Monday, March 19, 2018

Νaomi Kawase, Hong Sang-Soo, Lav Diaz, Visitors (2009)


Naomi Kawase, Hong Sang-Soo, Lav Diaz, Visitors (2009)


  Από τρεις ιστορίες αποτελούνται οι «Επισκέπτες», γυρισμένες από τρεις σκηνοθέτες σε τρεις διαφορετικές χώρες, έχοντας όμως κάτι κοινό: τον επισκέπτη.
  Ο πρώτος επισκέπτης είναι της Naomi Kawase στην ταινία της «Koma». Έχομε ήδη κάνει ξεχωριστή ανάρτηση γι’ αυτήν, καθώς είδαμε πακέτο την Kawase, δηλαδή όλες τις ταινίες της, με αφορμή την «Τυφλή αγάπη» που προβάλλεται από την Πέμπτη που μας πέρασε. Για να μην παραπέμψω στον σχετικό σύνδεσμο θα παραθέσω το κείμενο που έγραψα στο τέλος, μήπως κάποιος το έχει διαβάσει ήδη. Θα ξεκινήσουμε λοιπόν με τον Hong Sang-Soo και την ταινία του «Lost in the mountains», Χαμένη στα βουνά, η υπόθεση της οποίας τοποθετείται στην Νότια Κορέα.
  Η επισκέπτρια είναι η Mi-Sook. Είναι φοιτήτρια δημιουργικής γραφής στο πανεπιστήμιο. Επισκέπτεται μια συμφοιτήτριά της που ζει με τους γονείς της σε ένα πολύ μακρινό μέρος. Όμως αυτή δεν μπορεί να την δεχθεί, την ειδοποίησε μόλις την τελευταία στιγμή και δεν πρόλαβε να ενημερώσει τους γονείς της. Φοβάται ότι δεν θα τους είναι ευπρόσδεκτη. Στη συνέχεια θα συναντηθεί με τον καθηγητή της, διάσημο συγγραφέα, παντρεμένο, με τον οποίο είχε σχέση. –Τα έχεις ακόμη με τον… τη ρωτάει. -Αυτό τον μπάσταρδο; Αυτό ήταν αφού σταματήσαμε εμείς να έχουμε σχέσεις.
  Αργότερα θα συναντήσει τη φίλη της η οποία θα της εξομολογηθεί ότι τα έχει με αυτόν τον καθηγητή. Η Mi-Sook γίνεται έξω φρενών. Αμέσως μετά θα τηλεφωνήσει σε ένα συμφοιτητή της να βρεθούν σε κάποια παμπ. Αυτός θα έλθει με μια κοινή τους φίλη. Η Mi-Sook, απελπισμένη θα γίνει στουπί στο μεθύσι. Θα πάρει μαζί της το φίλο της, η άλλη δεν έχει πρόβλημα. Θα κοιμηθεί μαζί του. Αργότερα θα συναντήσουν στην παμπ τον καθηγητή τους με την κοινή αυτή φίλη. Η Mi-Sook, σοκαρισμένη, θέλει να φύγουν χωρίς να τον χαιρετήσουν. Αυτός έχει αντίρρηση, αλλά την ακολουθεί. Ο καθηγητής θα τρέξει να τους προλάβει. Γιατί έφυγαν τόσο αγενώς, χωρίς να χαιρετήσουν; Ο φοιτητής ζητά συγνώμη.
  Η Mi-Sook τα έκανε θάλασσα, θα σηκωθεί και θα φύγει λέγοντάς του να μην την ακολουθήσει.
