Thursday, March 15, 2018

Naomi Kawase (1969 - ), All her feature films


Naomi Kawase (1969 - ), All her feature films



  Εν όψει της προβολής την επόμενη Πέμπτη της ταινίας της Naomi Kawase «Τυφλή αγάπη», την οποία είδαμε σήμερα στη δημοσιογραφική προβολή.
  Μια ταινία έχω δει μέχρι τώρα της Ναόμι Καβάσε (Να το πούμε όμως, η σωστή προφορά είναι Καουάσε), το «Δάσος που θρηνεί» («The mourning forest»), Μεγάλο Βραβείο στις Κάννες, και μου άρεσε πάρα πολύ. Είπα ότι κάποια στιγμή θα δω και τις άλλες ταινίες της. Και τώρα ήλθε το κίνητρο, η προβολή της «Τυφλής αγάπης».
  Αυτό είναι το πλεονέκτημα του κινηματογράφου, σε ελάχιστο χρόνο μπορείς να δεις όλες τις ταινίες ενός σκηνοθέτη και να αποκτήσεις μια πλήρη εικόνα του έργου του, κάτι που δεν είναι καθόλου εφικτό με ένα συγγραφέα. Για να διαβάσεις όλα του τα έργα θέλεις πολύ, μα πάρα πολύ χρόνο.
  Ξεκινάμε λοιπόν με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της (αυτές που είχε κάνει μέχρι τότε ήταν μικρού μήκους, με τη μεγαλύτερη μόλις 45 λεπτά), την «Suzaku» ( «Ο θεός Suzaku» είναι ο πρωτότυπος τίτλος), που κέρδισε τη Χρυσή Κάμερα στο φεστιβάλ Καννών.
  Δεν είναι πολλές οι φορές που βλέπω το στόρι να υποχωρεί μπροστά στο ύφος. Και η Καβάσε, μπορώ να υποθέσω και για τα υπόλοιπα έργα της, είναι σε μεγάλο βαθμό ύφος.
  Μεγάλα ντοκιμαντερίστικα πλάνα σε αργή δράση είναι κατά βάση η ταινία. Ελάχιστος ο λόγος, τα αισθήματα των ηρώων δηλώνονται με τα πλάνα. Υπάρχουν επίσης αφηγηματικά κενά που συμπληρώνονται με νύξεις. Είναι χαρακτηριστική η δολοφονία του πατέρα, που σε οποιαδήποτε άλλη πλοκή θα ήταν ένα κεντρικό θέμα. Εδώ υποδηλώνεται μόνο με ένα τηλεφώνημα της αστυνομίας – την απουσία του πατέρα δεν την είχαμε αντιληφθεί – βρέθηκε κάποιος να κρατάει την κάμερά του. Και έτσι από την πενταμελή οικογένεια μένουν μόνο τέσσερις: ο γιαγιά, η νύφη, η κόρη της και ένας ανιψιός.
  Στην αρχή της ταινίας τους βλέπουμε νέους. Το μικρό κοριτσάκι λέει στον μεγαλύτερο ξάδελφό της: -Ξάδελφε, μπορώ να σε φιλήσω; Τον φιλάει, σε μια προοικονομία για το αίσθημα που θα αναπτύξει απέναντί του.
  Ζουν σε ένα ορεινό, καταπράσινο χωριό. Παρακολουθούμε σκηνές από τη ζωή του χωριού, των μεγάλων, αλλά και των παιδιών που παίζουν. Ειδυλλιακή ατμόσφαιρα. Λίγο αργότερα, με ένα άλμα, μεταφερόμαστε 15 χρόνια αργότερα. Το κοριτσάκι είναι μαθήτρια, το αγόρι δουλεύει. Τη μεταφέρει καθημερινά στη στάση, από όπου με το λεωφορείο θα πάει στο σχολείο της.
  Μετά το θάνατο του πατέρα όλα αλλάζουν. Η μητέρα πηγαίνει να δουλέψει, αλλά λιποθυμάει στη δουλειά. Η πεθερά της καταλαβαίνει ότι είναι δύσκολη η ζωή της, μήπως θέλει να επιστρέψει στους γονείς της; Αυτό θα κάνει.
  Η κόρη της λέγει ότι δεν θα την ακολουθήσει. Καταλαβαίνουμε το λόγο. Όμως αλλάζει γνώμη. Λέγει στον ξάδελφό της ότι τον αγαπάει αλλά θα φύγει. Την ακουμπάει στο κεφάλι με τη παλάμη του, σαν χάδι. Αυτή φεύγει. Τη φωνάζει. Τους βλέπουμε στη συνέχεια ανεβασμένους στη στέγη να παιγνιδίζουν, καθόλου ερωτικά, και να γελούν.
  Και η σκηνή του αποχαιρετισμού.
  Μια χειραψία του ανιψιού στη μαμά και στην κόρη, παρατεταμένη. Με τη γιαγιά, απλώς υποκλίνονται, κατά το γιαπωνέζικο έθιμο. Το ανθρωπολογικό στοιχείο: εκφράζουν με ένα τρόπο που σε μας τους δυτικούς φαίνεται ψυχρός τα συναισθήματά τους.
  Η κάμερα συνήθως είναι ακίνητη, παρακολουθώντας τους ήρωες. Στο τέλος όμως τη βλέπουμε να πλησιάζει σε γκρο πλαν τη γιαγιά και να απομακρύνεται πάλι. Η γιαγιά τραγουδάει τη μοναξιά της. Ξέρουμε ότι θα φύγει από αυτό το σπίτι με τον ανιψιό της, θα πάνε να ζήσουν στο ξενοδοχείο που δουλεύει, για αν αποφύγει την καθημερινή μεταφορά. Το σπίτι θα εγκαταλειφθεί. Μια οικογένεια έχει διαλυθεί. Κυριολεκτικά και συναισθηματικά. Και η ταινία τελειώνει με εικόνες  flash back, μιας παλιάς ευτυχισμένης εποχής.
  Α, ναι, ξέχασα για τον τίτλο, έβαλα τον γιαπωνέζικο τίτλο στο translate.google.com αλλά δεν μου έβγαλε κάποια μετάφραση.
  Ίσως με την ταινία η Καβάσε εκδραματίζει τη δική της ιστορία. Διάβασα ότι οι ταινίες της είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικές. Οι γονείς της χώρισαν όταν ήταν μικρή και μεγάλωσε σε μια θεία της, με την οποία είχε τεταμένες, αλλά και αγαπησιάρικες σχέσεις.


