Sunday, July 26, 2020

Ζοζέ Σαραμάγκου, Περί τυφλότητος


Ζοζέ Σαραμάγκου, Περί τυφλότητος (μετ. Αθηνά Ψυλλιά), Καστανιώτης 1998, σελ. 381

  Ήταν στη σειρά των προτεραιοτήτων μου να διαβάσω το «Περί τυφλότητος», αλλά διάφορα άλλα με έκαναν να καθυστερήσω.
  Γιατί το είχα στη σειρά προτεραιοτήτων;
  Γιατί αναφερόταν σε μια πανδημία, πράγμα που το καθιστούσε επίκαιρο.
  Οι άνθρωποι αρχίζουν να τυφλώνονται για ανεξήγητους λόγους. Δεν είναι η κλασική τύφλωση όπου ο τυφλός τα βλέπει όλα μαύρα, αλλά μια καινούρια τύφλωση που ο τυφλός τα βλέπει όλα λευκά.
  Οι πρώτοι τυφλοί που συναντούμε στο μυθιστόρημα μεταφέρονται σε ένα παλιό εγκαταλειμμένο κτήριο, σε καραντίνα. Όμως εδώ δεν υπάρχουν πρόστιμα, η κυβέρνηση δεν εμπιστεύεται, έχει στρατιώτες να τους φρουρούνε, με την εντολή να πυροβολούν όσους πλησιάζουν στην πύλη.
  Θα το κάνουν.
  Η ζωή στην καραντίνα δεν είναι εύκολη. Μεγάλο πρόβλημα οι τουαλέτες, γρήγορα άρχισαν να μη λειτουργούν, οι περισσότεροι αφοδεύουν και ουρούν στους διαδρόμους. Η γυναίκα του οφθαλμίατρου που βλέπει θα αποτελέσει συχνά τον οδηγό τους. Όμως δεν το αποκαλύπτει, ο άντρας της την προειδοποιεί, όλοι θα την έχουν μετά για υπηρέτρια, και με τόσα άτομα θα είναι δύσκολο να αντεπεξέλθει. (Κοίτα να δεις, το word μου υπογραμμίζει λάθος το «αντεπεξέλθει», ενώ θεωρεί σωστό το «ανταπεξέλθει»).
    Το φαγητό συχνά δεν έρχεται στην ώρα του, ή δεν έρχεται καθόλου, και ξεχνούν να αυξήσουν τις μερίδες δεδομένου ότι υπάρχουν καινούριες αφίξεις. Τους νεκρούς τους θάβουν μόνοι τους.
  Καταφτάνει ένα δεύτερο κύμα και καταλαμβάνουν τους δυο γειτονικούς θαλάμους. Σε λίγο καταφθάνει και ένα τρίτο που εγκαθίσταται πιο πέρα.
  Ο αρχηγός τους κάποια στιγμή (υπάρχει πάντα ένας υπεύθυνος σε κάθε θάλαμο) μαζεύει όλο το φαγητό που ήταν για όλους τους θαλάμους και ανακοινώνει: όποιος θέλει να φάει θα πληρώνει. Με τι; Με ό,τι έχει. Χρήματα, κοσμήματα, ρολόγια…
  Κάποτε αυτά τελειώνουν. Θα εξακολουθούν να τους δίνουν φαγητό;
  Και βέβαια, αλλά τώρα το αντίτιμο θα είναι άλλο.
  Τι;
  Θα τους δίνουν τις γυναίκες τους, κάθε θάλαμος με τη σειρά του.
  Τι να κάνουν, προκειμένου να πεθάνουν από την πείνα, προσφέρονται εθελόντριες.
  Η εκδίκηση δεν θα αργήσει να έλθει. Η γυναίκα του γιατρού που βλέπει θα του καρφώσει ένα ψαλίδι στο λαιμό. Αναλαμβάνει καινούριος αρχηγός. Αυτή τη φορά όμως η εκδίκηση δεν θα είναι μόνο για τον αρχηγό, θα είναι για όλους τους. Μια γυναίκα βάζει φωτιά στο θάλαμό τους, στην είσοδο. Θα καούν ζωντανοί.
