Κωστής Ν. Δερμιτζάκης, Λευκό χαρτί, Ιεράπετρα 21ος
αιώνας 2019, σελ. 63
Η παρακάτω
βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Διαβάστηκε στην
παρουσίαση της ποιητικής συλλογής που έγινε στην αίθουσα «Μελίνα Μερκούρη» στις
9 Αυγούστου 2019 στην Ιεράπετρα.
Το «Λευκό χαρτί»
είναι η τρίτη ποιητική συλλογή του Κωστή Δερμιτζάκη. Έχουν προηγηθεί οι
ποιητικές συλλογές «Όραση» και «Θυρίδες», τις
οποίες ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων «Μαγικός αριθμός».
Θα ξεκινήσουμε
παραθέτοντας το πρώτο ποίημα της συλλογής στην οποία δίνει και τον τίτλο.
Ένα λευκό χαρτί
είναι μια ριζούλα που θέλει να μεγαλώσει, να μεγαλώσει
ένα λευκό χαρτί είναι μια πρόκληση
είναι μια χαραμάδα στο συμπαγές του χρόνου
μια χαραμάδα διαφυγής.
Ένα λευκό χαρτί
ξυπνά ένα χρέος
να το παραδώσεις λευκό
στην αιωνιότητα.
Ένα λευκό χαρτί
είναι μια άσπιλη συνείδηση. Δεν είναι εύκολο για όλους να κρατάνε τη συνείδησή
τους καθαρή, ιδιαίτερα οι πολιτικοί. Ο Κωστής την κράτησε, το ξέρουμε όλοι
αυτό.
Θα συνεχίσω με κάτι
που με εντυπωσίασε. Ενώ οι περισσότεροι σύγχρονοι ποιητές μιλάνε σχεδόν πάντα σε
πρώτο πρόσωπο, είτε για τον εαυτό τους, σε μια ψυχολογική ενδοσκόπηση, είτε για
εικόνες και καταστάσεις της πραγματικότητας που τους περιβάλλει, κοινωνικής,
πολιτικής, κ.λπ., ο Κωστής μιλάει συχνά και για έναν Άλλο, για τον
«αποκλίνοντα» που αποτελεί την ελπίδα μας για το μέλλον, τον άνθρωπο που δεν
συμβιβάζεται, που δεν παραιτείται, που δεν ξεπέφτει στο das Man, για να χρησιμοποιήσω
έναν υπαρξιακό όρο του Χάιντεγκερ, που δεν αφήνεται να παρασυρθεί στην
αφομοίωση την οποία ύπουλα κατεργάζονται ΜΜΕ και πολιτικοί. Το πιο
χαρακτηριστικό πορτραίτο αυτού του Άλλου δίνουν οι παρακάτω στίχοι από το
ποίημα «Ανάμεσά μας»:
Πορεύεται με σιγουριά, με αυτοπεποίθηση.
δεν τον καταβάλει η θλίψη
προσπαθεί να συρρικνώνεται
να καθίσταται περισσότερο ευκίνητος
μικρότατος, μηδαμινός
να εκμεταλλεύεται τα νέα δεδομένα
να διαφεύγει ευκολότερα της προσοχής
κρυπτόμενος είτε στις εσοχές των βράχων
είτε στις σκιές του φεγγαριού…
Χαρακτηριστικό και
το ποίημα «Φυγάς».
Ανεπίκαιρος
με κλεισμένους οφθαλμούς και αυτιά
έτσι προτίμησε να πορευτεί
στους σκονισμένους δρόμους
στα δαιδαλώδη μονοπάτια
στους ομιχλώδεις ορίζοντες.
Πάραυτα εχαρακτηρίσθη ευάλωτος γελοίος φυγάς
απ’ την ομήγυρη των κωπηλατών
και διεγράφη από τα μητρώα.
Οι περίπολοι με ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά
εξαμολήθηκαν προς αναζήτηση και εξόντωσή του.
Οι άλλοι συνέχισαν να κωπηλατούν σιωπηλοί
στα σκοτεινά αμπάρια.
