Wednesday, September 30, 2020

Ζυράννα Ζατέλη, Στην ερημιά με χάρη

Ζυράννα Ζατέλη, Στην ερημιά με χάρη, Καστανιώτης 1995, σελ. 358

 


  Πάει, γέρασα, στη βιβλιοκριτική μου για το βιβλίο της Ζατέλη «Ηδονή στον κρόταφο» γράφω: «Και η δεύτερη συλλογή διηγημάτων μου άρεσε πολύ, «Στην ερημιά με χάρη», και βέβαια το εξαιρετικότατο «Και με το φως του Λύκου επανέρχονται».

  Ούτε που το θυμόμουνα ότι το είχα ξαναδιαβάσει, αν και αυτό δεν πρέπει να με εκπλήσσει. Πρώτον, γιατί ένα τέτοιο βιβλίο σίγουρα θα είχε πέσει στα χέρια μου και θα το είχα διαβάσει, και δεύτερον, γιατί στην ηλικία που είμαι, είναι φυσικό να ξεχνάω. Γι’ αυτό τώρα γράφω για κάθε βιβλίο ή ταινία που βλέπω, ενώ για τις ταινίες, παλιά, έκανα ένα αρχείο «tenies pou ida ke den egrapsa gi aftes» στο οποίο κατέγραφα τις ταινίες για τις οποίες δεν είχα κάνει κριτική. Τώρα γράφω για κάθε ταινία που βλέπω και για κάθε βιβλίο που διαβάζω.

  Κάθε στόρι, είτε πραγματικό είτε φανταστικό, αποτελείται από τους ήρωες και τα επεισόδια-και βέβαια το χώρο και το χρόνο που διαδραματίζονται αυτά. Πολλές φορές, το έχω ξαναγράψει, «το στόρι είναι το πρόσχημα» για να αναδειχθεί το φόντο. Όμως όταν δεν είναι, το βάρος της αφήγησης πέφτει είτε στους ήρωες είτε στα επεισόδια. Συνήθως όταν έχουμε συναρπαστικές πλοκές έχουμε τυποποιημένους ήρωες (crime, adventure, war, thriller, κ.ά.), και αντίστροφα, ήρωες με έντονη σκιαγράφηση του χαρακτήρα τους σε αναιμικές πλοκές. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση που ισοζυγιάζονται και τα δυο.

  Τα περισσότερα από τα διηγήματα αυτής της συλλογής εστιάζουν περισσότερο στους χαρακτήρες. Και οι χαρακτήρες αυτοί είναι συνήθως αποκλίνοντες, ως πιο ενδιαφέροντες αφηγηματικά. Αυτό εξάλλου ισχύει για πολλούς συγγραφείς (Μήτσου, Δημητρίου, κ.ά.). Εξαίρεση αποτελούν κάποια διηγήματα που είναι αυτοβιογραφικά.

  Πώς το ξέρω;

  Το ξέρω, γνωρίζοντας κάποια πράγματα από τη βιογραφία της, αλλά μου έχει πει και ένας φίλος που τη γνώριζε, όπως για παράδειγμα για τη σχέση της με τον πορτογάλο. Τα διηγήματα που βρίσκονται στο τέλος της συλλογής, ολοφάνερα αυτοβιογραφικά, τοποθετούνται στην Πορτογαλία.

  Δεν θα αναφερθώ σε καθένα ξεχωριστά, ούτε στα πιο εντυπωσιακά, απλά θα παραθέσω αποσπάσματα για να τα σχολιάσω.

  Στην κριτική μου για την «Ηδονή στον κρόταφο» καταλήγω:

  «Με γέμισαν αναμνήσεις τα αυτοβιογραφικά αυτά κείμενα της Ζατέλη, τόσο εξαίρετα στη γραφή τους, που αν δεν πυροδοτήσουν και δικές σας αναμνήσεις, σίγουρα όμως θα σας γοητεύσουν».

  Το έγραψα αυτό για να σας προϊδεάσω. Και αυτό το βιβλίο με γέμισε με αναμνήσεις, τις οποίες θα αφηγηθώ με την παράθεση κάποιων αποσπασμάτων.

  «Πέθανε όμως πενήντα έξι ετών, στο κρεββάτι της, από μια κρίση σκωληκοειδίτιδος, και κυρίως από το τραγικό λάθος μιας γειτόνισσας, που, μη μαντεύοντας σωστά την αιτία του πόνου, καπάκωσε την κοιλιά της Αλκμήνης με ζεστές κομπρέσσες και πυρωμένα κεραμίδια-ότι ακριβώς δεν έπρεπε για την περίπτωση» (σελ. 31).

  Στην ανάρτησή μου για την ταινία του Tom Tykwer «Τρέξε Λόλα, τρέξε», μιλώντας για τις συμπτώσεις γράφω:

    «Μεγάλο ζήτημα οι συμπτώσεις, με έχει απασχολήσει από τότε που διάβασα τις «Ρίζες της σύμπτωσης» του Άρθουρ Καίσλερ. Σε ένα αυτοβιογραφικό μου κείμενο έχω δώσει αυτό τον τίτλο. Πριν γράψω αυτό το κείμενο προσπάθησα να ανιχνεύσω τις συμπτώσεις που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου.

  Η πρώτη σύμπτωση: αν η θεια μου η Σταυρούλα δεν έβρισκε τον Μιχάλη το Γιανναδάκη να τον παρακαλέσει να πάει να βρει τον Μπαντουβά, να γλιτώσει τον πατέρα μου που οι αντάρτες του τον έδερναν στο σχολείο με την εντολή να τον σκοτώσουν στο ξύλο, ο πατέρας μου θα είχε πεθάνει και εγώ δεν θα υπήρχα τώρα.

  Να μη συνεχίζω, λέω να ξετυλίξω το κουβάρι σε ένα άλλο κείμενο».

  Δεν θα ξετυλίξω το κουβάρι, απλώς θα γράψω για την επόμενη σύμπτωση.

  Κουβάλησαν τον πατέρα μου στο σπίτι, αιμόφυρτο. Οι αδελφές του (τρεις, συγχωρεμένες όλες τους, όπως και ο πατέρας μου τώρα πια) του έκαναν ακριβώς ότι έκαναν και στην κοιλιά της Αλκμήνης, ζεστές κομπρέσες. Ευτυχώς που πέρασε κάποιος, γιατρός νομίζω, τις είδε και τους έβαλε τις φωνές: -Τρελές είστε; Ο άνθρωπος θέλει παγωμένα.

  Χάρη σ’ αυτή τη σύμπτωση, την εμφάνιση του γιατρού, ο πατέρας μου τη γλίτωσε.

  Το διήγημα από το οποίο παρέθεσα το απόσπασμα έχει τίτλο «Η βελόνα που ταξιδεύει».

  Θυμάμαι πόσο με είχε τρομοκρατήσει η μητέρα μου όταν ήμουν μικρός, με το να με προειδοποιεί συχνά: -Το νου σου κακομοίρη μου μην τρυπηθείς κατά λάθος από βελόνα, γιατί θα πάει στην καρδιά σου και θα πεθάνεις. Προφανώς είχε υπόψη της κάποια περίπτωση. Από τότε κάθε φορά που έπιανα βελόνα, συνήθως για να ράψω ή να στερεώσω ένα κουμπί, είμαι πολύ προσεκτικός, ασυνείδητα μπορώ να πω.

  «Δεν μπορούσε να διανοηθεί για την κόρη του κανέναν άντρα ως σύζυγο – και δεν της έκρυβε αυτήν του τη σκέψη-μετά την αμετάτρεπτη τύχη της να έχει έναν τέτοιο πατέρα. Ποιος νεαρός ή έστω ώριμος κύριος θα είχε τα φόντα να τον επισκιάσει, να τον αντικαταστήσει στη ζωή της; Ουδείς, απαντούσε μόνος του στην ερώτηση» (σελ. 41).

  Η άκρα αντίθεση με δυο ήρωες του Yasujiro Ozu, που κάνουν τα πάντα για να καταφέρουν τις κόρες τους να παντρευτούν, οι οποίες δεν ήθελαν να τους αφήσουν μόνους μετά τη χηρεία τους. Είναι οι ήρωες των ταινιών του «Late spring» (25) και «An autumn afternoon», η τελευταία του ταινία.  

  «Στο πιο μακρινό σημείο του ένα άλλο κοριτσάκι, με λουλούδια στο χέρι, κοιτάζει πάντα προς εμένα. Αόριστες κι επίμονες φωνές μου λένε πως είμαι εγώ εκείνη που με κοιτάζει από τόσο μακρυά…» (σελ. 60).

  Είναι το σύνδρομο του σωσία, αλλιώς σύνδρομο Fregoli, για το οποίο γράφει ο φίλος μου ο Πρατικάκης στο ομότιτλο βιβλίο του.

  «Γυρεύει ο κλέφτης να κρυφτεί και η χαρά δεν τον αφήνει» (σελ. 90).

  Τέτοιου είδους αποφθέγματα τα παραθέτω πάντα.

  «Η συγκέντρωση των μαθητών γινόταν κάτω από έναν αιωνόβιο πλάτανο… κι από κει πήγαιναν στοιχημένοι στην εκκλησία» (σελ. 92).

  Εμείς, τελευταία τάξη στο Γυμνάσιο (εξατάξιο τότε) δεν στοιχηθήκαμε, το θεωρήσαμε υποτιμητικό για την ηλικία μας να στοιχηθούμε μαζί με τους μικρότερους μαθητές, τους ακολουθήσαμε μπουλούκι. Την επομένη ο καθηγητής που μας συνόδευε μάς πήγε στο Γυμνασιάρχη. Δεν θυμάμαι αν και πώς τιμωρηθήκαμε. Αυτά στο χωριό μου, γιατί στην Ιεράπετρα μάλλον δεν θα τολμούσαμε.  

  «…η περιφρόνηση στο φόβο της γελοιοποίησης…» (σελ. 109).

  Θέλει μεγάλο θάρρος γι’ αυτό.

  «Τον είδα να τραγουδάει…» (σελ. 119).

  Το βρήκα στο διαδίκτυο, στην ιστοσελίδα της Δόμνας Σαμίου, μαζί με τους στίχους, και έχει τίτλο «Ντίλι ντίλι». Θυμάμαι, το έδωσαν σε ένα συμμαθητή του γιου μου να το απαγγείλει σε μια σχολική γιορτή, σε μια εκδοχή ρετσιτατίβο.

  Υπάρχει και μια άλλη μουσική εκδοχή, ανώτερη κατά τη γνώμη μου. Θυμάμαι πόσο μου άρεσε όταν την άκουσα από έναν ιταλό κιθαρίστα, που μαζί με τους φίλους του έκαναν διακοπές στον Παχύ Άμμο, εκείνη τη χρυσή εποχή με τις «καλαμάρες», τότε που είμασταν νέοι. Μπορείτε να την ακούσετε από το youtube.

  «…παιδεύοντάς την και η ζωή και ο θάνατος, χωρίς ούτε η μια να την κρατάει ούτε ο άλλος να την παίρνει…» (σελ. 127).

  Πραγματικό. Συζήτηση στο λεωφορείο, Μύρτος-Ιεράπετρα.

  -Ήντα κάνει ωρή ο άντρας σου;

  -Εκειά κείτεται όλη μέρα και βήχει, και ούτε ο διάολος τονε παίρνει ούτε καλά γίνεται.

    «Και μια φορά, έτσι όπως τα ’φτιαχνε καρουλάκια στα δάχτυλά της η μικρή Ανατολή, βρέθηκε ένα μεγάλο ψαλίδι δίπλα της, που το πήρε και, χωρίς να καταλάβει τι κάνει, έκοψε μια παχειά τούφα μαλλιά. Η Γενοβέφα πάγωσε ακούγοντας την ψαλιδιά, νοιώθοντας κάτι πολύτιμο να φεύγει από το κεφάλι της. Έμεινε κόκκαλο, άναυδη, οπότε η Ανατολή αποτελείωσε το έργο της με άλλες δυο τρεις βαρβάτες ψαλιδιές, πέταξε το ψαλίδι και το ’βαλε στα πόδια» (σελ. 144).

  Εγώ θα ήμουν τεσσάρων πέντε χρονών. Η μητέρα μου κοιμόταν. Τα μαλλιά της τα είχε πλεξούδες. Πήρα ένα ψαλίδι και έκοψα τη μία. Είπα να κόψω και την άλλη αλλά συγκρατήθηκα, φοβήθηκα ότι τότε θα θύμωνε πάρα πολύ.

  Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη όταν την είδα να έχει κόψει και την άλλη πλεξούδα.

  «…δέχτηκε το θάνατό του σαν μια μοναδική περίπτωση λύτρωσης. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να σωθεί απ’ το μαρτύριο της ελπίδας» (σελ. 177).

  Μπορεί η ελπίδα να πεθαίνει τελευταία, αλλά πράγματι είναι ένα μαρτύριο.

  «Πέθαιναν σωρηδόν οι αγαπημένοι… δεν μιλώ για πολιτικούς βέβαια-αυτοί και να πεθάνουν βρυκολακιάζουν-, ούτε για σύγχρονους θρησκευτικούς ηγέτες» (σελ. 184).

  Αυτό, χωρίς σχόλια.

  «Εύκολα υπέθετες πως θα ’χε ξαναδεί την ταινία πολλές φορές -την ήξερε απ’ έξω. Κι έκανε κάθε τόσο παρεμβολές κι επεξηγήσεις στα επί της οθόνης δρώμενα, και αστεϊσμούς, με δυνατή καμπανιστή φωνή…» (σελ. 190).

