Ισίδωρος Ζουργός, Οι ρετσίνες του βασιλιά, Πατάκης 2019,
σελ. 447
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Συναρπαστικό μυθιστόρημα, πάνω στο σκελετό της πλοκής του
«Βασιλιά Ληρ».
Έχουμε γράψει για
άλλα τρία βιβλία του Ζουργού: «Στη σκιά της
πεταλούδας», «Λίγες
και μια νύχτες» και «Ανεμώλια». Σειρά
έχουν σήμερα οι «Ρετσίνες του βασιλιά».
Την αφηγηματική
τεχνική του Ζουργού στα παραπάνω τρία βιβλία τη διαπιστώσαμε κι εδώ.
Η αφήγηση κινείται
σε δυο χρονικά επίπεδα τα οποία εναλλάσσονται. Το πρώτο είναι το παρόν και το
δεύτερο το παρελθόν, που ρίχνει φως στα πρόσωπα και στα γεγονότα που
διαδραματίζονται στο παρόν. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση διαδέχεται την πρωτοπρόσωπη στα
κεφάλαια του βιβλίου. Η τριτοπρόσωπη αναφέρεται στο παρόν ενώ η πρωτοπρόσωπη
κυρίως στο παρελθόν. Η ανάκληση στο παρελθόν στη «Ρετσίνα του βασιλιά» γίνεται
με γράμματα που γράφει ο Λεόντιος Έξαρχος, σε ένα εφέ της αποστροφής, στην
Ουρανία, τη νεκρή σύζυγό του, και με e-mail στις κόρες του, για τα οποία όμως δεν δίνει την εντολή της
αποστολής. Κάποιες φορές αναφέρεται σ’ αυτά στον Ραμπελέ και στο έργο που
έγραψε ο Μπαχτίν γι’ αυτόν. Υποθέτω ότι ο Ζουργός τον διάβαζε εκείνη την εποχή.
Και εμένα μου αρέσει πάρα πολύ ο Ραμπελέ, δηλώνω ραμπελεϊκός, και όπως κάνει
στον «Γαργαντούα»,
ανακατώνω κι εγώ πολλές φορές στις κριτικές μου το υψηλό με το χαμηλό υφολογικό
επίπεδο. Συχνά στις κινηματογραφικές κριτικές μου καταλήγω, «de gustibus non est disputandum, δηλαδή Περί
ορέξεως κολοκυθόπιττα».
«Οι ρετσίνες του
βασιλιά» διαθέτουν ένα ακόμη κοινό στοιχείο με τα «Ανεμώλια»: τον σκελετό της
πλοκής ο Ζουργός τον δανείζεται από δυο αριστουργήματα της παγκόσμιας
λογοτεχνίας. Η ραχοκοκαλιά των «Ανεμώλιων» είναι τα ομηρικά έπη. Το σκελετό της
πλοκής για τις «Ρετσίνες του βασιλιά» τον δανείζεται από τον «Βασιλιά Ληρ» του
Σαίξπηρ. Σημειωτέον, ο «Βασιλάς Ληρ» και ο «Μάκβεθ» ήταν επίσης τα έργα που
ενέπνευσαν στον Ακίρα Κουροσάβα το «Ραν» και το «Θρόνο του αίματος» αντίστοιχα.
Στο «Ραν» ο Κουροσάβα
αντικατέστησε τις κόρες με γιους. Ο Ζουργός διατήρησε τις κόρες. Η Γαβριηλία
και η Ρεγγίνα είναι οι μεγαλύτερες, η Κορίνα είναι η μικρότερη.
Ο Λεόντιος Έξαρχος
όπως και ο βασιλιάς Ληρ έχει κι αυτός τον τρελό του, τον Ζαχαρία.
Όμως οι αναλογίες φτάνουν
μέχρι εδώ. Ο σκελετός αυτός είναι προσχηματικός, και οπωσδήποτε πιασάρικος, και
πάνω σ’ αυτόν ο Ζουργός συνθέτει τη δική του πλοκή, με σασπένς και ανατροπές να
πλημμυρίζουν το μυθιστόρημα. Προσωπογραφεί με εξαιρετική δεξιοτεχνία τους ήρωές
του, ενώ τα επεισόδια που αφηγείται είναι χαρακτηριστικά, κυρίως της
μεταπολεμικής Ελλάδας.
