Philip Roth, Το βυζί, Γράμματα 1984, σελ. 99
Το διάβασα πρόσφατα, αλλά δεν θυμάμαι ποιος το έγραψε: Κατά την γνώμη του, αυτού του κάποιου που δεν θυμάμαι πώς τον λένε, ο Ροθ είναι ο καλύτερος εν ζωή συγγραφέας. Έτσι, και για κάποιους άλλους, συμπτωματικούς λόγους, αποφάσισα να διαβάσω κάτι δικό του για να σχηματίσω μια άποψη. Το «Βυζί» μου ήταν πρόχειρο, και έτσι αποφάσισα να το διαβάσω. Μετά ανακάλυψα ότι έχω και τη «Νόσο του πορτνόι», που όπως διάβασα, τον έκανε ευρύτατα γνωστό. Το διαβάζω τώρα, σε μια αντίστροφη χρονολογική σειρά, αν και θα προτιμούσα το αντίθετο: Το βυζί εκδόθηκε το 1972 και η νόσος το 1969. Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1931.
Θα μπορούσα να τελειώσω την νόσο και να γράψω πρώτα γι αυτήν, αλλά είπα να γράφω τώρα για το βυζί, που είναι πρόσφατες οι εντυπώσεις μου. Εξάλλου βλέπω ότι και τα δυο έργα έχουν αρκετές ομοιότητες.
Δεν χρειάστηκε να φτάσω στο σημείο που μιλάει για την «Μεταμόρφωση» του Κάφκα για να καταλάβω ότι από εκεί είναι εμπνευσμένο το έργο. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι η «Μεταμόρφωση» βρίσκεται εκείθεν του φανταστικού, ενώ το «Βυζί» εντεύθεν. Κατά τα άλλα και ο ήρωας του Ροθ ξυπνάει ένα πρωί για να διαπιστώσει ότι έχει μεταμορφωθεί σε ένα βυζί. Ένα βυζί με ακόρεστη σεξουαλική όρεξη. Ο ήρωας όμως έχει συνείδηση ότι μια τέτοια μεταμόρφωση είναι στην πραγματικότητα αδύνατη, και γι αυτό, προς το τέλος του βιβλίου, διαπληκτίζεται με τον πατέρα του και τον γιατρό του που επιμένουν ότι είναι πράγματι βυζί. Αυτός υποστηρίζει αρχικά ότι ονειρεύεται, και αργότερα ότι έχει τρελαθεί. Συμμεριζόμαστε την αντίληψή του, και αυτό είναι που τοποθετεί το βιβλίο εντεύθεν, στην από δω μεριά του φανταστικού.
Ο αφηγητής έγινε βυζί το 1971: μια σπάνια περίπτωση που χρόνος της ιστορίας, χρόνος της αφήγησης, χρόνος της συγγραφής και χρόνος της έκδοσης ταυτίζονται. Μετά την επιτυχία της νόσου ο εκδότης το εξέδωσε μάλλον την επομένη που πήρε το χειρόγραφο.
Η λέξη-κλειδί, ή μάλλον η φράση κλειδί στο βιβλίο είναι η «σεξουαλική λύσσα» (σελ.27). Ο ήρωας, αφού ανακαλύπτει ότι έχει μεταμορφωθεί σε βυζί, είναι σεξουαλικά ακόρεστος. Η φίλη του η Κλαίρη (δίνει το όνομα της συντρόφου του και αργότερα γυναίκας του, της Κλαιρ Μπλουμ, μιας ηθοποιού που την είχα ερωτευτεί βλέποντάς την στον «Τσάρλι» και στο «Κουκλόσπιτο», την πιο ωραία ίσως κινηματογραφική μεταφορά του έργου του Ίψεν) ικανοποιεί τις ορέξεις του, αν και όχι όλες (δεν είναι ανάγκη να γράψουμε στο κόσμιο-τώρα πια-blog μας ποιες ορέξεις του αρνείται να ικανοποιήσει). Η νοσοκόμα όμως δεν του κάθεται καθόλου.
«Από τη λογοτεχνία το ’παθα". Μου το ’χουν εμπνεύσει τα βιβλία που δίδασκα. Μου ’βαλαν την ιδέα στο κεφάλι. Δεν το λέω για να παραπονεθώ, αλλά να, σκέφτομαι όλο την τάξη της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Κάθε χρόνο δίδασκα Γκόγκολ και Κάφκα -δίδασκα τη Μύτη και τη Μεταμόρφωση» (σελ. 66).
Λέτε να κινδυνεύω; Και εγώ διδάσκω ευρωπαϊκή λογοτεχνία, μάθημα επιλογής στη Β΄Λυκείου. Όμως λέω να το ρισκάρω με τον Κάφκα, που ένα διήγημά του ανθολογείται στο διδακτικό εγχειρίδιο.
Πω πω, διαβάζω παρακάτω: «Ξέρετε καλύτερα απ' όσο δείχνετε την ανθρώπινη φύση. Έχετε διαβάσει πολύ Ντοστογιέφσκι» (σελ. 69).
Κι εγώ έχω διαβάσει πολύ Ντοστογιέφσκι, από τα δεκατέσσερά μου. Αρχίζω να ανησυχώ.
Τρεις σελίδες πιο κάτω ο πανέξυπνος ήρωας δίνει τις πιθανές αιτίες που τον έκαναν να φαντασιωθεί ότι είναι βυζί:
«Τώρα, με τη βοήθεια του δόκτορος Κλίνγκερ, προσπαθούσα να ξεκαθαρίσω γιατί φαντάστηκα τον εαυτό μου σα βυζί. Ποια άβυσσος έχασκε σ' αυτή την πρωτόγονη ταύτιση με το μοναδικό αντικείμενο του βρεφικού σεβασμού; Τι ανεκπλήρωτες ορέξεις ή παμπάλαιες συγχύσεις, τι θραύσματα του μακρινού παρελθόντος μου πρέπει να συγκρούστηκαν για να πυροδοτήσουν μια γιγάντια ψευδαίσθηση, τόσο υπέροχη και τόσο κλασική στην απλότητά της; Πώς να εξηγήσω το «φθόνο του μαστού» που πρέπει να ενέπνευσε αυτό το εκκεντρικό κατασκεύασμα; Μήπως ήμουν, απλώς, ένα αμερικανόπαιδο που το τάισαν πολύ γάλα; Ή μήπως ήταν μια λαχτάρα, βαθιά μέσα στο διάπυρο κέντρο μου, ο πόθος να βρεθώ τέλεια και ευλογημένα ανυπεράσπιστος, να γίνω ένας τεράστιος, ανεγκέφαλος σάκος ιστών, ποθητός, ηλίθιος, παθητικός, ακίνητος, που δεν ενεργεί αλλά δέχεται τις ενέργειες των άλλων, που κρέμεται, που απλώς υπάρχει, όπως κρέμεται και υπάρχει ένα βυζί; Ή να το θεωρήσω ένα είδος χειμερίας νάρκης, έναν μακρύ χειμωνιάτικο ύπνο, θαμμένο στα βουνά της γυναικείας ανατομίας; Ή πάλι, να πω ότι το βυζί είναι το κουκούλι μου, πρώτος ξάδερφος του σάκου όπου ζούσα πλέοντας στα νερά της μάνας μου; Ή, ή, ή ...» (σελ. 72).
Ποιος είναι ο αποδέκτης της αφήγησης, ή μάλλον οι αποδέκτες; Μας το λέει στο τέλος. Είμαστε εγώ κι εσείς, όλοι οι πιθανοί αναγνώστες:
«Αφήστε με λοιπόν να κλείσω, τρελοί και μαλάκες, σκληροί μάγκες και σκεπτικιστές, φίλοι, φοιτητές, συγγενείς, συνάδελφοι, κι όλοι εσείς οι ξένοι, χαμένοι και άχαροι, με εκατομμύρια διαφορετικά δαχτυλικά αποτυπώματα και μούτρα, αφήστε με να κλείσω, σύντροφοι θηλαστικά, μ' ένα ποίημα του Ρίλκε που λέγεται «Αρχαϊκός Κορμός Απόλλωνος».
