Saturday, October 26, 2019

Ανδρέας Μήτσου, Η αστυνόμος


Ανδρέας Μήτσου, Η αστυνόμος, Καστανιώτης 2019, σελ. 239


Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ο πιο αποκλίνων έρωτας, σ’ αυτό το μυθιστόρημα.

  Μετά τη συλλογή διηγημάτων «Ο Ορφέας και ο Ανδρέας», ο Ανδρέας Μήτσου επιστρέφει πάλι στο μυθιστόρημα. Το προηγούμενο μυθιστόρημά του ήταν το «Γκαλίνα, η σκοτεινή οικιακή βοηθός», το προ-προηγούμενο βιβλίο του.
  Εδώ ο Ανδρέας καταπιάνεται με ένα θέμα με το οποίο έχουν ασχοληθεί τόσο σκηνοθέτες («American beauty») όσο και λογοτέχνες («Λολίτα»): τον γεροντοέρωτα.
   Η Λένα είναι μια τριαντατετράχρονη αστυνόμος. Παρά τον τίτλο του βιβλίου είναι κυρίως μάρτυρας στα διαδραματιζόμενα, που είναι η σχέση του πατέρα της ο οποίος έχει περάσει ήδη τα εξήντα, με τη Νίκη που μόλις έχει περάσει τα τριάντα.- Έχετε τριάντα χρόνια διαφορά και βάλε, προσπαθεί να τον προσγειώσει. Όμως αυτός είναι τρελός από έρωτα.
  Πολύ τρελός; Στην «Ελένη την καιρουριογωρίτισσα» του Διαλινομιχάλη διαβάζουμε την παλιά κρητική ευχή: «Να σε γλιτώσει ο θεός από γεροντοέρωτα». Γιατί άραγε; Μα γιατί αυτός ο έρωτας από τη μια σε τρελαίνει και από την άλλη δεν έχει ευτυχισμένη κατάληψη.
  Όμως εδώ υπάρχει το ερωτικό τρίγωνο που τον περιπλέκει ακόμη περισσότερο: μια γυναίκα δύο άντρες. Ο τρίτος άντρας είναι ο άντρας της, φορτηγατζής. Στη γωνία είναι και η Μαίρη, η φιλενάδα του αστυνόμου με την οποία συζεί, όμως δεν παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Την ιστορία την αφηγούνται η Λένα και ο πατέρας της.
  Οι συγγραφείς μπορεί να καταπιάνονται με διάφορα θέματα στα βιβλία τους, όμως σε κάποια βασικά χαρακτηριστικά, κυρίως υφολογικά, μένουν σχεδόν πάντα οι ίδιοι.
  Δεν είναι μόνο η Γκαλίνα, σχεδόν όλα τα πρόσωπα στις ιστορίες του Μήτσου βρίσκονται μέσα στις πενήντα αποχρώσεις του γκρι, το λευκό χρώμα δεν τους ταιριάζει. Στη λιγότερο γκρίζα περιοχή βρίσκεται η Λένα, χωρίς σχέση, ίσως έχοντας ένα ασυνείδητο σύμπλεγμα της Ηλέκτρας. Ο πατέρας της, συγγραφέας που γράφει και αστυνομικές ιστορίες για τον επιούσιο, είναι ένας δον Ζουάν, έστω και περασμένης ηλικίας. Κι αυτός βρίσκεται στην περιοχή με τις ανοιχτές αποχρώσεις του γκρι. Η Νίκη όμως και ο άνδρας της ο φορτηγατζής είναι στις πιο σκοτεινές αποχρώσεις του που συγγενεύουν με το μαύρο. Αλλά αυτό θα το διαπιστώσουμε όταν φτάσουμε κοντά στο τέλος.
  «Μίμησις πράξεως σπουδαίας» μας λέει ο Αριστοτέλης ότι είναι η τραγωδία, αλλά το ίδιο θα έλεγε και για το μυθιστόρημα. Απλά καθημερινά γεγονότα είναι ένα ιντερμέτζο σε μια αφήγηση, όπου χωρίς τα σπουδαία γεγονότα η αφήγηση χάνει το ενδιαφέρον της για τον αναγνώστη, εκτός πια και αν το υποτυπώδες στόρι είναι το πρόσχημα για γλωσσικά και υφολογικά παιχνίδια, όπως στον Τζόυς. Και ένα scalping του ζηλιάρη φορτηγατζή που στέλνει τη Νίκη στο νοσοκομείο είναι σπουδαίο γεγονός. Όμως κυρίαρχο είναι το σασπένς, εκ των ων ουκ άνευ σε μια αφήγηση, για το πώς θα εξελιχθεί και πού θα καταλήξει αυτή η αταίριαστη σχέση.
  Ο Μήτσου δοκιμιογραφεί στα περισσότερα τα έργα του. Εδώ στις συζητήσεις ακούμε διάφορες απόψεις για διάφορα θέματα, όπως για την τέχνη της γραφής, καθώς και στοχασμούς και αναστοχασμούς πάνω στα λεγόμενα και στις πράξεις κυρίως των δύο αφηγητών.
  Οι «αποκλίνοντες» έρωτες έχουν το μεγαλύτερο αφηγηματικό ενδιαφέρον, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον κινηματογράφο. Και πιο αποκλίνοντα έρωτα από αυτόν της Νίκης και του άνδρα της δεν έχω ξανασυναντήσει. Αλλά ας μη κάνω σπόιλερ λέγοντας περισσότερα.
  Οι μικρές παράγραφοι είναι επίσης χαρακτηριστικό του Μήτσου, ενώ η μίξη υφολογικών επιπέδων στους διαλόγους δίνει μεγαλύτερη ρεαλιστικότητα, κυρίως στους χαρακτήρες της Νίκης και του άνδρα της.
  Και τώρα να περάσουμε σε κάποια αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.
  «Ένα παιχνίδι και τίποτα περισσότερο είναι η ζωή» (σελ. 37).
  Homo ludens λέγεται το έργο που έγραψε ο Johan Huizinga, πάνε χρόνια που το διάβασα. Αυτό ακριβώς υποστηρίζει, ότι η ζωή είναι ένα παιχνίδι.
  «Γιατί τότε ζει κανείς συνειδητά, μόνο όταν κινείται» (σελ. 38).
  Αυτό το είπε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, μας λέει ο Μήτσου.
  «Εμένα δεν μου αρέσει να τον λες Πέτρο τον πατέρα σου. Τι σημαίνει δηλαδή αυτή η άνεση; Αυτές οι μοντερνιές;» (σελ. 71). Αυτό το λέει η Μαίρη στη Λένα.
  Θάνο φώναζε τον εκδότη μου η κόρη του. Ούτε κι εμένα μου άρεσε, νομίζω ότι δημιουργεί μια απόσταση, κι ας πιστεύουν αυτοί που το υιοθετούν το αντίθετο. Είδα κι έπαθα να μάθω το γιο μου να με φωνάζει μπαμπά και όχι Μπάμπη. Άκουγε να με φωνάζουν Μπάμπη και το βρήκε πιο βολικό, μια και οι μόνες διαφορές είναι ο τόνος και το τελευταίο φωνήεν.
  Και ένα τελευταίο απόσπασμα, που δίνει και το στίγμα του έργου.
  «Ούτε είμαι βέβαιος αν πρέπει να εύχεται και να παρακαλεί να μην του συμβεί του ίδιου ποτέ. Και να περιφρονεί αυτούς που πέφτουν στον έρωτα και ταπεινώνονται. Όσο για εκείνους που τα βλέπουν υπερβολικά κι ακατανόητα ετούτα τα παθήματα, καλό είναι να ξέρουν πως αλλάζει ο άνθρωπος. Πως δεν μένει πάντα ο ίδιος. Ότι μπορεί να πάθει ακόμα κι αυτός, εκεί που δεν το περιμένει, παρόμοιο χουνέρι. Εξάλλου, αν αξίζει κάτι, αν προσδοκούμε να μας συμβεί κάτι, αυτό κρύβεται μόνο στην υπερβολή. Στην υπέρβαση των καχεκτικών ορίων μας. Ένα θέατρο είναι ο κόσμος, κι όποιους πρέπει να θαυμάζουμε και να ζηλεύουμε είναι οι ηθοποιοί, οι σαλτιμπάγκοι. Όπου παίζουν ρόλους σε κάθε είδους σκηνή. Εκείνους που εκτίθενται» (σελ. 90-91).
  Παρατέντωσέ με κι ας σπάσω, είναι η τρίτη προσευχή της ψυχής στο θεό («Ο φτωχούλης του θεού», Καζαντζάκης). Να μη φοβηθεί δηλαδή να υπερβεί τα όρια.
  Εξαιρετικό και αυτό το μυθιστόρημα του Ανδρέα Μήτσου, ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο.

No comments:

Post a Comment