Thursday, November 30, 2017

William Oldroyd, Lady Macbeth (2016)

William Oldroyd, Lady Macbeth (2016)


Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Η ταινία βασίζεται στο μυθιστόρημα του Νικολάι Λέσκοφ, «Lady Macbeth of the Mtsensk District» (Леди Макбет Мценского уезда».
  Με ενδιαφέρει πάντα να κάνω μια σύγκριση ανάμεσα στο μυθιστόρημα και στην ταινία, για να δω τι διαφορές υπάρχουν· και στην προκειμένη περίπτωση ασφαλώς θα υπάρχουν αρκετές, αφού η ταινία δεν είναι μεταφορά του μυθιστορήματος αλλά βασίζεται σ’ αυτό.
  Σε πιο βαθμό όμως βασίζεται;
  Για τη «Μαντάμ Μποβαρί» για παράδειγμα, υπάρχουν ταινίες που κυμαίνονται από την (όσο το δυνατόν) πιστή μεταφορά μέχρι την αχνή ομοιότητα, με το μυθιστόρημα να αποτελεί απλώς μια πηγή έμπνευσης. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο άκρα, πού να τοποθετείται άραγε η «Λαίδη Μάκβεθ» του Oldroyd;
  Έψαξα στο διαδίκτυο για να βρω το κείμενο και να το διαβάσω. Βάζοντας τον ρώσικο τίτλο βρήκα το ρώσικο πρωτότυπο. Ξεκίνησα να το διαβάζω, αλλά στο επεισόδιο με τη γουρούνα είδα ότι είχα κάμποσες άγνωστες λέξεις. Τα ρώσικά μου δεν είναι όπως τα αγγλικά μου, στα οποία έχω πτυχίο αγγλικής φιλολογίας από το Καποδιστριακό. Και καθώς είδα ότι το μυθιστόρημα ήταν μικρό, σκέφτηκα να κάνω κάτι που έκανα παλιά: να διαβάσω παράλληλα τα δυο κείμενα, το αγγλικό και το ρώσικο, πλουτίζοντας έτσι το λεξιλόγιό μου στα ρώσικα με μερικές ακόμη λέξεις.
  Έψαξα στο Gugenbert.org. Βρήκα τέσσερα βιβλία του Λέσκοφ, αλλά σε γερμανική μετάφραση. Έχω πτυχίο Mittelstufe στα γερμανικά, αλλά και τα ρώσικά μου δεν βρίσκονται σε πιο κάτω επίπεδο, έτσι είπα πως δεν έχει νόημα να το διαβάσω στα γερμανικά. Και τι ανακάλυψα!!!
  Στο λήμμα της βικιπαίδειας για το βιβλίο, στο τέλος, υπήρχαν δυο εξωτερικοί σύνδεσμοι. Ποτέ μου δεν μπορούσα να φανταστώ ότι σε αυτούς θα έβρισκα τόσο το ρώσικο πρωτότυπο όσο και την αγγλική μετάφραση. Να το έχετε υπόψη σας όταν ψάχνετε κάποιο βιβλίο.
  Επέλεξα το κείμενο της αγγλικής μετάφρασης από τον browser, το έκανα αντιγραφή και επικόλληση στο word. Μεγάλωσα τα γράμματα και το μετέτρεψα σε pdf. Μετά το πέρασα στο επτάρι tablet μου. Στο δεκάρι πέρασα το ρώσικο πρωτότυπο. Προσπάθησα να μην παρασύρομαι με το ρώσικο, διάβαζα μια περίοδο από το αγγλικό και μετά την ίδια περίοδο από το ρώσικο.
  Τελικά αυτό το «βασίζεται» σηκώνει πολύ νερό. Στην πραγματικότητα η ταινία είναι η μεταφορά των έντεκα πρώτων κεφαλαίων από τα δεκαπέντε του μυθιστορήματος. Θα δώσω την περίληψή τους, όπως είναι στο μυθιστόρημα.
  Την Κατερίνα, μια φτωχή χωριατοπούλα, την παντρεύουν με ένα πλούσιο έμπορο, που έχει τα διπλά της χρόνια. Μαζί τους ζει και ο πεθερός της. Έχουν περάσει πέντε χρόνια, δεν έχει κάνει παιδί, και ζει μια πληκτική ζωή. Μέχρι που εμφανίζεται ο Σεργκέι.
  Ο Σεργκέι είναι γυναικάς. Τον έδιωξαν από την προηγούμενη δουλειά του γιατί τα έφτιαξε με τη γυναίκα του αφεντικού του. Την πέφτει στην Κατερίνα. Αρχικά θα αντισταθεί, αλλά στη συνέχεια θα ενδώσει, αφού δεν έχει και πολλές επιλογές, όπως έχει εισβάλει στην κρεβατοκάμαρά της. Ο άνδρας της λείπει, έχει πάει για δουλειές.
  Ο πεθερός θα ανακαλύψει τη σχέση τους. Θα μαστιγώσει άγρια τον Σεργκέι, και είναι φυσικό ότι σκοπεύει να τα μαρτυρήσει όλα στον άντρα της όταν έλθει. Η Κατερίνα, προκειμένου να αποκαλυφθεί, τον δηλητηριάζει, λέγοντας ότι τον πείραξαν τα μανιτάρια που έφαγε αργά το βράδυ. Δεν θα την υποπτευθούν.
  Έρχεται ο άντρας της, κρυφά, για να τους τσακώσει στα πράσα. Κανείς δεν τον παίρνει χαμπάρι.
  Μοιραίο λάθος. Θα τον σκοτώσουν και δεν θα το αντιληφθεί κανείς. Γιατί άραγε αργεί να επιστρέψει; Ο Σεργκέι δείχνει να νοιάζεται περισσότερο, για να ρίξει στάχτη στα μάτια.
  Κάποια στιγμή καταφτάνει μια θεία με έναν ανιψιό. Στην πραγματικότητα ο ανιψιός είναι ένας κληρονόμος, κάτοχος ενός μεγάλου κεφαλαίου που διαχειρίζεται ο άντρας της Κατερίνας. Στην επιχείρησή του τα μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου είναι δικό του.
  Αν λοιπόν ο άντρας της δεν επιστρέψει ποτέ, η θεία θα διεκδικήσει τη διαχείριση. Έτσι αποφασίζουν να βγάλουν από τη μέση τον μικρό. Και τον πνίγουν, με ένα μαξιλάρι. Όμως τους αντιλαμβάνονται. Ο Σεργκέι ομολογεί.
  Στη βικιπαίδεια διαβάζω για τις ομοιότητες με την Μαντάμ Μποβαρί (έχουν την ίδια πλήξη στη συζυγική τους ζωή) και φυσικά με τον σαιξπηρικό Μάκβεθ. Όμως η ομοιότητα είναι πολύ μεγαλύτερη με την «Τερέζ Ρακέν», το μυθιστόρημα που έκανε πλατιά γνωστό τον Ζολά και που γράφηκε δυο μόλις χρόνια μετά το μυθιστόρημα του Λεσκόφ, το 1867.
  Να είχε υπόψη του το μυθιστόρημά του ο Ζολά; Δεν το θεωρώ πιθανό, αλλά δεν θα το ψάξω κιόλας.
  Και σ’ αυτό η γυναίκα σύρθηκε σε ένα γάμο περίπου αθέλητα. Και σ’ αυτό έχουμε τους δυο εραστές που δολοφονούν τον σύζυγο, και σ’ αυτό οι δυο δολοφόνοι έχουν παραισθήσεις. Η γάτα που βλέπουμε στην ταινία, στο μυθιστόρημα είναι παραίσθηση της Κατερίνας. Παρεμπιπτόντως, η «Τερέζα Ρακέν» είναι ένα από τα τρία μυθιστορήματα που πραγματεύομαι σε μια εισήγησή μου που έχει τίτλο «Η τιμωρία της μοιχαλίδας στο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα».
  Το κοινό που έχουν το μυθιστόρημα και η ταινία είναι ότι πραγματεύονται την Κατερίνα σαν μια τραγική ηρωίδα. Όμως με διαφορετικό τρόπο. Στο μυθιστόρημα, σαν μια προδομένη του έρωτα (θα δώσουμε παρακάτω την περίληψη των υπόλοιπων κεφαλαίων). Και στην ταινία;
  Αν ήταν μια πιστή μεταφορά του μυθιστορήματος, δεν θα έπειθε. Έτσι έχουμε διαφορές.
  Στην ταινία, ο άντρας εμφανίζεται σαν διεστραμμένος. Αυτοϊκανοποιείται βλέποντάς την γυμνή, όμως με στραμμένη με την πλάτη προς αυτόν. Η Κατερίνα είναι λοιπόν ερωτικά ανικανοποίητη.
  Επίσης, της απαγορεύει να βγει από το σπίτι. Αυτά τα πέντε χρόνια είναι φυλακισμένη. Και νοσταλγεί την εποχή που ήταν ανύπαντρη αλλά μπορούσε να απολαμβάνει ελεύθερη τη φύση κάνοντας συχνές βόλτες στην εξοχή. Όσο για τον πεθερό της, της φέρεται με φοβερή σκαιότητα. Έτσι στα μάτια του θεατή, η δολοφονία του όπως και η δολοφονία του άντρα της γίνεται συγγνωστή. Αυτή εξάλλου, πιστεύω, είναι και η προτιθέμενη σκηνοθετική πρόσληψη με το τέλος της ταινίας, με την ποιητική δικαιοσύνη να πηγαίνει περίπατο. 
  Ακόμη, ο ανιψιός στην ταινία είναι ένας νόθος γιος. Όμως είναι; Υπάρχει το ενδεχόμενο να πρόκειται για σκευωρία για να καταχραστούν την περιουσία του. Η Κατερίνα επιμένει ότι τα ντοκουμέντα που της παρουσιάζουν είναι γνήσια.
  Τέλος ο Σεργκέι δεν είναι ο αχρείος που εμφανίζεται στο μυθιστόρημα. Είχε τη δυνατότητα να σκοτώσει τον (δήθεν;) γιο, όμως δεν το κάνει. Και σε μια έκρηξη μεταμέλειας ομολογεί τις πράξεις τους.
  Και πάμε στο μυθιστόρημα.
  Καταδικάζονται και οι δυο σε εξορία. Εκεί η Κατερίνα θα γεννήσει. Όμως δεν θέλει να δει το γιο της. Θα τον στείλουν στη μητέρα του ανιψιού που έπνιξαν. Έτσι θα γίνει κληρονόμος της περιουσίας του άντρα της.
  Στο μυθιστόρημα ο Σεργκέι φαίνεται ένας αδιόρθωτος γυναικάς. Υπάρχουν οι ενδείξεις από πριν ότι η Κατερίνα του γυάλιζε περισσότερο σαν γυναίκα του αφεντικού του, και ακόμη περισσότερο όταν είδε την προοπτική να γίνει άντρας της, πλούσιος έμπορος από απλός εργάτης. Τώρα η Κατερίνα δεν είναι τίποτα. –Εσύ φταις για όλα, της λέει. –Συγνώμη, του απαντάει. Αν δεν είχε μια αλλοτριωμένη συνείδηση θα είχε την ετοιμότητα να του πει: -Όχι, εσύ φταις για όλα. Αν δεν μου την είχες πέσει…  
  Έτσι θα μπλέξει με δυο γυναίκες. Η Φιόνα ήταν σχέση μιας βραδιάς, όμως η άλλη, η Σόνια, είναι σταθερή. Ο Σεργκέι με πονηριά θα αποσπάσει ένα ζευγάρι κάλτσες από την Κατερίνα και θα το δωρίσει στην Σόνια. Δεν είναι μόνο η ζήλεια, την κοροϊδεύουν κι από πάνω. Απελπισμένη η Κατερίνα, όταν θα τους μεταφέρουν στο Βόλγα με μια μαούνα, θα αρπάξει από το ποδάρι την Σόνια και θα την τραβήξει μαζί της στο νερό. Η Σόνια βγαίνει στην επιφάνεια, θα μπορούσαν να τη σώσουν, αλλά η Κατερίνα προβάλει και αυτή και την τραβάει πάλι κάτω από τα μανιασμένα κύματα. Καμιά τους δεν θα ξαναβγεί στην επιφάνεια.
  Είδαμε και την όπερα του Ντιμίτρι Σοστάκοβιτς βασισμένη επίσης στο μυθιστόρημα του Νικολάι Λέσκοφ, και φέρει τον ίδιο τίτλο με το μυθιστόρημα. Την καταδίκασε ο Στάλιν όταν είδε την παράσταση με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν αρνητικές κριτικές, αποθαρρύνοντας έτσι τον Σοστάκοβιτς να ασχοληθεί ξανά με την όπερα. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα γι’ αυτή την καταδίκη, για την όπερα γενικότερα και για την «Κατερίνα Ισμαΐλοβνα», την διασκευή που της έκανε ο Σοστάκοβιτς το 1962.
  Υπάρχει στο youtube με διάφορους υπότιτλους, εγώ την είδα με τους ισπανικούς. Εδώ βρίσκεται το πρώτο μέρος για όσους θέλετε να τη δείτε,  εδώ το δεύτερο και εδώ το τρίτο. Διευθύνει ο Μστισλάβ Ροστροπόβιτς. Και μια και ο Σοστάκοβιτς είναι ένας από τους αγαπημένους μου συνθέτες-την πέμπτη συμφωνία του την θεωρώ κορυφαία- είδα και την «Κατερίνα Ισμαΐλοβα», στην κινηματογραφική της εκδοχή σε σκηνοθεσία Άννας Τουμπενσλιάκ που γυρίστηκε το 1966. Στον ρόλο της Κατερίνας είναι η εξαίρετη Galina Vishnevskaya, γυναίκα του Μστισλάβ Ροστροπόβιτς. (Παρεμπιπτόντως, σαν ηθοποιός, χρόνια αργότερα, έπαιξε το ρόλο της Αλεξάνδρα στην «Αλεξάνδρα» του Σοκούροφ. Επί τη ευκαιρία είδα και το ντοκιμαντέρ του «Ελεγεία μιας ζωής-Ροστροπόβιτς και Βισνιέφσκαγια»). Υπάρχει και αυτή στο youtube αν θέλετε να τη δείτε, με αγγλικούς υπότιτλους. Την κινηματογραφική αυτή μεταφορά που έγινε το 1966 την καταδίκασε ο Σοστάκοβιτς. Ίσως γιατί η σκηνοθέτις «έκοψε» πάνω από μισάωρο από το έργο του.
  Να πούμε ακόμη ότι ο Σοστάκοβιτς είπε κρυφά στον Ροστροπόβιτς, αν ποτέ ανεβάσει την όπερα στη Δύση, να την ανεβάσει στην αρχική της εκδοχή. Επίσης ότι ο Σοστάκοβιτς είχε σκοπό να κάνει μια τριλογία διεκτραγωδώντας τη θέση των γυναικών. Η Κατερίνα, τραγική ηρωίδα, είναι απλά ένα σύμβολο. Ο Σεργκέι ξέρει την πλήξη που έχουν οι γυναίκες των πλουσίων. Και η ίδια είναι αγράμματη. Η υπηρέτρια Αξίνια που την ζυγίζουν σαν γουρούνα οι άξεστοι εργάτες του άντρα της είναι ένα άλλο σύμβολο, των καταπιεσμένων γυναικών του απλού λαού.
  Είδαμε και την κινηματογραφημένη παράσταση πού έγινε στο Άμστερνταμ το 2006, σε σκηνοθεσία Mariss Jansons. Η υπόθεση τοποθετείται στη σημερινή εποχή, και είναι «τολμηρή», και με την πονηρή σημασία της λέξης. Λένε ότι ένας από τους λόγους που δεν άρεσε η όπερα στο Στάλιν είναι κάποιες τολμηρές σκηνές. Φαντάζομαι να έβλεπε αυτή την παράσταση. Και προπαντός να έβλεπε την «Lady Macbeth von Mzensk» (1992) του Petr Weigl, ενός τσέχου σκηνοθέτη ειδικευμένου στο να μεταφέρει όπερες στον κινηματογράφο. Η σκηνή της κοροϊδίας της φουκαριάρας της Αξίνιας του μυθιστορήματος και του λιμπρέτου του Σοστάκοβιτς γίνεται σκηνή βιασμού. Έτσι βέβαια δίνεται πιο έντονα η «θέση» του έργου, οι δυστυχίες των γυναικών στα χέρια των αντρών, αν και κάτι μου λέει ότι μπήκαν για το γαργαλιστικό της υπόθεσης. Και η σκηνή της πρώτης ερωτικής συνεύρεσης της Κατερίνας με τον Σεργκέι είναι από τις πιο τολμηρές που έχω δει στον κινηματογράφο. Κάποιος που ανέβασε τμηματικά το έργο στο youtube, μας ενημερώνει ότι έκοψε τις τολμηρές σκηνές. Εδώ, σε αντίθεση με την «Κατερίνα Ισμαΐλοβα», παίζουν ηθοποιοί που τους ντουμπλάρουν οι τραγουδιστές της όπερας.
  Όμως να δούμε και εδώ τις διαφορές από το μυθιστόρημα.
  Στην όπερα του Σοστάκοβιτς ο άντρας της Κατερίνας φαίνεται ένα άβουλο ανθρωπάκι. Επίσης, φαντάζομαι για λόγους σκηνικής οικονομίας, ο ανιψιός δεν υπάρχει. Και οι ένοχοι αποκαλύπτονται όταν κάποιος βρίσκει το πτώμα του άντρα της. Επίσης υπάρχει μόνο η Σόνια.
  Στη βικιπαίδεια διάβασα ότι ο Νικολάι Λέσκοφ ήταν δεξιός. Λες να είναι συκοφαντία; Σκέφτηκα. Διαβάζοντας το παρακάτω απόσπασμα είδα ότι είχαν απόλυτο δίκιο.
  «Τέτοιες γυναίκες [σαν την Φιόνα και τη Σόνια] τις εκτιμούν πολύ οι ληστοσυμμορίες, οι ομάδες των κρατουμένων και οι σοσιαλδημοκρατικές κομμούνες της Πετρούπολης» (Такие женщины очень высоко ценятся в разбойничьих шайках, арестантских партиях и петербургских социально-демократических коммунах).
  Και τώρα που πήρα φόρα με τον Σοστάκοβιτς, θα ξαναδιαβάσω τη «Μύτη» του Γκόγκολ και θα δω την όπερα.
  Όμως να κλείσουμε με την ταινία, είναι πολύ καλή, αξίζει να τη δείτε.