  Εν όψει της προβολής την επόμενη Πέμπτη της ταινίας της Naomi Kawase «Τυφλή αγάπη» παρουσιάζουμε όλες τις ταινίες της.
  Η «Shara» είναι η δεύτερη ταινία της Naomi Kawase, μετά το «Suzaku» που παρουσιάσαμε χθες.
  Με τη «Shara» η Kawase κάνει μια στροφή· όχι ιδιαίτερα επιτυχημένη θα έλεγα, αφού δεν κατάφερε να βραβευθεί στις Κάννες, σε αντίθεση με το «Suzaku».
  Η ακίνητη κάμερα στο «Suzaku» αρχίζει εδώ και κινείται ακατάπαυτα. Δεν ξέρω πόσο προσθέτει ή αφαιρεί η κινούμενη κάμερα υφολογικά, υποθέτω ότι αυτό εξαρτάται από το θέμα, την πλοκή και δεν ξέρω ποιους άλλους παράγοντες, αυτό που παρατήρησα όμως είναι ότι κουράζει αφάνταστα το μάτι.
  Τα μεγάλα πλάνα εξακολουθούν να είναι μια εμμονή. Η κάμερα παρακολουθεί τους ήρωες που τρέχουν μέσα από τα δρομάκια και τα μονοπάτια του χωριού, πεζοί ή με ποδήλατο.
  Η Kawase δημιουργεί «ποιητικά». Πολλοί που κάνουν ποιητικό κινηματογράφο προσπαθούν να «παγώσουν» την κίνηση σε ένα ωραίο κάδρο-πίνακα. Η Kawase απεναντίας βλέπει να υπάρχει ποίηση μέσα στο πλάνο, το μεγάλο πλάνο, τόσο μεγάλο που δημιουργεί στον θεατή, συνηθισμένο στους παραδοσιακούς κώδικες της κινηματογραφικής αφήγησης, την αίσθηση του πλατειασμού.
  Η εμμονή αυτή της Kawase με την ποιητικότητα του πλάνου την κάνει να παραμελεί εδώ ολότελα την πλοκή, κάτι που δεν συνέβαινε στο «Suzaku». Δεν είναι τυχαίο που το σχετικό λήμμα της βικιπαίδειας δεν γράφει τίποτα για την πλοκή· γιατί απλούστατα πλοκή δεν υπάρχει. Υπάρχουν πλάνα, τα οποία συχνά ομαδοποιούνται σε επεισόδια τα οποία είναι περίπου ανεξάρτητα μεταξύ τους. Το μοντάζ θα μπορούσε να τα τοποθετήσει σχεδόν σε οποιαδήποτε θέση της ταινίας.
  Υπάρχει ένα επεισόδιο, όπως και στο «Suzaku», που ενώ είναι κεντρικής σημασίας δεν εκτείνεται στην πλοκή.
  Ο αδελφός του Shun χάνεται. Κάποια στιγμή η αστυνομία τον φωνάζει να αναγνωρίσει το πτώμα. Αρνείται πεισματικά παρά την πίεση του πατέρα του, σχεδόν παλεύουν καθώς προσπαθεί να τον τραβήξει. Και εδώ επίσης το επεισόδιο τίθεται για να δειχθεί η συναισθηματική αντίδραση του Yu, χωρίς να του δίνεται συνέχεια στην πλοκή.
  Θα κάνω εδώ ένα σχόλιο για την πρόσληψη, με αφορμή και τα αντικρουόμενα σχόλια σε μια ανάρτηση στο facebook για το «Σχήμα του νερού».
  Η πρόσληψη έχει να κάνει με την ποιότητα ενός έργου, όμως όχι μόνο, στο παιχνίδι μπαίνουν και άλλοι παράγοντες. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η διαφορά απόψεων επαρκέστατων κατά τα άλλα κριτικών; Δυο εξαιρετικοί κριτικοί βαθμολόγησαν εντελώς αντίθετα τη «Μητέρα» του Αρονόφσκι, ο ένας δεν έβαλε κανένα αστεράκι, ο άλλος τέσσερα. Σε μια άλλη ταινία (αυτή δεν την είδα) βαθμολόγησαν αντίστροφα, αυτός που έβαλε τέσσερα αστέρια στη «Μητέρα» εδώ δεν έβαλε κανένα, ενώ ο άλλος νομίζω πέντε.
  Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για μένα είναι από το χώρο της λογοτεχνίας. Ο κορυφαίος κριτικός του 18ου αιώνα, ο Σάμιουελ Τζόνσον, «έθαψε» τα δυο κορυφαία έργα του αιώνα, τον «Τρίστραμ Σάντι» και τον «Τομ Τζόουνς». 
  Το σχόλιο αυτό το έκανα για να αναφερθώ σε ένα παράγοντα που επηρεάζει την πρόσληψή μου. Μου αρέσει ο μη δυτικός κινηματογράφος για τα ανθρωπολογικά του στοιχεία, για το ότι βλέπω σ’ αυτόν κοινωνίες διαφορετικές από τη δική μας. Ήταν ένας από τους λόγους που ασχολήθηκα με την αφρικανικό κινηματογράφο, και παρουσίασα ταινίες κορυφαίων σκηνοθετών της μαύρης Αφρικής. Στην ταινία της Kawase δυο επεισόδια είχαν ιδιαίτερο ανθρωπολογικό ενδιαφέρον για μένα. Το ένα ήταν μια βουδιστική τελετή, όπου οι χάνδρες ενός τεράστιου κομπολογιού ξετυλίγονταν από μια ομάδα ανθρώπων που κάθονταν σε κύκλο. Το δεύτερο, η γιορτή Basara, όπου βλέπουμε μια παρέλαση στους δρόμους του χωριού, με τους χορευτές ντυμένους με ξεχωριστή στολή να ορχούνται με τρόπο που μου θύμισε χορό της αρχαίας τραγωδίας. Ανάμεσά τους η Yu, η κόρη της Shouko.
  Η Yu παίζει πιάνο και γράφει μουσική. Ο Shun είναι ζωγράφος. Ανάμεσά τους υπάρχει αίσθημα. Αίσθημα, το οποίο δεν παρακολουθούμε στην εξέλιξή του. Σε ένα σύντομο επεισόδιο βλέπουμε τους δυο νέους να κάθονται στο κατώφλι του σπιτιού, αμίλητοι, δίπλα δίπλα. Ξάφνου η Yu γυρνάει και τον φιλάει παθιασμένα, στο πιο χαρακτηριστικό δεικτικό επεισόδιο έκφρασης αισθημάτων.
  Ο Shun είναι γιος της Reiko, το ρόλο της οποίας υποδύεται η ίδια η Kawase. Ένα από τα μεγαλύτερα επεισόδια της ταινίας βρίσκεται στο τέλος, όταν η έγκυος Reiko γεννάει.
  Και τέλος, όπως γράψαμε ήδη, τόσο στο «Suzaku» όσο και στην «Τυφλή αγάπη» για την οποία θα αναρτήσουμε την Πέμπτη, η Kawase στα έργα της μπάζει αυτοβιογραφικά στοιχεία. Σε ένα επεισόδιο η Shouko, που είναι θετή μητέρα της Yu, της λέει ότι ο πατέρας της τους εγκατέλειψε, και η μητέρα της την έδωσε σ’ αυτήν για να μεγαλώσει καλύτερα. Ακριβώς το ίδιο έγινε και με την Kawase, που δόθηκε στη θεία της, νομίζω επίσης αδελφή του πατέρα της.

