Tuesday, July 28, 2020

Ισίδωρος Ζουργός, Η αηδονόπιτα


Ισίδωρος Ζουργός, Η αηδονόπιτα, Πατάκης 2008, σελ. 590

  Έχουμε παρουσιάσει άλλα τέσσερα μυθιστορήματα του Ισίδωρου Ζουργού, το «Στη σκιά της πεταλούδας», το «Λίγες και μια νύχτες», τα «Ανεμώλια» και τις «Ρετσίνες του βασιλιά».
  Σε όλα τα μυθιστορήματα που διαβάσαμε, ή υπάρχουν δυο χρονικά επίπεδα της ιστορίας ή ένα μεγάλο μέρος της δίνεται με εκτενείς αναδρομές. Στην «Αηδονόπιτα», την οποία η φίλη μου η Ντίνα που μου τη δάνεισε μου είπε ότι θεωρείται το καλύτερό του, υπάρχει μόνο ένα επίπεδο. Η ιστορία ξετυλίγεται ευθύγραμμα, με τις αναπόφευκτες βέβαια αναδρομές.
  Η ιστορία τοποθετείται στα χρόνια της επανάστασης και διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη, στο Μεσολόγγι και στον Όλυμπο. Κεντρικός ήρωας είναι ο Γκάμπριελ, αμερικανός φιλέλληνας, όπως ο Σάμιουελ Γκρίντλεϋ Χάου στον οποίο του γράφει μια επιστολή. Για αυτόν είχα διαβάσει μαθητής. To 1827 o Χάου ήλθε στην Ελλάδα όπου πρόσφερε τις υπηρεσίες του, και όχι μόνο ως χειρουργός.
  Και άλλα ιστορικά πρόσωπα κάνουν την εμφάνισή τους όπως ο Λόρδος Βύρων, ο Νικόλαος Κασομούλης, ο Τζαβέλας και ο Καραϊσκάκης. Τους τελευταίους θα τους συναντήσουμε στο Μεσολόγγι, όπου ο Γκάμπριελ με την αγαπημένη του Λαζαρίνα θα ζήσουν την αγωνία της πολιορκίας και τις δραματικές σκηνές της εξόδου.
  Η τριτοπρόσωπη αφήγηση εναλλάσσεται με την πρωτοπρόσωπη. Ο ήρωάς μας γράφει «ανεπίδοτες» επιστολές στην αγαπημένη του Ελίζαμπεθ. «Αν τα διαβάσεις κάποτε όλα αυτά, δηλαδή ποτέ…» (σελ. 186). Δεν έχει σκοπό να τις στείλει, αλλά έτσι κι αλλιώς σε λίγο θα είναι αργά, αυτή θα πεθάνει. Της αφηγείται τις περιπέτειές του στην Ελλάδα, τα σημεία που αφήνει κενά η τριτοπρόσωπη αφήγηση.
  Είναι ετεροθαλής αδελφή του και το μαθαίνει αργά, όταν πια την είχε ερωτευθεί. Όπως και ο Χάου ήλθε στην Ελλάδα για να ξεχάσει τον άτυχο έρωτά του. Και βέβαια αυτή η σχέση παραπέμπει στον Μπάυρον, που κι αυτός είχε ερωτευθεί την αδελφή του, επίσης ετεροθαλή, με την οποία μάλιστα, όπως λένε οι κακές γλώσσες, είχε και σεξουαλικές σχέσεις.
   Την Λαζαρίνα, την κόρη του πλούσιου φιλικού που τον φιλοξενεί, οι τούρκοι την έχουν βιάσει. Ξαναβαπτίζεται για εξαγνισμό. «Την είχε ακουστά αυτή τη συνήθεια, τ’ ατιμασμένα απ’ τους άπιστους κορίτσια να ξαναβαπτίζονται» (σελ. 81).  
  Την παντρεύουν με τον καπετάνιο που πληγωμένος είχε βρει καταφύγιο στο σπίτι τους. Ο πατέρας της του δίνει χρήματα και του τάζει κι άλλα. Τα χρειάζεται για τον αγώνα, γι’ αυτό δέχτηκε να την παντρευτεί.
  Στο μυθιστόρημα υπάρχουν διάφορες διακειμενικές αναφορές, όπως π.χ. στο «Childe Harolds pilgrimage» του Byron. Μια απ’ αυτές είναι και στον «Βέρθερο». Το δεύτερο μέρος επιγράφεται «Βέρθερος, ή ο δρόμος προς το νότο». Σ’ αυτό διαβάζουμε: «Ο ξένος τους, που μια παραξενιά της μοίρας τον έφερε δίπλα της, αυτός ο κακόμοιρος Βέρθερος που λιώνει για μια ματιά της, που ζει κάτω από τη σκιά του ισχυρού άντρα της…» (σελ. 253, από τις επιστολές προς την Ελίζαμπεθ. Αναφέρεται στον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο).
  Έχοντας διαβάσει το μυθιστόρημα του Γκαίτε πίστευα ότι ο βασικός κορμός της πλοκής θα ήταν ο ίδιος: η γυναίκα τρέφει αισθήματα για τον άντρα, όμως δεν θα προδώσει τον σύζυγο.
  Εδώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η Λαζαρίνα, μετά το θάνατο του άντρα της που την εγκατέλειψε για τον αγώνα, θα βρει προστασία στον Γκάμπριελ. Θα χάσει το αγόρι που έκανε μαζί του, αλλά θα μείνει έγκυος από τον Γκάμπριελ. Αλλά κι αυτό δεν θα το χαρεί, θα αποβάλει από τις κακουχίες, και επί πλέον, της λέει ο γιατρός, δεν θα μπορεί πια να κάνει παιδί.
  Το μυθιστόρημα έχει happy end, κάτι ασυνήθιστο για τον Ζουργό. Ο Γκάμπριελ θα επιστρέψει στην Αμερική με τη Λαζαρίνα και με τρία παιδιά. Το μεγαλύτερο, κορίτσι, το έσωσε η Λαζαρίνα από την πολιορκία, ενώ τα δυο μικρά, αγόρι και κορίτσι, είναι τουρκάκια, που ο πατέρας τους είχε σκοτωθεί στον πόλεμο και η μάνα τους είχε πεθάνει από αιμορραγία, μετά από μια αποβολή. Τα βρήκαν δίπλα της όταν αυτή ήταν πια ετοιμοθάνατη. Ήταν σχεδόν καταδικασμένα αν δεν τα έπαιρναν μαζί τους στο φευγιό τους. Οι θύτες είναι πάντα οι ένοπλοι, και από τις δυο μεριές, και τα θύματα τα γυναικόπαιδα, και από τις δυο μεριές.
   Ο Ζουργός είναι επινοητικός στην πλοκή και πολύ συχνά λυρικός στην αφήγηση, πράγματα που συνήθως δεν συμβαδίζουν.
  «Όταν τα παιδιά ξυπνούν στο σκοτάδι κι αυτή η ίδια η νύχτα ακόμα τα αφουγκράζεται, τα αστέρια τότε παύουν να στριφογυρνάνε, κι ο Θεός ο ίδιος αφήνει το μπρίκι στη φωτιά και σκύβει κάτω να δει» (σελ. 343).
  «Ο άνεμος όσο πήγαινε και δυνάμωνε και σκόρπιζε τα λόγια του σαν ψίχουλα στο πέλαγος» (σελ. 363).
  «Μπήκαμε στο χορό της θύελλας, η συμφωνική των ανέμων στο κρεσέντο της» (σελ. 427).
  Ξεχάσαμε την αηδονόπιτα.
  «Αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να φτιάξει την αηδονόπιτα των Γραικών, θα μπορούσε να κατεβάσει το όνειρο από τον ουρανό στη Ρούμελη» (σελ. 232).
  Η αηδονόπιτα είναι η πίτα των ονείρων.
  Είναι καλό να ονειρεύεται κανείς κάπου κάπου, έχω γράψει σε ένα άλλο κείμενο.
  Και τώρα κάποια αποσπάσματα.
  «-Τι είχες μέσα στην κασέλα, πέτρες; ρώτησε ένας απ’ τους ναύτες…» (σελ. 169).
  -Τι έχεις μέσα στη βαλίτσα, πέτρες; με ρώτησε ο αχθοφόρος που την κουβαλούσε για το πλοίο.
  -Όχι, βιβλία, του λέω.
  Ήταν τότε που επέστρεφα στην Κρήτη από την Αθήνα, όπου είχα πάει για τις πανελλήνιες. Ευκαιρία ήταν, αγόρασα ένα σωρό βιβλία.  
  «Pervigilium Veneris ή αλλιώς Το ξενύχτι της Αφροδίτης. Σου έχω μιλήσει ποτέ γι’ αυτό; Ένα αριστούργημα της λατινικής ποίησης, για το οποίο όμως δεν ξέρουμε τον ποιητή. Διαδραματίζεται στη Σικελία την άνοιξη: η Αφροδίτη γλεντοκοπά όλη τη νύχτα μέσα στα δάση και προσκαλεί όλους στον έρωτα» (σελ. 262).
  Προσκαλεί όλους στο σεξ, θα έλεγα. Ο έρωτας είναι σχέση δυο προσώπων, το σεξ όχι υποχρεωτικά.
  «Τελικά τράβηξε για την Πόλη, ήταν το καλοκαίρι του 1812, και χιλιάδες κόσμου έφευγαν πανικόβλητοι από τις γειτονιές της, ήταν η εποχή της πανούκλας» (σελ. 356).
  Στον Παπαδιαμάντη διάβασα για άλλες δυο επιδημίες πανούκλας, μια το 1845 και μια το 1865.
  «Ο Μπάιρον πριν χρόνια κατάφερε και πέρασε κολυμπώντας τον Βόσπορο» (σελ. 440).
  Κι εγώ έκανα κάτι ανάλογο, το έχω γράψει στην ανάρτησή μου για την ταινία του Michael Winterbottom «Ταξίδι στην Ελλάδα», να μην το ξαναγράφω.
  «Ένας Ρωμαίος ύπατος, ξεχνάω το όνομά  του (ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, αυτή τη φορά δεν τους παραθέτω), φόρτωσε αιώνες πριν κάπου εδώ κοντά στην Αμβρακία χίλια δεκαπέντε αγάλματα. Το φαντάζεσαι; Το γράφουν τα αρχαία βιβλία» (σελ. 527).
  Τα έσωσε από τα χέρια των χριστιανών.
  Όντως πολύ ωραίο το μυθιστόρημα αυτό του Ζουργού. Όσοι το έχετε διαβάσει θα συμφωνήσετε.

No comments:

Post a Comment