Καταγόμενος από
φτωχούς γονείς, σαν ήρωας το Φίλντινγκ ή του Σταντάλ, θα καταφέρει να
αναρριχηθεί κοινωνικά. Πετυχημένος μηχανικός, θα παντρευτεί την πλούσια φοιτήτρια
της νομικής, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της. Όταν αυτή πεθαίνει, και καθώς
με τις κόρες του δεν έχει και τις καλύτερες σχέσεις, θα καταφύγει σαν πληγωμένο
θηρίο στο χωριό, στον πύργο του πεθερού του, εκεί που μεγάλωσε η γυναίκα του και
στον οποίο έχει ζήσει και ο ίδιος αρκετά.
«Ήρθα να ξαναβρώ την
ηδονή της απλής ζωής, που την είχα ξεχάσει και την κρατάνε λίγες λέξεις:
φαγητό, ποτό, γέλια και πλάκες, έρωτας, όσο μου επιτρέπεται ακόμη. Απέτυχα. Η
μεταμόρφωση έγινε, αλλά μοιάζω σ’ εκείνον που τον διάβαζες παλιά, όνομα δεν
θυμάμαι, αυτόν που ξύπνησε μια μέρα και κατάλαβε πως είχε γίνει κατσαρίδα»
(σελ. 427).
Ούτε κι εγώ θυμάμαι
το όνομά του, θυμάμαι μόνο τον τίτλο του βιβλίου, «Η μεταμόρφωση»,
και τον συγγραφέα, «Φραντς Κάφκα».
Οι χωριανοί δεν
είναι φυσικά οι δουλοπάροικοι του πυργοδεσπότη, όμως τον σέβονται
απέραντα-τουλάχιστον στην αρχή. Εν τούτοις από τους αξιοσέβαστους του χωριού
αυτός προτιμά τη συντροφιά των «λεκέδων», με τους οποίους τα τσούζει
καθημερινά, με ρετσίνα, στο καφενείο του Φώτη.
Ποιοι είναι αυτοί οι
λεκέδες;
«Οι λεκέδες,
νέοι και μεσόκοποι, είχαν όλοι τους κάποιο εμφανές κουσούρι: αχαΐρευτοι,
τεμπέληδες, αστοιχείωτοι, αλκοολικοί, φασίστες, ολιγόνοες, ο κόσμος όλος της
φυλακής του» (σελ. 270).
Τόσο έχει
ενθουσιαστεί με τη ρετσίνα που σκέφτεται να κάνει δική του παραγωγή, στην αρχή
αγοράζοντας μούστο και στη συνέχεια να καλλιεργήσει τα δικά του αμπέλια. Πολλές
φορές γυρίζει στον πύργο μεθυσμένος. Ο Ζαχαρίας στέκεται πάντοτε δίπλα του,
στήριγμα και συμπαραστάτης του.
Γιατί τσακώθηκε με
την Κορίνα; Διότι αυτή αποκάλυψε το μεγάλο του μυστικό, ότι έκανε διπλή ζωή
έχοντας μια φιλενάδα, την οποία επισκεπτόταν συχνά προφασιζόμενος επαγγελματικά
ταξίδια. Βέβαια, όταν κατά τις τελευταίες του μέρες στο χωριό -και της ζωής του-
ανακάλυψε ότι η γυναίκα του τον απατούσε, και ότι μάλιστα με πίεση του πεθερού
του ήταν έτοιμη να τον παρατήσει, γίνεται συντρίμμια.
Το τέλος θα έλεγα
ότι ο Ζουργός λίγο βιασμένα προσπαθεί να το προσαρμόσει πάνω στον σκελετό της
πλοκής του «Βασιλιά Ληρ». Κάπως ξεκρέμαστα έρχεται η Κορίνα να επισκεφτεί τον
πατέρα της, και βέβαια ο θάνατός τους, που πρέπει να συμβεί όπως και στο
σαιξπηρικό δράμα, γίνεται μεν κατά το εικός, όχι όμως κατά το αναγκαίο:
σκοτώνονται και οι δυο στις τελευταίες σελίδες σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Και τώρα κάποια
αποσπάσματα.
«Κάπου είχα διαβάσει
ότι ο Ραμπελαί έγραφε για να ξεσκάσει» (σελ. 78).
Ο Χεμινγουέι είχε
δηλώσει ότι η γραφομηχανή είναι ο ψυχίατρός του.
Και εγώ;
Εγώ γράφω για να
συνομιλώ με τα βιβλία που διαβάζω και με τις ταινίες που βλέπω.
Από e-mail στη
Ρεγγίνα:
«Καλή εβδομάδα στην
Ευρώπη σας που κυνηγάει τους κρεατοφάγους σαν δολοφόνους, που σας αφήνει να
διαλέγετε σεξουαλικό φύλο σαν να ’ναι φύλλο τράπουλας που την παίζουν ξερή στο
καφενείο. Καλή εβδομάδα λοιπόν…» (σελ. 98).
Δεν θα το πίστευα αν
δεν το είχα διαβάσει πριν λίγους μήνες: σαν να ’ναι φύλλο τράπουλας.
«Κόρη μου [Κορίνα] της
θερμοκοιτίδας, μικρό μας ατύχημα, μιας και ποτέ δεν προγραμματίσαμε τον ερχομό
σου, καλημέρα!» (σελ. 112).
Μα λέγονται αυτά;
Δεν καταλαβαίνει ότι μια τέτοια ομολογία αποτελεί το πιο θανάσιμο πλήγμα που θα
μπορούσε να δεχθεί ένα παιδί; Έχω υπόψη μου μια τέτοια περίπτωση.
«Εσύ, όσο σε
θυμάμαι, διάβαζες με μανία σχεδόν βιβλία κάθε είδους. Γκρίνιαζε η Ουρανία και
σου έλεγε να κοιτάς πρώτα τα μαθήματά σου και τις εξετάσεις, έχεις καιρό γι’
αυτά αργότερα, έλεγε» (σελ. 425).
My story.
Όχι ακριβώς.
Ο πατέρας μου μού
έλεγε: Είντα τσι διαβάζεις αυτησές τις ψευτιές, να διαβάζεις τα μαθήματά σου.
Οι ψευτιές ήταν ο
Ντοστογιέφσκι. Αυτά τα λόγια του όμως μου άφησαν κουσούρι. Δεν μπορώ να γράψω
μυθοπλασία. Ακόμη και τα διηγήματά μου στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα. Μόνο
το «Μυστικό των εξωγήινων» και «Ο χορός της βροχής: οικολογικά παραμύθια και
διηγήματα» είναι μυθοπλασία.
Ευφάνταστος στις
μεταφορές και τις παρομοιώσεις του ο Ζουργός, μας δίνει κατά διαστήματα οάσεις
που όταν ήμουν μαθητής τις λέγαμε καλολογικά στοιχεία. Θα παραθέσω κάποια.
«Καθώς λιβάνιζε με
τον καπνό του τον πρωϊνό ουρανό» (σελ. 196)
«Ο Έξαρχος δεν
μπορούσε να διακρίνει αν ήταν παρεξηγημένος ή απλώς σκεφτόταν μ’ εκείνους τους
αλγόριθμους που μόνο το δικό του μυαλό μπορούσε να εκτελέσει» (σελ. 242).
«Ο Ζαχαρίας έφτασε
σε απόσταση αναπνοής απ’ τις δυο σούβλες, που εκείνη την ώρα έβγαζαν τόσον
καπνό λες κι είχε στήσει ο Φώτης τα αρνιά πάνω σε ενεργό ηφαίστειο» (σελ. 255).
Σόρι που παρέθεσα
αυτό το απόσπασμα. Φέτος με τον κορονοϊό δεν θα έχουμε αρνιά στη σούβλα το
Πάσχα.
Θα παραφράσω ένα
ανέκδοτο που θυμήθηκα τώρα, επικαιροποιώντας το.
Ένα αρνί ρωτάει το
άλλο: -πιστεύεις στη μεταπάσχα ζωή;
-Μα και βέβαια, τώρα
με τον κορονοϊό εμείς πήραμε παράταση ζωής. Πολλοί άνθρωποι δεν πήραν. Η
εκδίκησή μας. Ο καλός Θεός άκουσε τις προσευχές μας.
Είναι λίγοι οι
ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι που έπεσαν στην αντίληψή μου και γι’ αυτό θα τους
παραθέσω.
Θα έλθουν με το πρώτο φως δυο άγνωστες γυναίκες (σελ. 26)
Σκελετωμένος στρατηγός που θα πεθάνει μόνος (σελ. 97)
Αυτό το έργο του Θεού όπως το λένε κάποιοι (σελ. 185)
Μ’ ένα φαρδύ υπόστεγο κι ένα λαδί παγκάκι (σελ. 190)
Και κουβαλούσε στο χωριό ανέκφραστους τουρίστες (σελ. 337)
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment