Ανδρέας Μήτσου,
Γκαλίνα, η σκοτεινή οικιακή βοηθός, Καστανιώτης 2017, σελ. 139
Η παρακάτω
βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένας ύμνος στον
έρωτα και στην ανθρωπιά
Έχουμε γράψει για το σύνολο του έργου του
Ανδρέα Μήτσου εκτός από τα δυο πρώτα έργα του. Σειρά έχει σήμερα η «Γκαλίνα, η
σκοτεινή οικιακή βοηθός».
Ο Ανδρέας Μήτσου είναι «συμπτωματικά
ρεαλιστής», παραφράζοντας τον τίτλο του τρίτου βιβλίου του «Ιστορίες
συμπτωματικού ρεαλισμού». Οι ήρωες και η ηρωίδες του είναι αποκλίνοντες και
αποκλίνουσες της κοινωνίας, ενώ οι ιστορίες του δεν είναι τυπικές αλλά είναι κι
αυτές αποκλίνουσες. Όμως μ’ αυτή τη μη τυπικότητα των ηρώων και των ιστοριών
του ο Ανδρέας εικονογραφεί με τον πιο τέλειο τρόπο ανθρώπινα συναισθήματα και
ψυχολογικές διαστάσεις. Ο έρωτας είναι εδώ κυρίαρχος, και η δύναμή του φαίνεται
στη «θυσία» που μπορεί να διαπράξει ο ερωτευμένος για το άτομο που αγαπά. Και ο
έρωτας αυτός δεν είναι υποχρεωτικά ο ετεροφυλόφιλος, μπορεί να είναι και ομοφυλόφιλος.
Στην περίπτωση της «Γκαλίνας», εκτός από τον έρωτα του ανθυπασπιστή για την
Ευτέρπη (λέμε «για» γιατί δεν ήταν αμοιβαίος») έχουμε και τον έρωτα της
Ευτέρπης με την Γκαλίνα.
Πάνω σ’ αυτούς τους δυο έρωτες ο Ανδρέας
στήνει την ιστορία του, μια ιστορία με συναρπαστικά επεισόδια.
Ο Μήτσου νοιώθει άνετα με τις μικρές φόρμες και
τα ολιγοπρόσωπα έργα. Κυρίως διηγηματογράφος, έχει γράψει και μυθιστορήματα,
αλλά και ένα έργο στην ενδιάμεση φόρμα της νουβέλας, τον «Κύριο Επισκοπάκη». Η
«Γκαλίνα, η σκοτεινή οικιακή βοηθός» είναι γραμμένη σ’ αυτή την φόρμα.
Το έργο έχει μια θεατρική δομή, και θα
μπορούσαμε κάλλιστα να το δούμε διασκευασμένο σε θεατρικό έργο, όπως έχει γίνει
και με άλλα έργα του Μήτσου. Στη σκηνή θα υπήρχαν τρία πρόσωπα, ο συγγραφέας, ο
πρώην ανθυπασπιστής και ο καθυστερημένος γιος. Ο γιος θα ήταν δίπλα σαν περίπου
βουβή περσόνα σε κάποιες σκηνές, αλλά θα μπορούσε και να ελλείπει.
Το έργο έχει επίσης μια κινηματογραφική δομή,
με την κυρίως ιστορία να είναι flash back της αφήγησης. Οι αναδρομές είναι τα
«ημερολόγια» που κρατάει ο πρώην ανθυπασπιστής και τα διαβάζει στον συγγραφέα,
πρώην αστυνομικό, σε καθημερινά ραντεβού που κρατάνε κάπου μια βδομάδα. Με το
τέλος της ανάγνωσης κάθε καταγραφής ακολουθούν σχόλια και διευκρινήσεις,
αναστοχασμοί και σκέψεις.
Ο ανθυπασπιστής ερωτεύεται την Ευτέρπη. Αυτή
όμως είναι ερωτευμένη με την Γκαλίνα, την οικιακή βοηθό με το σκοτεινό παρελθόν
που θα αποκαλυφθεί στο τέλος ότι είναι εγκληματικό. Η Γκαλίνα νιώθει το μωρό
της Ευτέρπης σαν ανταγωνιστικό της αγάπης της και αποφασίζει να το εξοντώσει,
με ένα αργό τρόπο. Ο ανθυπασπιστής αποκαλύπτει το σχέδιο της Γκαλίνας στην
Ευτέρπη. Μ’ αυτό τον τρόπο θα καταφέρει να τη ρίξει στην αγκαλιά του. Όμως
πρέπει να κάνει μια μεγάλη θυσία γι’ αυτήν: να σκοτώσει την Γκαλίνα.