Δεν ξέρω εσείς σε πια κατηγορία θα κατατάσσατε τον εαυτό σας. Εγώ πάντως πιστεύω ότι δεν είμαι ούτε τρελός ούτε μαλάκας, παρά τη μαλακία που έκανα μια φορά με το blog μου (αν και δεν ήταν νομίζω ζήτημα μαλακίας αλλά αμνησίας: ο λαός δεν ξεχνά…., ε, τι να κάνουμε, εγώ το ξέχασα και το πλήρωσα. Όπως αποδείχτηκε το ξέχασε και ο ελληνικός λαός, και το πληρώνουμε τώρα).
Το ποίημα τελειώνει: «Και πρέπει κάποτε ν' αλλάξεις τη ζωή σου». Εφέ του τέλους, μια και έτσι τελειώνει όχι μόνο το ποίημα, αλλά και το έργο, με ένα διδακτισμό. Ο Καβάφης βέβαια ως προς αυτό ήταν εντελώς απαισιόδοξος. Εσύ μπορεί να λες «Θα πάγω σ' άλλη γη, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα. Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή», όμως «η πόλη θα σ’ ακολουθεί».
Ο Ροθ είναι πράγματι πολύ καλός συγγραφέας, αλλά εδώ συνειδητοποιώ ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζω κυρίως στον κινηματογράφο: όσο καλός κι αν είναι ο Χίτσκοκ, τα θρίλερ δεν μου αρέσουν. Όσο κι αν είναι καλός στο φανταστικό ο Ροθ, και ας το αίρει μετά τη μέση, δεν μου αρέσει ιδιαίτερα. Έξυπνη γραφή, αρκετό χιούμορ, όπως και στην «Νόσο του Πορτνόι», που καθώς το διαβάζω βλέπω να μου αρέσει περισσότερο, όμως… Ναι, δεν λέω πως δεν είναι καλό, απλώς δεν μου αρέσει και τόσο.
Το διάβασα πρόσφατα, αλλά δεν θυμάμαι ποιος το έγραψε: Κατά την γνώμη του, αυτού του κάποιου που δεν θυμάμαι πώς τον λένε, ο Ροθ είναι ο καλύτερος εν ζωή συγγραφέας. Έτσι, και για κάποιους άλλους, συμπτωματικούς λόγους, αποφάσισα να διαβάσω κάτι δικό του για να σχηματίσω μια άποψη. Το «Βυζί» μου ήταν πρόχειρο, και έτσι αποφάσισα να το διαβάσω. Μετά ανακάλυψα ότι έχω και τη «Νόσο του πορτνόι», που όπως διάβασα, τον έκανε ευρύτατα γνωστό. Το διαβάζω τώρα, σε μια αντίστροφη χρονολογική σειρά, αν και θα προτιμούσα το αντίθετο: Το βυζί εκδόθηκε το 1972 και η νόσος το 1969. Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1931.
Θα μπορούσα να τελειώσω την νόσο και να γράψω πρώτα γι αυτήν, αλλά είπα να γράφω τώρα για το βυζί, που είναι πρόσφατες οι εντυπώσεις μου. Εξάλλου βλέπω ότι και τα δυο έργα έχουν αρκετές ομοιότητες.
Δεν χρειάστηκε να φτάσω στο σημείο που μιλάει για την «Μεταμόρφωση» του Κάφκα για να καταλάβω ότι από εκεί είναι εμπνευσμένο το έργο. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι η «Μεταμόρφωση» βρίσκεται εκείθεν του φανταστικού, ενώ το «Βυζί» εντεύθεν. Κατά τα άλλα και ο ήρωας του Ροθ ξυπνάει ένα πρωί για να διαπιστώσει ότι έχει μεταμορφωθεί σε ένα βυζί. Ένα βυζί με ακόρεστη σεξουαλική όρεξη. Ο ήρωας όμως έχει συνείδηση ότι μια τέτοια μεταμόρφωση είναι στην πραγματικότητα αδύνατη, και γι αυτό, προς το τέλος του βιβλίου, διαπληκτίζεται με τον πατέρα του και τον γιατρό του που επιμένουν ότι είναι πράγματι βυζί. Αυτός υποστηρίζει αρχικά ότι ονειρεύεται, και αργότερα ότι έχει τρελαθεί. Συμμεριζόμαστε την αντίληψή του, και αυτό είναι που τοποθετεί το βιβλίο εντεύθεν, στην από δω μεριά του φανταστικού.
