Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο
Ζητιάνος
Τον πρότεινα εγώ στη
Λέσχη Ανάγνωσης του Victoriasquare project.
Θα συζητήσουμε γι’ αυτόν στην επόμενη τηλεσυνάντηση μέσω zoom, στις 22 Απρίλη, έξι η ώρα. Όποιος
θέλει να συμμετάσχει, έστω και σαν ακροατής, μπορεί να μου αφήσει το e-mail του.
Δεν ήξερα τίποτα για
τον «Ζητιάνο». Για την ακρίβεια, το μόνο που ήξερα είναι αυτό που άκουσα από
την Έρη Σταυροπούλου, ότι είναι ένας αρνητικός ήρωας, όπως ο Καράβελας του
Θεοτόκη και η Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη.
Δεν μου αρέσουν έργα
με αρνητικούς ήρωες, εκτός και αν έχουν ελαφρυντικά, όπως οι serial killers «Ο
δράκος του Ντύσελντορφ» του Φριτζ Λανγκ, ο Fritz Honka στο «Χρυσό γάντι» του Φατίχ Ακίν
και ο «Joker»
του Todd Phillips,
ενώ δεν μου άρεσε ο Kit
στο «Badlands»
του Terrence Malick και ο σήριαλ κίλερ στο «Σπίτι του Τζακ» του Λαρς φον Τρίερ
(έφυγα στη μέση από τη δημοσιογραφική προβολή).
Στη Φραγκογιαννού
μπορούμε να βρούμε ως ελαφρυντικό το ότι είχε σαλέψει το μυαλό της, και
σκοτώνοντας τα κορίτσια πίστευε ότι τα απάλλασσε από τις ταλαιπωρίες της ζωής.
Ένα ελαφρυντικό που έχει ο Καράβελας είναι ότι τον τυφλώνει το ερωτικό του
πάθος. Στον «Ζητιάνο» όμως δεν βρήκα κανένα ελαφρυντικό.
Άρα λοιπόν δεν μου
άρεσε το έργο;
Κάθε άλλο μάλιστα,
μου άρεσε πάρα πολύ.
Και πρώτα πρώτα μου
άρεσε το χιούμορ του, κάτι που για μένα ήταν σαν εξωκειμενικό εφέ έκπληξης,
αφού ο τίτλος με προϊδέαζε για τη δυστυχισμένη ζωή ενός ζητιάνου. Τόσο πολύ όσο
στο «Ζητιάνο» γέλασα μόνο στην «Πάπισσα Ιωάννα» του Ροΐδη και στη «Μητέρα του σκύλου»
του Παύλου Μάτεσι.
Ο δεύτερος λόγος που
μου άρεσε είναι ότι ο ήρωας μπορεί μεν να είναι ολότελα αρνητικός – θα εξηγήσω
το γιατί – όμως το Καρκαβίτσας τον χρησιμοποιεί για να κάνει τη σάτιρά του. Κυρίως
σατιρίζει του αμαθείς προληπτικούς χωριάτες που πέφτουν στα χέρια τον επιτήδειων
ζητιάνων («Καλέ, να σου πω τη μοίρα;». Μη μου πείτε ότι δεν το έχετε ακούσει
από ζητιάνα, εγώ το έχω ακούσει κάμποσες φορές). Επίσης σατιρίζει τις πελατειακές
σχέσεις των πολιτικών με τους ψηφοφόρους τους που οργίαζαν, ίσως περισσότερο
εκείνα τα χρόνια, και τους αρχοντομαθημένους, που δεν καταδέχονταν να
δουλέψουν, αλλά και όταν αναγκάζονταν το έκαναν με μισή καρδιά· και βέβαια δεν
χρειάζονταν καμιά πίεση για να υποκύψουν στη διαφθορά. Τέτοιος ήταν ο Βαλαχάς,
που αφού παρατούσε τη μια δουλειά μετά την άλλη πείστηκε να δεχθεί τη θέση του
τελωνοφύλακα.
«Kαι για να τον
πείση περισσότερο, του έφερε παράδειγµα τόσους και τόσους τελωνοφυλάκους, που
µε τον ίδιο µισθό κατώρθωσαν να χτίσουν σπίτια- παλάτια, να φυτέψουν
αµπελοχώραφα, γιδοπρόβατα να συνάξουν και να γίνουν µεγάλοι και τρανοί. Πώς
αλλοιώς τα έκαµαν όλ’ αυτά παρά µε τα τυχερά τους!».
Όμως όταν ο
προστάτης του δεν κατάφερε να επανεκλεγεί, πήρε «δυσμενή» μετάθεση στην άρτι
απελευθερωθείσα Θεσσαλία.
Και βέβαια σατιρίζει
τους ζητιάνους, που η ζητιανιά ήταν γι’ αυτούς επάγγελμα. Ολόκληρα χωριά είχαν
ειδικευθεί σ’ αυτήν, και μάλιστα εκπαιδεύονταν από μικρά παιδιά.
Έτσι είχε
εκπαιδευτεί και το Τζιριτόκωστας.
Όμως στη ζητιανιά
δεν γύριζε μόνος.
«Eνοίκιαζεν από
φτωχούς γονέους παιδιά κουτσά, κουλά, τυφλά, άλαλα, τα εγύµναζε κάµποσον καιρό
στα µυστήρια της ζητιανιάς και τα έφερεν έπειτα, σαν περατάρης γερανός τα
χειλιδόνια, στη Σµύρνη, στην Πόλη, στην Bουλγαρία, έως επάνω στην Bλαχία! Όταν
εγέµιζε καλά το κεµέρι και αποφάσιζε να γυρίση πίσω, εµατανοίκιαζε τα παιδιά σε
άλλους ζητιάνους, που τα επήγαιναν στα βάθη της Pωσίας και της Mικρασίας, ως
που έχαναν και την ενθύµηση της πατρίδας τους· κι εκείνος εσύναζεν άλλα παιδιά
και άρχιζε νέο ταξίδι».
Τα βήματά του θα τον
οδηγήσουν στο Νυχτερέμι. Δεν προλαβαίνει να φτάσει και εισπράττει άγριο ξύλο
από τον Βαλαχά, ο οποίος βλέπει τους χωριάτες με περιφρόνηση, και πολύ
περισσότερο βέβαια τους ζητιάνους.
«O Bαλαχάς δεν
εχώνευεν εύκολα κάθε είδους άνθρωπο. Aλλά περισσότερο δεν εχώνευε τους
ζητιάνους. Tο Mεσολόγγι γειτονεύει µε την εξακουσµένη ζητιανοφωλιά της Pούµελης
και υποφέρει όχι µόνον από τους επαγγελµατίας ζητιάνους, αλλά και από τους
άλλους γειτόνους».
Ο Τζιριτόκωστας θα
εκμεταλλευτεί την αμάθεια και τις προλήψεις των χωρικών για να γεμίσει το
σακούλι του. Όμως η τύχη του χαμογέλασε κυριολεκτικά όταν έπεσε πάνω σε μια
έγκυο γυναίκα, στην οποία πούλησε ένα δήθεν σερνικοβότανο, ώστε το παιδί που
έχει ήδη στην κοιλιά της να βγει αρσενικό.
Η εκδίκηση δεν ήταν
μέσα στα σχέδιά του, όμως η μοίρα του χαμογέλασε. Μετά από κάποια συμβάντα
(περισσότερα για την πλοκή στον σύνδεσμο που παραθέτω) θα οδηγήσει τους χωρικούς
στο σπίτι του μπέη που μένει ο Βαλαχάς και θα του βάλουν φωτιά.
Οι αρχές πιστεύουν
ότι οι χωριάτες εξεγέρθηκαν κατά του μπέη και τρέχουν να επαναφέρουν την τάξη.
Οι άνδρες οδηγούνται δέσμιοι στη Λάρισα.
