Φραντς Κάφκα, Η
δίκη (μετ. Γιάννης Βαλούρδος), Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 2006, σελ. 254
Η «Δίκη» είναι ίσως το καλύτερο έργο του
Κάφκα, αν και κάποιοι πιστεύουν ότι είναι η «Μεταμόρφωση». Ξαναδιαβάζοντας τώρα
τον «Πύργο», έχω την αίσθηση ότι η «Δίκη» είναι καλύτερη. Εξάλλου γράφηκε λίγο
αργότερα, όπως μπορούμε να υποθέσουμε από τον πρόλογο του φίλου του Μαξ Μπροντ,
που κακώς βρίσκεται στο τέλος, στον οποίο μας λέει ότι είχε πάρει τα χειρόγραφα
του «Πύργου» το 1920 και τα χειρόγραφα της «Δίκης» το 1923.
Έχω διαβάσει κάμποσα βιβλία του Κάφκα και έχω
αναρτήσει γι’ αυτά, έτσι έχω περίπου τη συνολική εικόνα του. Στον ανυπόγραφο
πρόλογο, ίσως του μεταφραστή, διαβάζω ότι στο έργο του έχουν δοθεί
θεολογικο-φιλοσοφικές, ιστορικο-κοινωνικές και ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις. Η πρώτη
προσέγγιση, στην οποία εμμένει ο φίλος του ο Μπροντ, δεν με εγγίζει, μια και
δεν είμαι ιδιαίτερα θρησκευόμενος. Εγώ αυτό που είδα στο έργο του, που είναι
ιδιαίτερα εμφανές στη «Δίκη», είναι το άγχος μπροστά σε μια ανώτερη εξουσία με
ένα περίπλοκο γραφειοκρατικό μηχανισμό, στο έλεος της οποίας βρίσκεται κανείς ολότελα
ανυπεράσπιστος. Το άγχος αυτό είναι η προβολή ενός άγχους που τροφοδοτήθηκε από
τη σχέση του με τον πατέρα του, η οποία εξεικονίζεται πολύ χαρακτηριστικά στο «Γράμμα στον πατέρα».
Ο Κ. του «Πύργου», στην υπηρεσία του οποίου
έχει προσληφθεί, δεν μπορεί να έλθει σ’ επαφή με τους εκπροσώπους του παρά σε
ελάχιστο βαθμό. Όσο για τον Joseph K. της «Δίκης», βρίσκεται κατηγορούμενος σε
μια δίκη, χωρίς να καταφέρει ποτέ να μάθει γιατί κατηγορείται. Βέβαια πέρα από
το γκροτέσκο του μυθιστορήματος, χαρακτηριστικό των περισσότερων έργων του
Κάφκα, υπάρχει και η σάτιρα της δικαιοσύνης και των εκπροσώπων της.
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα έβλεπα σε ορισμένα
σημεία αστερίσκους. Πρόκειται για παραπομπές, και σε τι; Μια βιαστική ματιά στο
τέλος δεν μου έλυσε το πρόβλημα. Αν δεν ήταν βιαστική θα μου το είχε λύσει-εν
μέρει. Οι αστερίσκοι παραπέμπουν σε αποσπάσματα που ο Κάφκα είχε διαγράψει.
Καθώς πιστεύω ότι ο χρόνος είναι χρήμα και
οπωσδήποτε είναι μια όχληση να ψάχνεις στο τέλος κάθε φορά που συναντάς ένα
αστερίσκο για να διαβάσεις το κομμάτι που ο Κάφκα είχε διαγράψει, νομίζω ότι θα
ήταν πολύ καλύτερο τα αποσπάσματα αυτά να βρίσκονται στο κάτω μέρος της σελίδας· ακόμα
καλύτερα, στο σημείο που ήταν, μέσα σε αγκύλες. Σπάνια κοιτάζω παραπομπές που
βρίσκονται στο τέλος, κυρίως γιατί μου σταματάνε εκνευριστικά τη ροή της
ανάγνωσης. Και το να διαβάσεις τα κομμάτια αυτά μεμονωμένα, έξω από το
συγκείμενό τους, είναι περίπου άνευ νοήματος, και έτσι δεν τα διάβασα.