  Όλο το κτίριο αρπάζει φωτιά, τρέχουν έξω τρέμοντας για τους φρουρούς. Δεν υπάρχει κανείς στην πύλη.
  Είδαμε την κατάσταση της καραντίνας, τώρα θα δούμε την κατάσταση που επικρατεί έξω. Όλοι, μα όλοι ανεξαιρέτως, έχουν τυφλωθεί. Περιφέρονται προς αναζήτηση τροφής. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι κόπρανα. Δεν γυρνάνε σπίτι τους, ψάχνουν για κενό σπίτι. Όταν επιστρέφει ο ιδιοκτήτης δεν τον αφήνουν να μπει. Ψάχνουν με τη σειρά τους άδειο σπίτι το οποίο έχουν εγκαταλείψει οι ιδιοκτήτες του, έστω και για λίγο.
  Οι πρώτοι τους οποίους συναντήσαμε στο μυθιστόρημα, εκτός από κάποιους που έχουν πεθάνει, θα ακολουθήσουν την γυναίκα του γιατρού. Θα εγκατασταθούν στο σπίτι της.
  Οι σκηνές που παρακολουθήσαμε μέχρι τώρα είναι ασύλληπτης φρίκης. Το πιο φρικιαστικό, οι άνθρωποι σ’ αυτή την κατάσταση μπορούν να εκδηλώσουν τα πιο άγρια ένστικτά τους. «Τούτοι οι τυφλοί, αν δεν τους συντρέξουμε, σε λίγο θα μεταμορφωθούν σε ζώα, κι ακόμη χειρότερα, σε τυφλά ζώα».
  Πιστεύω ότι αυτό ήθελε να μας δείξει ο Σαραμάγκου με αυτό το μυθιστόρημα. Και φυσικά την αποδιοργάνωση που μπορεί να ακολουθήσει μια πανδημία. Γεννήθηκε τέσσερα χρόνια μετά την ισπανική γρίπη του 1918, που ξεκίνησε από τη διπλανή χώρα, δεν έχει εμπειρία από καμιά πανδημία. Προσπάθησε να την φανταστεί. Από τη δική του πανδημία οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν, πεθαίνουν από το χάος που επικρατεί. Σε εμάς σήμερα με τον κορονοϊό δεν επικρατεί το χάος, αλλά μετράμε κάθε μέρα εκατοντάδες νεκρούς, τα νούμερα τα ξέρετε.
  Ο Σαραμάγκου δημιουργεί συχνά το «σασπένς του πώς», το σασπένς της αρχαίας τραγωδίας, με το να μας «προλέγει» κάποια πράγματα. Για τη γυναίκα του γιατρού μας λέγει ότι θα έλθει και αυτής η ώρα να τυφλωθεί.
  Πότε;
  Αναρωτιέμαι μήπως είναι συγγραφική αμέλεια, βρισκόμαστε στην τελευταία σελίδα και η γυναίκα δεν έχει τυφλωθεί ακόμη. Ξαφνικά, ως δια μαγείας, αρχίζουν ο ένας μετά τον άλλο να βρίσκουν το φως τους.
  Και η γυναίκα του γιατρού;
  Παραθέτω την τελευταία παράγραφο.
  «Η γυναίκα του γιατρού σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο. Κοίταξε κάτω, το δρόμο που ήταν γεμάτος σκουπίδια, τους ανθρώπους που φώναζαν και τραγουδούσαν. Ύστερα σήκωσε το κεφάλι της στον ουρανό και τα είδε όλα λευκά. Έφτασε η σειρά μου, σκέφτηκε. Ο ξαφνικός φόβος την έκανε να χαμηλώσει τα μάτια. Η πόλη ήταν ακόμη εκεί».
  Η δική της τύφλωση κράτησε ελάχιστα δευτερόλεπτα.
  Για τον χαρακτηριστικό μακροπερίοδο λόγο του Σαραμάγκου γράψαμε στην ανάρτησή μας για το «Κατά Ιησούν ευαγγέλιο». Πρόσεξα μια φορά ότι η επόμενη τελεία που συνάντησα ήταν μετά από δυόμισι σελίδες. 
  Και τώρα ας ξεφυλλίσουμε το βιβλίο, να δούμε τις υπογραμμίσεις μας.
  «Πήγε ο τυφλός να προσκυνήσει και έσπασε τη μύτη του». Θα συναντήσουμε κι άλλες  παροιμίες, και θα τις παραθέσουμε εδώ. «Φύλα αυτό που δεν σου κάνει και θα βρεις τι το χρειάζεσαι» της είχε πει κάποτε η γιαγιά της. «Μάζευε ας είν’ και ρώγες», της είχε πει πάλι η γιαγιά. 
  Μια από τις γυναίκες που έχουν ενεργό μέρος στην πλοκή είναι και η γυναίκα με τα μαύρα γυαλιά, μια escort. Υποφέρει από μια απλή επιπεφυκίτιδα, ο γιατρός της έδωσε αγωγή. «Στο μεταξύ όμως θα βγάζετε τα γυαλιά μόνο στον ύπνο».
  Ήταν με πελάτη στο κρεβάτι όταν της ήλθε η τύφλωση, φορώντας βέβαια τα γυαλιά, όπως της είχε υποδείξει ο γιατρός. Έβαλε τις φωνές. «…μετά βίας τόλμησε να κλάψει και να παραπονεθεί όταν, κακότροπα, την έντυσαν όπως όπως, με σπρωξιές σχεδόν, και την πήραν απ’ το πανδοχείο» (σελ. 41).
  Ο συγχωρεμένος ο Αμπάς Κιαροστάμι είχε μια οφθαλμική πάθηση και φορούσε μονίμως μαύρα γυαλιά.
  «Γνώριζαν τι είχε πει στο στρατόπεδο το ίδιο εκείνο βράδυ ο διοικητής του στρατοπέδου, πως το πρόβλημα των τυφλών μπορούσε να λυθεί μόνο με τη φυσική εξόντωση και του τελευταίου, όσων υπήρχαν κι όσων ήταν να έρθουν, χωρίς ψευτοανθρωπισμούς, όπως ακριβώς κόβουμε το μέλος που υποφέρει από γάγγραινα για να σώσουμε το σώμα (σελ. 127).
  Υπερβολικό;
  Αντιγράφω από το βιβλίο μου «Ο έρωτας στα χρόνια του κορονοϊού».
  «Διαβάζω σε ανάρτηση της Έρης Ρίτσου, που παραθέτει απόσπασμα από άλλη ανάρτηση:
  “Σήμερα διαβάζω πως η Σουηδία εφάρμοσε στυγνή θανατοπολιτική στους οίκους ευγηρίας αφήνοντας ανθρώπους ακόμη κι 65 ετών χωρίς οξυγόνο, χωρίς νοσηλεία, χωρίς καμία βοήθεια, να πεθάνουν βίαια από ασφυξία, να πεθάνουν γυρεύοντας μ’ απελπισία μια ανάσα, λίγο αέρα στα πνευμόνια τους, έναν άνθρωπο να τους βάλει μια μάσκα να μην τελειώσουν το βίο τους με κείνα τα γουρλωμένα μάτια του απολύτου πανικού της στερημένης αναπνοής.
  Το σουηδικό κράτος έδωσε εντολή στους εργαζόμενους των γηροκομείων να μην παρέχουν βοήθεια οξυγόνου, να μην καλέσουν ασθενοφόρο, να μην αφήσουν οικείους να επισκεφτούν θαλάμους”.
  Στο τέλος παρατίθεται και ο σύνδεσμος των BBC News, από όπου η πληροφορία». (20-5-2020).
  «…ονειρεύονταν πως ήταν πέτρες, όλοι γνωρίζουν πόσο βαθύς είναι ο ύπνος που κοιμούνται οι πέτρες, μια απλή βόλτα στον αγρό θα το αποδείξει, εκεί είναι και κοιμούνται, μισοθαμμένες περιμένοντας ποιος ξέρει τι για να ξυπνήσουν» (σελ. 276).
  Τέτοιου είδους ποιητικά πετάγματα είναι σπάνια στον Σαραμάγκου.
  «…τα μάτια, τα μάτια καθαυτά, δεν έχουν καμιά έκφραση, ακόμα κι αν τα ξεριζώσεις, είναι δυο μπίλιες που βρίσκονται αδρανείς, ενώ τα βλέφαρα, τα ματόκλαδα, και τα φρύδια ακόμη, είναι αυτά που επιφορτίζονται τις διάφορες οπτικές ρητορείες και ευφράδειες, ας πάει η δόξα στα μάτια» (σελ. 288).
  Το είχατε σκεφτεί ποτέ αυτό;
  «…όταν όμως σφίγγει η δυσκολία, όταν το σώμα μάς εξαντλεί στους πόνους και την αγωνία, τότε βγαίνει στην επιφάνεια το ζώο μέσα μας» (σελ. 296).
  Αυτό είναι το θέμα του Σαραμάγκου, και παραδειγματικά αναφέρεται στην πανδημία.
  «…ας μην ξεχνάμε πως η ξεδιάντροπη τον παρέσυρε στο κρεβάτι, ποιος κατάλαβε ποτέ τις γυναίκες» (σελ. 318).
  Εγώ τις κατάλαβα.
  Πλάκα κάνω.
  «…κατόπιν γύρισε στο σαλόνι όπου βρισκόταν το λυχνάρι, για πρώτη φορά από τότε που το κατασκεύασαν φαινόταν χρήσιμο, δεν προοριζόταν γι’ αυτό απ’ την αρχή, αλλά κανείς μας, είτε είμαστε λυχνάρια, σκύλοι ή άνθρωποι, δεν γνωρίζει απ’ την αρχή γιατί ήρθε στον κόσμο» (σελ. 319).
  Στο σπίτι μας είχαμε λάμπα, αλλά στο κουζινάκι που χτίστηκε τσόντα είχαμε λύχνο. Θυμάμαι που τον παίρναμε στους χοχλιούς. Όχι μόνο εμείς, όλοι οι χωριανοί.
  Και θυμήθηκα μια ιστορία.
  Το αεροπλάνο πλησιάζει να προσγειωθεί, η γυναίκα κοιτάζει από το παράθυρο, βλέπει ένα σωρό φώτα και αναφωνεί: -Παναγία μου χοχλιδολόοι.
  «Την ξέρεις την παροιμία, Ποια παροιμία, Του γέρου η δουλειά είναι λιγοστή, αλλά τρελός όποιος την περιφρονεί, Δεν λέει έτσι η παροιμία, Το ξέρω, εκεί που είπα του γέρου είναι του παιδιού, κι εκεί που είπα περιφρονεί είναι περιγελά» (σελ. 330).
  Να κι άλλος που παραφράζει παροιμίες. Το έχω κι εγώ αυτό το χόμπι. Ας την αποκαταστήσουμε: Του παιδιού η δουλειά είναι λιγοστή, αλλά τρελός αυτός που την περιγελά».
  «Εδώ είναι η αίθουσα αναμονής, είπε η γυναίκα του γιατρού, Η αίθουσα που κάθισα κι εγώ, είπε η κοπέλα με τα σκούρα γυαλιά, το όνειρο συνεχίζεται, αλλά δεν ξέρω τι όνειρο είναι, αν είναι ένα όνειρο όπου ονειρεύομαι ότι εκείνη την ημέρα ονειρεύτηκα ότι καθόμουν εδώ τυφλή, ή αν είναι το όνειρο ότι ήμουν πάντα τυφλή και ήλθα βλέποντας όνειρο στο ιατρείο για να γιατρευτώ για μια φλεγμονή των ματιών απ’ την οποία δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος τύφλωσης» (σελ. 346).
  Πρώτος διδάξας για αυτά τα παιχνίδια με το όνειρο είναι ο Zhuang Zi. «Ήταν ο Zhuang Zi που ονειρεύτηκε ότι ήταν μια πεταλούδα, ή ήταν μια πεταλούδα που ονειρεύτηκε ότι ήταν ο Zhang Zi;» (Από εκ των υστέρων υποσημείωση στο ηλεκτρονικό κείμενο του βιβλίου μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας», στα αγγλικά).
  Ένα ακόμη παιχνίδι με το όνειρο το είδα στην «Διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας» του Μπουνιουέλ, που παίζεται από την Πέμπτη που μας πέρασε στους κινηματογράφους. Αντιγράφω από την ανάρτησή μου: «-Ονειρεύτηκα ότι ο φίλος μου ονειρεύτηκε…».
  «Ο σκύλος με τα δάκρυα οσφραίνεται ανήσυχος, χασομέρησε ερευνώντας κάποιο λόφο με σκουπίδια, πιθανότατα από κάτω να είχε κρύψει κάποια ξεχασμένη λιχουδιά που τώρα δεν καταφέρνει να εντοπίσει, αν ήταν μονάχος του δεν θα το κουνούσε ρούπι, αλλά η γυναίκα που έκλαψε προχωρά ήδη μπροστά κι είναι καθήκον του να πάει πίσω της, ποτέ δεν μπορεί να ξέρει πότε θα χρειαστεί πάλι να της σφουγγίσει νέα δάκρυα» (σελ. 361).
  Η γυναίκα του γιατρού είχε καθίσει απελπισμένη σε ένα πεζούλι, έκλαιγε, ο σκύλος την πλησίασε και της έγλειψε τα δάκρυα από τα μάγουλά της.
  Την σκηνή αυτή την είδαμε και στην «Παρί», που παίζεται από την προηγούμενη βδομάδα στους κινηματογράφους.
  Είδαμε και την ομώνυμη ταινία του Fernando Meirelles. Πιστή μεταφορά, με την αναπόφευκτη παράλειψη επεισοδίων μια και, όπως είναι γνωστό, δεν χωράνε όλα τα επεισόδια ενός μυθιστορήματος σε μια ταινία.
  Καλογυρισμένη ταινία, που όμως δεν είχε ιδιαίτερα θερμή αποδοχή, τόσο από τους κριτικούς όσο και από το κοινό· για να επιβεβαιωθεί η ρήση του Τζον Χιούστον ότι από ένα καλό μυθιστόρημα δεν μπορεί να γυριστεί μια καλή ταινία, ενώ μπορεί από ένα μέτριο. Και βέβαια δεν νομίζω ότι την έκριναν αυστηρά επειδή την έβαλαν στον προκρούστη του μυθιστορήματος οπότε αναπόφευκτα θα την έβρισκαν ελλειμματική, γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς, υποθέτω, δεν είχαν διαβάσει το μυθιστόρημα.
  Θα ξαναδιαβάσω Σαραμάγκου;
  Δεν νομίζω, ο μακροπερίοδος λόγος του είναι ιδιαίτερα κουραστικός. Εξάλλου τα δυο καλύτερα μυθιστορήματά του τα έχω διαβάσει. Αλλά δεν το αποκλείω κιόλας.
  Μου πέρασε τώρα από το νου να διαβάσω το «Περί φωτίσεως», μα μπα, διαβάζω ότι είναι ένα απαισιόδοξο μυθιστόρημα, σε αντίθεση με το «Περί τυφλότητας» που έχει happy end.

No comments:

Post a Comment