Naomi Kawae, Mogari no mori (the mourning forest), 2007

  (Η πρώτη ταινία που είδα της Καβάσε, η ανάρτηση έγινε το 2010).
  Έχω γράψει συχνά πώς ο έρωτας φτάνει στο απόγειό του σε ακραίες καταστάσεις, και παίρνει ανάλογα και ακραίες εκφράσεις. Στην προ-προηγούμενη ανάρτησή μας για τον «Ποταμό Σου Τζόου» είδαμε τον ήρωα να ψάχνει για χρόνια να βρει την κοπέλα που κατά κάποιο τρόπο υπήρξε υπαίτιος της εξαφάνισής της, με πιθανό το θάνατό της. Στο «Δάσος που θρηνεί» ο έρωτας εκφράζεται επίσης με μια καθήλωση στο αγαπημένο πρόσωπο που διαρκεί πολύ μετά το θάνατό του. Ο ήρωας της ιστορίας μας, ένας γέρος που ζει σε γηροκομείο, όταν τον βγάζει βόλτα με το αυτοκίνητο μια από τις κοπέλες, της το σκάει για να πάει να βρει τον τάφο της γυναίκας του που βρίσκεται μέσα στο δάσος. Η κοπέλα καταφέρνει να τον εντοπίσει. Αυτός, αμετάπειστος, αρνείται να γυρίσει πίσω, και έτσι τον ακολουθεί αναγκαστικά. Τον φροντίζει με αγάπη σε αυτό το οδοιπορικό.
  Βλέποντας το «Δάσος που θρηνεί» θυμήθηκα τον όρο rojaku στο θέατρο Νô της Ιαπωνίας. Αντιγράφω από το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας»:
  «Το rojaku σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει την ήσυχη ομορφιά της γεροντικής ηλικίας, και η αναπαράστασή της είναι η αληθινή πρόκληση για τον ηθοποιό του Nô. Εκεί βρίσκεται η ουσία του Nô, και συμβολίζεται με ένα ανθισμένο λουλούδι πάνω σε ένα ξεραμένο κλαδί κερασιάς».
  Το θέμα του συζυγικού έρωτα είναι κυρίαρχο και στο Bunraku, το κουκλοθέατρο των γιαπωνέζων. Και δεν είναι τυχαίο που ο Takeshi Kitano το έργο του «Κούκλες», όπου αναφέρεται σε μια παθιασμένη αφοσίωση του άνδρα στη φίλη του που έκανε απόπειρα αυτοκτονίας και σάλεψαν τα μυαλά της όταν την εγκατέλειψε για μια άλλη γυναίκα (άλλο θέμα αυτό στο Nô, το θέμα της τρελής), ξεκινάει με κουκλοθέατρο, για να αντικαταστήσουν τις κούκλες στη συνέχεια οι ζωντανοί ηθοποιοί.
  Και βέβαια λατρεία των λουλουδιών των γιαπωνέζων έχει να κάνει με τη λατρεία του πράσινου γενικά. Το σκηνικό της δράσης στο έργο αυτό είναι ένα ειδυλλιακό δάσος.
  Μου άρεσε πολύ το έργο αυτό. Ήταν ένα καλό διάλειμμα ανάμεσα στα κινέζικα έργα που βλέπω κατά κόρον αυτή την εποχή. 

  Naomi Kawase, Nanayo (七夜待 2008)