Θα την σκοτώσει; Και θα καταφέρει να κερδίσει
οριστικά την Ευτέρπη; Και το μωρό, τι θα γίνει με το μωρό; Είναι ο
καθυστερημένος γιος, που όμως θα παρουσιάσει μια θεαματική βελτίωση μετά την
ανατροπή του τέλους.
Ο όποιος συμπτωματικός ρεαλισμός του Μήτσου
είναι ένας ρεαλισμός σκληρότητας, που όμως σ’ αυτό το τελευταίο έργο του
αμβλύνεται σημαντικά, κυρίως στο τέλος. Αλλά το λιτό ύφος με την απέριττη φράση
είναι και εδώ κυρίαρχο. Μικρές προτάσεις και περίοδοι, παράγραφοι της μιας
πρότασης, δεν είναι τυχαίο που δεν μπόρεσα να εντοπίσω ούτε ένα ιαμβικό
δεκαπεντασύλλαβο, όπως μου είναι χόμπι να ανιχνεύω σε πεζά κείμενα.
Όμως να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα, όπως
το συνηθίζουμε.
«Πολύ αργότερα το έμαθα, η συμπόνια για τον
άλλο είναι συμπόνια για σένα, για τον εαυτό σου. Αναγνωρίζεις στον άλλο την
κοινή μοίρα που έχετε και οι δυο» (σελ. 46).
Τέτοιες «διαπιστώσεις» θυμοσοφικού χαρακτήρα
υπάρχουν αρκετές.
«Πᾶς γοῦν ποιητὴς γίγνεται, κἂν ἄμουσος ᾖ τὸ πρίν, οὗ ἂν Ἔρως ἅψηται. [(196 d)] Ο
οποιοσδήποτε γίνεται ποιητής, ακόμα κι αν προηγουμένως υπήρξε απαίδευτος, άμα
τον αγγίξει ο έρωτας, απήγγειλα δυνατά μια φράση από το πλατωνικό συμπόσιο» (σελ. 63). Μου άρεσε κι εμένα αυτό το
απόσπασμα και το παράθεσα στο κείμενο που έγραψα για το «Συμπόσιο».
«Χριστό δεν καταλαβαίνεις, στρατηγέ! [ο
στρατηγός είναι ο συγγραφέας]. Μόνοι μας παίζουμε σ’ αυτό το παιχνίδι. Με το
άλλο μισό του εαυτού μας παίζουμε. Το ελάχιστα σοβαρό. Το ανόητο. Στην
ελαφρότητά μας επενδύουμε, στο ελαφρύ κομμάτι μας, που ’ναι και το πιο πολύτιμό
μας, το πιο καθαρό. Και γι’ αυτό αποζητούμε τον πόνο. Να μας ξυπνήσει και να
μας ρίξει στη ζωή ξανά. Κι ας φεύγουμε μετά πάντα ηττημένοι» (σελ. 81).
Για τον Κούντερα αυτή η ελαφρότητα του Είναι
είναι αβάσταχτη. Σύμφωνα με τον Μήτσου όμως, σ’ αυτήν επενδύουμε. Είναι το
κομμάτι που απορρίπτει την κοινή λογική του συμβιβασμού και του «κάτσε στ’ αυγά
σου», που μας ρίχνει στην περιπέτεια και συγκλονίζει την ύπαρξη, με όποιο
τίμημα.
«Η νοσταλγία είναι το δίχτυ της αράχνης.
Πιάνεσαι, περιτυλίγεσαι στον κολλώδη ιστό της χωρίς να το υπολογίζεις, όπως
πέφτουν μέσα ανυποψίαστα σκαθάρια, μικροί σκορπιοί και χρυσόμυγες» (σελ. 110).
Όλοι μας έχουμε πιαστεί, και όχι μόνο μια
φορά, στα δίχτυα της.
Συναρπαστικό και αυτό το έργο του Μήτσου,
όπως άλλωστε και όλα του τα έργα. Ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο.
Μπάμπης
Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment