Tuesday, July 7, 2020

Γιάννης Πανουτσόπουλος, Οικογενειακά ή πολυπρισματικός κόσμος


Γιάννης Πανουτσόπουλος, Οικογενειακά ή πολυπρισματικός κόσμος, Εκδόσεις τόπος 2020, σελ. 103

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

  Ποιήματα με θέμα την οικογένεια, και όχι μόνο

  Μετά τον κεντρόφυγο «Επαγγελματικό προσανατολισμό» (η προηγούμενη ποιητική του συλλογή) όπου μιλάει για διάφορα επαγγέλματα, χρησιμοποιώντας τα συχνά με μια μεταφορική σημασία, ο Πανουτσόπουλος μας δίνει τα κεντρομόλα «Οικογενειακά».
  «Οικογένεια είναι εκείνοι που δεν κλείνουν μάτι μέχρι να γυρίσουμε το κλειδί στην πόρτα. Είναι ο τρόπος που μοιράζουμε το ψωμί και ο λόγος που οικονομούμε το λάδι. Είναι η ζεστή ζακέτα στους ώμους των δισταγμών μας. Τα γόνατα στα οποία ξεσπούν τα αναφιλητά μας. Όχημα που βγάζει διαρκώς βλάβες, αλλά κατά τρόπο θαυμαστό μας ταξιδεύει. Οικογένεια είναι κρίκος της αγάπης αδιάσπαστος. Τετράγωνο τραπέζι που μας συνενώνει χωρίς γωνίες. Τρόπος να θεραπεύουμε τις αμυχές πριν γίνουν τραύματα. Να θεραπεύουμε τα τραύματα όταν μπορούν να επουλωθούν. Να χαρίζουμε τη συγνώμη πριν ακόμα μας ζητηθεί. Να νουθετούμε δίχως να γίνει αντιληπτή η νουθεσία. Είναι η κατανόηση ακόμα και για λεγόμενά μας ακατάληπτα. Η κοινή λογική όταν χορεύει βαλσάκι με τον παραλογισμό…» (σελ. 14).
  Το εφέ της απαρίθμησης διακρίνει την συντριπτική πλειοψηφία των ποιημάτων του, πεζόμορφων και μη, όπως θα διαπιστώσετε και από τα αποσπάσματα που παραθέτουμε.
  Σταχυολογώ αμέσως από την μεθεπόμενη σελίδα.
  «Το νερό διάνοιξε την αυλακιά στο χώμα
Ο άνεμος υπέδειξε τον τρόπο της σποράς
Τα σύννεφα δίδαξαν να στέκει ίσκιος πάνω από τον μόχθο του
Η γη τον μύησε… (σελ. 16).
  Και βέβαια το εφέ της απαρίθμησης συχνά συνδέεται με το εφέ της επανάληψης, συνήθως της πρώτης λέξης ή των πρώτων λέξεων των στίχων.
  «Κάνω λόγο για τον πατέρα των παππούδων μας
Αυτόν που είδε τα παιδιά του να μεγαλώνουν στην Ελλάδα
Αυτόν που στάθηκε γονιός στο ορφανό από τη Σμύρνη
Αυτόν που έκλεισε τα μάτια του όταν άνοιγε φτερά η γενιά του τριάντα
Αυτόν που προσκυνούσε τον Θεό και τον δόξαζε
Αυτόν που τίμησε το στεφάνι του
Αυτόν για τον οποίο πλέκω στεφάνι τις λέξεις μου…» (σελ. 16).
  Ο Γιάννης, το γράψαμε στην προηγούμενη ανάρτηση, είναι και στιχουργός, με τραγούδια του να έχουν μελοποιηθεί από μεγάλους συνθέτες και να έχουν ερμηνευθεί από γνωστούς τραγουδιστές. Έτσι σε αρκετά ποιήματα υπάρχει ένας στιχουργικός απόηχος, με τους ισοσύλλαβους στίχους και το κανονικό μέτρο. Ο ίαμβος κυριαρχεί, και μάλιστα ο δεκαπεντασύλλαβος, τον οποίο όμως σπάζει συχνά στα ημιστίχια, για να διασκεδάσει κάπως την εντύπωση του δημοτικού τραγουδιού.
  «Από προικιά δεν έμεινε σχεδόν ούτε κουβέρτα
Φαγώθηκαν τα μετρητά
Πουλήσαμε τα ασήμια
Πουλήσαμε μια Κυριακή και το άστρωτο κρεβάτι
Αν στο χωριό κοιμόμουνα σε χόρτα και καλάμια
Εδώ βαρέθηκα τη γη και το τραχύ λιθάρι (σελ. 19).
  Είναι άραγε το ότι τα ποιήματα για τους γονείς με συγκινούνε ιδιαίτερα, ή μήπως εδώ θίγεται η πιο ευαίσθητη χορδή του ποιητή και μας δίνει τα καλύτερά του ποιήματα;
  Δεν μπορώ να αποφανθώ.
  Πάντως από τα ποιήματα του ξαδέλφου μου, του Κωστή του Δερμιτζάκη, στη συλλογή του «Λευκό χαρτί», αυτά που μου άρεσαν ιδιαίτερα είναι αυτά που είχε αφιερώσει στον πατέρα του και τη μητέρα του.
  Αντιγράφουμε από το ποίημα «Η μητέρα μου».
  «Η μητέρα μου καθάριζε σκάλες για να μας μεγαλώσει
Αχάραγα διπλωμένη στα τέσσερα
Ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας πέντε ορόφους
Ακούγοντας τους ενοίκους να ξυπνούν στις έξι
Επιστρέφοντας στο σπίτι στις επτά
Να μας ετοιμάζει για να πάμε στο σχολείο στις οκτώ
να ψωνίζει τα απαραίτητα ως τις εννιά
Να πλένει ως τις δέκα
Να σιδερώνει ως τις έντεκα
Να βάζει φαγητό στις δώδεκα…
Να μας ταΐζει στις οκτώ
Να μας χωρίζει από τσακωμούς ως τις εννιά
Για να μας βάλει για ύπνο στις δέκα
Μήπως και κοιμηθεί στις έντεκα
Για να σηκωθεί πριν αλέκτωρ λαλήσει
Από αλέκτορα που μέσα της λαλούσε και άλλος δεν τον άκουγε κανείς» (σελ. 20).
  Πολύ συγκινητικό δεν είναι;
  Ο Γιάννης δεν μιλάει μόνο για την οικογένειά του, μιλάει επίσης και για τον «πολυπρισματικό κόσμο», με μια διάθεση σατιρική.
  «Η μυρμηγκοφωλιά υποσκάπτει τα λαμπρά αρχιτεκτονήματα
Η αετοφωλιά ταπεινώνει το αλαζονικό ρετιρέ
Οι αρμόδιοι αδυνατούν να επιβάλουν πολεοδομικό κανονισμό
Οι χελώνες υποχρεώνονται σε φόρο ιδιοκατοίκησης
Ο λαγός συλλαμβάνεται για παράνομοι στάθμευση
Αυτό που υπήρξε κάποτε δάσος βαθμιαία γίνεται ζούγκλα
Η μετατροπή της ζούγκλας σε πόλη απαιτεί δημόσιους υπαλλήλους και ρυμοτομία» (σελ. 48).   
  Ο Γιάννης το συχνότερο αυτοβιογραφείται και αυτοπροσωπογραφείται μιλώντας σε πρώτο ενικό πρόσωπο, όμως επίσης μιλάει και σε πρώτο πληθυντικό, δηλώνοντας έτσι ότι κάποιες στάσεις ζωής είναι κοινές, χαρακτηρίζουν όλους τους ανθρώπους.
  «Όλοι μπορεί να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά
Όλοι μπορεί να γονατίσουμε
Όλοι μπορεί να βιώσουμε έναν εσωτερικό εμφύλιο
Όταν οι καρδιά και το μυαλό αντιμάχονται
Όταν οι ριπές των φίλιων τμημάτων
Αναμετριούνται με το σκληρό κροτάλισμα των εχθρικών πολυβολείων
Κι εμείς στη μέση σαν παιδιά που περπατούνε κλαίοντας
Για να γνωρίσουνε τον θάνατο στο επόμενό τους βήμα» (σελ. 57).
  Αλλά θα συναντήσουμε και το τρίτο ενικό και το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο, σε κοινωνικοπολιτικά κυρίως σχόλια.
  «Τα συνέδρια διαπιστώνουν ωρίμανση των αντικειμενικών συνθηκών
Οι αναλύσεις επιβεβαιώνουν την όξυνση των αντιθέσεων
Το προλεταριάτο αναλαμβάνει την ιστορική του αποστολή
Τα παιδιά των οικοδόμων εισβάλλουν στο πολυτεχνείο
Τα παιδιά των αγροτών θερίζουν τη νομική
Τα παιδιά των υπαλλήλων εδραιώνονται στη φιλολογία…» (σελ. 61).
  Εγώ είμαι από τις εξαιρέσεις. Παιδί αγρότη εδραιώθηκα στη φιλολογία και όχι στη νομική, με δυο διπλώματα.
  Στο ποίημα «Διαβάζοντας Μαρξ και μελετώντας Φρόιντ» ο Γιάννης μιλάει πάλι για τους γονείς τους. Όμως οποία διαφορά με μένα! Ενώ ο Μαρξ και ο Φρόιντ, μαζί με τον Κόνραντ Λόρεντς και την ιστορία καθόρισαν την κοσμοαντίληψή μου,
  «Η μητέρα μου τεκνοποιούσε και ξενοδούλευε
Χωρίς να αποκτήσει κάποια οικειότητα με τον Φρόιντ…
Κάπως έτσι απέμεινε αδιάβαστο το Μανιφέστο
Και άκοπες οι σελίδες από την Ερμηνεία των ονείρων» (σελ. 84-85).
  Η βιοπάλη, η αναθεματισμένη η βιοπάλη, που δεν μας αφήνει όσο χρόνο θέλουμε για διάβασμα.
 «…Ενώ μάθαινα γρήγορα και προχωρούσα αργά
Οχυρωμένος στοχαστικά στο τελευταίο θρανίο
Χαρίζοντας στο διάβασμα
Μόνο την ώρα των γευμάτων και λίγο πριν τον ύπνο…» (σελ. 23).
  Εγώ χάριζα στο διάβασμα μόνο την ώρα των διαλειμμάτων. Στο σπίτι με περίμενε ο Γκαούρ Ταρζάν και στο γυμνάσιο ο Ντοστογιέφσκι. Όσο για το τελευταίο θρανίο, κάθε χρονιά υπήρχαν πιο καπάτσοι και με προλάβαιναν. Πάντως κάπου στο τέλος καθόμουν πάντα.
  «Ο ποιητής γεννιέται για να αλλάξει τη ζωή του
Πριν αλλάξει τη μοίρα μιας λέξης» (σελ. 35).
  Παραθέτω αυτούς τους στίχους γιατί μου άρεσαν πολύ.
  Θα κλείσω με ένα απόσπασμα από το ερωτικό ποίημα «Εύηχο σκεύος», που θα μπορούσε να έχει ως υπότιτλο «Το μπολερό του Ραβέλ».
  «…όταν σε κάθε χάδι
Ένα καινούριο όργανο προστίθεται
Ένα παράτολμο άγγιγμα επανέρχεται
Καθώς η ένταση απ’ το ταμπούρο ανεβαίνει
Το μουσικό θέμα επαναλαμβάνοντας
Το γνώριμο μοτίβο πυροδοτώντας
Όπως το σώμα μου συναντάει το δικό σου σώμα
Όταν αιφνίδια εισβάλλει ο ήχος από τη βιόλα
Όπως το δοξάρι επιμένει να κρατάει τον ίδιο ρυθμό
Αλλά σε καινούρια κλίμακα
Καθώς το ένα σώμα παραμένει ενωμένο με το άλλο
Καθώς τα χέρια και οι μηροί προστίθενται
Όταν στον θορυβώδη κόσμο ο ενορχηστρωτής έρωτας
Να προσθέσει επιλέγει το βιολοντσέλο
Όταν τα χείλη επιμένουν
Τα χείλη να ορίσουν αυτό που παραμένει ανεξιχνίαστο
Όταν…» (σελ. 94).
  Εξαιρετικά και αυτά τα ποιήματα του Γιάννη, του ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδα.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

No comments:

Post a Comment