Sunday, February 16, 2020

Terrence Malick, Song to song (2017)




  Με την ευκαιρία της ταινίας του «Μια κρυφή ζωή» που προβάλλεται από την Πέμπτη που μας πέρασε.
 Καταρχάς να μιλήσουμε για τον τίτλο.
 Η φράση «Song to song» ακούγεται μέσα στην ταινία. Κάποια από τις ηρωίδες λέει ότι σκοπός είναι να πηγαίνουμε «Από τραγούδι σε τραγούδι», φράση που τη χρησιμοποιεί σαν μεταφορά, εννοώντας από τη μια εμπειρία στην άλλη, από τον ένα έρωτα στον άλλο, κ.λπ.
  Αντιγράφω το IMDb: Two intersecting love triangles. Obsession and betrayal set against the music scene in Austin, Texas. Να δώσω και τη μετάφραση: Δυο ερωτικά τρίγωνα που αλληλοσυμπλέκονται. Εμμονή και προδοσία, με φόντο τη μουσική σκηνή στο Austin του Τέξας.
  Διάβασα φυσικά την πλοκή από τον σύνδεσμο της βικιπαίδειας γιατί, έχοντας δει μέχρι σχεδόν τα μισά της ταινίας δεν είχα καταλάβει και πολλά πράγματα. Ο λόγος;
  Τελικά συνειδητοποιώ ότι ο Μάλικ είναι κυρίως εικόνα. Εννοώ τα έργα του μετά τον «Άγνωστο κόσμο», το τέταρτο έργο του, άλλα τέσσερα τον αριθμό. Κορυφαία βέβαια ανάμεσά τους θεωρώ το «Δένδρο της ζωής» και το «Ταξίδι στο χρόνο», αλλά και τα ενδιάμεσα δύο είναι πολύ καλά, όλα τους ποιητικά, με μια εικαστική μαγεία.
  Τι είναι αυτό που κάνει τη διαφορά.
  Στο «Από τραγούδι σε τραγούδι» ο Μάλικ ακολουθεί δυο στιλιστικά στοιχεία που διακρίνουν αυτές τις τέσσερις προηγούμενες ταινίες του, αυτές που μου άρεσαν περισσότερο: γοργή κίνηση της κάμερας και μικρά πλάνα, που είναι σχεδόν ασύνδετα μεταξύ τους. Τα μικρά ασύνδετα πλάνα είναι περίπου αναγκαία για μια ταινία που αποσκοπεί στην εικαστική εντύπωση, γιατί αν υπήρχε μια στενή σύνδεση μεταξύ τους θα χανόταν η εντύπωση αυτή, καθώς η κάθε σκηνή θα ήταν μια μικρή παραλλαγή της προηγούμενης. Σε αυτές τις ταινίες η γρήγορη κίνηση της κάμερας δεν ενοχλούσε, απεναντίας τους έδινε μια ακόμη μεγαλύτερη ποιητικότητα. Όμως στο «Από τραγούδι σε τραγούδι» τα εικαστικά πλάνα έχουν μειωθεί, με αποτέλεσμα τα δυο στιλιστικά στοιχεία στα οποία αναφερθήκαμε να δημιουργούν μια ασάφεια στην πλοκή, που γίνεται ακόμη μεγαλύτερη καθώς υπάρχουν περισσότεροι κεντρικοί χαρακτήρες.
  Η ταινία δεν άρεσε. Θα παραπέμψω σε μια χαρακτηριστική αρνητική κριτική που βρήκα στο διαδίκτυο. Ούτε και μένα μου άρεσε, παρά το χάπι εντ της. Κάποια εικαστικά πλάνα δεν την έσωσαν καθόλου στη συνείδησή μου, καθώς θεωρώ εκ των ων ουκ άνευ σε μια ταινία να μπορείς να παρακολουθήσεις, έστω και στοιχειωδώς, την πλοκή. Εδώ αυτό μου στάθηκε αδύνατο, και φαντάζομαι και σε αρκετούς άλλους που την είδαν.