Και τώρα ξεφυλλίζουμε για να παραθέσουμε
κάποια από τα αποσπάσματα που έχουμε υπογραμμίσει, ενδεχόμενα σχολιάζοντάς τα.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πίσω απ’ όλες τις
δραστηριότητες του εν λόγω δικαστηρίου, όπως, φυσικά, και πίσω απ’ τη δική μου
σύλληψη και τη σημερινή ανάκριση, κρύβεται μια μεγάλη οργάνωση. Μια οργάνωση η
οποία δεν απασχολεί μόνο διεφθαρμένους φύλακες, ανόητους προϊστάμενους και
ανακριτές, που στην καλύτερη περίπτωση έχουν συνείδηση της θέσης τους, αλλά
διαθέτει κι ένα σώμα δικαστών ανωτέρας και ανωτάτης βαθμίδας στην ιεραρχία, με
την απαραίτητη κουστωδία αναρίθμητων υπηρετών, γραμματέων, χωροφυλάκων και
λοιπών βοηθών, ίσως ακόμα – δε διστάζω να πω τη λέξη – και δημίων» (σελ. 49).
Τους δήμιους αυτούς θα τους συναντήσει στο
τέλος.
«Φυσικά δεν μπορούσε να αποκλειστεί η
πιθανότητα ότι υπήρχαν αρκετά χρήματα, που πήγαιναν όμως στην τσέπη των
υπαλλήλων κι όχι στα απαραίτητα για τη λειτουργία του δικαστηρίου» (σελ. 62).
Αυτό, για τη σάτιρα που λέγαμε.
«Δεν υπάρχει τρόπος να αντισταθεί κανείς σ’
αυτό το δικαστήριο. Η μόνη λύση είναι να ομολογήσει την ενοχή του».
Δεν είχε προβλέψει μόνο έναν «Θαυμαστό
καινούριο κόσμο» όπως ο Άλντους Χάξλεϋ και ο Όργουελ με το «1984» του, αλλά και
τις δίκες της Μόσχας.
«Ίσως τα βιβλία που του δάνεισες είναι πολύ
δυσκολονόητα. Ναι, είπε ο δικηγόρος, είναι πραγματικά δύσκολα. Δεν πιστεύω να
μπορεί να τα καταλάβει. Του τα έδωσα μόνο για να πάρει μια ιδέα πόσο δύσκολος
είναι ο αγώνας που δίνω για την υπεράσπισή του» (σελ. 182).
Το άκουσα πριν χρόνια σε μια συζήτηση για
κάποιον δικηγόρο. Όταν ο πελάτης φαινόταν αμαθής επαρχιώτης, αφού άκουγε την
υπόθεσή του έλεγε στο γραμματέα του. –Πολύ δύσκολη υπόθεση, κατέβασε εκείνο το
χοντρό βιβλίο. Το χοντρό βιβλίο ήταν για να προϊδεάσει τον πελάτη για την
παχυλή αμοιβή που θα του ζητούσε.
«…ο ανακριτής παρατάει σύξυλο γραφείο και
κατηγορούμενο μόλις μυριστεί γυναίκα, έστω και από μακριά» (σελ. 198).
Αμυδρά θυμάμαι για ένα σκάνδαλο, ένα δωμάτιο
μέσα στο δικαστήριο όπου πήγαιναν γυναίκες.
Είδαμε και τρεις ταινίες, βασισμένες στη
Δίκη. Και πρώτα πρώτα την κινηματογραφική μεταφορά του Όρσον Ουέλς, με τον Άντονι Πέρκινς του οποίου
η φήμη εξακοντίστηκε πριν δυο χρόνια με το «Ψυχώ», και τον Όρσον Ουέλς στο ρόλο
του δικηγόρου. Όπως μας λέει στο τέλος όπου αναφέρει τα ονόματα των ηθοποιών,
υπογράφει και το σενάριο.
Βλέποντας το έργο μου δημιουργήθηκαν κάποιες
σκέψεις σε σχέση με τις κινηματογραφικές μεταφορές μυθιστορημάτων.
Νομίζω είναι λάθος να βάζουμε στον προκρούστη
του μυθιστορήματος την ταινία. Το λάθος αυτό συμβαίνει συχνά, όμως έτσι
αδικούμε την ταινία γιατί τη βρίσκουμε (σχεδόν) πάντα ελλειμματική σε σχέση με
το μυθιστόρημα, ειδικά αν πρόκειται για ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας
λογοτεχνίας.