Και ο ζητιάνος;
Ξεφεύγει από όλα
αυτά.
Η ποιητική
δικαιοσύνη που οδηγεί την Φραγκογιαννού και τον Καράβελα στο θάνατο δεν υπάρχει
εδώ. Τη δικαιολογεί μάλιστα ο Καρκαβίτσας στην τελευταία παράγραφο του έργου:
«Ο άνθρωπος πολλές
φορές δεν βρίσκει της υπάρξεώς τους τον σκοπό. Και όµως τα κρατεί στους κόρφους
της η Φύσις, θεότης αδιάφορη, ανεπηρέαστη, ίση δείχνοντας αγάπη και στου Κάη
τους καρπούς και στα πρωτοτόκια του Άβελ».
Αυτός είναι ο λόγος
που θεωρώ ότι ο Καρκαβίτσας τον έβαλε στην πλοκή σαν απαραίτητο στοιχείο για τη
σάτιρά του, και τον αφήνει να ζήσει υποδηλώνοντας ότι οι αφελείς και
προληπτικοί χωριάτες κάποιων άλλων χωριών δεν επρόκειτο να γλιτώσουν από τα
νύχια του.
Δεν το ήξερα, αλλά
δεν με εξέπληξε.
Το ιδιοκτησιακό status έμεινε
αναλλοίωτο και μετά την προσάρτηση
της Θεσσαλίας. Οι μπέηδες κράτησαν τα τσιφλίκια τους και οι κολίγοι
παρέμειναν κολίγοι. Δεν είναι να απορεί κανείς που εικοσιεννιά χρόνια μετά, και
δεκατρία χρόνια από τότε που εκδόθηκε το μυθιστόρημα, έγινε η εξέγερση
του Κιλελέρ.
«Και περίγυρα όλου
αυτού του ανθρωποσωρού οι έφιπποι χωροφυλάκοι άγρυπνοι και φοβεροί, µε
τριποδισµό των αλόγων και των σπαθιών τον κλαγγασµό, εθύµιζαν στους ελεύθερους
εκείνους τόπους άλλα χρόνια δουλείας και τυραννίας, όταν οι σκληροί πασάδες
έσερναν κατόπιν τους σύσπιτα χωριά για θριαµβευτική επίδειξη και παραδειγµατισµό
των δούλων. Και απορία εγεννιόταν, αν ήταν αυγή ελευθερίας κι ενδόξου µέλλοντος
αυτό ή προστυχιά και µικροψυχία ακατονόµαστη».
Υφολογικά, βλέπουμε
τον Καρκαβίτσα να χρησιμοποιεί συχνότατα το εφέ της απαρίθμησης. Το κάνει τόσο
για να περιγράψει φυσικά τοπία όσο και κάποια επεισόδια. Για παράδειγμα:
«O ουρανός
συγνεφοσκεπασµένος, απέραστος στων άστρων τις αχτίνες, ήταν αόριστος σχεδόν.
Zερβόδεξα τα βουνά, ο Kίσσαβος και ο Όλυµπος, υπέρογκα και κατάµαυρα στο
κατάµαυρον χάος επυργώνονταν απειλητικά. Kαι ανατολικά, προς τις εκβολές κάτω,
µέσα από το σκοτάδι, µε φρικαλέους κυµατισµούς, έφθανεν έως εδώ το αφρισµένο
πάλεµα των αντιθέτων ρευµάτων, των ποταµίσων και θαλασσινών νερών, που
εσπρώχνονταν µεταξύ τους µε την ίδια δύναµη και το ίδιο πείσµα»,
και
«H µία εχείλιζεν εδώ
το γιαπί της, χωµένη έως το γόνα στη λάσπη. Άλλη έκαιγε τον φούρνο της· τρίτη
εφάσκιωνε το κλαψάρικο παιδί της. Παρέκει µιά έµπηγε στύλους χοντρούς
ετοιµάζοντας ισκιάδα για το καλοκαίρι. Παρεµπρός άλλη εµπάλωνε τα ρούχα του αντρός
της κι εµουρµούριζε παραπονιάρικο τραγούδι…».
Επίσης αποφεύγει να
βάζει τις γενικές στο τέλος μιας φράσης, μιας πρότασης ή μιας περιόδου. Για
παράδειγμα: «από τη ράθυµη της ζωής επιρροή», «την παράλυση του σωµάτου και των
νεύρων τον οργασµό», «µε των βλεµµάτων πονηρή έκφραση ακατανίκητη», «του
ποταµού τα κλωθογυρίσµατα» και άλλα πολλά.
Και τώρα κάποια ακόμη
αποσπάσματα.
«…τα µάτια της
βαργοµισµένης του ψυχής…».
Το βαργομισμένη
μάλλον είναι το βαρυγκομισμένη.
«Τα νεύρα του εδονούνταν, όπως τα τηλεγραφικά
σύρµατα στο ανεµοφύσηµα. Mέσα του έβριζεν, εβλαστηµούσεν, επατούσε δυνατά και
τρανταχτά τη γη, έσφιγγε τα δόντια κι εστριφογύριζε µε µανία την αλυσίδα στο
χέρι του. Στο γοργόν αυτό στριφογύρισµα µια φορά το κλειδί ήρθε και τον εχτύπησε
στο πηγούνι τόσο δυνατά, που επρήσθηκεν. Άλλη µια τον εχτύπησε στο γόνα και το
εµούδιασε· άλλη έφαγε στην κλείδωση του χεριού· µια άλλη τον εχτύπησε στο µάτι
και λίγο έλειψε να το χύση».
Στο απόσπασμα αυτό
βλέπουμε μια ευφάνταστη μεταφορά («όπως τα τηλεγραφικά σύρματα») και ένα εφέ
απαρίθμησης με ταυτόχρονο εφέ της υπερβολής, μέσω του οποίου κάνει το χιούμορ
του ο Καρκαβίτσας.
«Εµπρός στις
σακατεµένες κορµοστασιές που παράλλαξεν όχι του χρόνου το γοργοτρέξιµο, όχι της
αρρώστιας η κρυφή ενέρεια, όχι του καιρού η ξαφνική επιρροή, αλλά το πείσµα,
εγυµναζόταν η νεολαία, η ελπίδα και χαρά του χωριού, να είνε άξια, αν όχι
καλύτερη των πατέρων της. O Kουτσοκουλόστραβος χορός ήταν το κυριώτερο γύµνασµα
εκείνες τις ηµέρες. Tα παιδιά κρατώντας και από ένα µπαστούνι εγύριζαν
χεροπιαστά και επροσποιούνταν από µια σωµατική βλάβη. Ένα έκανε τον κουτσό· και
ανεβοκατέβαζε το κορµί του σε κάθε βήµα, σαν το έµβολον ανάµεσα στα µετάλλινα
πλευρά της τρόµπας. Άλλο έκανε τον θεότυφλο κι εβηµάτιζε ρίχνοντας εµπρός το
µπαστούνι, πασπατεύοντας µε την άκρη του τη γη, µήπως τύχη έξαφνα ψήλωµα ή
λάκκωµα, κρεµνός ή όχτος, κοτρώνι ή κορµόδεντρο και πέση και τσακιστή ο
ταλαίπωρος. Kι έδειχνε ζωγραφιστή στο πρόσωπό την αµφιβολία και τον τρόµο ενός
τυφλού. Tρίτο έκανε τον παράλυτο· ακουµπούσε στη γη τις δύο παλάµες, εσήκωνε µε
πηδήµατα γοργοπόδαρου λαγού τα νεκρά και αλύγιστα ποδάρια του, σύνωρα
ψηλώνοντας τα µάτια καθαρά κι άδολα και χύνοντας στο δροσοπεριχυµένο πρόσωπο
θλίψιν ήµερη και ασκητικήν υποµονή στου Θεού το θέληµα του δικαιοκρίτη και
παντοδύναµου!...».
Απολαυστικό αυτό το
απόσπασμα για την εκπαίδευση των παιδιών στη ζητιανιά.
«Έξαφνα όµως µια
νύχτα, ενώ εκοιµώνταν σ’ έναν αχυρώνα του Σουλεϊµάναγα, ο τυφλός ανέβλεψε κι
έφυγε µε τα χρήµατα».
Μου θύμισε τη γνωστή
ατάκα του Μίμη Φωτόπουλου από την «Κάλπικη λίρα»: Αόμματος!
«Kόσµο ακούω και
κόσµο δε βλέπω».
Όχι δεν νομίζω να
την ξεσήκωσε ο Τζαβέλας από τον «Ζητιάνο» για την ταινία του, μάλλον ήταν
συνηθισμένη ατάκα των τυφλών, με ή χωρίς εισαγωγικά, εκείνη την εποχή.
«Κουτσοκουλοστραβοβηµατίζοντας»,
«συγκλαδοκορµόρριζα», «εποταµοδροµούσαν», «δροσοπεριχυµένον», κ.ά.
Αυτά τα σύνθετα θα
τα συναντήσουμε συχνά στον «Ζητιάνο». Ακόμη και σήμερα τα συναντάμε στην Κρήτη:
«Αρισμαροβιτσόβεργα και
διαμαντένια πέτρα/
πως ήθελ’ ανταμώσουμε το μάτι μου εξεπέτα».
πως ήθελ’ ανταμώσουμε το μάτι μου εξεπέτα».
«…και γάτες φιλάρεσκες περισσότερον από τις γυναίκες του
χωριού ηλιάζονταν ξαπλωµένες επάνω στις σκεπές κι ένιβαν αδιάκοπα µε τη
γλωσσίτσα την γυαλιστερή και µαλακή τρίχα τους».
Soft σάτιρα
αυτή.
«Άκου που σου λιέω!».
Αυτό το «λιέω» το
συναντάμε αρκετές φορές. Μου θύμισε την ατάκα από πλανόδιους πωλητές
«Διαλιέχτε».
«Eµείς τους νεκρούς
µας ποτέ δεν τσ’ αφίνουµε σπίτι να ξενυχτίσουν. Πέθανε, τον θάψαµε κιόλα».
Οι περιπτώσεις
νεκροφάνειας δεν είναι λίγες, όμως αυτοί πιθανόν δεν ήταν μάρτυρες καμιάς.
«…βαφή ωχρού αιµάτου…».
Αυτή τη γενική «του
αιμάτου» θυμάμαι πόσο με ξένισε όταν την πρωτάκουσα από τον πατέρα μου. Στο
σχολείο μαθαίναμε την καθαρεύουσα, «του αίματος».
«Έπαθε µέγα
συστύχηµα και ανεπανόρθωτον· έχασε κατά τη νύκτα του αγίου Νικολάου –φοβερή
νύχτα, που την θυµούνται όλοι οι θαλασσινοί– το µπάρκο του, ναυαγισµένο µεταξύ
Μπέρκου και Μπερίστας, ανάµεσα σε άγρια κύµατα και φοβερούς σκοπέλους».
Το πιάσατε το
χιούμορ του Καρκαβίτσα; Τη νύχτα του αγίου Νικολάου, του προστάτη των ναυτικών.
Και κάποιοι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι
Αριστερά και πίσω της µε µάτια φοβισµένα.
Όταν επρωτοβάλθηκε στην αναµµένη θράκα
Τώρα γυρίζει εδώ κι εκεί σαν
πρόστυχος ζητιάνος
Ως τόσο το κοντόβραδο άρχισε να πλακώνη
Εξαιρετικός ο
Καρκαβίτσας, δίκαια ανήκει στην τριανδρία των μεγάλων ηθογράφων μας, με τους άλλους
δυο να είναι ο Βιζυηνός και ο Παπαδιαμάντης.
No comments:
Post a Comment