Friday, November 20, 2020

Bela Tarr, Κολαστήριο (Damnation, 1988)

Bela Tarr, Κολαστήριο (Damnation, 1988)

 


  Δεν ξέρω γιατί αλλάξαμε τον πρωτότυπο τίτλο που τον κράτησαν οι εγγλέζοι, αλλά τέλος πάντων.

  Στο έργο αυτό υπάρχει μια θεματική μετατόπιση και μια υφολογική διεύρυνση.

  Το θέμα εδώ δεν είναι ούτε οι σχέσεις των δύο φύλων ούτε οι ενδοοικογενειακές σχέσεις. Το θέμα είναι η προσωπογραφία ενός καταθλιπτικού ανθρώπου, ενός loser, του Karrer. Πίνει, χρωστάει. Η γυναίκα του τον διώχνει. Το ίδιο και η φιλενάδα. Πιο πριν ο άντρας της τον είχε απειλήσει να την αφήσει ήσυχη.

  Μα και η φιλενάδα;

  Εδώ έχουμε τον γνωστό μας Ταρ: τον διώχνει, όμως τον δέχεται ξανά.

  Πάλι έχουμε ανεξάρτητες, «δεικτικές» σκηνές, που πλαισιώνουν μια προσχηματική πλοκή.

  Ένας μπάρμαν του προτείνει μια δουλειά για την οποία θα αμειφθεί καλά: να μεταφέρει ένα δέμα. Δεν μας λέγεται αν είναι ναρκωτικά. Αυτός αρνείται, φοβάται, προτείνει τον φίλο του, τον άντρα της φιλενάδας του. Όμως αυτός κάνει μια λαμογιά με το δέμα, υπεξαιρεί ένα μέρος. 

  Σε μια κλασική ταινία θα την πλήρωνε.

  Τίποτα τέτοιο εδώ. Ο μπάρμαν είχε υπολογίσει αυτό το ενδεχόμενο και φρόντισε να μην εκτεθεί στους συνεργάτες του.

  Πάλι έχουμε τους ανερμάτιστους μονολογικούς διαλόγους. Η διαφορά; Οι μονόλογοι αυτοί είναι σχεδόν ποιητικοί. Ο Κάρερ στους εξομολογητικούς μονολόγους του, όλος αυτοταπείνωση, μου θύμισε πολύ τον αφηγητή στο «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι.

  Μια γυναίκα του απαγγέλει ένα εκτενές απόσπασμα από την Αγία Γραφή.

  Αγία Γραφή;

  Δεν είναι το μόνο στοιχείο που θυμίζει Ταρκόφσκι (τον είδα πακέτο, πριν τέσσερις βδομάδες είδα την τελευταία του ταινία, τη «Θυσία»). Τα μεγάλα πλάνα, η αργή κίνηση της κάμερας σε οριζόντιο τράβελινγκ ή γύρω από τα ακίνητα πολλές φορές πρόσωπα είναι και αυτά ταρκοφσκικά. Οι ερειπωμένοι χώροι των εξωτερικών γυρισμάτων μου θύμισαν τον  «Στάλκερ» και τη «Νοσταλγία».

  Δυο φορές νομίζω στην ταινία ο άνδρας της φιλενάδας του τού λέει ότι θα έχει κακό τέλος. Οι προβλέψεις σε μια ταινία σηματοδοτούν προσήμανση. Θα δούμε πράγματι τον Κάρερ να έχει κακό τέλος;

  Τίποτα τέτοιο.

  Η φιλενάδα του λέει ότι της αρέσει να βλέπει τη βροχή χωρίς να σκέφτεται τίποτα.

  Και στον Ταρ αρέσει η βροχή, θα δούμε κάμποσες φορές να βρέχει στην ταινία.

  Il pleure dans lecran comme il pleut sur la ville, να παραφράσω (αγαπημένο μου χόμπι η παράφραση) τον γνωστό στίχο του Βερλέν.

  Γαμώ το, κι έχω απλωμένα ρούχα, να τρέξω να τα μαζέψω.

  Στη βικιπαίδεια διαβάζω ότι το έργο έχει συγκριθεί με τον Ταρκόφσκι και με τον Αντονιόνι. Διαβάζω τις αναρτήσεις μου για τρεις ταινίες του Αντονιόνι που είδα. Τελικά όντως έχει πολλές ομοιότητες με την «Κόκκινη έρημο».

  Αναρτήθηκε σήμερα το έβδομο επεισόδιο της σειράς «Οι γυναίκες κάνουν ταινίες» στο ertflix, που δίνει θαυμάσια μαθήματα κινηματογραφίας (Κοίτα να δεις, κτυπάω τον σύνδεσμο από τα αγαπημένα για να τον αντιγράψω για αυτή την ανάρτηση, και τι βλέπω; Έκανα λάθος, έχει αναρτηθεί το όγδοο επεισόδιο αντί για το έβδομο. Το έβδομο τι έγινε; Το κατάπιε η μαρμάγκα; Όχι τίποτε άλλο, είχα αποφασίσει να το δω αφού θα τέλειωνα αυτό το κείμενο. Τώρα δεν γίνεται, θα περιμένω μέχρι να καταλάβουν την γκάφα τους και να αναρτήσουν και το έβδομο (τελικά τους έστειλα e-mail). Μετάνιωσα, θα το δω το όγδοο, αφού κάθε επεισόδιο είναι ανεξάρτητο, αναφερόμενο σε τρία στοιχεία κινηματογραφικής γραφής).

  Σε προηγούμενο επεισόδιο έμαθα για τους άξονες. Άξονας Χ είναι ο οριζόντιος, άξονας Ζ είναι ο άξονας βάθους πεδίου, στον οποίο η κάμερα θέλει να μας δείξει και το μπροστά και αυτό που βρίσκεται στο βάθος. Ε, όλο το διάστημα που έβλεπα την ταινία δεν έκανα τίποτα άλλο παρά να χαρακτηρίζω τα πλάνα αν ήταν σε άξονα Χ ή σε άξονα Ζ.

  Το πρώτο πλάνο, διάρκειας τριώμισι λεπτών, είναι χαρακτηριστικό του άξονα Ζ.

  Βλέπουμε τα βαγονέτα ενός ανθρακωρυχείου να πηγαινοέρχονται στα σύρματα. Με αργό ξεζουμάρισμα η κάμερα μας μεταφέρει μέσα σε ένα δωμάτιο, από το παράθυρο του οποίου τα παρατηρούμε. Με αργό τράβελινγκ προς τα δεξιά μας αποκαλύπτει τον Κάρερ.

  Μια ακόμη τεχνική κινηματογραφικής γραφής: μας τον δείχνει από πίσω, το κεφάλι του. Το πρόσωπό του θα το δούμε στο αμέσως επόμενο πλάνο, διάρκειας ενός λεπτού, καθώς ξυρίζεται.

    Τα δυο τελευταία πλάνα απλά εικονογραφούν για άλλη μια φορά τον αποκλίνοντα χαρακτήρα του. Στο προτελευταίο, διάρκειας δυόμισι λεπτών, τον βλέπουμε καθώς περπατάει μέσα στη βροχή να συναντάει ένα σκυλί που του γαυγίζει. Κι αυτός τι κάνει; Πέφτει στα τέσσερα και αρχίσει να γαυγίζει κι αυτός. Μετά από ένα λεπτό ο σκύλος υποχωρεί. Ο Κάρερ σηκώνεται και συνεχίζει το δρόμο του μέσα στη βροχή. Στο τελευταίο  πλάνο βλέπουμε τη βροχή να έχει δυναμώσει. Μετά από λίγο εμφανίζεται στο βάθος ο Κάρερ, να περπατάει προς τα αριστερά. Συναντάει ένα σκυλί, αλλά αυτό δεν του γαυγίζει, τον ακολουθεί. Φεύγει από το πλάνο. Η κάμερα με αργό τράβελινγκ σταματάει σε ένα σωρό χώματα ανακατωμένα με συρματόπλεγμα. Μέχρι τώρα ακούγαμε τον δυνατό ήχο της βροχής, τώρα ακούμε ήχο μουσικής. Η μουσική συνεχίζεται και μετά το τέλος του πλάνου που κρατάει δυο λεπτά, σε μια μαύρη οθόνη. Έπειτα από λίγο πέφτουν τα γράμματα τέλους.      

Σκέφτομαι με δέος την επόμενη ταινία του, το Sátántangó, διάρκειας 7 ωρών. Σκοπεύω να κάνω αύριο ολημεριά μπροστά στην τηλεόραση και να γράψω μεθαύριο γι’ αυτήν. 

  Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Φθινοπωρινός Άλμανακ».

No comments:

Post a Comment