Ένα μυθιστόρημα όπως «Η δίκη» είναι δύσκολο
να «αρέσει» σαν ταινία, όσο επιτυχημένη και αν είναι η μεταφορά. Τη
λεπτομερειακή ανάλυση που κάνει ο Κάφκα, είτε σαν αφηγητής είτε με το στόμα των
ηρώων του, είναι δύσκολο να την αποδώσει ο σκηνοθέτης, ή μάλλον αδύνατο. Αυτό
που μένει είναι να μεταφέρει την πλοκή και «κάποια» μόνο από αυτά που έγραψε ο
Κάφκα. Όμως μόνη της η πλοκή είναι αναιμική μπροστά στο μυθιστόρημα, όσο και αν
την πλούτισε ο Ουέλς. Μεγάλος σκηνοθέτης, τον θαυμάζει κανείς για μια ακόμη
φορά. Το γκροτέσκο που δίνει στα σκηνικά του αναπαράγει την ατμόσφαιρα του
μυθιστορήματος πάρα πολύ ωραία. Είναι χαρακτηριστική η σκηνή με τον Πέρκινς να
διασχίζει τρέχοντας ένα διάδρομο και να αυλακώνουν το πρόσωπό του φωτεινές
λουρίδες. Το ίδιο και το δωμάτιο όπου μιλάει με την κοπέλα, του οποίου το
πάτωμα είναι πλημμυρισμένο από φακέλους σκόρπια ριγμένους.
Ο Ουέλς γενικά μένει πιστός στην πλοκή.
Μικροαλλαγές και μικροπροσθήκες σίγουρα υπάρχουν. Πάνε αρκετές μέρες που
διάβασα το μυθιστόρημα για να μπορώ να τις εντοπίσω. Αυτές που εντόπισα είναι
ότι στην ταινία οι συνάδελφοί του δεν του τρώνε το πρωινό και στον πασίγνωστο
μύθο με τον οποίο ξεκινάει η ταινία ο φύλακας του νόμου γίνεται ο ίδιος ο θεός.
Αλλά βέβαια η μεγάλη αλλαγή υπάρχει στο τέλος.
Οι δυο δήμιοι ρίχνουν τον Τζόζεφ Κ. σε ένα
μεγάλο λάκκο, γεμάτο πέτρες. Βγάζουν το μαχαίρι, αλλά δεν του το καρφώνουν στο
στήθος όπως στο μυθιστόρημα. –Περιμένετε να το κάνω εγώ; όχι, εσείς θα το
κάνετε, τους λέει. Αυτοί βγαίνουν από το λάκκο. –Εσείς πρέπει να το κάνετε,
εσείς πρέπει να με σκοτώσετε, τους φωνάζει. Ελάτε.
Ο ένας τους κρατάει ένα ματσάκι με δυναμίτες.
Ο άλλος του βάζει φωτιά. Το ρίχνει μέσα στο λάκκο.
Το τέλος είναι ανοιχτό, σκόπιμα αμφίσημο. Δεν
γίνεται να παρεκκλίνεις τόσο πολύ από το μυθιστόρημα, ιδιαίτερα όσον αφορά την
«εκτέλεση» του Τζόζεφ Κ.
Τον βλέπουμε να αρπάζει τους δυναμίτες. Στο
επόμενο πλάνο βλέπουμε τους δυο εκτελεστές να τρέχουν, να σταματούν μπροστά σε
ένα τοιχάκι που βρίσκεται μπροστά τους, να γονατίζουν και να καλύπτουν τα
κεφάλια τους με τα χέρια τους. Στο επόμενο και τελευταίο πλάνο βλέπουμε από
μακριά μια τρομερή έκρηξη και στη συνέχεια τον καπνό που ανεβαίνει για αρκετή
ώρα ψηλά.
Πρόλαβε ο Τζόζεφ Κ. και τους πέταξε τους
δυναμίτες ή έσκασαν στα χέρια του; Έχοντας διαβάζει το μυθιστόρημα δυσκολεύεσαι
να δεχτείς την πρώτη εκδοχή.
Ενώ
στην ταινία κυριαρχεί η υποβλητικότητα της εικόνας, στην τηλεταινία κυρίαρχος
είναι ο λόγος. Το σενάριο εξάλλου υπογράφει ένας από τους κορυφαίους άγγλους
θεατρικούς συγγραφείς, ο Χάρολντ Πίντερ. Εδώ ακολουθείται το τέλος του μυθιστορήματος,
με τους δυο δήμιους να καρφώνουν το μαχαίρι στο στήθος του Τζόζεφ Κ.
Η τελευταία ταινία είναι ενός ρώσου, του Κονσταντίν Σιλιβέρστοβ, και η
πρεμιέρα της έγινε το 2014.
Ας το υπενθυμίσουμε εδώ, κάθε σκηνοθέτης, στη
μεταφορά ενός μυθιστορήματος, παραλείπει δευτερεύοντα επεισόδια για να μην
ξεχειλώσει η ταινία πάνω από το σύνηθες δίωρο, και σ’ αυτά που παρουσιάζει
εστιάζει σε ό,τι νομίζει πιο σημαντικό. Εδώ για παράδειγμα τα κορίτσια που
συνοδεύουν σαν μαινάδες τον ζωγράφο απουσιάζουν, ενώ δεν απουσιάζουν από τις άλλες
δυο ταινίες. Τέλος η εκτέλεση του Τζόζεφ Κ. δίνεται όπως στην αρχαία τραγωδία, off-stage. Και, υποβάλλοντας το κλίμα της εποχής, η ταινία
είναι ασπρόμαυρη όπως και στον Ουέλς.
Η «Δίκη» επηρέασε και δυο ακόμη σκηνοθέτες,
διαβάζω στην βικιπαίδεια. Ο Denise Villeneuve βαφτίζει τον ήρωά του στην ταινία «Blade runner 2049» πράκτορα Κ.,
προφανώς από επιρροή του Κάφκα. Πιο άμεση είναι η επιρροή στον Μάρτιν Σκορσέζε,
που στην ταινία του «After hours» (1985), περιέχει μια σκηνή που είναι
επηρεασμένη από τη «Δίκη». Στη σκηνή αυτή ο πρωταγωνιστής προσπαθεί μάταια να
μπει σε ένα night club.
Απόψε το βράδυ φεύγω για Κρήτη, αν προλάβω να
δω την ταινία θα παραπέμψω και σ’ αυτήν.
Την είδα. Πιο πολύ είναι "Πύργος" παρα "Δίκη". Σίγουρα Κάφκα.
Την είδα. Πιο πολύ είναι "Πύργος" παρα "Δίκη". Σίγουρα Κάφκα.
Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι, που βέβαια
πιστώνονται στον μεταφραστή.
Δεν ήταν
επικίνδυνο να τον αφήσουν μόνο (σελ. 14)
Μα όχι, όχι,
φώναξε, δεν σας κοροϊδεύω (σελ. 30)
Μη βάζετε σε
κίνδυνο τις φιλικές σας σχέσεις (σελ. 55)
Χαϊδεύοντας και
σφίγγοντας το μπράτσο της γυναίκας (σελ. 60)
Ετοίμαζε το
έδαφος για μια καινούρια δίκη (σελ. 74)
Ένα μικρό
χαχανητό της δεσποινίδας Μόνταγκ (σελ. 81)
Αλλά απ’ ότι
φαίνεται φτάνει και περισσεύει (σελ. 91)
Όλο και
περισσότερο τον τόνο της φωνής του (σελ. 93)
Με τις χερούκλες
του ανοιχτές τις πλαϊνές κουρτίνες (σελ. 94)
Πρόλαβε να
προηγηθεί με το κερί στο χέρι (σελ. 98)
Πρόκειται
αναμφισβήτητα για κάτι παραπάνω (σελ. 117)
Απόλυτη επίγνωση
του λειτουργήματός του (σελ. 202)
Όλα όσα
χρειάζονται σε τέτοιες περιπτώσεις (σελ. 210)
Ξεκάθαρη απάντηση
αν σκόπευε να πάει (σελ. 215)
Αν πάλι επεδίωκε
προσωπικά οφέλη (σελ. 217)
Που ως εκείνη τη
στιγμή έπεφτε από πίσω (σελ. 229)
Με το κεφάλι του
αδειανό, λουσμένος στον ιδρώτα (231)
Και ένας
ανάπαιστος: Ιδιαίτερα τώρα που μοιάζετε τόσο θλιμμένη (σελ. 55) και Δεν τον
είχαν κουράσει καθόλου (σελ. 74)
Και ένας
δάχτυλος: πάνω σε ξύλινους πάγκους (σελ. 65)
Και δυο
συνεχόμενοι τροχαίοι: Είχαν πληροφορηθεί/προφανώς απ’ την καμπούρα (σελ. 136)
Και ένας ιαμβικός
που τον διαδέχεται ένας αμφίβραχυς: Να πέσεις στο κρεβάτι σου/ κλεισμένος στο
σπίτι (σελ. 169)
No comments:
Post a Comment