάνω από ανυφαντού: ήταν περαματίστρα. Αυτή δηλαδή «στέλιωνε» τα ανυφαντικά, πάνω στα οποία θα ύφαιναν οι χωριανές και κοντοχωριανές μας –γύριζε όλα τα χωριά-τα υφαντά τους, ανάμεσα στα οποία ήταν και οι κουρελούδες.
Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό της Αρχοντούλας Διαβάτη συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ένα χαρακτηριστικό της γυναικείας γραφής, αλλού περισσότερο, αλλού λιγότερο έντονο: το ασύνδετο, σπανιότερα των φράσεων, των προτάσεων και των περιόδων, και συχνότερα των παραγράφων. Η Αρχοντούλα, συνειδητοποιώντας τη σχετική αυτονομία των παραγράφων της, αφήνει αρκετά συχνά ένα διάκενο δυο γραμμών ανάμεσά τους.
Έχει ειπωθεί ότι η γυναίκα έχει αναπτυγμένο περισσότερο το συναίσθημα, ενώ ο άνδρας τη λογική. Έτσι η ανδρική γραφή ακολουθεί περισσότερο τη «λογική» σειρά των προτάσεων στη γραμμική τους διαδοχή, ενώ η γυναικεία πολλές φορές την αμελεί. Η γυναίκα-συγγραφέας λες και συλλαμβάνει ολιστικά, με τη σημασία που δίνει στη λέξη η μορφολογική (gestalt) ψυχολογία, ένα σημασιολογικό πεδίο που την εντυπωσιάζει όπως ένας πίνακας ζωγραφικής, για να παραθέσει στη συνέχεια τα στοιχεία του με οποιαδήποτε σειρά. Ας δώσουμε όμως ένα παράδειγμα.
«Η μελωδία της καθημερινότητας. Στο χωλ τους – το βάζο με τ’ αμάραντα - που το ’βρισκε ο ήλιος του απογεύματος. Το ρολόι να χτυπάει καθησυχαστικά και οικεία τις ώρες.
Τα πράγματα υφασμένα μαζί με τα συναισθήματα και τις καθημερινές ιστορίες. Έξω ο κήπος και μέσα στο σπίτι οι άνθρωποι να διαδραματίζουν τη ζωή τους με τις αισθήσεις ζωντανές» (σελ. 38).
Το επίμετρο αποτελεί μια δραματική κορύφωση με σασπένς, που τελειώνει με happy end. Η υφολογική καινοτομία του είναι η παράθεση πολλών αποσπασμάτων από την Αγία Γραφή.
Αλλά ας κινηθώ και πάλι αυτοβιογραφικά, παίρνοντας αφορμή από την παρακάτω παράγραφο:
«Το καλοκαίρι, υποψήφια για το Πανεπιστήμιο, με ανοιχτά τα βιβλία στην αυλή που είχε καταβρεχτεί και σκουπιστεί μετά, έκαμνα όνειρα για το μεγάλο έρωτα, για τη γυναίκα που θα γινόμουν κάποτε, για τη ζωή που με περίμενε. Το αποτέλεσμα ήταν να αφήσω αδιάβαστο ένα μεγάλο μέρος της ύλης και να γράψω μέτρια στην Ιστορία. Οι βαθμοί μου δεν με βοηθούσαν να μπω στη Φιλολογία, ενώ έμπαινα απ’ τους πρώτους στη Νομική» (σελ. 78).
Εγώ έγραψα ολότελα άσχημα, 7,5 σε εικοσάβαθμη κλίμακα. Είχα την ατυχή ιδέα να διαβάσω λέει την Ιστορία στην παραλία της Ιεράπετρας. Μπρούμυτα στην άμμο, κάνοντας ηλιοθεραπεία (εξετάσεις τότε δίναμε, αν θυμάμαι καλά, αρχές Σεπτέμβρη). Όχι, εγώ δεν έκανα όνειρα για τον μεγάλο έρωτα ή για τον άνδρα που θα γινόμουν κάποτε. Απλά περνούσαν με μεγάλη συχνότητα ωραίες γεραπετρίτισσες από μπροστά μου και μου αποσπούσαν την προσοχή. Δεν πρόλαβα να κάνω ούτε μια ανάγνωση την ύλη. Εγώ, επειδή έτσι κι αλλιώς μάντευα το αποτέλεσμα, δεν είχα βάλει πρώτη τη Φιλολογία αλλά την Αγγλική Φιλολογία. Τελειώνοντάς τη, ως πτυχιούχος, δυο μήνες πριν ορκιστεί η Αρχοντούλα, έκανα την εγγραφή μου στο τρίτο έτος του Φιλοσοφικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής.
Δεν ξέρω αν κυκλοφορεί ακόμη το βιβλίο ή έχει εξαντληθεί. Πάντως είναι ένα πολύ καλό, συγκινητικό βιβλίο, και αξίζει να το αναζητήσετε.
Monday, April 19, 2010
Huang Hong (2001), Ένας πατέρας με 25 παιδιά
Ήθελα να γράψω ότι η γηραιά ήπειρος είναι γηραιά γιατί ο πληθυσμός της είναι γερασμένος, σε αντίθεση με τον Τρίτο Κόσμο με τη μεγάλη γεννητικότητα όπου ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι κάτω από τα είκοσι, αλλά θυμήθηκα μετά ότι δεν είναι η περίπτωση της Κίνας με την πολιτική του ενός παιδιού, όσο και αν αυτό καταστρατηγείται σε απομονωμένες περιοχές της επαρχίας. Γεγονός είναι πάντως ότι τα παιδιά αποτελούν μόνιμους ήρωες στον τριτοκοσμικό κινηματογράφο. «Το άσπρο μπαλόνι», «Τα παιδιά του πετρελαίου», «Ο μικρός άνθρωπος», «Το πιθάρι», είναι κάποιες που μου έρχονται αυθόρμητα στο νου. «Ούτε ένας λιγότερος», μια ακόμη εξαιρετική ταινία του Τζανγκ Γιμόου που είδα πριν χρόνια και μου ήλθε τώρα στο μυαλό. Χθες είδα μια ακόμη κινέζικη ταινία όπου πρωταγωνιστούν ένα τσούρμο παιδιά. Και το πιο εκπληκτικό: Η ταινία αυτή είναι κωμωδία, μια από τις πιο σπαρταριστές και ταυτόχρονα συγκινητικές ταινίες που έχω δει ποτέ. Ένας άνδρας που μεγάλωσε ορφανός, και τον ανάθρεψαν οι κάτοικοι του χωριού, κατάφερε να σταθεί στα πόδια του στήνοντας μια πολύ καλή επιχείρηση ορνιθοτροφείου. Στο τέλος του έρχονται όχι ένα, όχι δυο, αλλά 25 παιδιά, ορφανά ή απλά από πολύ φτωχές οικογένειες, και πρέπει να αναλάβει την φροντίδα τους. Με αυτό το τσούρμο των παιδιών είναι φυσικό να δημιουργηθούν ένα σωρό κωμικά επεισόδια. Και στις παρυφές των επεισοδίων βλέπουμε το ειδύλλιο του ήρωα με μια γειτόνισσά του, ειδύλλιο που κινδύνεψε αρχικά εξαιτίας αυτών των παιδιών. Στην ταινία παίζει και ο σκηνοθέτης που, δεν μας προκαλεί πια έκπληξη, υπογράφει και το σενάριο.
