Monday, November 18, 2019

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων


Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων (μετ. Σ.Π.), Διεθνείς εκδόσεις, χχ, σελ. 391.

  Όταν θέλω να ξαναδιαβάσω ένα βιβλίο, μου αρέσει να το διαβάσω στην έκδοση που το διάβασα παλιά, συνήθως ως μαθητής. Θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια, και με συγκίνηση διαβάζω τις υπογραμμίσεις μου, τι με εντυπωσίασε τότε. Έτσι, παρόλο που το έχω σε πρόσφατη έκδοση, σε καλύτερη μετάφραση (οι μεταφράσεις εκείνης της εποχής πάσχουν από επιμέλεια), προτίμησα την έκδοση στην οποία το πρωτοδιάβασα.
  Η ιστορία είναι εγκιβωτισμένη. Όπως και ο Γεώργιος Βιζυηνός στον «Μοσκώφ Σελήμ», προσωπογραφεί τον ήρωά του. Αφηγείται στις αρχικές σελίδες πώς τον γνώρισε, τι εντύπωση του έκανε, τι άκουσε γι’ αυτόν, κ.λπ. Και ενώ στον «Μοσκώφ Σελήμ» ο Σελήμ διηγείται την ιστορία του, στις Αναμνήσεις έχουμε τη σύμβαση της εποχής, την εύρεση χειρογράφων.
  Εδώ υπάρχει μια αντιστροφή: Σε αντίθεση με τον «Μοσκώφ Σελήμ», στις Αναμνήσεις εκείνος που αφηγείται την ιστορία είναι ένα φανταστικό πρόσωπο ενώ ο Αλέξανδρος Πετρόβιτς που βρήκε τα χειρόγραφά του, είναι στην πραγματικότητα ο ίδιος ο συγγραφέας, ο Ντοστογιέφσκι, που αφηγείται τις εμπειρίες του στο κάτεργο όπου στάλθηκε με τους συντρόφους του αφού τους έστησαν πρώτα μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα (ήταν μέλη μιας επαναστατικής οργάνωσης) σε μια εικονική εκτέλεση.
  Διάβασα ότι ο Τολστόι δεν εκτιμούσε τον Ντοστογιέφσκι, και έχω ξεχάσει μια υποτιμητική μεταφορά που χρησιμοποίησε γι’ αυτόν, ότι είναι σαν άλογο που… Στη βικιπαίδεια διαβάζω τώρα ότι οι Αναμνήσεις είναι το μόνο έργο του που εκτιμούσε.
  Δεν ξέρω τι γνώμη είχε ο Ντοστογιέφσκι για το έργο του Τολστόι. Για να πούμε την αλήθεια, κι εγώ προτιμώ την απολλώνια, «υγιή» πρόζα του Τολστόι από την διονυσιακή, «νευρωσική» πρόζα του Ντοστογιέφσκι. Οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι σπαράζουν κυρίως από εσωτερικές αντιθέσεις, από ψυχολογικά προβλήματα που τους ταλανίζουν, ενώ οι ήρωες του Τολστόι υποφέρουν από εξωτερικές κακοτυχίες, ή το πολύ από προβλήματα συνείδησης («Πάτερ Σέργιος», «Ανάσταση»). Όμως οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι είναι πιο ενδιαφέροντες μυθιστορηματικά, και σ’ αυτούς βλέπω να γίνονται πολύ συχνότερα αναφορές από ότι στους ήρωες του Τολστόι. Κάποιοι είναι μάλιστα εμβληματικοί, όπως ο «Σωσίας» για τον φίλο μου ψυχίατρο και ποιητή Μανόλη Πρατικάκη, μια περίπτωση του συνδρόμου Fregoli.
  Στο βιβλίο δεν παρακολουθούμε μια ιστορία αλλά διαβάζουμε αναμνήσεις, αναμνήσεις που δίνουν μια εικόνα του κατέργου και των φυλακισμένων.
  Τους φυλακισμένους τους παρουσιάζει με ρεαλιστικά, θα έλεγα νατουραλιστικά, χρώματα. Μας λέει ότι τσακώνονται πάρα πολύ συχνά, αλλά υπάρχουν και κάποια καλά στοιχεία στο χαρακτήρα τους. Φιλίες δεν πιάνουν μεταξύ τους. Τον ίδιο τον περιφρονούν οι περισσότεροι γιατί είναι ευγενής (στη βιογραφία του διαβάζουμε ότι είναι κατά το ήμισυ), και θα αργήσει πολύ να κατακτήσει την εμπιστοσύνη τους. Όταν έρχεται όμως η ώρα να αποφυλακισθεί τους έχει κερδίσει σχεδόν όλους.
  Ο Ντοστογιέφσκι προσωπογραφεί κρατούμενους, αφηγείται ιστορίες που άκουσε και περιγράφει τις συνθήκες ζωής στο κάτεργο και στο νοσοκομείο, στο οποίο μάλιστα αφιερώνει τρία ολόκληρα κεφάλαια. Αφηγείται ακόμη και μια θεατρική παράσταση που έδωσαν οι κρατούμενοι. Οι ραβδισμοί είναι μια συνηθισμένη τιμωρία (σε κάποια υποσημείωση μας λέει ότι σήμερα, τότε δηλαδή που γράφει το βιβλίο, οι συνθήκες στο κάτεργο άλλαξαν, αφήνοντάς μας να υποθέσουμε ότι οι ραβδισμοί καταργήθηκαν), οι φυλακισμένοι έχουν μόνιμα αλυσίδες, αν και ελαφρές, στα πόδια τους, και το μισό τους κεφάλι είναι ξυρισμένο. Αυτό θα έβαζε σε φοβερές δυσκολίες αυτούς που θα επιχειρούσαν να αποδράσουν. Στο τέλος μάλιστα μας αφηγείται και μια απόδραση, που όμως δεν πέτυχε, αυτοί που απέδρασαν συνελήφθησαν. Οι γιατροί στο νοσοκομείο και κάποιοι αξιωματικοί των κατέργων ήταν καλοί, όμως άλλοι, κυρίως ένας ταγματάρχης, ήσαν σωστές ύαινες.
  Να σημειώσουμε ότι, αν και πρόκειται για αναμνήσεις, ο Ντοστογιέφσκι τις κάνει ζωηρότατες χρησιμοποιώντας συχνότατα τον διάλογο, σαν να γράφει μυθιστόρημα. Το βιογραφικό αυτό κομμάτι της ζωής του είναι έτσι κι αλλιώς συναρπαστικό σαν μυθιστόρημα.
  Και τώρα κάποια αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.
  «Πολύ αργότερα κατάλαβα τον αληθινό χαρακτήρα αυτής της δουλειάς. Ήτανε σκληρή, όχι τόσο γιατί ήτανε βαριά κι αδιάκοπη, όσο γιατί σου την επέβαλαν, γιατί ήταν υποχρεωτική και γινόταν με τον βούρδουλα» (σελ. 25).
  Κι εμένα δεν μου άρεσε να διαβάζω τα μαθήματά μου γιατί μου το επέβαλαν, ενώ μου άρεσε να διαβάζω εξωσχολικά βιβλία και ξένες γλώσσες γιατί δεν μου το επέβαλαν. Γι’ αυτό άλλωστε υπήρξα ένας μέτριος μαθητής.
  «Ο ένας απ’ αυτούς τους κλέφτες έγινε μάλιστα πολύ στενός μου φίλος, χωρίς να πάψει καθόλου να με κλέβει, κάθε φορά που του δινότανε καμιά ευκαιρία. Το ’κανε αυτό χωρίς να ντρέπεται καθόλου, σχεδόν υποσυνείδητα, σαν να ήτανε καθήκον του να το κάνει. Και δεν μπορούσα να του θυμώσω καθόλου» (σελ. 32).
  Τι να πω, μου φαίνεται ολότελα αδιανόητο, αλλά αφού το λέει ο Ντοστογιέφσκι… πολύ κατεργάρης όμως ο φίλος του (ας θυμηθούμε την ετυμολογία της λέξης).
  «Δεν τους αγαπάνε τους ευγενείς, και προ παντός τους πολιτικούς καταδίκους. Είναι έτοιμοι να τους κατασπαράξουν» (σελ. 35).
  Καλά τους ευγενείς, αλλά και τους πολιτικούς καταδίκους;    
  «Όπως όλοι γενικά οι βλάκες, θεωρούσε κι αυτός τον εαυτό του πολύ έξυπνο» (σελ. 64).
  Βρε βρε βρε, μπας και είμαι βλάκας;
  «Κάθε φορά που τον κοίταζα, μου θύμιζε τον Γιάνκελ, από τον “Ταράς Μπούλμπα” του Γκόγκολ, που μόλις γδυνότανε και πήγαινε να κοιμηθεί με τη γυναίκα του, έμοιαζε αόριστα με μαδημένο κοτόπουλο» (σελ. 73).
  Πρόσφατα τον διάβασα, απολαυστικότατος.