Ο αφηγητής έγινε βυζί το 1971: μια σπάνια περίπτωση που χρόνος της ιστορίας, χρόνος της αφήγησης, χρόνος της συγγραφής και χρόνος της έκδοσης ταυτίζονται. Μετά την επιτυχία της νόσου ο εκδότης το εξέδωσε μάλλον την επομένη που πήρε το χειρόγραφο.
Η λέξη-κλειδί, ή μάλλον η φράση κλειδί στο βιβλίο είναι η «σεξουαλική λύσσα» (σελ.27). Ο ήρωας, αφού ανακαλύπτει ότι έχει μεταμορφωθεί σε βυζί, είναι σεξουαλικά ακόρεστος. Η φίλη του η Κλαίρη (δίνει το όνομα της συντρόφου του και αργότερα γυναίκας του, της Κλαιρ Μπλουμ, μιας ηθοποιού που την είχα ερωτευτεί βλέποντάς την στον «Τσάρλι» και στο «Κουκλόσπιτο», την πιο ωραία ίσως κινηματογραφική μεταφορά του έργου του Ίψεν) ικανοποιεί τις ορέξεις του, αν και όχι όλες (δεν είναι ανάγκη να γράψουμε στο κόσμιο-τώρα πια-blog μας ποιες ορέξεις του αρνείται να ικανοποιήσει). Η νοσοκόμα όμως δεν του κάθεται καθόλου.
«Από τη λογοτεχνία το ’παθα". Μου το ’χουν εμπνεύσει τα βιβλία που δίδασκα. Μου ’βαλαν την ιδέα στο κεφάλι. Δεν το λέω για να παραπονεθώ, αλλά να, σκέφτομαι όλο την τάξη της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Κάθε χρόνο δίδασκα Γκόγκολ και Κάφκα -δίδασκα τη Μύτη και τη Μεταμόρφωση» (σελ. 66).
Λέτε να κινδυνεύω; Και εγώ διδάσκω ευρωπαϊκή λογοτεχνία, μάθημα επιλογής στη Β΄Λυκείου. Όμως λέω να το ρισκάρω με τον Κάφκα, που ένα διήγημά του ανθολογείται στο διδακτικό εγχειρίδιο.
Πω πω, διαβάζω παρακάτω: «Ξέρετε καλύτερα απ' όσο δείχνετε την ανθρώπινη φύση. Έχετε διαβάσει πολύ Ντοστογιέφσκι» (σελ. 69).
Κι εγώ έχω διαβάσει πολύ Ντοστογιέφσκι, από τα δεκατέσσερά μου. Αρχίζω να ανησυχώ.