    

Wednesday, November 29, 2017

Elem Klimov, Περιπέτειες ενός οδοντίατρου (Пoхoждения зубногo врача, 1965)

Elem Klimov, Περιπέτειες ενός οδοντίατρου (Пoхoждения зубногo врача, 1965)


  Οι «Περιπέτειες ενός οδοντίατρου» είναι η δεύτερη ταινία του Κλίμοφ. Έχουμε δει τις άλλες τέσσερίς του ταινίες μυθοπλασίας, με τελευταία την τελευταία του, το «Έλα να δεις». Το «Sport, sport, sport» (1970) που είναι κατά το ήμισυ ντοκιμαντέρ και κατά το ήμισυ μυθοπλασία δεν το είδαμε.
  Δεν είναι μια ξεκαρδιστική κωμωδία όπως το «Καλωσορίσατε», και γι’ αυτό μου άρεσε λιγότερο. Αντιγράφω από τον σύνδεσμο της βικιπαίδειας που έχει την βιογραφία του.
  «Η δεύτερη ταινία του Κλίμοφ ήταν μια σκοτεινή (και κατά κάποιο τρόπο μια τατιεσκική [Ζακ Τατί] κωμωδία για έναν οδοντίατρο που τον χλευάζουν (και τελικά η ζωή καταστρέφεται) οι συνάδελφοί του για το φυσικό του ταλέντο να βγάζει δόντια χωρίς πόνο. Με την ταινία υπονοείται ότι η κοινωνία αναπόφευκτα εξοστρακίζει τα προικισμένα άτομα, πράγμα που τρομοκράτησε τους λογοκριτές και γι’ αυτό είπαν στον Κλίμοφ να την αλλάξει. Ο Κλίμοφ αρνήθηκε και έτσι την κατέταξαν στην χαμηλότερη κατηγορία, την «κατηγορία τρία», που σήμαινε ότι θα προβαλλόταν μόνο σε 25-78 αίθουσες».
  Έχει πράγματι κάτι από τις ταινίες του Ζακ Τατί, όμως δεν είναι και τόσο σκοτεινή. Στο τέλος τέλος δεν βλέπουμε κανένα πτώμα, σε αντίθεση με τον «Δέκατο τρίτο κληρονόμο» που είδαμε πρόσφατα, μια ταινία κατάσπαρτη με πτώματα. Όσο για την υποδήλωση ότι η κοινωνία εξοστρακίζει τα προικισμένα άτομα, το είχαν αντιληφθεί και οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Ο Ηρόδοτος λέει χαρακτηριστικά: «Φιλέει  γὰρ  θεὸς τὰ ὑπερέχοντα πάντα κολούειν», φράση που την άκουσα πολλές φορές από τον Ιάσωνα Ευαγγέλου στο φιλολογικό του καφενείο και που, επειδή δεν την θυμόμουνα πώς ήταν ακριβώς, τον πήρα τηλέφωνο να μου την πει. Την έψαξα στο διαδίκτυο για να την παραθέσω στο πολυτονικό, και είδα ότι την παραθέτουν και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς. Όμως στην ταινία υπάρχει μια διαφορά: δεν είναι ο θεός αλλά οι άνθρωποι. Μπορεί βέβαια να πει κανείς ότι οι άνθρωποι λειτουργούν ως όργανα του θεού, όμως εμπεριέχει και μια μοιρολατρία η φράση, ότι έτσι έχει το πράγμα, δεν μπορούμε παρά να το αποδεχτούμε.
  Και βέβαια, καθώς το έργο είναι κωμωδία, δεν μπορούσε παρά να έχει happy end. Βλέπουμε πάλι τον κόσμο να συνωστίζεται για να του βγάλει το δόντι του ο γιατρός. Έχει γίνει πια αποδεκτός από τους συναδέλφους του, οι οποίοι είχαν συνωμοτήσει να τον εξοστρακίσουν.
  Κάποια στιγμή πιστεύω να δω και τις δυο ταινίες της γυναίκας του της Λαρίσα, που σκοτώθηκε νωρίς σε τροχαίο.
  Πω πω, παρά λίγο να το ξεχάσω, η μουσική, εξαίσια, είναι του Alfred Shnitke, όπως και στην «Αγωνία», και στις δυο ταινίες της γυναίκας του. 

Monday, November 27, 2017

Robert Hamer, Kind hearts and coronets (Ο δέκατος τρίτος κληρονόμος, 1949)

Robert Hamer, Kind hearts and coronets (Ο δέκατος τρίτος κληρονόμος, 1949)


Την ταινία την είδαμε χθες στο «Σχολείο του σινεμά».
  Μαύρη κωμωδία, με τον σερ Άλεκ Γκίνες να υποδύεται οκτώ ρόλους. Το μόνο προηγούμενο που έχω υπόψη μου είναι οι τρεις ρόλοι του Πήτερ Σέλερς στην ταινία του Στάνλεϋ Κιούμπρικ «S.O.S. Πεντάγωνο καλεί Μόσχα».
  Ο Λουί πρέπει να ξεπαστρέψει  τους οκτώ κληρονόμους του τίτλου του δούκα για να τον κληρονομήσει ο ίδιος (το «δέκατος τρίτος κληρονόμος» στον ελληνικό τίτλο δεν ξέρω από πού βγήκε). Θα τα καταφέρει, εκδικούμενος ταυτόχρονα την αποπομπή της μητέρας του από την οικογένεια επειδή ερωτεύτηκε ένα μουσικό, τον πατέρα του. Αλλά θα καταδικαστεί σε θάνατο για το φόνο ενός άλλου προσώπου, που στην πραγματικότητα είχε αυτοκτονήσει. Θα τη γλιτώσει τελικά;
  Η προτιθέμενη σκηνοθετική πρόσληψη είναι πώς όχι, αν και προς στιγμή φάνηκε να τη γλιτώνει, όταν βρέθηκε το σημείωμα που άφησε ο αυτόχειρας. Αποφυλακίζεται, αλλά ξέχασε στη φυλακή τα απομνημονεύματά του. Βέβαια, αν δούμε το επεισόδιο ρεαλιστικά, δεν είχε παρά να επιστρέψει και να πει ότι ξέχασε να πάρει κάποια πράγματά του. Όμως έτσι δεν θα είχαμε την ποιητική δικαιοσύνη, που σπάνια παραβιάζεται (παράδειγμα το «Match point» του Woody Allen και «Η λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» που θα αρχίσει να προβάλλεται από την Πέμπτη στους κινηματογράφους, οπότε και θα αναρτήσουμε).

  Τα επεισόδια με τις εκτελέσεις είναι αρκετά κωμικά, όμως αυτό που ξεχωρίζει στην ταινία είναι οι διάλογοι, με ένα σοφιστικέ χιούμορ που μου θύμισε τις κωμωδίες του Όσκαρ Ουάιλντ. Υπάρχει και η σάτιρα, πιο χαρακτηριστική στο σχόλιο ότι ο βλάκας της οικογένειας δεν μπορούσε να γίνει τίποτα άλλο από παπάς. 

Garth Davis, Lion (2016)

Garth Davis, Lion (2016)


  Προβλήθηκε στο στέκι του Γαλατσίου «Αμπάριζα» χθες βράδυ.
  Η μαμά πηγαίνει να δουλέψει, αλλά το ίδιο και ο Γκουντού, ο μεγάλος αδελφός· δηλαδή τι μεγάλος, δωδεκάχρονος, ίσως λίγο παραπάνω. Ο εξάχρονος αδελφός του, ο Σαρού, επιμένει να τον πάρει μαζί του, να δουλέψει κι αυτός. Τελικά ο Γκουντού υποχωρεί και τον παίρνει. Όμως όταν φτάνουν στον προορισμό τους τον Σαρού τον έχει πάρει ο ύπνος. Τον ξυπνάει, αλλά αυτός θέλει να ξανακοιμηθεί. Του λέει να μην το κουνήσει από το παγκάκι όπου βρίσκεται μέχρι να γυρίσει. Τον Σαρού τον παίρνει ο ύπνος για λίγο, ξυπνάει, δεν βλέπει τον Γκουντού, και αρχίζει να τον ψάχνει παντού. Πού να τον βρει βέβαια. Στο τέλος τον παίρνει πάλι ο ύπνος σε ένα βαγόνι τραίνου. Ξυπνάει όταν το τραίνο έχει ήδη φύγει. Αδύνατον να κατέβει. Και το τραίνο σταματάει στην Καλκούτα.
  Θα χαθεί στη μεγάλη πολιτεία, θα κινδυνέψει από απαγωγείς παιδιών, αλλά τελικά θα καταλήξει στην αστυνομία. Αυτή θα τον παραδώσει σε ένα κέντρο όπου μένουν χαμένα παιδιά και θα ψάξουν να βρουν τους γονείς του. 1600 χιλιόμετρα μακριά μένουν, είναι αδύνατον. Και τελικά θα υιοθετηθεί από μια οικογένεια αυστραλών. Μεγάλος πια θα αναζητήσει τους δικούς του. Με το google earth θα καταφέρει τελικά να εντοπίσει το μέρος που έμενε. Και θα πάει να τους βρει. Και τους βρίσκει. Όμως μόνο τη μητέρα του και την αδελφή του, ο Γκουντού έχει πεθάνει.
  Φανταζόμαστε τη θλίψη της μητέρας του, αλλά αυτό που διαβάζουμε στα γράμματα τέλους είναι ανατριχιαστικό: ο Γκουντού σκοτώθηκε το ίδιο βράδυ που χάθηκε ο αδελφός του. Διπλό το χτύπημα για τη μάνα.
  Είχε ήδη σκοτωθεί όταν ξύπνησε ο Σαρού στο παγκάκι; Ή σκοτώθηκε καθώς έψαχνε απεγνωσμένα να βρει το αδελφάκι του; Δεν θυμάμαι να φάνηκε στην ταινία.
  Και το άλλο που διαβάζουμε είναι επίσης ανατριχιαστικό: κάθε χρόνο χάνονται στην Ινδία περίπου 80.000 παιδιά.  
  Ηθικό δίδαγμα: να είστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στη φύλαξη των παιδιών σας. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να συμβεί το κακό.
  Πολυβραβευμένη ταινία, άρεσε σε κριτικούς και κοινό.
  Θα κάνω επικόλληση από τη βικιπαίδεια αυτά που έγραψε ο Σαλμάν Ρασντί («Σατανικοί στίχοι») για την ταινία.

  Novelist and critic Salman Rushdie thought highly of the film stating that while he often lacked interest in films nominated for an Oscar, this year he rooted for Lion, believing that "I would like it to win in every category it’s nominated for and in most of the categories it isn’t nominated for as well." Noting that he wept "unstoppably" while viewing the film, Rushdie said that he is "frequently suspicious of Western films set in contemporary India, and so one of the things that most impressed me about Lion was the authenticity and truth and unsparing realism of its Indian first half. Every moment of the little boy’s journey rings true – not an instant of exoticism – and as a result his plight touches us all. Greig Fraser’s cinematography portrays the beauty of the country, both honestly and exquisitely [...] Dev Patel and Nicole Kidman, in the film’s Australian second half, give wonderful performances too.

Sunday, November 26, 2017

Mel Broooks, Blazing saddles (1974)

Mel Broooks, Blazing saddles (1974)


  Το είπαμε, τα καλά έργα, ιδιαίτερα αν είναι κωμωδίες, τα βλέπουμε ξανά και ξανά.
  Δεν θυμάμαι πόσες φορές είδα το «Μπότες, σπιρούνια και καυτές σέλες» (μ’ αυτό τον τίτλο κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα τα «Blazing saddles»), πάντως η τελευταία ήταν η χθεσινοβράδυνη.
  Το κύριο θέμα είναι ο ρατσισμός. Έχουμε ένα μαύρο που γλίτωσε την κρεμάλα και έγινε σερίφης εξαιτίας μιας δολοπλοκίας. Οι κάτοικοι της πόλης θα τον περιφρονήσουν αρχικά, θα αλλάξουν όμως σιγά σιγά γνώμη, ιδιαίτερα όταν σώζει την πόλη από τους κακοποιούς τους οποίους είχε εξαποστείλει ο γενικός εισαγγελέας, γιατί θέλει να αγοράσει τη γη τους αφού από εκεί θα περάσει ο σιδηρόδρομος. Και τα ρατσιστικά τους αισθήματα θα σβήσουν όταν δεχθούν τη βοήθεια από τους μαύρους που δουλεύουν στην κατασκευή του σιδηρόδρομου.
  Το εφέ υπερβολής είναι συνηθισμένο στις κωμωδίες. Ο απαγχονισμός ενός αλόγου και του αναβάτη του δεν είναι το μοναδικό. Όμως εδώ βλέπουμε και άλλα ξεκαρδιστικά εφέ.
  Ένα τέτοιο, καθόλου συνηθισμένο, είναι ένα δήθεν εφέ αποστασιοποίησης με τη μετάβαση στα στούντιο γυρισμάτων, όπου οι ηθοποιοί της ταινίας μπλέκονται σε ένα γενικό καυγά με τους ηθοποιούς που γυρίζουν ένα μιούζικαλ μπαίνοντας στο χώρο τους. Ακόμη βλέπουμε αναχρονισμούς (οι γερμανοί στρατιώτες είναι μια περίπτωση) και μια σύμφυρση χρονικών επιπέδων, με χαρακτηριστικό εκείνο του τέλους, όπου ο  Cleavon Little και ο Gene Wilder ξεπεζεύουν από τα άλογά τους (η ταινία είναι western και η υπόθεση διαδραματίζεται κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα) και επιβιβάζονται σε μια πολυτελή κούρσα.

  Ξεκαρδιστικότατη, λέω σιγά σιγά να ξαναδώ τον Mel Brooks.

Saturday, November 25, 2017

Wilson Chin, Lan Kwai Fong 2 (2012)

Wilson Chin, Lang Kwai Fong 2 (2012)


  Ξεκινήσαμε από το 3, μετά είδαμε το 1 (για την ακρίβεια δεν είναι 1, είναι σκέτο Lan Kwai Fong) και τώρα είδαμε και το 2. Το 4 δεν βγήκε ακόμη, δεν ξέρω αν θα βγει. Ό,τι είδαμε στα άλλα δυο έργα, είδαμε κι εδώ. Μεγάλο μέρος της πλοκής διαδραματίζεται σε κέντρα του Lan Kwai Fong, ρέει άφθονο ποτό, και ακούμε συχνά το «γκαν μπέι» που θα πει «άσπρο πάτο»· και βέβαια ακούμε πολλή μουσική. Τέσσερα κορίτσια, τέσσερις ιστορίες, ιστορίες χιουμοριστικές, κάποιες φορές ξεκαρδιστικές. Και όταν λέμε ιστορίες εννοούμε έρωτες. Όμως μόνο οι τρεις θα ευοδωθούν. Ο τέταρτος όχι, γιατί η κυρία είναι παντρεμένη, και αγανακτεί όταν το αγόρι της λέει ότι την αγαπάει.
  Κάθε έρωτας έχει τα προβλήματά του. Πώς να καταφέρει να πείσει την αγαπημένη του να τα ξαναφτιάξουν, αφού αυτός τη χώρισε παρά τα παρακάλια της, από παρεξήγηση; Αντιστρέφοντας τον χρόνο, σε μια σκηνοθετημένη επίδειξη με τους φίλους του, όπως το τέλος του «Έλα να δεις» του Ελέμ Κλίμοφ, ταινία για την οποία αναρτήσαμε απόψε. Το φιλί τους θα το υποδεχθούν τα ξέφρενα χειροκροτήματα των φίλων που παρακολουθούν.

  Ευχάριστη, πολύ ευχάριστη κωμωδία.  

Friday, November 24, 2017

Elem Klimov, Έλα να δεις (Иди и смотри 1985)

Elem Klimov, Έλα να δεις (Иди и смотри 1985)


  Ενώ ο Κλίμοφ ξεκινάει με κωμωδίες (κάποια στιγμή πιστεύω να δω και τις «Περιπέτειες ενός οδοντίατρου»), σκοτεινιάζει με τον Ρασπούτιν, ενώ με τις δυο τελευταίες ταινίες του, μετά το θάνατο της γυναίκας του, γίνεται ολότελα σκοτεινός.
  Έχουμε γράψει ήδη για τις άλλες τρεις ταινίες του (στην «Αγωνία» παραθέτω τους συνδέσμους και για τις άλλες δυο) και σήμερα θα γράψουμε για την τελευταία του ταινία, το «Έλα να δεις» («Πήγαινε να δεις» είναι ο πρωτότυπος τίτλος, αλλά βέβαια είναι η περίπτωση που σωστά δεν τον μεταφράζουμε κατά λέξη). Είναι η μόνη ταινία που συνάντησε την αποδοχή του καθεστώτος, και φαντάζομαι αυτό δεν οφείλεται στην περεστρόικα. Και πιο πριν να είχε γυριστεί πάλι δεν θα είχε τις περιπέτειες που γνώρισαν οι προηγούμενες ταινίες του.
  Η ταινία αναφέρεται στο κάψιμο ενός χωριού στη Λευκορωσία, μαζί με όλους τους κατοίκους του, από τους γερμανούς. Ανατριχιαστικές οι σκηνές, και ακόμη πιο ανατριχιαστικό αυτό που διαβάσαμε στα γράμματα τέλους, ότι «628 χωριά στην Λευκορωσία πυρπολήθηκαν ολοσχερώς μαζί με όλους τους κατοίκους τους».
  Πριν φτάσουμε όμως σ’ αυτό το ολοκαύτωμα παρακολουθούμε την νεαρό Φλόρια να σκάβει στην άμμο για να βρει ένα όπλο. Μόνο έτσι θα τον δεχτούν οι παρτιζάνοι στις γραμμές του. Τελικά τα καταφέρνει. Όμως τον αφήνουν να φυλάει το στρατόπεδό τους ενώ αυτοί φεύγουν. Αγανακτισμένος περιπλανιέται στο δάσος και συναντάει την Γκλάσα, ένα κορίτσι που ήταν με τους παρτιζάνους. Ευτυχώς δεν προλαβαίνουν να επιστρέψουν στο στρατόπεδο, το οποίο βομβαρδίζεται. Μια έκρηξη αφήνει μισόκουφο τον Φλόρια. Θα πάνε στο χωριό του, όμως στο σπίτι του δεν θα βρουν κανένα. -Ξέρω πού πήγαν, λέει ο Φλόριαν, σε ένα νησάκι. Φεύγοντας όμως η Γκλάσα βλέπει τα στοιβαγμένα πτώματα πίσω από το σπίτι. Διασχίζουν ένα βάλτο, και φτάνουν στο νησί όπου αρκετοί κάτοικοι που γλίτωσαν λιμοκτονούν.  Μαζί με τρεις άλλους άντρες θα πάνε να κλέψουν μια γερμανική αποθήκη τροφίμων. Όμως αυτή φυλάγεται, και φεύγουν κακήν κακώς. Στην επιστροφή οι δυο θα σκοτωθούν από νάρκη και αργότερα ο τρίτος μαζί με τη γελάδα που κατάφεραν να πάρουν από κάποιο αγρότη. Αυτός θα κρύψει τον Φλόρια στο χωριό, αλλά θα πλακώσουν οι γερμανοί. Θα υποχρεώσουν όλους τους κατοίκους να μπουν σε μια τεράστια αποθήκη και θα της βάλουν φωτιά. Ο Φλόρια θα δραπετεύσει, καθώς και ένα κορίτσι, το οποίο όμως θα αρπάξουν οι γερμανοί και θα το βιάσουν ομαδικά. Φεύγοντας θα συναντήσει τα εγκαταλειμμένα οχήματα των γερμανών και μια σκοτωμένη γυναίκα, δική τους. Είχαν πέσει πάνω σε ενέδρα ανταρτών. Σε λίγο θα τους συναντήσει, μαζί με τους γερμανούς αιχμαλώτους. Θα τους περιλούσουν με βενζίνη, όμως δεν θα τους βάλουν φωτιά αλλά θα τους εκτελέσουν, χαρίζοντάς τους έτσι έναν ανώδυνο θάνατο.
  Η ταινία, χωρίς αυτό το τέλος εκδίκησης, θα ήταν σκέτη μαυρίλα. Και ο μεγάλος σκηνοθέτης Κλίμοφ επινοεί ένα τελευταίο επεισόδιο, πρωτότυπο και συναρπαστικό. Ο Φλόρια πυροβολεί μια φωτογραφία του Χίτλερ. Στην φωτογραφία αυτή, με αντίστροφη προβολή των καρέ, βλέπουμε τον Χίτλερ σε προηγούμενες φάσεις της ζωής του. Τον πυροβολεί συνεχώς. Σταματάει μόνο όταν τον βλέπει μωρό, στην αγκαλιά της μάνας του.

  Κρίμα που σιώπησε νωρίς ο Κλίμοφ, γιατί είναι ένας μεγάλος σκηνοθέτης.  

Elem Klimov, Αγωνία (1982)



  Εννιά χρόνια έκανε να γυρίσει την ταινία ο Κλίμοφ, και αν και ήταν έτοιμη από το 1975, όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του στη βικιπαίδεια, στη Σοβιετική Ένωση προβλήθηκε το 1985, με την περεστρόικα.
  Η ταινία αναφέρεται στον περιβόητο Ρασπούτιν (1869-1916). Μάγος και αγύρτης, κατάφερνε να σταματάει το αίμα στον αιμοφιλικό γιο του τσάρου, και έτσι απέκτησε μεγάλη επιρροή στα ανάκτορα, ιδιαίτερα στην τσαρίνα. Ανέβαζε και κατέβαζε υπουργούς κατά τη θέλησή του. Ήταν επίσης ακόλαστος, και είχε διαφθείρει πολλές γυναίκες της αυλής. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργήσει πολλούς εχθρούς και να γίνουν κάμποσες απόπειρες δολοφονίας εναντίον του. Σε μια τραυματίστηκε σοβαρά, αλλά στην τελευταία, στην οποία επικεφαλής των συνωμοτών ήταν ο σύζυγος της ανιψιάς του τσάρου Φέλιξ Γιουσούποφ (1887-1967), ήταν επιτυχής. Τον δηλητηρίασαν, αλλά το δηλητήριο δεν τον έπιασε. Τον πυροβόλησαν επανειλημμένα, έδεσαν το σώμα του και το έριξαν στο ποτάμι. Όταν ανακαλύφθηκε διαπιστώθηκε ότι είχε λύσει το ένα του χέρι, πράγμα που σημαίνει ότι ούτε με τις σφαίρες είχε πεθάνει.
  Δεν μου αρέσουν έργα με αρνητικούς χαρακτήρες, αλλά ο Κλίμοφ είναι μεγάλος σκηνοθέτης. Εξάλλου δεν είχε σαν στόχο να βιογραφήσει τον Ρασπούτιν αλλά να δείξει τη διαφθορά και την παρακμή του καθεστώτος, που ένα χρόνο μετά οδηγήθηκε στην πτώση του και στην εκτέλεση της βασιλικής οικογένειας. Η ταινία έχει αρκετό ντοκιμαντερίστικο υλικό, και κάποιες σκηνές ήταν δοσμένες σε ασπρόμαυρο για να δώσουν μια ψευδαίσθηση ντοκιμαντέρ. Και η ερμηνεία του Αλεξέι Πετρένκο σαν Ρασπούτιν είναι εξαιρετική.
  Διάβασα μια βιογραφία του Ρασπούτιν όταν ήμουν μαθητής, αλλά δεν θυμάμαι ποιος την έγραψε. Με εντυπωσίασε όταν διάβασα λίγο μετά στην εφημερίδα ότι πέθανε αυτός που δολοφόνησε τον Ρασπούτιν. Μετά από πενήντα χρόνια δεν φανταζόμουν ότι θα ζούσαν πρωταγωνιστές της υπόθεσης.
  Η ταινία είχε τελειώσει όταν σκοτώθηκε σε τροχαίο η γυναίκα του Λαρίσα Σέπιτκο, το 1979. Την επόμενη χρονιά ο Κλίμοφ γύρισε μια 25λεπτη ταινία για τη σύζυγό του με τον τίτλο «Λαρίσα», μια ελεγεία με άφθονο φωτογραφικό και κινηματογραφικό υλικό. Ένα μέρος της αποτελείται από μια συνέντευξη που είχε δώσει. Αναφέρεται διεξοδικά στο ζήτημα του συμβιβασμού, στον οποίο συχνά ένας καλλιτέχνης αναγκάζεται να υποκύψει. Μου άρεσε ιδιαίτερα η εξής ατάκα της: «Αν αφιερώσεις τη ζωή σου στα προβλήματα των άλλων έχεις δικαιώσει την ύπαρξή σου». Θα γράψουμε και για τις δυο ταινίες της, μόλις της δούμε. Σειρά έχει τώρα η τελευταία ταινία του Κλίμοφ, «Έλα να δεις» (1985). Να πούμε ότι έχουμε ήδη γράψει για το «Welcome» και το «Farewell».
Buster Keaton, Our hospitality (1923)


  Έχουμε δει αρκετά έργα του Μπάστερ Κήτον, από παλιά, και έτσι δεν έχουμε γράψει γι’ αυτά. Έχουμε γράψει μόνο για το «Sherlock Jr.» που είδαμε πρόσφατα στο σχολείο του σινεμά.
  Την ταινία την έχω ξαναδεί, και πιστεύω ότι σιγά σιγά θα ξαναβλέπω ταινίες του Μπάστερ Κήτον και θα γράφω δυο λόγια γι’ αυτές.
  Το θέμα της ταινίας είναι η βεντέτα δύο οικογενειών. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα υπήρχε και στην Αμερική βεντέτα, αλλά για να την κάνει θέμα σε ταινία του ο Μπάστερ Κήτον μάλλον εξακολουθούσε να υπάρχει, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Η βεντέτα αυτή δεν λήγει πάνω στα φέρετρα των δυο αγαπημένων όπως στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» αλλά μπροστά στους νεόνυμφους και στον παπά που μόλις έχει εκτελέσει την τελετή του γάμου. Μπορεί να πει κανείς ότι ο πατέρας και τα αδέλφια της νύφης την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενοι… αλλά αυτό το ξεχνάμε, μπροστά στις απολαυστικές σκηνές που απολαύσαμε. 
  Εξαιρετικός όπως πάντα ο Μπάτερ Κήτον, βλέπουμε και εδώ το αγαπημένο του μοτίβο, το μοτίβο της καταδίωξης. Και κάποιες επικίνδυνες σκηνές, διάβασα, τις έπαιξε χωρίς κασκαντέρ.

  Περισσότερα για την ταινία στον σύνδεσμο της βικιπαίδειας. 

Thursday, November 23, 2017

Jan Matuszynski, The last family (Η τελευταία οικογένεια, 2016)

Jan Matuszynski, The last family (Η τελευταία οικογένεια, 2016)




Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Πρόκειται για μια βιογραφική ταινία του ζωγράφου Zdzisław Beksiński.
  Βιογραφική;
  Ο Αριστοτέλης στην ποιητική του μιλάει περί «πράξεως σπουδαίας και τελείας» που πρέπει να έχει μια τραγωδία. Αυτές οι πράξεις έχουν αφηγηματικό ενδιαφέρον, όπως επίσης και ο τραγικός ήρωας, που οι ενέργειές του προκαλούν τον «έλεό» μας. Όμως στη ζωή του Ζτζισλάβ Μπεκσίνσκι δεν βλέπουμε τέτοιες πράξεις. Έχει μια ήρεμη ζωή, ζωγραφίζει, κάποιος ενδιαφέρεται κάποια στιγμή για τα έργα του, αρχίζει να βγάζει λεφτά. Όμως κατά τα άλλα τίποτα δεν αλλάζει στη ζωή του.
  Έχει μια τέτοια ζωή ενδιαφέρον για να τη δούμε στον κινηματογράφο, όπως για παράδειγμα η ζωή του Βαν Γκογκ που είδαμε πρόσφατα;
  Την παράσταση την κλέβει ο γιος του, τόσο σαν επεισόδια όσο και «υποκριτικά», από τον Dawid Ogrodnik που τον υποδύεται σε μια εξαιρετική ερμηνεία.
  Ο γιος είναι αποκλίνων. Διαταραγμένος ψυχολογικά θα κάνει τρεις απόπειρες αυτοκτονίας. Σε εκρήξεις θυμού τα κάνει γυαλιά καρφιά στο σπίτι του, ρίχνοντας τους γονείς του στην απελπισία. Με τις γυναίκες έχει πρόβλημα, και τον εγκαταλείπουν. Ο ψυχαναλυτής του δεν του εμπνέει καμιά εμπιστοσύνη, έτσι καθώς κάθεται και τον ακούει παθητικά χωρίς να αντιδράει στα λεγόμενά του. Είναι όμως ταλαντούχος μουσικοκριτικός και παρουσιαστής σε μουσικά προγράμματα.
  Η μητέρα υπομένει στωικά, μέχρι να εμφανιστεί και το δικό της πρόβλημα υγείας.
  Ο σκηνοθέτης έκανε ένα θεατρικό στήσιμο. Η κάμερα τις περισσότερες φορές παρακολουθεί τα πρόσωπα από μακριά, δημιουργώντας ένα κάποιο αποστασιοποιητικό εφέ. Είναι σαν να θέλει να εστιάσει ο θεατής στα λόγια τους και όχι στην έκφραση του προσώπου τους. Χαρακτηριστικές είναι δυο σκηνές. Η πρώτη είναι η σκηνή του διαλόγου γιου και μητέρας (αργότερα προστίθεται και ο πατέρας) ένα μονόπλανο επτάμιση λεπτών. Η δεύτερη είναι όταν ο γιος αγκαλιάζει τη νεκρή μητέρα του κλαίγοντας σπαρακτικά. Η κάμερα δεν εστιάζει σ’ αυτόν που βρίσκεται σε πρώτο πλάνο αλλά στον πατέρα του που βρίσκεται πιο πίσω, με αποτέλεσμα να φαίνεται το πρόσωπό του θολό.
  Πολύ καλή ταινία.



Eran Creevy, Collide (Χωρίς διέξοδο, 2016)

Eran Creevy, Collide (Χωρίς διέξοδο, 2016)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένας άνδρας που αγαπάει μια γυναίκας; Θα μου πείτε, να σκοτώσει τον σύζυγο (είχαμε ένα τέτοιο δράμα πριν λίγες βδομάδες στην πατρίδα μου) ή τον αντεραστή.
  Εύκολο. Παραμονεύεις και μπαμ.
  Το δύσκολο είναι αυτό που έκανε ο Nicholas Hoult (τον είδαμε πρόσφατα στον «Επαναστάτη στη σίκαλη»). Για να εξοικονομήσει τα χρήματα για τη μεταμόσχευση νεφρού που ήταν ανάγκη να κάνει η αγαπημένη του Felicity Jones (Την είδαμε και αυτή στη βιογραφική ταινία για τον Στίβεν Χόκινκ «Η θεωρία των πάντων») θα κλέψει ένα φορτηγό με ναρκωτικά, βάζοντας κυριολεκτικά το κεφάλι του στο ντρουβά (έτσι τον λέμε στην Κρήτη, εσείς τον λέτε ντορβά, το βρήκα τώρα στη βικιπαίδεια). Και θα ακολουθήσουν πολλά συγκλονιστικά επεισόδια, καταδιώξεις, πιστολίδι, με ένα εντυπωσιακό εφέ απροσδόκητου στο τέλος, που θα συγκινήσει τους λάτρεις του είδους.
  Εξαιρετικές ερμηνείες, ιδιαίτερα από τα ιερά τέρατα Antony Hopkins (τι φοβερές οι ατάκες που πετάει!) και του Ben Kingsley.
  Πολύ μου άρεσε αυτή η ταινία, ένας συνδυασμός love story, χωρίς το δραματικό τέλος της γνωστής (σε μας τους παλιούς τουλάχιστον) ταινίας, και περιπέτειας.


