Thursday, October 25, 2018

Εύα Στάμου, Τα κορίτσια που γελούν


Εύα Στάμου, Τα κορίτσια που γελούν, Αρμός 2018, σελ. 221

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Εξαιρετικά διηγήματα από την σπουδαία πεζογράφο μας

  Μετά το μυθιστόρημα «Εκδρομή» η Εύα Στάμου εκδίδει τα «Κορίτσια που γελούν», μια συλλογή διηγημάτων αυτή τη φορά.
  Έχει ειπωθεί ότι ο Ντοστογιέφσκι είναι ένας βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, που χωρίς να έχει σπουδάσει ψυχολογία έχει απίστευτη κατανόηση του ανθρώπινου ψυχισμού. Ο φίλος μου ο Πρατικάκης μιλάει με ενθουσιασμό για το διήγημά του «Ο σωσίας», για το πόσο καίρια περιέγραψε ο Ντοστογιέφσκι αυτό που στην ψυχολογία αργότερα ονομάσθηκε  ως «το σύνδρομο του σωσία».
  Η Εύα λοιπόν, με διδακτορικό στην ψυχολογία και ψυχολόγος το επάγγελμα, έχει όλα τα φόντα να γνωρίσει σε βάθος τον ανθρώπινο ψυχισμό ώστε να δίνει με απίστευτη ακρίβεια το ψυχολογικό πορτραίτο των ηρώων της. Και βέβαια το πορτραίτο αυτό δεν το φτιάχνει μόνο με το telling αλλά και με το showing, δηλαδή με τις στάσεις και τις συμπεριφορές τους, επιλέγοντας τη μέση οδό σαν τους προγόνους μας και όχι την ακραία του Henry James, που βέβαια είναι η καταλληλότερη για τους σεναριογράφους.
  Όμως ας ξεφυλλίσουμε το βιβλίο να δούμε ένα ένα τα διηγήματα.
  To «Ένα τέλειο σχέδιο» έχει κάτι από το «Έγκλημα και τιμωρία» και από τον «Ξένο». Διαταραγμένη προφανώς η ηρωίδα, για να ξεφύγει από την ζοφερή καταθλιπτική της καθημερινότητα σκέφτεται να διαπράξει το τέλειο έγκλημα. Αυτή είναι και η εκλογίκευση της πράξης της: όλοι οι δολοφόνοι έχουν κάποιο κίνητρο, αυτό όμως το κίνητρο είναι και η αιτία που η αστυνομία βρίσκει συχνά τα ίχνη τους. Αυτήν πώς να την βρουν αφού δεν έχει κανένα κίνητρο;
  Δεν θα κάνουμε σπόιλερ να πούμε αν τα κατάφερε ή όχι, πάντως το τέλος είναι αρκετά απρόβλεπτο.
  Στη «Θερμοκοιτίδα» η ηρωίδα της μεταβαίνει στη Λέρο για να προσφέρει τις υπηρεσίες της σε ένα προσφυγικό σταθμό. Αφηγείται ένα επεισόδιο κατά τη διανομή του συσσιτίου που δείχνει τον φαλλοκρατισμό των ανδρών στη μουσουλμανική εκδοχή του.
  Ναι, δεν είναι όλα ρόδινα με τους μετανάστες. Μια φίλη μου μού έλεγε για τα διάφορα φοβερά που της είπε η κόρη της, δικηγόρος, που δούλεψε σε ένα καταυλισμό λαθρομεταναστών, όπου λειτουργούσε και μπουρδέλο.
  Στο διήγημα που δίνει και τον τίτλο της συλλογής η Στάμου έχει σαν θέμα την κρίση της μέσης ηλικίας, μιας γυναίκας στην προκειμένη περίπτωση.  Αλλά να παραθέσουμε το τέλος, και σαν δείγμα γραφής.
  «Αναστέναξε και, ζαλισμένη από το κόκκινο κρασί, ένιωσε τις αντιστάσεις της να υποχωρούν και να παραδίδεται στη θλίψη. Αυτό που πραγματικά την πονούσε δεν ήταν η έκβαση της αποψινής βραδιάς, ούτε ο άγνωστος που καθόταν απέναντί της με τη ματιά προσηλωμένη στο διπλανό τραπέζι και τ’ αυτί κολλημένο στο κινητό. Ήταν η βαθιά, οριστική γνώση ότι η ίδια δεν θα κατάφερνε ποτέ ξανά να νιώσει χαρούμενη κι ανέμελη, ότι δεν θα γινόταν ποτέ πια ένα από τα κορίτσια που γελούν» (σελ. 70).