  «Κι απ’ τη στιγμή αυτή φέρνεται τελείως διαφορετικά. Χάνει κάθε μέτρο. Την πρώτη φορά σκότωσε τον τύραννο, τον εχθρό του. Έγκλημα, βέβαια, είναι κι αυτό, αλλά το καταλαβαίνεις. Βλέπεις την αιτία που το προκάλεσε. Αργότερα όμως δεν σκοτώνει πια μονάχα τους εχθρούς του, αλλά και τον πρώτο που θα βρεθεί στο δρόμο του. Και, το χειρότερο: Κάνει το έγκλημα έτσι, για γούστο, για μια λέξη, γιατί ο άλλος τον στραβοκοίταξε, για να ολοκληρώσει το εγκληματικό του έργο ή απλώς γιατί βρέθηκε ο άλλος μπροστά του» (σελ. 137).
  Φαίνεται ότι πάντα υπήρχαν Joker.
  «…με στείλανε εξορία στο Τσ…γιατί αλήτευα» (σελ. 139).
  Φουκαράδες! Σήμερα δεν τους ενοχλούνε.
  «Όσο για το χαρτοπαίγνιο, για το “μεϊντάνι”…» (σελ. 176).
  Τελικά μεϊντάνι δεν είναι μόνο η πλατεία, είναι και παιχνίδι που παίζεται με τράπουλα, όπως η πρέφα.
  «…οι κατάδικοι δεν συνδέονται φιλικά με κανέναν. Πολύ σπάνια συμβαίνει κάτι τέτοιο (σελ. 176-177).
  Δεν είναι αβάσταχτο;
  «…ήτανε και δυο που δεν κοιμόσαντε…» (σελ. 275).
  Κάτι μου λέει ότι ο μεταφραστής είναι πατρινός.
  Μια διαμαρτυρία που έγινε στο κάτεργο είχε αντικείμενο το κακό φαγητό. Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθούν μερικοί, όμως «Άφησαν αμέσως αυτούς που πιάσανε κι απ’ την άλλη μέρα καλυτέρεψε, για πολύ λίγο καιρό αλλοίμονο, κι η τροφή μας» (σελ. 348).
  Και θυμήθηκα.
  Σχολή Αξιωματικών Κέντρου Εκπαιδεύσεως Εφοδιασμού Μεταφορών (Σπάρτη, άνοιξη 1973). Το βραδινό μας ήταν δυο αυγά τηγανητά με τρεις τηγανιτές πατάτες. Κυριολεκτώ, τρεις, όχι τέσσερις. Ήταν και τα καψόνια, είχα αδυνατίσει πάρα πολύ, η μάνα μου τρόμαξε που είδε μια φωτογραφία που της έστειλα στην οποία ήμουν σαν παχύς σκελετός ενώ με ήξερε παχουλούτσικο.
  Ένας συμμαθητής μου βγαίνει ένα πρωινό στην αναφορά. -Λαμβάνω την τιμή να αναφέρω εξ ονόματος των συμμαθητών μου ότι το φαγητό μας δεν είναι αρκετό.
  -Εξ ονόματος των συμμαθητών σου; Άρχισε να ουρλιάζει ο λοχαγός. Συνδικαλισμό στο στρατό; Θα σε περάσω στρατοδικείο. Θα… θα… Μόνο αφρούς που δεν έβγαζε από το στόμα του. Όμως αμέσως το φαγητό βελτιώθηκε. Το πιάτο μας ήταν στο εξής γεμάτο πατάτες, μέχρι που αποφοιτήσαμε, και όχι μόνο για λίγο καιρό.
  Είναι τόσα τα αποσπάσματα που θα ήθελα να παραθέσω, όμως η βιβλιοπαρουσίαση αυτή θα τραβούσε σε μάκρος.
  Είδα και την όπερα του Λέος Γιάνατσεκ που έχει  τίτλο «Από το σπίτι των νεκρών», κινηματογραφημένη παράσταση. Ο Γιάνατσεκ επικεντρώνεται σε κάποια επεισόδια και ιστορίες, όπως η θεατρική παράσταση που έδωσαν οι φυλακισμένοι, το λουτρό, το έγκλημα τιμής που είχε θύμα την Ακούλκα και που καταλαμβάνει όλη σχεδόν την τρίτη πράξη, τον πληγωμένο αητό που τον αφήνουν μετά από αρκετό καιρό ελεύθερο και κάποια άλλα. Τελειώνει φυσικά με την αποφυλάκιση του Ντοστογιέφσκι. Εξαιρετικός ο Γιάνατσεκ, που μαζί με τον Ντβόρζακ και τον Σμέτανα αποτελούν το κορυφαίο τρίο των τσέχων συνθετών. Πριν χρόνια είχα δει την όπερά του «Η περίπτωση Μακρόπουλος», από περιέργεια για το ελληνικό όνομα, και άκουσα και την ραψωδία του «Ταράς Μπούλμπα», με την ευκαιρία που διάβασα το έργο αυτό του Γκόγκολ.