  Εν όψει της προβολής την ερχόμενη Πέμπτη της ταινίας της Naomi Kawase «Τυφλή αγάπη» παρουσιάζουμε όλες τις ταινίες της. Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της «Shara». Όμως η «Nanayo» δεν είναι η τρίτη ταινία της, είναι η τέταρτη. Η τρίτη ήταν «Το δάσος που θρηνεί», την οποία παρουσιάσαμε πριν επτάμιση χρόνια.
  Και πάλι το translate.google.com δεν μου βγάζει καμιά μετάφραση του τίτλου, όπως και στη «Shara».
  Στην ταινία αυτή η Kawase καταφεύγει στις γνωστές αφηγηματικές συμβάσεις: σασπένς και ανατροπή. Αυτά, στην αρχή της ταινίας. Και κάπου στη μέση έχουμε πάλι σασπένς.
  Υπάρχουν άτομα που, αντιμετωπίζοντας κάποια κρίση στη ζωή τους, υπαρξιακή ή άλλη, αποσύρονται. Το είδαμε στην ταινία του Darrell Roodt «Jakhalsdans», τον οποίο παρουσιάζουμε πακέτο (θα προσθέσουμε κάποιες ακόμη ταινίες του). Στην ταινία της Kawase η γιαπωνέζα εγκαταλείπει φίλο και δουλειά και πηγαίνει στην Ταϊλάνδη.
  Παίρνει ένα ταξί για να την πάει σε κάποιο ξενοδοχείο. Πιο πριν βλέπουμε ένα ζευγάρι να το εγκαταλείπουν βάζοντας τις φωνές στον ταξιτζή. Αυτό έχει το λόγο του.
  Ζητάει από τον ταξιτζή να την πάει στο τάδε ξενοδοχείο. Δεν φαίνεται να πολυκαταλαβαίνει. Την παίρνει ο ύπνος μέσα στο ταξί. Ξυπνάει τη στιγμή που το ταξί σταματάει σε ένα δάσος. Ο ταξιτζής της λέει να κατέβει. Η αφηγηματική αναμονή, τόσο η δική της όσο και των θεατών, είναι ότι θέλει να τη βιάσει. Το βάζει στα πόδια. Βλέπει έναν άνδρα και ένα σπίτι. Εκεί βρίσκεται και μια γυναίκα με ένα μικρό αγοράκι. Τρέχει ζητώντας προστασία. Σε λίγο έρχεται και ο ταξιτζής. Τον δείχνει τρομοκρατημένη, λέγοντας ότι είναι κακός άνθρωπος. Όχι, είναι καλός, της λένε.
  Ο άνδρας είναι ένας γάλλος ομοφυλόφιλος που κατέφυγε για να κρύψει την ομοφυλοφιλία του σ’ αυτό το δάσος. Παρά δίπλα βρίσκεται ένας βουδιστικός ναός. Ο ταξιτζής είναι απόστρατος στρατιωτικός. Έχει δει πολλούς νεκρούς και έχει σιχαθεί τον πόλεμο. Κουτσαίνει, σίγουρα έχει τραυματισθεί σε κάποια μάχη. Η κόρη του, μαθαίνουμε σε flash back, δουλεύει σαν πόρνη. Δεν την φτάνουν, του λέει, τα λεφτά που της δίνει. Την αποζητά.
  Και η γυναίκα;
  Είναι μάλλον μια πρώην πόρνη που έκανε το παιδί με κάποιον γιαπωνέζο. Ξέρει μασάζ, μαθαίνει την τέχνη στον γάλλο. Σε λίγο θα επιχειρήσει να τη μάθει και στη γιαπωνέζα. Βλέποντας το μασάζ θυμήθηκα το βιβλίο του Desmond Morris «Η σημασία της επαφής». Δρα αγχολυτικά, αντικαταθλιπτικά.
  Παρακολουθούμε σκηνές από τη ζωή τους, και κυρίως τη δυσκολία στη γλωσσική επικοινωνία. Ακούμε γαλλικά, ταϊλανδέζικα και γιαπωνέζικα. Υπάρχει όμως και η νοηματική γλώσσα, που βοηθάει αρκετά.  
  Κάποια στιγμή δημιουργείται ένταση και τσακώνονται. Ο λόγος; Ο μικρός το έχει σκάσει. Δεν θέλει καθόλου να γίνει καλόγερος, όπως τον προορίζει η μητέρα του.
  Θα σταματήσουν τον καυγά και θα αρχίσουν να τον ψάχνουν. Βλέπουμε και μια αγαπημένη σκηνή-φωτογραφία της Καβάσε, που την είδαμε και στη «Shara». Εκεί η γυναίκα, αναζητώντας τη μητέρα της, βυθίστηκε σε ένα βάλτο. Θα τα καταφέρει να βγει; Ξέρουμε βάλτους που καταπίνουν τους απρόσεκτους.
  Θα βγει βέβαια, όπως και η γιαπωνέζα εδώ που αναζητάει τον μικρό, και που θα είναι αυτή που θα τον βρει.
  Και πώς τελειώνει η ταινία;
  Θα γίνει η τελετή χρίσματος του μικρού ως μοναχού. Και όχι μόνο του μικρού. Και ο καθ’ υποψίαν βιαστής θα χριστεί και αυτός μοναχός. Θα ακολουθήσει μια εορταστική πορεία με όρχηση και μουσική. Η γιαπωνέζα συμμετέχει με πρόσωπο που λάμπει από χαρά. Ο εσωτερικός πλούτος, λόγια της μητέρας, βρίσκεται στη μοναστική ζωή, και είναι προτιμότερος από τον υλικό πλούτο.  
  Μια άλλη αγαπημένη σκηνή-φωτογραφία της Καβάσε είναι η βροχή. Την έχουμε δει μέχρι τώρα σε όλες τις ταινίες της, πάνω από μια φορά. Βλέποντάς τη τώρα θυμήθηκα τον συμβολιστικό στίχο του Βερλαίν, Il pleure dans mon coeur / Comme il pleut sur la ville, κλαίει η καρδιά μου όπως βρέχει πάνω στην πόλη. Η βροχή σαν σύμβολο συναισθημάτων, εδώ μελαγχολίας.
  Η Καβάσε μειώνει τα μεγάλα πλάνα σ’ αυτή την ταινία, όμως το μεγαλύτερο πλάνο που έχω συναντήσει μέχρι τώρα στα έργα της είναι το πλάνο του τέλους. Η κάμερα προχωρεί κατά μήκος του ποταμού, σίγουρα πάνω σε βάρκα, ενώ ακούγεται η μουσική από την πορεία όλο και πιο ξέμακρη, και εμείς την παρακολουθούμε στην διαδρομή της βλέποντας τα νερά και τις καταπράσινες όχθες, τρία ολόκληρα λεπτά πριν πέσουν τα γράμματα τέλους.  


  Εν όψει της προβολής την ερχόμενη Πέμπτη της ταινίας της Naomi Kawase «Τυφλή αγάπη» παρουσιάζουμε όλες τις ταινίες της. Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Nanayo».
  Είναι η δεύτερη φορά που συναντώ μια ταινία με τρεις ιστορίες, τριών σκηνοθετών. Η πρώτη ήταν η «Αρχή μιας νέας εποχής», όπου η δεύτερη ιστορία ήταν της Larisa Shepitko, της οποίας είχα προγραμματίσει να δω όλα της τα έργα. Το «Κόμα» (όνομα ενός κορεάτικου χωριού) είναι η πρώτη ιστορία της ταινίας «Visitors». Θα δω και τις άλλες δυο και θα κάνω ξεχωριστή ανάρτηση.
  Ο κινεζοκορεάτης Kan Jun-Il πηγαίνει σε ένα γιαπωνέζικο χωριό να επιστρέψει, επιθυμία του παππού του, ένα βουδιστικό ρολό-έγγραφο στο πρώην αφεντικό του. Εκεί θα συναντήσει την κόρη τους, μια μυστηριώδη κοπέλα. Τον παίρνει μαζί της περίπατο και του δείχνει το βουνό Μίβα όπου κατά την παράδοση κατοικεί ένα θείο πνεύμα.  Το πνεύμα αυτό, ανδρικό, το παντρεύτηκε μια γυναίκα. Ο άνδρας εμφανιζόταν μόνο τη νύχτα. Η γυναίκα αναρωτιόταν πού πήγαινε τη μέρα. Έτσι έβαλε πάνω στο ρούχο του μια βελόνα με μια μεγάλη κλωστή. Την επομένη βρήκε τη βελόνα καρφωμένη στο κλαδί ενός δένδρου. Από τότε δεν τον ξαναείδε.
  Ξεκάρφωτο;
  Όχι. Ήταν ευχάριστη έκπληξη για μένα να δω αργότερα την κοπέλα να ορχείται και να τραγουδάει δίπλα σε ένα ναό, κατά παράκληση του νεαρού, το επεισόδιο που η γυναίκα βρίσκει την κλωστή (Ένα από τα βιβλία μου είναι «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας»). Δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω, αλλά μπορώ να υποθέσω ότι είναι πράγματι κομμάτι από έργο Νο, στο οποίο μόνιμοι ήρωες είναι πνεύματα.
  Το μεγάλο μονόπλανο, σχεδόν τρία λεπτά, τελειώνει και βρίσκομαι μπροστά σε ένα άλλο πλάνο σαν αυτό που είδα στην «Τυφλή αγάπη». Ο νεαρός σκύβει απροσδόκητα, την αγκαλιάζει και τη φιλάει με πάθος, σε ένα πλάνο σαράντα δευτερολέπτων, με ίδιους φωτισμούς.
  Ξεκάρφωτο;
  Όχι.  
  Η πρόθεση της ταινίας είναι η «γεφύρωση» του χάσματος Ιαπωνίας-Κορέας, ανάλογο με αυτό που μας χωρίζει με τους τούρκους. Η Κορέα υπήρξε για δεκαετίες κατεχόμενη από τους γιαπωνέζους. Αυτό όμως είναι εντελώς επιφανειακό. Στην πραγματικότητα η Καβάσε αυτοβιογραφείται ακόμη μια φορά. Ο πατέρας της όπως γράψαμε σε προηγούμενη ανάρτηση, τους εγκατέλειψε, χώρισε με τη μητέρα της και η ίδια μεγάλωσε κοντά σε μια θεία της. Και η κοπέλα, λέει κάποια στιγμή στον νεαρό, ότι αυτοί δεν είναι οι πραγματικοί της γονείς, είναι υιοθετημένη, γι’ αυτό της φέρονται με τόση ανοχή, γιατί φοβούνται μην τη πληγώσουν.
  Πόσο γνώρισε την γονεϊκή αγκαλιά για να τη θυμάται;
  Ο νεαρός τους χαιρετά και φεύγει, πρέπει να επιστρέψει στην πατρίδα του. Η κοπέλα τρέχει να τον προλάβει. Τον βρίσκει να περιμένει το τραίνο. Τον αγκαλιάζει. Τα λόγια της, πιστεύω, είναι και η «ιδέα» της ταινίας. –Τώρα ξέρω γιατί ήλθα τρέχοντας εδώ. Με αγκάλιασες σφιχτά, όμως εγώ δεν μπορούσα να σου ανταποδώσω το αγκάλιασμά σου. Έπειτα θυμήθηκα. Με έχουν αγκαλιάσει ξανά έτσι, τόσο σφιχτά. Όταν σε έχουν αγκαλιάσει σφιχτά, μπορείς κι εσύ να αγκαλιάσεις σφιχτά.
  Αυτά το ξέρω εδώ και χρόνια, όταν διάβαζα μετά μανίας βιβλία ψυχολογίας.  
 
Naomi Kawase et. al.  Visitors. Ανάρτησα εδώ.


  Εν όψει της αυριανής προβολής της «Τυφλής αγάπης» παρουσιάζουμε όλες τις ταινίες της Ναόμι Καβάσε. Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την προηγούμενη ταινία της «Koma».
  Η ταινία βασίζεται σε ένα μυθιστόρημα του Masako Bando και γυρίστηκε στη Νάρα, από όπου κατάγεται και όπου ζει η Καβάσε. Και, όπως διαβάζω στη βικιπαίδεια, προσπάθησε να κάνει κάθε σκηνή ένα μονόπλανο.
   Μια γυναίκα, δύο άνδρες είναι το στόρι. Η γυναίκα συζεί με κάποιον, όμως κάποια στιγμή ερωτεύεται έναν ξυλογλύπτη που έρχεται στην περιοχή, παλιό συμμαθητή της.
   Είναι η πιο ποιητική ταινία της Καβάσε από όσες έχω δει μέχρι τώρα. Δεν είναι μόνο οι ποιητικές εικόνες, το φεγγάρι που ανατέλλει σε πανσέληνο, ο ήλιος που ανατέλλει, τα σύννεφα, και βέβαια αυτή η εμμονή με τη βροχή. Είναι και η αφαιρετική αφήγηση.
  Βλέποντάς την αναρωτήθηκα για το λεγόμενο ανολοκλήρωτο του έργου του Σολωμού. Σε μια μίνι μελέτη για το έργο του έγραψα ότι ο Σολωμός το άφησε ανολοκλήρωτο γιατί τον ενδιέφεραν μόνο οι λυρικές κορυφώσεις και όχι οι αφηγηματικοί συνδετικοί «τάκοι» όπως τους αποκαλεί ο συγχωρεμένος Ουμπέρτο Έκο. Βλέποντας την ταινία της Καβάσε σκέφτηκα ότι ίσως το έργο του δεν ήταν ανολοκλήρωτο, ήταν ολοκληρωμένο σύμφωνα με τη δική του σύλληψη.
  Όπως και η ταινία της Καβάσε. Υπάρχουν πάρα πολλά αφηγηματικά κενά, τα οποία έμμειναν σκόπιμα κενά, γιατί είναι αφηγηματικοί τάκοι. Η Καβάσε, όπως και ο Σολωμός, ενδιαφέρεται για τις λυρικές, αλλά κυρίως για τις δραματικές κορυφώσεις.
  Ομολογεί στο φίλο της ότι είναι ερωτευμένη. Αυτό μόνο, δεν βλέπουμε παραπέρα διευκρινίσεις ούτε αντιδράσεις από τη μεριά του. Από τη λεκτική αντίδραση η Καβάσε προτιμάει την εκφραστική του προσώπου, σε ένα σχεδόν γκρο πλαν διαρκείας.
  Στο επόμενο επεισόδιο την βλέπουμε να είναι με το φίλο της. Πριν μέρες του είχε πει ότι είναι έγκυος. Φαίνονται να πηγαίνουν όλα καλά. -Μπορούμε να ζήσουμε εδώ με το μωρό, της λέει. -Δεν υπάρχει μωρό, του απαντάει, έκανα έκτρωση. Δεν έβλεπα μέλλον στη σχέση μας, εσύ το μόνο που κάνεις είναι να περιμένεις. Δεν βλέπουμε καθόλου επεισόδια που θα μας υποψίαζαν γι’ αυτό.
  Φεύγει. Αυτός ουρλιάζει απελπισμένος. Βλέπουμε τα δένδρα ενός δάσους από ψηλά, τρικυμισμένα από τον άνεμο να μαστίζονται από δυνατή μπόρα, εκφράζοντας συμβολιστικά αυτό που νοιώθει εκείνη τη στιγμή ο άνδρας.
  Γυρνάει στον φίλο της μούσκεμα από τη βροχή. Αυτός την αγκαλιάζει, της βγάζει τα βρεγμένα ρούχα, τη φιλάει. Αυτή αφήνεται.
  Η κάμερα ξαναγυρνάει στον άλλο, που δείχνοντας να έχει συνέλθει σκαλίζει κάτι σε ένα ξύλο.
  Ξανά η κάμερα στην γυναίκα. Περιφέρεται στην κουζίνα. Στέκεται μπροστά στο μπάνιο. –Λυπάμαι, λέγει. Τελικά υπάρχει μωρό.
  Είπε ψέματα στον άλλο;
  Ανοίγει την πόρτα του μπάνιου. Ο φίλος της είναι μέσα στην μπανιέρα που είναι γεμάτη με νερό στο χρώμα hanezu, πορφυρό. Έχει κόψει τις φλέβες του. Μόνο το κεφάλι του βρίσκεται έξω από το νερό. Είναι νεκρός.
  Στην ποίηση δεν ενδιαφέρει το γιατί του αισθήματος, αντίθετα από ότι συμβαίνει στην πεζογραφία με την αιτιακή σύνδεση των γεγονότων, ενδιαφέρει μόνο το αίσθημα. Γι’ αυτό πιστεύω η σύγχρονη ποίηση είναι ελάχιστα έως καθόλου αφηγηματική.
  Την είδε μήπως ψυχρή όταν προσπάθησε να κάνουν έρωτα; Κατάλαβε ότι τα αισθήματά της για αυτόν δεν ήταν πια όπως παλιά, ότι κάτι πήγε στραβά με τον άλλο και γι’ αυτόν γύρισε; Δεν θα το μάθουμε. Αυτό που ενδιαφέρει είναι το πώς ένοιωσε, ο ψυχικός σπαραγμός του, που εκφράστηκε με την αυτοκτονία του.
  Υπάρχουν ασφαλώς και μη κορυφαίες σκηνές, όμως αυτές δεν είναι συνδετικές-πυρηνικές, είναι δεικτικές καταστάσεων. Αν και, τώρα που το ξανασκέφτομαι, ούτε καν δεικτικές, απλά ποιητικές.
  Και βέβαια τα αφηγηματικά κενά δημιουργούν αβεβαιότητες. Δεν κατάλαβα το περιεχόμενο κάποιων αναμνήσεων, με ένα στρατιωτικό, ίσως ο πατέρας του ξυλογλύπτη. Ίσως να καταλάβαινα αν έβλεπα την ταινία για δεύτερη φορά, όμως αυτό για λόγους αρχής δεν το κάνω ποτέ.  


   Εν όψει της αυριανής προβολής της «Τυφλής αγάπης» παρουσιάζουμε όλες τις ταινίες της Ναόμι Καβάσε. Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την προηγούμενη ταινία της «Hanezu».
    Στην ταινία αυτή βλέπουμε την ποιητική της Καβάσε όπως την περιγράψαμε σε προηγούμενες αναρτήσεις μας, με παραχωρήσεις όμως στις συμβατικές συνταγές μια πλοκής, ώστε να απευθύνεται σε ένα ευρύτερο κοινό.
  Στην ανάρτησή μου (θα τη δείτε αύριο) για την «Τυφλή αγάπη» γράφω ότι μου αρέσουν οι ταινίες με happy end. Σ’ αυτή την ταινία είδα το πιο happy end που έχω δει ποτέ.
  Η ταινία ξεκινάει με σασπένς. Βρέθηκε ένα πτώμα στη θάλασσα. Έγκλημα ή ατύχημα;
  Ανάμεσα στον κόσμο στην παραλία είναι και δυο δεκαεξάρηδες νέοι, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, οι πρωταγωνιστές στην ταινία. Αγαπιούνται. Όμως το κορίτσι είναι πιο τολμηρό. Το βλέπουμε σε μια αγαπημένη σκηνή της Καβάσε: σκύβει εντελώς ξαφνικά και τον φιλάει.
  Και οι δυο κουβαλάνε οικογενειακά προβλήματα. Οι γονείς του νεαρού είναι χωρισμένοι, ζει με τη μητέρα του. Η μητέρα του κοριτσιού πρόκειται να πεθάνει. Από ποια αρρώστια, η Καβάσε δεν μπαίνει στον κόπο να μας πει. Αυτό που ενδιαφέρει είναι το γεγονός του επικείμενου θανάτου.
  Τα επεισόδια συνδέονται χαλαρά με την εξέλιξη της πλοκής. Έχουν μια «ποιητική» αυτονομία, όπως σε όλες τις ταινίες της Καβάσε. Ξεχώρισα δύο. Στο ένα, βλέπουμε μια ευτυχισμένη οικογενειακή στιγμή ανάμεσα στην κοπέλα, στη μητέρα και στον πατέρα. Στη δεύτερη, η μητέρα στα τελευταία της, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, είναι περιτριγυρισμένη από τον άνδρα της, την κόρη της και φίλους. Ζητάει να της τραγουδήσουν ένα τραγούδι με τη συνοδεία σαμισέν. Της το τραγουδάνε. Και στη συνέχεια τραγουδάνε και άλλα, χορεύοντας ταυτόχρονα. Η κόρη της την κοιτάζει συνεχώς με αγωνία. –Είμαι ευτυχισμένη, λέει.
  Το κορίτσι ζητάει από το αγόρι να κάνουν έρωτα. Αυτός αρνείται. Γιατί άραγε;
  Στη συνέχεια μαθαίνουμε το γιατί. Έχει σκανδαλιστεί από τους αλλεπάλληλους έρωτες της μητέρας του. Ο νεκρός που βρέθηκε στη θάλασσα ήταν ένας από αυτούς. Δεν καθυστέρησε καθόλου να τον αντικαταστήσει. Της βάζει της φωνές. Όταν όμως την αναζητάει και δεν τη βρίσκει, βάζει το κακό στο νου του. Πηγαίνει στην φουρτουνιασμένη θάλασσα φωνάζοντας το όνομά της.
  Τίποτα δεν έχει συμβεί. Βρίσκεται στη δουλειά της, για κάποιο λόγο δεν απαντούσε το κινητό της, και λόγω του τυφώνα δεν απαντούσε και το τηλέφωνο του ξενοδοχείου που εργάζεται. Αγκαλιάζονται με ανακούφιση.
  Αυτή η ανακούφιση υπήρξε η κάθαρση για τον νεαρό. Η ταινία τελειώνει βλέποντάς τον να κάνει έρωτα με το κορίτσι.
  Η βροχή, ο άνεμος, η τρικυμισμένη θάλασσα είναι «εικόνες» που μαγεύουν την Καβάσε. Ο ήλιος που ανατέλλει ή δύει, το φεγγάρι ανάμεσα στα σύννεφα, είναι επίσης αγαπημένες της εικόνες. Ξαναείδαμε και την αράχνη, καθώς και τον ιστό της, που είδαμε στο «Hanezu», νομίζω και σε κάποια άλλη ταινία της. Ναι, πολλά από τα πλάνα-εικόνες, κινούμενα ή όχι, είναι από ελάχιστα συνδεμένα με την πλοκή έως εντελώς ανεξάρτητα. Η εικαστικότητά τους μαγεύει την Καβάσε και τα μπάζει στις ταινίες της.  
  Διαβάζω στη βικιπαίδεια ότι η Καβάσε θεωρεί το «Ένα βράδυ με πανσέληνο» σαν την καλύτερη ταινία της.
  Θα επικαλεστώ ξανά την αντίληψή μου ότι «περί ορέξεως κολοκυθόπιττα» για να πω απλά ότι είναι η ταινία της που μου άρεσε περισσότερο από όσες έχω δει. Μια μου έμεινε, η προτελευταία της, που θα είναι η επόμενη ανάρτησή μου.