Γιάννης Σμαραγδής, Καζαντζάκης (2017)

Γιάννης Σμαραγδής, Καζαντζάκης (2017)


Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Μετά τον «El Greco», ο Σμαραγδής κάνει μια άλλη ταινία για έναν άλλο μεγάλο συμπατριώτη μας, τον Νίκο Καζαντζάκη. Μεσολάβησε βέβαια το ντοκιμαντέρ και η ταινία για τον Ιωάννη Βαρβάκη. Εσείς ξέρετε τη Βαρβάκειο Αγορά, και αρκετοί από σας φαντάζομαι και το Βαρβάκειο. Εγώ το Βαρβάκειο Λύκειο το ξέρω σαν κάλπικη δεκάρα, αφού από εκεί συνταξιοδοτήθηκα.
   Η πλοκή της ταινίας ακολουθεί την «Αναφορά στον Γκρέκο», το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Καζαντζάκη που δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο, τον πρόλαβε ο θάνατος. Ξεκινάει με τη συγγραφή του, και στη συνέχεια έχουμε αναδρομές στη ζωή του Καζαντζάκη. Πολλά επεισόδια είναι συγκλονιστικά, όπως εκείνο στην αρχή της ταινίας που ο πατέρας του, ο Καπετάν Μιχάλης, τον βάζει να προσκυνήσει τα πόδια των κρεμασμένων από τους τούρκους μετά από μια μεγάλη σφαγή.
  Ό,τι και να πω για την ταινία είναι λίγο. Πολύ καλές οι ερμηνείες, πολύ καλή η σκηνοθεσία, θα συναρπάσει όλους, ιδιαίτερα τους λάτρεις του Καζαντζάκη, ανάμεσα στους οποίους σεμνύνομαι ότι είμαι κι εγώ. Η απόδειξη; Το τελευταίο βιβλίο μου «Ο δικός μου Νίκος Καζαντζάκης». Μπορείτε να το διαβάσετε σε pdf που βρίσκεται εδώ. Και όσοι από εσάς θα ήθελαν να το διαβάσουν αλλά ανήκουν σε εκείνους που δεν μπορούν να διαβάσουν σε tablet, θέλουν να πιάνουν βιβλίο στο χέρι τους, να μυρίζουν χαρτί, μπορούν να το αγοράσουν από τις εκδόσεις ΑΛΔΕ. 

  Κόντεψα να το ξεχάσω, στην ταινία διάβασα, στα γράμματα τέλους, ότι ο Αμπέρ Καμύ σχολίασε, μαθαίνοντας τον θάνατο του Καζαντζάκη, ότι αυτός άξιζε 100 φορές περισσότερο το Νόμπελ από ό,τι ο ίδιος. Πού να φανταζόταν ότι σε δυο χρόνια και κάτι θα ερχόταν και η δική του σειρά (σε τροχαίο, για όσους δεν ξέρουν). 

Wednesday, November 22, 2017

James Martin, The theory of everything (2014)

James Martin, The theory of everything (2014)


  Είδα το ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε ένα χρόνο πριν από την ταινία του James Martin πάνω στη ζωή του Stephen Hawking, αλλά δεν έγραψα γι’ αυτό.  
  Η «Θεωρία των πάντων» είναι βιογραφική ταινία που στηρίζεται στο βιβλίο της πρώτης του γυναίκας, της Jane Hawking που έχει τίτλο «Travelling to Infinity: My Life with Stephen». Αφηγείται τη σχέση τους, το γάμο τους παρά τα προβλήματα στην υγεία του (οι γιατροί του έδιναν δυο χρόνια ζωής), την επιστημονική του εξέλιξη, τα τρία παιδιά τους, το ρομαντικό φλερτ της με τον Jonathan Hellyer Jones, τον οποίο παντρεύτηκε αμέσως μετά το διαζύγιό της με τον Stephen.
  Είχα τη φαεινή ιδέα να διαβάσω τη βιογραφία του Hawking στην βικιπαίδεια όταν ήμουν στην αρχή του έργου. Το λέω αυτό, γιατί στην ταινία υπήρχε μια ορισμένη ασάφεια. Ο Stephen ανακοινώνει ότι θα πάει στην Αμερική με τη νοσοκόμα του. Είναι τόσο περίεργο; Στη βικιπαίδεια διάβασα ότι το 1990 παράτησε την Jane για τη νοσοκόμα του Elaine Mason. Μετά το διαζύγιό του το 1995 την παντρεύτηκε, όμως χώρισαν το 2006. Τότε ξανάσμιξε με την οικογένειά του από την οποία είχε αποξενωθεί. Όμως με την Jane σαν καλοί φίλοι πια, αφού όπως είπαμε αυτή είχε παντρευτεί τον Jonathan Hellyer Jones.
  Εξαιρετική η ερμηνεία της Felicity Jones για την οποία προτάθηκε για τέσσερα βραβεία χωρίς όμως να κερδίσει κανένα. Αντίθετα ο Eddie Redmayne με την εκπληκτική ερμηνεία του σε ένα πραγματικά δύσκολο ρόλο κέρδισε τέσσερα βραβεία.
  Το διάβασα μαθητής, μου ήλθε μόλις τώρα στο μυαλό: Τρεις φυσικοί, οι δύο άθεοι. Μάλιστα ήταν με λατινικούς χαρακτήρες. (Τώρα που ξαναδιάβασα το κείμενο αυτό πριν το αναρτήσω θυμήθηκα σε πιο βιβλίο το διάβασα, που ήταν σαν μότο. Λούντβιχ Μπύχνερ, «Δύναμη και ύλη», εκδώσεις Δαρεμά. Το βρήκα ψάχνοντας στο google). Ο Hawking είναι o ένας από τους δυο αυτούς φυσικούς. Η γυναίκα του αντίθετα ήταν θρησκευόμενη, πράγμα που αποτελούσε αιτία έντασης στη σχέση τους.

  Με απωθεί κάθε λόγος για το χρόνο, και γι’ αυτό δεν μπήκα ποτέ στον πειρασμό να διαβάσω το «Χρονικό του χρόνου», το best seller του, παρόλο που το έχω. Αλλά, ποιος ξέρει, ο διάβολος είναι παντοδύναμος, μπορεί να με βάλει κάποια στιγμή στον πειρασμό. 

Elem Klimov, Прощание (Αποχαιρετισμός, 1983) Elia Kazan, «Wild river» (Λάσπη στ’ αστέρια, 1960).

Elem Klimov, Прощание (Αποχαιρετισμός, 1983) Elia Kazan, «Wild river» (Λάσπη στ’ αστέρια, 1960).


  Δεν μπορούσε να υπάρξει καταλληλότερος τίτλος για την ταινία από το «Αποχαιρετισμός», που είδαμε την περασμένη Κυριακή στο «Σχολείο του σινεμά».
  Πραγματεύεται ένα θέμα στο οποίο έχω αναφερθεί αρκετές φορές. Το θέμα αυτό είναι η ελεγεία για το παλιό που είναι καταδικασμένο μπροστά στην αδυσώπητη έλευση του καινούριου. Τα έργα τα οποία παραθέτω σαν παραδείγματα (υπάρχουν κι άλλα που δεν τα θυμάμαι) είναι τρία. Το πρώτο είναι η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Η κοινωνία της ντροπής, με τις αιματοσυγγενικές σχέσεις να είναι κυρίαρχες (η βεντέτα είναι μια επιβίωσή της) υποχωρεί στην κοινωνία της ενοχής, όπου τον πολίτη τον προστατεύει το κράτος και οι νόμοι, και γι’ αυτό πρέπει να υπακούμε σ’ αυτούς. Το δεύτερο είναι «Το μυστικό της κοντέσας Βαλέραινας» του Γρηγόριου Ξενόπουλου. Εδώ οι παραδοσιακές αξίες υποχωρούν μπροστά στην καινούρια λατρεία του χρήματος, εξαίρονται όμως με την αυτοκτονία της κοντέσας. Το τρίτο είναι ο «Σαμουράι» του Μασάκι Κομπαγιάσι. Ο κόσμος του ήθους των σαμουράι είναι καταδικασμένος με την έλευση των πυροβόλων όπλων. Ένας αχρείος ληστής μπορεί με ένα πιστόλι να σκοτώσει από μακριά τον ευγενικό σαμουράι.
  Στον «Αποχαιρετισμό» έχουμε την ελεγεία για το χαμό ενός κόσμου αγνού και αμόλυντου, με τις παραδόσεις και τις αξίες του, μπροστά στην έλευση της προόδου. Τον κόσμο αυτόν εκπροσωπεί συμβολικά ένα νησί με τους κατοίκους του. Την πρόοδο εκπροσωπεί η δημιουργία μιας τεχνητής λίμνης για την εγκατάσταση ενός υδροηλεκτρικού φράγματος.
  Οι κάτοικοι είναι εντελώς απρόθυμοι για την μετεγκατάστασή τους, μετεγκατάσταση που βλέπουμε στο τέλος να γίνεται σε πολυκατοικίες-κλουβιά. Ο υφιστάμενος που έχει αναλάβει την εκκένωση του νησιού θέλει να παραιτηθεί, βαρύ το φορτίο. Ο προϊστάμενος όμως τον μεταπείθει.
  Η ελεγεία αυτή αναδεικνύεται περισσότερο στο τέλος με μια πράξη «σπουδαία». Κάποιες γυναίκες του χωριού αρνούνται να φύγουν. Και από λάθος, η λίμνη πλημμυρίζει πριν την προκαθορισμένη ώρα. Η βάρκα που πηγαίνει να πάρει και τους τελευταίους κάτοικους δεν βρίσκει το νησί. Αρχικά το αποδίδουν στην ομίχλη. Αργότερα καταλαβαίνουν τι είχε συμβεί.
  Εξαιρετικός σκηνοθέτης ο Κλίμοφ, με ποιητικές εικόνες δίνει την ιστορία του, ή μάλλον την ιστορία της γυναίκας του, της Λαρίσα Σέπιτκο, που ο πρόωρος θάνατός της σε τροχαίο δεν την άφησε να ολοκληρώσει. Είναι χαρακτηριστικός ο μη ρεαλιστικός τρόπος που δίνει τον πνιγμό των γυναικών. Είναι μαζεμένες σε ένα σπίτι. Κάποια αναρωτιέται: ζούμε ακόμη ή έχουμε πνιγεί;
  Μια ακόμη εξαιρετική ταινία ενός εξαιρετικού σκηνοθέτη που σιώπησε νωρίς.
 