  Την όπερα μπορείτε να τη δείτε στο youtube με γαλλικούς υπότιτλους.
  Όταν είναι ζεστό το σίδερο κολλά. Ξαναείδα και την «Περίπτωση Μακρόπουλος».
  Τελικά το όνομα δεν ήταν απλώς ελληνικό, αλλά πιο ειδικά κρητικό.
  Η Ελίνα Μακρόπουλος γεννήθηκε το 1575 στην Κρήτη. Ο πατέρας της ήταν γιατρός, στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Ροδόλφου. Θα του πρόσφερε ένα ελιξίριο που θα του έδινε μακροζωία. -Όμως να το δοκιμάσεις πρώτα στην κόρη σου.
  Η κόρη του έμεινε άρρωστη για μια βδομάδα και ο πατέρας της κλείστηκε στο φυλακή. Όμως το ελιξίριο λειτούργησε, τώρα είναι 327 χρονών, σε λίγο πρόκειται να πεθάνει. Μια υπόθεση διαθήκης και κληρονομιάς θα τους μπερδέψει όλους με τις υπογραφές, πράγμα που θα συντελέσει στο να αποκαλυφθεί το μυστικό. Στο τέλος διαβάζει το έγγραφο με το μυστικό της μακροζωίας. Το έγγραφο είναι στα ελληνικά: Εγώ, ο Ιερόνυμος Μακρόπουλος[e1] , ιατρός του καίσαρος Ροδόλφου…». Εν τάξει, τελειώνει η ζωή της, όμως και η ίδια  την είχε βαρεθεί. Λέει ότι η αθανασία δεν είναι ευλογία αλλά κατάρα. Είχα διαβάσει ένα διήγημα μ’ αυτό το θέμα, κι αν δεν με απατά η μνήμη μου ήταν του Λευκάδιου Χερν.
  Δεν υπάρχει κανένας λόγος η ηρωίδα να είναι κρητικιά. Υποπτεύομαι ότι κάποια κρητικοπούλα ερωτεύθηκε ο Karel Čapek (συγγραφέας κυρίως έργων επιστημονικής φαντασίας, εισήγαγε τη λέξη ρομπότ) που πάνω στο ομώνυμο θεατρικό του έγραψε ο Γιάνατσεκ την όπερά του, και θέλησε να την καταστήσει «αθάνατη» με το έργο αυτό.
  Μπορείτε να δείτε την όπερα στο youtube με ιταλικούς υπότιτλους.
  Αλλά ας επιστρέψουμε στον Ντοστογιέφσκι.
  Είδαμε και την ομώνυμη ταινία του Vasili Fyodorov, γυρισμένη το 1932. Αυτή τη φορά δεν ήταν έκπληξη που είδα το σενάριο να το υπογράφει ο Βίκτορ Σκλόφσκι, από τους κορυφαίους ρώσους φορμαλιστές.
  Η ταινία δεν είναι μεταφορά του μυθιστορήματος αλλά μεταφορά και των προηγούμενων γεγονότων που οδήγησαν τον Ντοστογιέφσκι στο κάτεργο. Αυτά είναι η συμμετοχή του στην ομάδα Πετρασέφσκι, η προδοσία τους από κάποιον του ομίλου, το αστείο του Τσάρου που τους καταδίκασε σε εξορία αλλά τους ανακοινώθηκε πρώτα η καταδίκη τους σε θάνατο και στη συνέχεια η ψεύτικη εκτέλεσή τους, και μόλις στα τελευταία είκοσι λεπτά βλέπουμε επεισόδια που διαβάσαμε στο μυθιστόρημα, όπως η σκηνή στα λουτρά. Η ταινία αρχίζει με τον Ντοστογιέσκι στο τέλος της ζωής του, θρησκευόμενο, και τελειώνει επίσης με το τέλος της ζωής του, ενώ τριαντάρης, στον όμιλο Πετρασέφσκι, δηλώνει ότι σοσιαλισμός και θρησκεία είναι ασυμβίβαστα, και αυτός είναι σοσιαλιστής.
  Επίσης δεν μου προκάλεσαν έκπληξη τα πολλά τραγούδια που άκουσα. Ήταν φαίνεται συνηθισμένο στις ταινίες του μεσοπολέμου, κρίνοντας από κάποιες που είδα.   

 [e1]

No comments:

Post a Comment