  Αν ήταν φοιτήτριες αυτές που κάθονταν στο διπλανό τραπέζι, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά. Αν είχαν ήδη βγει στην αγορά εργασίας, ε, το γέλιο τους ήταν το αντίδοτο για το ζοφερό μέλλον που ξέρουν ότι τις περιμένει στην Ελλάδα της κρίσης. Σε λίγο θα ερχόταν ο διάβολος, όπως στο γνωστό ανέκδοτο με την κόλαση, και θα τους έλεγε «Τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα».
  Στο «Δείπνο» πάλι μας δίνει την ιστορία μιας γυναίκας που οι φίλοι της την βλέπουν «κάπως». Το τέλος μοιάζει με αστυνομική ταινία.
  Στο διήγημα «Η κυρία με το καπέλο» η Στάμου, μέσα από ένα συνειρμό που πυροδότησε τις αναμνήσεις του ήρωά της, μας παρουσιάζει την θλιβερή του παιδική ηλικία με την ψυχασθενή μητέρα του.
  Η «Βοστόνη» με τις 90 σελίδες της είναι περισσότερο νουβέλα παρά διήγημα. Αν ήταν πιο μεγάλη θα ήταν campus novel, μυθιστόρημα όπου τα κεντρικά πρόσωπα είναι πανεπιστημιακοί και η πλοκή εκτυλίσσεται σε κάποιο πανεπιστήμιο, όπως στα μυθιστορήματα του David Lodge που κυκλοφόρησαν και στην Ελλάδα, δυο από τα οποία τα έχουμε διαβάσει.
  Στην αρχή της νουβέλας παρουσιάζεται ο Σπύρος, ο κεντρικός ήρωας, ως παθολογικά ζηλιάρης, σε ακραίο βαθμό. Αυτό ασφαλώς δημιουργεί προβλήματα στη γυναίκα του αλλά και στον ίδιο, καθώς έχει συνείδηση της παθολογικής του κατάστασης.
  Στη συνέχεια τον βλέπουμε στη σχέση του με μια φοιτήτρια. Του κόλλησε αλλά αυτός δεν της έδινε σημασία. Όμως μεθυσμένος κάποιο βράδυ παρασύρθηκε και έκανε έρωτα μαζί της. Μετά άρχισε πάλι να την αποφεύγει. Αυτή, νοιώθοντας συντριμμένη, τον εκδικήθηκε.
  «Καλώς τηνε τη συμφορά μονάχα να ’ναι μόνη» λέμε στην Κρήτη. Γυρνώντας στο σπίτι μετά από τα δυσάρεστα νέα τον περιμένει μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη.
  Όμως να δώσουμε ένα απόσπασμα.
  «Η εμφάνιση δεν ήταν το πρωτεύον. Αυτό που ενδιέφερε τον Σπύρο ήταν να βρει άνθρωπο καλό, σοβαρό, άξιο εμπιστοσύνης. Κάποια που να θυμίζει στην απλότητα και στη θέρμη τη μητέρα του, μια γυναίκα με κατανόηση και αποθέματα αγάπης, να μπορέσει να στηριχτεί σ’ αυτήν, να της ανοίξει την καρδιά του χωρίς τον φόβο της προδοσίας. Για ένα σύντομο διάστημα πίστεψε ότι βρήκε αυτό που αναζητούσε στο πρόσωπο της Ρόντα [της γυναίκας του]. (σελ. 160).
  Το λέμε κι αυτό στην Κρήτη: «Η νύφη ποστα γεννηθεί τση πεθεράς τση μοιάζει».
  Στη μάνα της όχι. Αλλιώς δεν θα κυκλοφορούσαν τόσες φαρμακερές μαντινάδες για τις πεθερές, όπως για παράδειγμα: «Την πεθερά μου όντε τη δω στο σπίτι να ζυγώνει, με πιάνει άσθμα αλλεργικό και παίρνω κορτιζόνη».
  Διεισδυτική στην ψυχογράφηση των ηρώων της και επινοητική στην πλοκή με συναρπαστικά επεισόδια, η Στάμου κατακτά τον αναγνώστη. Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί, όπως το διάβασα εγώ προχθές το βράδυ. Της ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο. 

Μπάμπης Δερμιτζάκης

No comments:

Post a Comment