  I was wrong.
  Αυτή είναι μια φράση σε εφέ έκπληξης από τον Desmond Morris, δεν θυμάμαι σε ποιο από τα δυο βιβλία του, τον «Ανθρώπινο ζωολογικό κήπο» ή τον «Γυμνό πίθηκο». Μιλάει για την κακή εντύπωση που του έκανε η Joy Anderson όταν του πήγε το βιβλίο της «Γεννημένη ελεύθερη», που αργότερα γυρίστηκε ταινία, για να παραδεχθεί στην αμέσως επόμενη παράγραφο: «έκανα λάθος».
  Το ίδιο κι εγώ, έκανα λάθος.
  Όμως θα μιλήσω πιο πρώτα για την πρόσληψη.
  Όλοι μας έχουμε την εμπειρία για μια ταινία που μας άρεσε περισσότερο ή λιγότερο όταν την ξαναείδαμε χρόνια μετά. Όμως η πάροδος του χρόνου δεν είναι ο μόνος παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει την πρόσληψή μας.
  Την ταινία άρχισα να τη βλέπω χθες τη νύχτα, λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Από την αρχή δεν μου άρεσε ιδιαίτερα, καθώς την έβαζα στον προκρούστη των άλλων ταινιών του Μάλικ. Και πρώτα πρώτα…
  Θα παραθέσω ένα απόσπασμα από τη βιβλιοκριτική μου για το «Φθινόπωρο» του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου την οποία ανάρτησα την Πέμπτη, για τη σύμπτωση.
  «Στην αρχή το μυθιστόρημα έχει λες τη μορφή ενός σεναρίου. Άφθονος ο διάλογος ενώ το «παρακείμενο» είναι ολότελα σύντομο. Αυτό μου δημιούργησε μια ασάφεια ως προς το ποιος είναι ποιος, ποια η σχέση των προσώπων».
  Το ίδιο ένοιωσα και με την ταινία του Μάλικ, δυσκολευόμουν να ξεχωρίσω καθαρά τη σχέση των προσώπων, αφαιρετικός καθώς είναι στο μοντάζ του. Επί πλέον νύσταζα. Την παράτησα λίγο πριν τη μέση για να πέσω για ύπνο, έχοντας αποκρυσταλλώσει άποψη για την ταινία, την οποία ενίσχυσε και η αρνητική κριτική που διάβασα. Έτσι το πρωί που ξύπνησα κάθισα και έγραψα τις παραπάνω γραμμές.
  Όταν ξυπνάω γράφω, πάντα υπάρχει μια ταινία που έχω δει την προηγούμενη ή ένα βιβλίο που έχω τελειώσει. Μετά διαβάζω. Στη συνέχεια, λίγο μετά το μεσημέρι ή λίγο πριν τα μεσάνυχτα, βλέπω ταινία. Τώρα έκανα εξαίρεση, άφησα το διάβασμα για να τελειώσω με τον Μάλικ.
  Είδα ελάχιστα λεπτά το μεσημέρι και την τέλειωσα μετά τη σιέστα μου. Φρέσκος καθώς ήμουν, σαν να ένιωσα ότι έβλεπα άλλη ταινία. Ναι, μου άρεσε, βέβαια όχι όπως οι άλλες ταινίες του, αλλά πάντως μου άρεσε. Πώς να το κάνουμε, ο Μάλικ είναι μεγάλος σκηνοθέτης.
  Πρόσεξα τώρα ότι τα εικαστικά πλάνα είναι περισσότερα από ό,τι νόμιζα. Ακόμη μου άρεσαν τα μπεργκμανικά γκρο πλαν, όπου βλέπουμε τα πρόσωπα με τη μελαγχολία ή την απελπισία ζωγραφισμένη πάνω τους. Οι σκηνές βέβαια είχαν χαλαρό δέσιμο, όμως ήταν αριστουργηματικές κάθε μια ξεχωριστά, καθώς εικονογραφούσαν πρόσωπα και καταστάσεις.
  Ναι, έπρεπε να ξαναδιαβάσω την πλοκή στη βικιπαίδεια για να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα, και σας δίνω αυτή τη συμβουλή: Σπόιλερ ξεσπόιλερ, διαβάστε την πλοκή πριν αποφασίσετε να δείτε μια από τις τελευταίες ταινίες του Μάλικ.
  Ο κεντρικός ήρωας, εγκαταλείποντας την καριέρα του σαν μουσικός, ζει στο τέλος σαν απλός εργάτης. Αυτό μου θύμισε το διήγημα «Η ζωή μου» του Τσέχωφ.
  Και πού το πας το χάπι εντ, που για πρώτη φορά το βλέπω στον Μάλικ: Στο τέλος του έργου είναι πάλι μαζί με την κοπέλα του με την οποία είχε χωρίσει, όταν του ομολόγησε ότι είχε σχέση με τον φίλο του.
  Ναι, και αυτή η ταινία μου άρεσε, ίσως όχι πάρα πολύ, πάντως πολύ.    
  Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την όγδοη ταινία του «Ταξίδι μέσα στο χρόνο».

No comments:

Post a Comment