Το ανθρωπολογικό στοιχείο είναι ότι δεν είδαμε την δωρεάν περίθαλψη που περιμέναμε από μια κομμουνιστική χώρα. Οι πρώτες βοήθειες δίνονται μόνο αν δώσεις προκαταβολή, και μια θεραπεία δεν την καλύπτει το ταμείο απορίας. Ο ήρωας, για να μαζέψει τα 50.000 yuan που απαιτούνται για τη θεραπεία ενός από τα παιδιά πουλάει το ορνιθοτροφείο του. Το αγοράζει η μέλλουσα πεθερά του, αν και η κόρη της είναι τσακωμένη αυτή την περίοδο με την υποψήφιο γαμπρό, για να μην το πάρει άλλος.
Την ταινία την μετάδωσε η ψηφιακή ΕΡΤ, το cine+. Την έγραψα στο dvd recorder, στο σκληρό του δίσκο, και μετά την αντέγραψα σε dvd. Αλλά έχω διαπιστώσει ότι τα dvd φθείρονται με το χρόνο, και εγώ αυτή την ταινία θα ήθελα κάποτε να την ξαναδώ. Έτσι αγόρασα το any video converter, 35 ευρώ και τη μετέτρεψα σε avi, και έτσι σε ένα σκληρό δίσκο είναι σίγουρο ότι θα διατηρηθεί για πολύ περισσότερο καιρό.
Επί τη ευκαιρία να πω το εξής. Μου έρχεται κατά καιρούς ένα email που μου λέει να μην πληρώνω την εισφορά στην ΕΡΤ στο λογαριασμό της ΔΕΗ. Υπάρχει μια λογική σ’ αυτό, μια και με τα λεφτά μας έπαιρναν παχυλούς μισθούς αργόσχολοι σύμβουλοι της ΕΡΤ. Ο κατάλογός τους κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο. Όμως εγώ αρνήθηκα. Όσο και αν η διαφθορά έχει διεισδύσει και στους κόλπους της ΕΡΤ, αυτή τη στιγμή μόνο στην ΕΡΤ μπορώ να δω αξιόλογα προγράμματα. Τα ιδιωτικά κανάλια έχουν κατά κανόνα σκουπίδια, τουλάχιστον για τα δικά μου γούστα. Ας αφήσουμε που το cine+ είναι ψηφιακό, δηλαδή με εξαιρετική εικόνα. Έτσι δεν σκοπεύω να ακολουθήσω αυτή την υπόδειξη. Και δεν είναι μόνο η τηλεόραση, είναι και το Τρίτο πρόγραμμα της ραδιοφωνίας, με την κλασική μουσική. Στο αυτοκίνητό μου ακούω μονίμως το Τρίτο. Ακόμη και στην Κρήτη μπορώ να το ακούσω ψηφιακά, μέσω ίντερνετ. Η μόνη ένστασή μου είναι ότι δεν παίζει πάντα κλασική μουσική. Θα έπρεπε το Τρίτο πρόγραμμα να είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στην κλασική μουσική. Όταν κάποιος θέλει να ακούσει κλασική μουσική να μπορεί να τη βρίσκει σε ένα κανάλι. Εγώ, όταν ανοίγω το Τρίτο πρόγραμμα και δεν έχει κλασική μουσική, απλά αλλάζω κανάλι, ή κλείνω το ραδιόφωνο.
18-4-2010
Sunday, April 18, 2010
Κάρλος Φουέντες, Αύρα-Τα γενέθλια
Πήρα από τις εκδόσεις Καστανιώτη για να παρουσιάσω από το Λέξημα τα «Κρυστάλλινα σύνορα» του Κάρλος Φουέντες, και πριν βρω το χρόνο να το διαβάσω ανακάλυψα στην Κρήτη τώρα το Πάσχα τον τόμο με τις δυο νουβέλες του, την «Αύρα» και τα «Γενέθλια», από τα πρώτα έργα του όπως διαβάζω στο βιογραφικό του. Είπα λοιπόν να ξεκινήσω μ’ αυτές.
Και τα δυο έργα είναι ατμοσφαιρικά. Τα επεισόδια εκτυλίσσονται σε κλειστούς, αποπνικτικούς χώρους, όλο μυστήριο. Το φανταστικό κυριαρχεί.
Αλλά ας τα πάρουμε ένα ένα.
Η «Αύρα» είναι από τα πρώτα έργα του Φουέντες, που το έγραψε το 1962, σε ηλικία 34 ετών. Τρία είναι τα πρόσωπα, ο αφηγητής, η «Αύρα» και μια γριά. Ο αφηγητής ζευγαρώνει με την όμορφη Αύρα. Το εφέ του απροσδόκητου είναι ότι η Αύρα είναι αύρα, αλλιώς εκτόπλασμα, που δημιουργεί η γριά, από την εικόνα της όταν ήταν νέα. Η υλοποίηση όμως κρατάει μόνο τρεις μέρες. Μετά πρέπει να ξαναπροσπαθήσει να την υλοποιήσει πάλι. Αυτό το μαθαίνει ο αναγνώστης μαζί με τον αφηγητή, στο τελευταίο «ζευγάρωμα» του τελευταίου, όταν με έκπληξη ανακαλύπτει ότι στην αγκαλιά του δεν βρίσκεται η όμορφη Αύρα αλλά η γριά. Αυτή τον παρηγορεί λέγοντάς του ότι θα την επαναφέρει.
Το αφηγηματικό παράδοξο είναι ότι ο αφηγητής έχει αποδέκτη τον ίδιο τον εαυτό του, περιγράφοντας τα επεισόδια και τις δικές του ενέργειες κυρίως σε χρόνο ενεστώτα και μέλλοντα.
«Θα βυθίσεις το κεφάλι σου, τα ολάνοιχτα μάτια σου στ’ ασημένια μαλλιά της Κονσουέλο, της γυναίκας που θα σε ξαναγκαλιάσει σαν χάνεται το φεγγάρι, φωτεινή δάδα καλυμμένη από τα σύννεφα, αφήνει και τους δυο σας μες στο σκοτάδι, και υψώνεται στον αέρα, για λίγο, η ανάμνηση της νεότητας, η ενσαρκωμένη ανάμνηση.
-Θα γυρίσει Φελίπε, θα τη φέρουμε πίσω μαζί. Άσε με λίγο να πάρω δυνάμεις και θα την κάνω να γυρίσει».
Έτσι τελειώνει η νουβέλα.
Στα «Γενέθλια» που γράφηκαν επτά χρόνια αργότερα, ο Μπόρχες φαίνεται να υπερισχύει του Πόε, παρόλο που η λέξη «γάτος» («Ο μαύρος γάτος» είναι ένα από τα καλύτερα διηγήματα του Πόε) εμφανίζεται κάμποσες φορές, ενώ η λέξη «λαβύρινθος» (το γνωστό σύμβολο του Μπόρχες), τουλάχιστον τρεις. Και ο Κάφκα κάνει την εμφάνισή του: «…άρχισα ξαφνικά αν ακούω θορύβους που μου φαίνονταν γνωστοί, θορύβους εντελώς ξένους προς αυτόν εδώ τον πύργο» (σελ. 95). Σε ένα πύργο διαδραματίζεται η δράση.
Εδώ η αφήγηση είναι εντελώς κατακερματισμένη. Βλέπουμε σύντομα αφηγήματα με σύνδεση χαλαρή έως ανύπαρκτη, που χωρίζονται μεταξύ τους από τελίτσες που καταλαμβάνουν μισή, μια, δυο, δυόμισι γραμμές. Διαλέγουμε ένα από τα πιο μικρά:
«Ένα από τα έξι κλουβιά είναι τώρα γεμάτο. Εκεί μέσα κείτεται το πρησμένο και δύσοσμο πτώμα ενός μεγάλου τίγρη. Οι χαυλιόδοντές του είναι κίτρινοι, σαν κάτι δειλινά» (σελ. 140).
Ο αφηγητής αποκαλύπτεται σταδιακά. Ο Φουέντες μας δίνει τις πιο ολοκληρωμένες πληροφορίες γι αυτόν στο τελευταίο απόσπασμα της νουβέλας.
«Ο Σίγκερ ντε Μπραμπάντε, καθηγητής θεολόγος στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων, καταδιωκόμενος από τον Ετιέν Τεμπιέ και τον Θωμά τον Ακινάτη, δραπέτευσε στην Ιταλία και κλείστηκε για πάντα σ’ ένα σπίτι στα περίχωρα του Τρανί, στις όχθες της Αδριατικής, απέναντι από τις δαλματικές ακτές, κοντά σε παλάτια ρωμαϊκά και ναούς μέσα σε χρυσοκίτρινες πεδιάδες. Εκεί, δολοφονήθηκε με μαχαίρι από τον υπηρέτη του, που είχε τρελαθεί, το 1281. Κάποιοι ιστορικοί αμφισβητούν την ακρίβεια της παραπάνω χρονολογίας».
Εδώ η αφήγηση είναι ακόμη πιο περίπλοκη και μυστηριώδης. Αν κάτι μπορεί να ρίξει φως και να βάλει σε κάποια τάξη τα αποσπάσματα αυτά στο μυαλό του αναγνώστη είναι η λέξη «μετεμψύχωση», που μας συμφιλιώνει με τα πρόσωπα, και το διακείμενο, που είναι περισσότερο από προφανές ακόμη και στον πιο ανυποψίαστο αναγνώστη: η θεϊκή τριάδα, και η ιστορία του Ιησού.
«Παρέλειψε επίσης να σου πει πως πέθανε μια Παρασκευή απόγευμα, στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ. Τα χείλη του είχαν πάνω τους τη γεύση του ξιδιού. Εγώ το ξέρω. Παρέλαβα το μελανιασμένο από την ασφυξία κορμί του. Το φίλησα γεμάτη κατάνυξη» (σελ. 153).
Αν δεν είναι μυθιστορηματική επινόηση, τότε οι παρακάτω ιδέες μάλλον είναι του Μπραμάντε: «ο κόσμος είναι αιώνιος, η αλήθεια είναι πολλαπλή, η ψυχή δεν είναι αθάνατη» (σελ. 147). Τις βλέπουμε να αναπτύσσονται στη συνέχεια, αλλά και σε άλλα σημεία του έργου, σε εκτενή δοκιμιακά αποσπάσματα.
Σκοτεινή νουβέλα, τι καλά που πήρα για το πλοίο στην επιστροφή μου από την Κρήτη τον Έκο που αναρτήσαμε προχθές. Ξεκίνησα να διαβάζω τα «Κρυστάλλινα σύνορα». Εδώ η αφήγηση φαίνεται να είναι πιο διαυγής. Αλλιώς θα πω και για τον Φουέντες «ήλθον, είδον, απήλθον». Όχι ότι οι νουβέλες είναι κακές, απλά δεν είναι του γούστου μου. Κάποιους συγγραφείς τους πάμε, και κάποιους άλλους όχι.
(Κοίτα να δεις, νόμιζα ότι ήταν δική μου επινόηση το «ήλθον, είδον και απήλθον», παράφραση της γνωστής ρήσης του Καίσαρα, και βρίσκω στο google 3.130 λήμματα. Σε ένα από αυτά, σε ένα φόρουμ, γράφει κάποιος ότι το χρησιμοποιούν ως αστείο στην Κύπρο. Μπορεί να μην είμαι «μεγάλο πνεύμα», απλά να πρόκειται για ζήτημα κρυπτομνησίας).
(Παρεμπιπτόντως, ψάχνοντας στο διαδίκτυο, από περιέργεια μήπως και κάποιος άλλος έγραψε για το βιβλίο, βρίσκω την τιμή του στο Θεμέλιο 7,36 ευρώ. Εγώ το πήρα μόνο 2,64. Στην πλατεία Κλαυθμώνος, στο παζάρι. Στο ένα τρίτο της τιμής).