  Εν όψει της αυριανής προβολής της «Τυφλής αγάπης» παρουσιάζουμε όλες τις ταινίες της Ναόμι Καβάσε. Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την προηγούμενη ταινία της «Ένα βράδυ με πανσέληνο».  
  Και φτάσαμε στο τέλος με την προτελευταία ταινία της, το «Γλυκό φασόλι».
  Είπαμε τόσα για την ποιητική της στις προηγούμενες αναρτήσεις μας, να μην επαναληφθούμε. Να πούμε μόνο ότι το κυρίαρχο εικαστικό της πλάνο εδώ είναι οι ανθισμένες κερασιές. Η κερασιά είναι ένα δένδρο-σύμβολο για την Ιαπωνία.
  Ο Sentaro, το ρόλο του οποίου υποδύεται ο εξαιρετικός Masatoshi Nagase που είδαμε και στην «Τυφλή αγάπη», έχει ένα μικρό μαγαζάκι-τρύπα και πουλάει τηγανίτες και dorayaki, ένα γλυκό σαν τοστ με γέμιση μαρμελάδα φασολιού. Κάποια στιγμή έρχεται στο μαγαζί του η Tokue. Έχει δει την αγγελία ότι ψάχνει βοηθό. Είναι μεγάλη, εβδομήντα έξι χρόνων, θα αρνηθεί, όμως τελικά όταν δοκιμάσει τη μαρμελάδα της θα την προσλάβει. Όμως υπάρχουν μυστικά, που θα αποκαλυφθούν αργότερα. Πάσχει από λέπρα, ζει σε ένα σανατόριο όπου έχουν περιορίσει τους λεπρούς.
  Θέλει να ξεφύγει, και γι’ αυτό ψάχνει για δουλειά;
  Σε ένα ηχογραφημένο μήνυμα που θα του αφήσει λίγο πριν πεθάνει θα μάθουμε ότι ο λόγος ήταν άλλος. Είχε δει το θλιμμένο βλέμμα του, βλέμμα σαν το δικό της, και ήθελε να τον βοηθήσει. Και για έναν άλλο λόγο ακόμη: έχει την ηλικία που θα είχε το παιδί της αν δεν υποχρεωνόταν να κάνει έκτρωση.
  Γιατί ο Tokue έχει θλιμμένο βλέμμα;
  Κουβαλάει και αυτός το παρελθόν του, που το μαθαίνουμε κάποια στιγμή. Τραυμάτισε θανάσιμα κάποιον θέλοντας να παρέμβει σε ένα καυγά. Έκανε φυλακή. Το μαγαζάκι του δεν του ανήκει. Και σε λίγο θα αναγκαστεί να το εγκαταλείψει.
  Δεν θα παραιτηθεί, θα πουλάει dorayaki σαν υπαίθριος πωλητής. Σίγουρα μαζί του είναι και μια μαθήτρια που κουβαλάει κι αυτή τα προβλήματά της, αφού αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι.
  Η ανθρώπινη δυστυχία αλλά και τα βαθειά ανθρώπινα αισθήματα είναι το κύριο θέμα της ταινίας· που βλέποντάς τη θυμήθηκα το θέατρο Νο. Στο βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας» γράφω: 
  «Το rojaku σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει την ήσυχη ομορφιά της γεροντικής ηλικίας, και η αναπαράστασή της είναι η αληθινή πρόκληση για τον ηθοποιό του Nô. Εκεί βρίσκεται η ουσία του Nô, και συμβολίζεται με ένα ανθισμένο λουλούδι πάνω σε ένα ξεραμένο κλαδί κερασιάς».
  Η Kirin Kiki αποδέχτηκε την πρόκληση, και κέρδισε το βραβείο ερμηνείας από την Asia Pacific Screen.  

Naomi Kawase, Τυφλή αγάπη (Radiance, 2017)

  Από σήμερα στο Άστυ.
  Με την ευκαιρία αυτής της προβολής είδαμε όλες τις ταινίες της Ναόμι Καβάσε. Αναρτήσαμε ξεχωριστά, και στο τέλος συνολικά.
  Δεν ήξερα ότι γίνεται, πρώτη φορά το βλέπω. Πράγματι, οι τυφλοί γιατί να μην μπορούν να απολαύσουν και αυτοί το σινεμά;
  Είδα με ποιο τρόπο.
  Γίνεται περιγραφή των πλάνων από κάποιον αφηγητή. Οι διάλογοι βέβαια αφήνονται απείραχτοι.
  Η Ayame Misaki περιγράφει τα πλάνα. Υπάρχουν πρόσωπα γύρω που ακούνε την περιγραφή της βλέποντας ταυτόχρονα την ταινία. Κάποιοι είναι τυφλοί, κάποιοι όχι. Σχολιάζουν, κριτικάρουν, προτείνουν διορθώσεις. Ανάμεσά τους και ο Masatoshi Nagase, τον οποίο είδαμε πριν λίγους μήνες στο «Paterson» του Jim Jarmousch. Τον είδα, πρόσφατα επίσης, και στο «Mystery train» του ίδιου σκηνοθέτη, παλιά ταινία αυτή.
  Και πάλι μπάζει αυτοβιογραφικά στοιχεία στην ταινία της η Kawase.
  H Ayame Misaki (συνήθως βάζω τα ονόματα των ηθοποιών και όχι των προσώπων που υποδύονται) κουβαλάει μια μεγάλη απώλεια, την ίδια που κουβαλάει και η Kawase: Ο πατέρας της τους εγκατέλειψε. Κοιτάζει και ξανακοιτάζει τα αντικείμενα στο πορτοφόλι του, που το παράτησε φεύγοντας. Η μητέρα της πάσχει από άνοια, και η κατάστασή της χειροτερεύει προοδευτικά. Το ίδιο και η θεία της Kawase, της οποίας παρακολουθεί την κατάπτωση στο σαραντάλεπτο ντοκιμαντέρ της «Tarachime».
  Η Kawase σπούδασε τηλεοπτική παραγωγή στη Σχολή Φωτογραφίας της Οσάκα. Σίγουρα πήρε μαθήματα φωτογραφίας. Ο Masatoshi Nagase, ένας από αυτούς που παρακολουθούν και σχολιάζουν τις περιγραφές της, είναι φωτογράφος. Ή μάλλον ήταν, γιατί τώρα είναι μισότυφλος. Όμως κουβαλάει τη φωτογραφική του μηχανή και παίρνει φωτογραφίες, όλο και με μεγαλύτερη δυσκολία. Δεν μπορεί να την αποχωριστεί. Είναι χωρισμένος, μαθαίνουμε• όπως και η Kawase, που είναι γνωστή και ως Naomi Sento, από το όνομα του πρώην συζύγου της.
  Η κατάσταση του Nagase χειροτερεύει προοδευτικά. Όμως, και παρά την ένταση που προκύπτει κάποια στιγμή στη σχέση τους, θα δούμε να αναπτύσσεται το ειδύλλιο• τρυφερό, συγκινητικό. Η απώλεια που βιώνουν, αυτή του πατέρα, αυτός της όρασης, είναι κάτι που τους ενώνει.
  Ακούμε αρκετά υπαρξιακά σχόλια στις συζητήσεις πάνω στην ταινία την οποία περιγράφει η Misaki, ποιητικά, ενδιαφέροντα. Όμως και πάλι το ύφος είναι κυρίαρχο σε σχέση με το στόρι. Εδώ κυριαρχεί το μπεργκμανικό γκρο πλαν.
  Θα το κάνω στο σπόιλερ.
  Μου αρέσουν οι ταινίες που έχουν happy end. Και η «Τυφλή αγάπη» έχει happy end.
  Βραβευμένη με το βραβείο της «Οικουμενικής Επιτροπής» του Φεστιβάλ Καννών, είναι μια ταινία που πολύ μου άρεσε.
  Και, μου πέρασε τώρα από το μυαλό, μαζί με το «Η ψυχή και το σώμα» που είδαμε πρόσφατα και το «Σχήμα του νερού» που παίζεται ακόμη, αποτελούν ένα θεματικό τρίπτυχο.



  Έχουμε δει πακέτο όλα τα έργα της Naomi Kawase, και τη συγκεντρωτική ανάρτηση γι’ αυτά μπορείτε να τη δείτε εδώ.
  Τελικά με την Kawase διαπιστώνω ακόμη μια φορά ότι πάρα πολλοί σκηνοθέτες έχουν τις θεματικές και/ή υφολογικές εμμονές τους. Η εμμονή της Kawase είναι κυρίως υφολογική, και οι ερωτικές της ιστορίες είναι απλά το στημόνι για να υφάνει τον υφολογικό της καμβά.
  Δυο μοναξιασμένοι ήρωες είναι τα κύρια πρόσωπα της ιστορίας η οποία έχει έναν ανατολίτικο μαγικό ρεαλισμό καθώς είναι μπολιασμένη με δοξασίες και παραδόσεις, καθώς και με το υπερφυσικό. Αυτός, ένας σύγχρονος αναχωρητής, καταφεύγει στο δάσος (αγαπημένο σκηνικό της Kawase) για να κρύψει τη μοναξιά του. Αυτή, γαλλίδα, ταξιδεύει στο δάσος για να βρει το φυτό vision, το «φυτό της ευτυχίας», το οποίο φυτρώνει κάθε χίλια χρόνια στο δάσος. Φέτος συμπληρώνεται η χιλιετηρίδα, φέτος θα εμφανισθεί, φέτος πρέπει να ψάξει να το βρει. Συνοδεύεται από μια γαλλίδα ξεναγό, η οποία γρήγορα την εγκαταλείπει, καθώς ο Masatoshi Nagase (μόνιμος πρωταγωνιστής στα τελευταία έργα της Kawase) ξέρει αγγλικά. Και βλέπουμε μια εξέλιξη της αγαπημένης σκηνής της Kawase: Αυτή τη φορά η γυναίκα (Juliette Binoche) δεν σκύβει ξαφνικά απλώς να τον φιλήσει, αλλά κάνει και έρωτα μαζί του: -x-=+ (πλην επί πλην ίσον συν), όπως στα μαθηματικά. Δυο μοναξιές κάνουν μια συντροφιά. Αργότερα θα προστεθεί στη συντροφιά τους ένας νεαρός, εξίσου μοναχικός.
  Αυτά, μέχρι τη μέση της ταινίας. Μετά έχουμε την εισβολή του φανταστικού, τις συνομιλίες των κατοίκων του εγκαταλειμμένου χωριού που το έπνιξε το δάσος, τις χωρίς αιτία πυρκαγιές που το αναγεννούν, τις κορφές των πανύψηλων δένδρων που ταράζονται από τον άνεμο καθώς δυο υψωμένα χέρια άνοιξαν τα ασκιά του Αιόλου, και τα οράματα (visions).  
  Η ταινία στο εξής γίνεται αφηγηματικά ασαφής. Πιστεύω ότι αυτός ήταν ο λόγος που έχει μια τόσο χαμηλή βαθμολογία στο IMDb, μόλις 5,5. Βέβαια δεν μπορούσε να μην είναι υποψήφια στις Κάννες οι οποίες την έχουν βραβεύσει τουλάχιστον δυο φορές (να μην το ψάχνω τώρα), όμως δεν κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο. Επίσης ήταν υποψήφια μόνο στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπάστιαν, χωρίς να κερδίσει το βραβείο του Golden Seashell.
  Μου αρέσει η Kawase για το ύφος της και τους χώρους με την οργιώδη βλάστηση όπου τοποθετεί την πλοκή των έργων της, όμως κι εγώ έχω κόλλημα με την αφηγηματική σαφήνεια. Για παράδειγμα η «Οδύσσεια διαστήματος» του Κιούμπρικ με το αφηγηματικά ασαφές τέλος της με ξενέρωσε τελείως, ενώ η υπόλοιπη ταινία μου άρεσε πολύ.
  Επειδή μπόρεσα και έκανα μια δική μου ανασύσταση της πλοκής (πιθανόν η Kawase να είχε άλλη στο νου της, και κάποιοι θεατές να έκαναν κι αυτοί μια δική τους, διαφορετική ανασύσταση) έβαλα 7 στο IMDb.
  Χρόνια πριν, σε ένα παράλληλο σύμπαν στο ίδιο όμως δάσος, ένας νέος και μια γυναίκα γίνονται ζευγάρι. Η γυναίκα είναι έγκυος και τον άντρα τον σκοτώνει κατά λάθος ένας κυνηγός, περνώντας τον για ελάφι. Ξεγεννά μόνη της στο δάσος. Όμως τι να το κάνει το παιδί; Είναι αδύνατο να το αναθρέψει όπως πρέπει στη μοναξιά του δάσους. Το παίρνει λοιπόν και πηγαίνει στο χωριό. Το αφήνει στο κατώφλι ενός σπιτιού (στο Ηράκλειο τα άφηναν στην πόρτα της εκκλησίας του Αγίου Μηνά). Το άτεκνο ζευγάρι τρίβουν τα χέρια τους από τη χαρά τους μόλις το βλέπουν.
  Και έχουμε μια οιονεί «σύμπτυξη των οριζόντων» (μιλάει γι’ αυτήν ο Hans-Georg Gadamer) των δύο συμπάντων. Ο νεαρός είναι αυτό το έκθετο μωρό.
  Ίσως η Juliette Binoche να είναι η μητέρα του, και να είχε έλθει στο ίδιο δάσος όταν ήταν νέα κοπέλα. Όμως ο άνδρας δεν μπορεί να είναι ο πατέρας του, γιατί αλλιώς θα έπρεπε να τον είχε αναγνωρίσει-μια ελαφρά παραλλαγή της πρώτης εκδοχής.     
 
Naomi Kawase, True mothers. Ανάρτησα εδώ


No comments:

Post a Comment