  Ανάμεσα στα στοιχεία που συγκροτούν τον προσληπτικό μου μηχανισμό είναι να μη μου αρέσουν έργα που ο ήρωας είναι αρνητικός τύπος. Η Mi-Sook είναι δυστυχισμένη, όμως δεν προκαλεί τη συμπάθειά μου αλλά τον οίκτο μου.
  Ναι, ήταν ένα μείον στην ιστορία αυτή για να μου αρέσει.
  Η τρίτη ιστορία γυρισμένη από τον  Lav Diaz τοποθετείται στις Φιλιππίνες, σε ένα απομακρυσμένο χωριό, εξαθλιωμένο, μετά την εγκατάλειψη ενός ορυχείου που προσέφερε δουλειά στους ντόπιους.
  Επισκέπτης σ’ αυτό το χωριό είναι η Carol, κόρη κάποιου από τους μετόχους του ορυχείου. Είναι συγκινημένη, έχει αναμνήσεις. Παίρνει συνεχώς φωτογραφίες τους ντόπιους που είχε να τους δει χρόνια. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ένας παιδικός της φίλος.
  Αυτός είναι μέλος μιας τριμερούς συμμορίας. Ο εγκέφαλος, κι αυτός γνωστός με τον οποίο φωτογραφίζεται η Carol, έχει ένα σχέδιο: να την απαγάγουν και να ζητήσουν λύτρα. Ο μικρός της παρέας, ο παιδικός φίλος της Carol, δεν θέλει ούτε να το ακούσει. Αρνείται. Ο δεύτερος της παρέας αργότερα θα τον μεταπείσει. Αν αρνηθεί θα πρέπει να πάρει τα μπαγκάζια του και να φύγει από το χωριό, ο αρχηγός είναι πολύ εκδικητικός.
  Στο επόμενο επεισόδιο τους μοιράζει όπλα καθώς και μεγάλες μάσκες που μοιάζουν με την περικεφαλαία του Κολοκοτρώνη και έχουν προσωπίδες γενειοφόρων ανδρών. Έπειτα θα δούμε την Carol να περιφέρεται στο βουνό. Στη συνέχεια τους τρεις αυτούς άνδρες να φοράνε τις μάσκες μέσα σε ένα σύδενδρο και να προχωρούν.
  Η αφηγηματική αναμονή είναι η απόπειρα της απαγωγής, που όμως κάπου θα στραβώσει. Θα χρησιμοποιηθούν και τα όπλα.
  Τίποτα τέτοιο δεν θα συμβεί. Κάποια στιγμή ο μικρός καταρρέει, σωριάζεται γονατιστός και κλαίει. Οι άλλοι προσπαθούν να τον συνεφέρουν. Και η ταινία τελειώνει.
  Το ασπρόμαυρο συνήθως έχει τη λειτουργία να ανακαλεί το παρελθόν, σε ιστορίες που τοποθετούνται σ’ αυτό. Σε παλιές ταινίες βέβαια χρησιμοποιείται για λόγους οικονομικούς, είναι πιο φτηνό. Εδώ ανακαλεί τη φτώχεια της περιοχής. Δεν είμαι από αυτούς που τους αρέσει. Δεν με πείθει το επιχείρημα της καλλιτεχνικότητάς του, το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς κ.λπ., πιστεύω ότι λειτουργεί περισσότερο ως νοσταλγία του παλιού καλού καιρού. Εδώ όμως βλέπω ότι δένει απόλυτα με την πλοκή.
  Και η ανάρτησή μου για την ταινία της Καβάσε:

  Naomi Kawase, Koma (2009)

  Εν όψει της προβολής την ερχόμενη Πέμπτη της ταινίας της Naomi Kawase «Τυφλή αγάπη» παρουσιάζουμε όλες τις ταινίες της. Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Nanayo».
  Είναι η δεύτερη φορά που συναντώ μια ταινία με τρεις ιστορίες, τριών σκηνοθετών. Η πρώτη ήταν η «Αρχή μιας νέας εποχής», όπου η δεύτερη ιστορία ήταν της Larisa Shepitko, της οποίας είχα προγραμματίσει να δω όλα της τα έργα. Το «Κόμα» (όνομα ενός κορεάτικου χωριού) είναι η πρώτη ιστορία της ταινίας «Visitors». Θα δω και τις άλλες δυο και θα κάνω ξεχωριστή ανάρτηση.
  Ο κινεζοκορεάτης Kan Jun-Il πηγαίνει σε ένα γιαπωνέζικο χωριό να επιστρέψει, επιθυμία του παππού του, ένα βουδιστικό ρολό-έγγραφο στο πρώην αφεντικό του. Εκεί θα συναντήσει την κόρη τους, μια μυστηριώδη κοπέλα. Τον παίρνει μαζί της περίπατο και του δείχνει το βουνό Μίβα όπου κατά την παράδοση κατοικεί ένα θείο πνεύμα.  Το πνεύμα αυτό, ανδρικό, το παντρεύτηκε μια γυναίκα. Ο άνδρας εμφανιζόταν μόνο τη νύχτα. Η γυναίκα αναρωτιόταν πού πήγαινε τη μέρα. Έτσι έβαλε πάνω στο ρούχο του μια βελόνα με μια μεγάλη κλωστή. Την επομένη βρήκε τη βελόνα καρφωμένη στο κλαδί ενός δένδρου. Από τότε δεν τον ξαναείδε.
  Ξεκάρφωτο;
  Όχι. Ήταν ευχάριστη έκπληξη για μένα να δω αργότερα την κοπέλα να ορχείται και να τραγουδάει δίπλα σε ένα ναό, κατά παράκληση του νεαρού, το επεισόδιο που η γυναίκα βρίσκει την κλωστή (Ένα από τα βιβλία μου είναι «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας»). Δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω, αλλά μπορώ να υποθέσω ότι είναι πράγματι κομμάτι από έργο Νο, στο οποίο μόνιμοι ήρωες είναι πνεύματα.
  Το μεγάλο μονόπλανο, σχεδόν τρία λεπτά, τελειώνει και βρίσκομαι μπροστά σε ένα άλλο πλάνο σαν αυτό που είδα στην «Τυφλή αγάπη». Ο νεαρός σκύβει απροσδόκητα, την αγκαλιάζει και τη φιλάει με πάθος, σε ένα πλάνο σαράντα δευτερολέπτων, με ίδιους φωτισμούς.
  Ξεκάρφωτο;
  Όχι.  
  Η πρόθεση της ταινίας είναι η «γεφύρωση» του χάσματος Ιαπωνίας-Κορέας, ανάλογο με αυτό που μας χωρίζει με τους τούρκους. Η Κορέα υπήρξε για δεκαετίες κατεχόμενη από τους γιαπωνέζους. Αυτό όμως είναι εντελώς επιφανειακό. Στην πραγματικότητα η Καβάσε αυτοβιογραφείται ακόμη μια φορά. Ο πατέρας της όπως γράψαμε σε προηγούμενη ανάρτηση, τους εγκατέλειψε, χώρισε με τη μητέρα της και η ίδια μεγάλωσε κοντά σε μια θεία της. Και η κοπέλα, λέει κάποια στιγμή στον νεαρό, ότι αυτοί δεν είναι οι πραγματικοί της γονείς, είναι υιοθετημένη, γι’ αυτό της φέρονται με τόση ανοχή, γιατί φοβούνται μην τη πληγώσουν.
  Πόσο γνώρισε την γονεϊκή αγκαλιά για να τη θυμάται;
  Ο νεαρός τους χαιρετά και φεύγει, πρέπει να επιστρέψει στην πατρίδα του. Η κοπέλα τρέχει να τον προλάβει. Τον βρίσκει να περιμένει το τραίνο. Τον αγκαλιάζει. Τα λόγια της, πιστεύω, είναι και η «ιδέα» της ταινίας. –Τώρα ξέρω γιατί ήλθα τρέχοντας εδώ. Με αγκάλιασες σφιχτά, όμως εγώ δεν μπορούσα να σου ανταποδώσω το αγκάλιασμά σου. Έπειτα θυμήθηκα. Με έχουν αγκαλιάσει ξανά έτσι, τόσο σφιχτά. Όταν σε έχουν αγκαλιάσει σφιχτά, μπορείς κι εσύ να αγκαλιάσεις σφιχτά.
  Αυτά το ξέρω εδώ και χρόνια, όταν διάβαζα μετά μανίας βιβλία ψυχολογίας.


No comments:

Post a Comment