Τρεις σελίδες πιο κάτω ο πανέξυπνος ήρωας δίνει τις πιθανές αιτίες που τον έκαναν να φαντασιωθεί ότι είναι βυζί:
«Τώρα, με τη βοήθεια του δόκτορος Κλίνγκερ, προσπαθούσα να ξεκαθαρίσω γιατί φαντάστηκα τον εαυτό μου σα βυζί. Ποια άβυσσος έχασκε σ' αυτή την πρωτόγονη ταύτιση με το μοναδικό αντικείμενο του βρεφικού σεβασμού; Τι ανεκπλήρωτες ορέξεις ή παμπάλαιες συγχύσεις, τι θραύσματα του μακρινού παρελθόντος μου πρέπει να συγκρούστηκαν για να πυροδοτήσουν μια γιγάντια ψευδαίσθηση, τόσο υπέροχη και τόσο κλασική στην απλότητά της; Πώς να εξηγήσω το «φθόνο του μαστού» που πρέπει να ενέπνευσε αυτό το εκκεντρικό κατασκεύασμα; Μήπως ήμουν, απλώς, ένα αμερικανόπαιδο που το τάισαν πολύ γάλα; Ή μήπως ήταν μια λαχτάρα, βαθιά μέσα στο διάπυρο κέντρο μου, ο πόθος να βρεθώ τέλεια και ευλογημένα ανυπεράσπιστος, να γίνω ένας τεράστιος, ανεγκέφαλος σάκος ιστών, ποθητός, ηλίθιος, παθητικός, ακίνητος, που δεν ενεργεί αλλά δέχεται τις ενέργειες των άλλων, που κρέμεται, που απλώς υπάρχει, όπως κρέμεται και υπάρχει ένα βυζί; Ή να το θεωρήσω ένα είδος χειμερίας νάρκης, έναν μακρύ χειμωνιάτικο ύπνο, θαμμένο στα βουνά της γυναικείας ανατομίας; Ή πάλι, να πω ότι το βυζί είναι το κουκούλι μου, πρώτος ξάδερφος του σάκου όπου ζούσα πλέοντας στα νερά της μάνας μου; Ή, ή, ή ...» (σελ. 72).
Ποιος είναι ο αποδέκτης της αφήγησης, ή μάλλον οι αποδέκτες; Μας το λέει στο τέλος. Είμαστε εγώ κι εσείς, όλοι οι πιθανοί αναγνώστες:
«Αφήστε με λοιπόν να κλείσω, τρελοί και μαλάκες, σκληροί μάγκες και σκεπτικιστές, φίλοι, φοιτητές, συγγενείς, συνάδελφοι, κι όλοι εσείς οι ξένοι, χαμένοι και άχαροι, με εκατομμύρια διαφορετικά δαχτυλικά αποτυπώματα και μούτρα, αφήστε με να κλείσω, σύντροφοι θηλαστικά, μ' ένα ποίημα του Ρίλκε που λέγεται «Αρχαϊκός Κορμός Απόλλωνος».
Δεν ξέρω εσείς σε πια κατηγορία θα κατατάσσατε τον εαυτό σας. Εγώ πάντως πιστεύω ότι δεν είμαι ούτε τρελός ούτε μαλάκας, παρά τη μαλακία που έκανα μια φορά με το blog μου (αν και δεν ήταν νομίζω ζήτημα μαλακίας αλλά αμνησίας: ο λαός δεν ξεχνά…., ε, τι να κάνουμε, εγώ το ξέχασα και το πλήρωσα. Όπως αποδείχτηκε το ξέχασε και ο ελληνικός λαός, και το πληρώνουμε τώρα).
Το ποίημα τελειώνει: «Και πρέπει κάποτε ν' αλλάξεις τη ζωή σου». Εφέ του τέλους, μια και έτσι τελειώνει όχι μόνο το ποίημα, αλλά και το έργο, με ένα διδακτισμό. Ο Καβάφης βέβαια ως προς αυτό ήταν εντελώς απαισιόδοξος. Εσύ μπορεί να λες «Θα πάγω σ' άλλη γη, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα. Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή», όμως «η πόλη θα σ’ ακολουθεί».
Ο Ροθ είναι πράγματι πολύ καλός συγγραφέας, αλλά εδώ συνειδητοποιώ ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζω κυρίως στον κινηματογράφο: όσο καλός κι αν είναι ο Χίτσκοκ, τα θρίλερ δεν μου αρέσουν. Όσο κι αν είναι καλός στο φανταστικό ο Ροθ, και ας το αίρει μετά τη μέση, δεν μου αρέσει ιδιαίτερα. Έξυπνη γραφή, αρκετό χιούμορ, όπως και στην «Νόσο του Πορτνόι», που καθώς το διαβάζω βλέπω να μου αρέσει περισσότερο, όμως… Ναι, δεν λέω πως δεν είναι καλό, απλώς δεν μου αρέσει και τόσο.
No comments:
Post a Comment