  Στις αρχές του ιρανικού κινηματογράφου υπήρχαν οι dilmaj. Αντιγράφω από τον βιβλίο του Hamid Naficy «Κοινωνική ιστορία του ιρανικού κινηματογράφου:

  «Live film translators (dilmaj) described, explained, interpreted, or performed aspects of the movies for spectators, most of whom initially could not read the intertitles of silent films or the subtitles of the sound movies» (1ος τόμος, σελ. 18).

  Φυσικά αυτοί που ήξεραν να διαβάζουν υπότιτλους ένοιωθαν ενοχλημένοι. Πολλές φορές δημιουργούνταν επεισόδια εξαιτίας αυτών των dilmaj. Υπήρχαν και αυτόκλητοι dilmaj, σαν τον παραπάνω, εντελώς ενοχλητικοί.

  «Ξαπλώνοντας για τον απογευματινό της ύπνο-για να τον χάσει έπρεπε να γυρίσει ο κόσμος ανάποδα-…» (σελ. 210).

  Και για μένα το ίδιο. Για τη sagrada siesta μου με ειρωνευόταν συχνά αγαπημένη φίλη.

  «Οι αριθμοί μέσα μου, από το ένα ως το μηδέν… είναι πολύ καθαροί και αλληλένδετοι· ο ένας σχηματίζεται από τον άλλον, και συνάμα ο ένας στέκεται εδώ, ο άλλος εκεί (παρίστανα με τα χέρια μου διάφορα επίπεδα), και κάνουν άπειρους συνδυασμούς» (σελ. 229).

  Και εγώ έχω μια χωρική τακτοποίηση των αριθμών, που προφανώς την έκανα όταν άρχισα να μαθαίνω να μετρώ. Από το ένα μέχρι το δέκα, τακτοποιημένοι σε ένα βέλος που πηγαίνει οριζόντια δεξιά, από το δέκα μέχρι το είκοσι λοξά αριστερά, από το είκοσι μέχρι το εκατό ευθεία πάνω, από το εκατό μέχρι το χίλια ευθεία δεξιά, από το χίλια μέχρι το δέκα χιλιάδες λοξά αριστερά, κ.ο.κ.

  «Η μύτη, σε όλες τις περιπτώσεις, είχε πρωταρχικότερο ρόλο από το στόμα και την προφορά» (σελ. 333).

  Ο λόγος για τα πορτογαλικά.

  Ξεπέταξα σε μια βδομάδα το βιβλίο των πορτογαλικών «Teach yourself books». Το ξαναδιάβασα ένα τριήμερο, για να διαβάσω το βιβλίο του Hernani Guimaraes Andrade «Parapsicologia experimental». Έγραφα τότε το πρώτο μου βιβλίο «Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα». Το διάβασα άνετα, με ελάχιστες άγνωστες λέξεις, αφού τις άλλες τις ήξερα από τα ισπανικά, τα ιταλικά και τα γαλλικά.

  Δεν ασχολήθηκα καθόλου με την προφορά των ισπανικών. Οι επεξηγήσεις της προφοράς στο βιβλίο ήταν πάρα πολλές, πάνω από πενήντα σελίδες.

  Ήμουνα πρωτοδιορισμένος στην Κάσο. Άκουγα από το ραδιοφωνάκι, παγκόσμιας εμβέλειας, που μου είχε στείλει δώρο ο φίλος μου ο Γιώργης ο Παπαδάκης, τον σταθμό των Τιράνων. Μα ποια είναι αυτή η γλώσσα που ακούω; Στήνω αυτή, ξεχωρίζω λέξεις, πολλές λέξεις. Ξαφνικά αναπήδησα: Μα αυτά είναι πορτογαλικά.

  Μέχρι τότε δεν είχα ακούσει να τα μιλάνε. Αυτό που διαπίστωσα κι εγώ ήταν η ένρινη προφορά. Μάλιστα τα χαρακτήρισα σαν βλάχικα ισπανικά. Εξάλλου η γραμματική, το συντακτικό και ένα μεγάλο μέρος του λεξιλογίου είναι όπως στα ισπανικά, με τις απαραίτητες βέβαια προσαρμογές. Η Conceição, το όνομα της μικρής ηρωίδας, είναι το ισπανικό Concepción, Σύλληψη (της Θεοτόκου).

  Εν τάξει, μόνο τρεις σελίδες και κάτι, ένα θερμό χειροκρότημα για σας που διαβάσατε μέχρι εδώ.

 

No comments:

Post a Comment