  Ο φίλος ο Στάθης από το σχολείο μας ανέφερε στη συζήτηση που ακολούθησε ότι ο Elia Kazan είχε γυρίσει μια ταινία με παρόμοιο θέμα, το «Wild river». Καθώς είμαι, όπως είπαμε ότι με χαρακτηρίσανε, ιδιοσυγκρασιακά συγκριτολόγος (τώρα το σκέφτομαι, θα μπορούσε κάλλιστα το διδακτορικό μου να μην είναι στις αφηγηματικές τεχνικές αλλά στη συγκριτική λογοτεχνία) είδα την ταινία.
  Για μια ακόμη φορά θα μιλήσω για την πρόσληψη.
  Στην ταινία εγώ βλέπω μια ιστορία αγάπης, ανάμεσα σε έναν εξαιρετικό Montgomery Clift και σε μια ακόμη πιο εξαιρετική Lee Remick. Το φόντο με την ιστορία του φράγματος το βλέπω απλά σαν φόντο.
  Και εδώ βλέπουμε τη γιαγιά (την υποδύεται η Jo Van Fleet) να αρνείται, η μόνη από όλους τους κατοίκους του νησιού, να πουλήσει τη γη της και να εγκαταλείψει το νησί. Ο Montgomery Clift, εκπρόσωπος της εταιρείας κατασκευής του φράγματος, που δεν ήταν μόνο για την δημιουργία υδροηλεκτρικής εγκατάστασης αλλά και για την τιθάσευση του ποταμού Τένεσι που πλημύριζε κατά καιρούς, όχι πάντα χωρίς θύματα, καλείται να την πείσει. Δεν θέλουν να χρησιμοποιήσουν βία.
  Η ελεγεία εδώ αδυνατίζει. Είναι μόνο μια γυναίκα που αρνείται. Και πού αποδίδεται η πεισματώδης άρνησή της;
  «Είναι ο αμερικάνικος τρόπος ζωής. Ο σκληρός ατομικισμός είναι η κληρονομιά μας. 3000 πούλησαν και η Έλλα Γκαρθ δεν θέλει να πουλήσει. Επικροτούμε αυτό το πνεύμα και το θαυμάζουμε, πιστεύουμε σ’ αυτό, αλλά πρέπει να την πάρουμε από εκεί».
  Τέλος, την παίρνουν τελικά με δικαστική απόφαση στην οποία αναγκάζεται να υπακούσει (αν δεν υπακούσει ξέρει ότι θα την πάρουν με τη βία, σηκωτή). Όμως την ίδια μέρα θα πεθάνει στο πανομοιότυπο σπίτι που της έφτιαξαν.
  Υπάρχει και ένα άλλο θέμα που θίγεται αρκετά έντονα στην ταινία, ο ρατσισμός του Νότου. Ο Μοντγκόμερι Κλιφτ θα ξυλοκοπηθεί που προσέλαβε μαύρους εργάτες για καθαρισμό του νησιού δίνοντάς τους ίδια αμοιβή με τους λευκούς.
  Πολύ καλή ταινία, αλλά είναι με τη χολιγουντιανή συνταγή της ερωτικής ιστορίας και του happy end. Στην ταινία του Κλίμοφ αντίθετα δεν υπάρχει τέτοια ιστορία, και το τέλος δεν είναι happy.  
 


Sunday, November 19, 2017

Wilson Chin, Lan Kwai Fong (2011)


Wilson Chin, Lan Kwai Fong (2011)


  Μου αρέσει να βλέπω πράγματα ομαδοποιημένα. Πέρα από σκηνοθέτες που βλέπω πακέτο, δηλαδή όλες τις ταινίες τους που μπορώ να βρω, βλέπω και όλα τα έργα που έχουν γυριστεί πάνω σε ένα μυθιστόρημα που έχω διαβάσει. Έργα με κοινό θέμα είχα δει μέχρι τώρα μόνο αυτά που αναφέρονται στους «47 ronin», ξεκινώντας με την ομώνυμη ταινία του Kenji Mizoguchi τον οποίο άρχισα να βλέπω πακέτο τώρα που τέλειωσα με τον Όζου, και τώρα προέκυψε το «Lan Kwai Fong». (喜爱夜蒲, έρωτας μιας βραδιάς, είναι ο κινέζικος τίτλος). Ξεκίνησα όμως ανάποδα, είδα πρώτα το «Lan Kwai Fong 3» και αποφάσισα να δω και τα άλλα δύο. Σειρά είχε χθες βράδυ το πρώτο, που προφανώς δεν έχει τον αριθμό ένα. Καθώς είχε επιτυχία, ο σκηνοθέτης του γύρισε και τα άλλα δύο.
  Το Lan Kwai Fong είναι μια περιοχή με κέντρα διασκέδασης στο Χονγκ Κονγκ. Με φόντο την περιοχή αυτή και με άφθονη μουσική, χορευτική μουσική, παρακολουθούμε τις ερωτικές ιστορίες των ηρώων της ταινίας, ακολουθώντας τους στα διάφορα κέντρα και μπαρ που πηγαίνουν. Εδώ έχουμε μόνο δύο ερωτικές ιστορίες, μια όμως είναι η κύρια, του Steven και της Jennifer. Το μιας βραδιάς σεξ εξελίσσεται σε έρωτα, όμως μετ’ εμποδίων. Περισσότερα για την πλοκή μπορείτε να διαβάσετε στον σύνδεσμο στον οποίο παραπέμπω στον τίτλο. Εδώ να γράψω μόνο δυο πράγματα που σημείωσα.
  Το πρώτο: το κάπνισμα, λέει, δημιουργεί ανικανότητα. Ψάχνω στο google για να μη μου ξεφύγει καμιά πατάτα και αντιγράφω: «Το τσιγάρο έχει μακροχρόνια βλαπτική επίδραση στο τοίχωμα των αρτηριών και επιδρά δυσμενώς στην αιμάτωση στα σηραγγώδη σωμάτια του πέους. Η λειτουργική ανεπάρκεια των πεϊκών αρτηριών διατηρείται όσο ο καπνιστής εξακολουθεί να καπνίζει και δυστυχώς μπορεί να παραμείνει όταν η βλάβη στις μικρές αυτές αρτηρίες γίνει σημαντική». 
  Να ένας παράγοντας να κόψετε το τσιγάρο, εσείς οι καπνιστές (οι καπνίστριες μπορείτε να το συνεχίσετε). Ευτυχώς που δεν υπήρξα ποτέ μου καπνιστής. Φαντάσου δηλαδή τώρα εγώ…
  Me gustas, λέει η Jennifer στον Steven. -Τι θα πει αυτό; -Πρέπει να πηγαίνω (είναι αεροσυνοδός).
  Και θυμήθηκα την ταινία του Gennaro Nunziante «Τι ωραία μέρα». Ο Checo Zalone λέει στην Nabiha Akkari η οποία υποτίθεται δεν ξέρει αραβικά το «σ’ αγαπώ» στα αραβικά. Αυτή τον ρωτάει τι θα πει αυτό, χαμογελώντας καθώς είναι ακουμπισμένοι πλάτη με πλάτη, και αυτός, αμήχανος, της λέει «Τι ωραία μέρα».
  Στο happy end, που ο σύνδεσμος δεν αποκαλύπτει για να μην κάνει σπόιλερ, λες και δεν ξέρουμε πώς τελειώνει μια κωμωδία, ο Steven, που έχει μάθει στο μεταξύ τη σημασία του, το λέει στην Jennifer. Αυτή βέβαια ζητάει την επιβεβαίωση.
 -Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;
 -Ξέρω, θα πει wo xihuan ni (σιχουάν, να μην κάνω μαθήματα προφοράς τώρα). Σε θέλω (λιγότερο formal από το wo ai ni, σ’ αγαπώ).