Από σήμερα στους
θερινούς.
«Το σκοτεινό
αντικείμενο του πόθου είναι η τελευταία ταινία του Μπουνιουέλ, πριν το θάνατό
του, μετά από έξι χρόνια.
Πριν μιλήσω γι’
αυτήν θα μιλήσω πρώτα γενικά για την πρόσληψη.
Οι ειδολογικές
κατηγορίες δημιουργούν συγκεκριμένες αφηγηματικές αναμονές. Η ταινία χαρακτηρίζεται
ως comedy, drama. Άρχισα να τη βλέπω
αρχικά σαν drama, με
κωμικές πινελιές. Και, όσο προχωρούσε η πλοκή, νόμιζα ότι είχα να κάνω με το
κλασικό θέμα, αυτό που πραγματεύεται και ο Pietro Aretino στο έργο του «Το σχολείο της
πορνείας», ή καλύτερα ο Γιόζεφ Φον Στέρνμπεργκ στον «Γαλάζιο
άγγελο»: Ο ξεμωραμένος μεσήλικας που του τα μασάει άγρια η γκόμενα πριν τον παρατήσει.
Κοίτα
να δεις τι θυμήθηκα τώρα ξαναδιαβάζοντας το κείμενο πριν αναρτήσω: τους στίχους
«όσα είχα και δεν είχα μου τα μάσησες/ και μπατίρη στο φινάλε με παράτησες». Το
ψάχνω στο youtube.
Είναι από το «Όπου
Γιώργος και μάλαμα».
Πολλές φορές έχω αναφερθεί στο θέμα της ανεκπλήρωτης αγάπης, που
φουντώνει ακριβώς γιατί είναι ανεκπλήρωτη. Σαν παραδείγματα φέρνω το «Περί
έρωτος και άλλων δαιμονίων» του Μάρκες και τον «Σκύλο της Μαρί»
του Ανδρέα Μήτσου, και μόλις χθες ανακάλυψα και το «Αυτό που η μέρα οφείλει στη νύχτα» του Γιασμίνα Χαντρά, που το είχα ξεχάσει. Και βέβαια είναι ένα από
τα συχνά θέματα στον Παπαδιαμάντη, με τον οποίο ασχοληθήκαμε πρόσφατα με αφορμή
τη συζήτηση για τη «Φόνισσα»
στη Λέσχη Ανάγνωσης του victoriaquareproject.
Σ’
αυτά τα έργα θαυμάζουμε το μεγαλείο του έρωτα, και νοιώθουμε θλίψη για τον άτυχο
άντρα που δεν μπόρεσε να κατακτήσει «το φωτεινό αντικείμενο του έρωτά» του.
Εδώ
βλέπω, ή μάλλον θυμήθηκα, ότι υπάρχει και μια άλλη πλευρά, όχι η πλευρά του
δράματος αλλά η πλευρά της τραγωδίας.
Η
Κοντσίτα δεν θέλει να έχει ολοκληρωμένες σχέσεις μαζί του, τουλάχιστον για την
ώρα.
-Μόλις
με κάνεις δική σου, του λέει, θα πάψεις πια να με αγαπάς. Εξάλλου είναι
παρθένα.
Στο
μεταξύ αυτός τη γεμίζει με δώρα και προσφέρει άφθονα χρήματα στη μητέρα της.
Μάλιστα κάποια στιγμή της αγοράζει και σπίτι. Αυτή βουτάει το κλειδί, τον
κλείνει έξω, και φωνάζει τον γκόμενο που βρίσκεται κάπου μέσα. Κάνουν έρωτα
μπροστά στα μάτια του.
Αργότερα πηγαίνει και τον βρίσκει στο καφέ που συχνάζει. -Μετά τα
χθεσινά ήλθα να δω αν πέθανες. Νόμιζα ότι μ’ αγαπούσες και θα αυτοκτονούσες.
Του
λέει να την ακολουθήσει. Πηγαίνουν στο σπίτι. Τη σπάζει στο ξύλο. Τότε αυτή του
λέει ότι τώρα πείσθηκε πως την αγαπάει, ότι όλα αυτά ήταν ένα θέατρο. Ο φίλος
της εξάλλου δεν αγαπάει τις γυναίκες, ένας κομψός τρόπος για να πει ότι είναι
ομοφυλόφιλος
Όμως
αυτός σηκώνεται και φεύγει. Παίρνει το τραίνο για το Παρίσι. Αυτή τον ψάχνει. Αυτός
την περιχύνει με ένα κουβά νερό από το παράθυρο του τραίνου, μια από τις πρώτες
σκηνές της ταινίας. Αυτή, έχοντας πια σιγουρευτεί ότι βρίσκεται στο τραίνο, ανεβαίνει.
Καθώς
ο κινηματογράφος, όπως και το θέατρο, δημιουργεί μια ψευδαίσθηση
συγχρονικότητας, ο μόνος τρόπος για να τη διαλύσεις είναι να την παρουσιάσεις
σαν δραματοποιημένη αφήγηση. Ο Φερνάντο Ρέι αφηγείται στους συνταξιδιώτες του
που μοιράζονται το ίδιο κουπέ την ιστορία του.
Τελικά το έργο δεν ήταν δράμα, ήταν κωμωδία. Η Κοντσίτα όντως έχει ένα
ιδιαίτερο ψυχισμό, όλα αυτά δεν ήταν στρατηγική για να τον μαδήσει.
Αφού
του ρίξει κι αυτή ένα κουβά νερό φιλιώνουν.
Το
τραίνο φτάνει στον προορισμό του. Κατεβαίνουν μαζί.
Τους
βλέπουμε να περπατάνε μαζί στους δρόμους. Στην τελευταία σκηνή, ή μάλλον την
προτελευταία, αυτός κάνει να την πιάσει αγκαζέ, όμως αυτή τραβάει το χέρι της
και προχωρεί μπροστά.
Τι
της είπε πάλι και την τσάτισε;
Σίγουρα
πολλές παρόμοιες σκηνές τον περιμένουν.
Ο
Μπουνιουέλ χρησιμοποιεί δυο ηθοποιούς στο ρόλο της Κοντσίτας, οι οποίες
εμφανίζονται διαδοχικά.
Για
ποιο λόγο άραγε;
Ένας
λόγος που μπορώ να φανταστώ είναι ότι, φυσιογνωμικά, η μια ηθοποιός ταιριάζει
περισσότερο σε κάποιες σκηνές και η άλλη περισσότερο σε κάποιες άλλες. Ακόμη,
πιστεύω, δημιουργείται ένα αποστασιοποιητικό εφέ, για να μην πάρουμε και πολύ
την ταινία σαν δράμα, αφού τα επεισόδια σ’ αυτό παραπέμπουν, αλλά σαν κωμωδία,
όπως υποδηλώνουν τα διάφορα κωμικά επεισόδια.
Σίγουρα
πρόκειται για μια πάρα πολύ καλή ταινία, με υψηλότατη βαθμολογία στο IMDb, 7,9. Θα
βάλω κι εγώ ένα δεκάρι μήπως τη στρογγυλέψω σε οκτώ.
Μπα,
τίποτα, με δεκαεννιά τόσες χιλιάδες που βαθμολογήσανε θα έπρεπε να βάλω
χίλια.
No comments:
Post a Comment