Δεν μπορώ να μην
παραθέσω και τους παρακάτω στίχους:
Πώς παρέμεινε έτσι πάντα απληροφόρητος
ξεκομμένος
με ατομικούς κώδικες και προγράμματα μη συμβατά
μη αναγνωρίσιμα, μη χρήσιμα;
Να ένα θέμα και ένα θύμα προς εξαφάνιση…
Κάποιες φορές αυτός
ο Άλλος δεν είναι παρά η περσόνα του ίδιου του ποιητή, που δεν θέλει να μιλήσει
σε πρώτο πρόσωπο. Στο παρακάτω απόσπασμα αυτό φαίνεται αρκετά ξεκάθαρα.
Φοβάται την παραλυσία
τις βαρύγδουπες πομπώδεις δηλώσεις
τα προγράμματα, τις επίσημες δεξιώσεις
αυτά που συντελούνται στα κρυφά παρασκήνια
τις ρυθμιζόμενες μηχανές που κρύβονται καλά
πίσω από τις κουρτίνες
τον άνεμο που σταμάτησε στις μαυρισμένες οροσειρές
Παρά ταύτα αισιοδοξεί.
Έμαθε καλά πώς να μετατρέπει
το Φόβο σε Δύναμη (σελ. 29).
Το βασικό θέμα της
συλλογής του Κωστή, πιστεύω, είναι ένα αρκαδικό ιδεώδες, ένα ιδεώδες που
παραπέμπει άσφαλτα στα παιδικά μας χρόνια, και που συμβολίζει ταυτόχρονα τον
αέρα της ελευθερίας των βουνών καθώς και τον ανήφορο της προσπάθειας και του
αγώνα. Ναι, ο κάμπος δεν τον συγκινεί ιδιαίτερα, τον μαγεύουν οι βουνοπλαγιές,
όπου το βλέμμα χάνεται ελεύθερο στον ορίζοντα, και όπου δεν υπάρχει η
ομοιομορφία της ελιάς και των πλαστικών των θερμοκηπίων, αλλά…
Αλλά ας παραθέσω
καλύτερα την πιο χαρακτηριστική στροφή.
Στη χώρα μας οι πέτρες ομιλούν.
Οι ώρες, απέραντες πεδιάδες,
κυοφορούν ποιήματα.
Οι πεζούλες στις πλαγιές γιόμισαν λιάτικα κλήματα,
αγάπες λατρευτές ελιές, πεύκα, πικροδάφνες, μυρτιές,
κι η φασκομηλιά και το θυμάρι
έχουν λόγο θεόπνευστο (σελ. 30).
Η λέξη «κλήματα»
απαντάει άλλη μια φορά στη συλλογή, η λέξη «ελιά» 4 φορές, η λέξη «πεύκο» 3
φορές, η λέξη «πικροδάφνη» άλλη μια φορά, το ίδιο και η «μυρτιά» και η
«φασκομηλιά», ενώ το «θυμάρι» άλλες δυο φορές. Επίσης από την τοπιογραφία του
βουνού συναντάμε τη λέξη «πέτρα» 16 φορές (μάλιστα ένα ποίημα έχει τον τίτλο «Πέτρες»),
το «χαράκι» 2, το «μονοπάτι» 12, το «βράχο» 7, την «πεζούλα» 5, τα «ξερολίθαρα»
2, το «βουνό» 14, τη «ρεματιά» 4, τα «πλατάνια» 2, την «καρυδιά» 2, την «πηγή»
3, το «νερό» 11. Η συχνότητα με την οποία απαντώνται αυτές οι λέξεις, πάρα
πολλές από τις οποίες αναφέρονται στην βουνίσια χλωρίδα, είναι ιδιαίτερα
χαρακτηριστική.
Από τα πιο ωραία,
αλλά και πιο συγκινητικά ποιήματα της συλλογής είναι τα αφιερωμένα στους γονείς
του. Και πρώτα στον πατέρα:
Αινιγματικά χαμόγελα
μάτια που βγάζανε φωτιά και γλύκα
κατακτητής που αλυσοδέθηκες με τα ζυγάλετρα
και αετός που κουβαλάς αιώνια πίκρα.
Ώσπου να ζω θα ’μαστε πάντα συντροφιά
πάντα γλυκιά παρέα η θύμησή σου
τα ροζιασμένα χέρια σου, η μορφή σου ουράνια ζωγραφιά
κι εκείνη η διφορούμενη κουβέντα η στερνή σου.
Το ποίημα αυτό
ξεχωρίζει για τις τετράστιχες στροφές του (εκτός από δύο), και για την πλεχτή
ομοιοκαταληξία ή ψευδοομοικαταληξία των ανισοσύλλαβων στίχων. Σε όλα τα
υπόλοιπα ποιήματα ο Κωστής ακολουθεί κανονικά τον χωρίς συγκεκριμένη φόρμα ελεύθερο
στίχο της σύγχρονης ποίησης.
Και για τη μάνα:
Με την εικόνα τη δική σου και του πατέρα μου
φυλαγμένες στο στήθος πορεύομαι
και σαν γυρνώ πίσω
προσπαθώντας ν’ αντιστρέψω το χρόνο
με περιμένει στην αυλή και με καλωσορίζει
με την αγάπη της.
Να και μια υποθήκη
του Κωστή, σε όλους εμάς, «μια ευχή και μια κατάρα συνάμα».
Να μη ριζώσεις ποτέ!
Ποτέ μην πεις είμαι καλά, πως βολεύτηκα (σελ. 26).
Και ένα απόσπασμα
ακόμη:
Σηκώθηκαν από τις θέσεις τους
εγκατέλειψαν τις πολυτελείς αίθουσες συνεδριάσεων
και μ’ ακολούθησαν.
Τα εξαίσιά τους ενδύματα ξεσκίστηκαν στα ξερολίθαρα
απώλεσαν τα υποδήματα, έμειναν ξυπόλητοι
απώλεσαν την υψηλή αίγλη
τη σίγουρη προοπτική
μαζί με τις γενιές που πέρασαν
κι αυτές που θα ’ρθουν
θα συναντηθούμε στους ωκεανούς της σιωπής.
Ένας προφητικός,
ζαρατουστραϊκός απόηχος είναι εδώ εμφανής.
Κωστή, μου φαίνεται
συνέλαβες κι εσύ το νόημα της ζωής.
Και ένα τελευταίο
απόσπασμα.
Τίποτα δεν έμεινε που να μην εκποιείται
εκείνο το αλέτρι του παππού εργαλείο βαθιάς μυσταγωγίας
σκεύος στιγμών ιερών ανυπέρβλητης ένωσης
και μεγαλείου
το ζήτησαν να το αγοράσουν
για διακόσμηση σε προθάλαμο ξενοδοχείου.
Αρνήθηκα (σελ. 60).
Το αλέτρι του πατέρα
μου, το πρώτο σιδερένιο που ήλθε στο χωριό, δεν ζήτησαν να μου το αγοράσουν.
Έτσι κι αλλιώς θα αρνιόμουνα κι εγώ. Είναι στην άκρη του περβολιού του πατρικού
μου, εκεί που έρχομαι κάθε χρόνο για τις διακοπές μου, στο Κάτω Χωριό,
συνδέοντας το παρελθόν της παιδικής μου ηλικίας με το παρόν.
Έχω και το χόμπι να
ανιχνεύω ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους οι οποίοι συχνά παρεισφρέουν
ασυνείδητα, όχι μόνο στον ελεύθερο στίχο της σύγχρονης ποίησης, αλλά και σε
πεζά κείμενα. Εδώ ανίχνευσα δύο.
Αιώνες τώρα ακροβατείς στου μαχαιριού την κόψη (σελ. 14)
Αργόσχολοι ντελάληδες και στοχαστές του ονείρου (σελ. 24)
Κωστή, ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδα τα ποιήματά σου, και με
το καλό η επόμενη ποιητική σου συλλογή.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment