Tuesday, December 8, 2020

Στρατής Μυριβήλης, Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, Το Βήμα 2001, σελ.

Στρατής Μυριβήλης, Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, Το Βήμα 2001, σελ.

 


  Επί τέλους το ξεκαθάρισα, κάποια στιγμή είχαν μπερδευτεί στο μυαλό μου οι δυο δασκάλες. Tελικά η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά είναι η Βουγιουκλάκη ενώ η δασκάλα με τα χρυσά μάτια είναι αυτή του Μυριβήλη.

  Αν δεν ήταν το «Μοναστήρι της Πάρμας» του Σταντάλ» θα έλεγα ότι δεν έχω διαβάσει πιο ερωτικό μυθιστόρημα.

  Έχω δηλώσεις στις κριτικές μου για ταινίες ότι μου αρέσουν τα romance. Επίσης ότι πρώτες στις προτιμήσεις μου έρχονται οι κωμωδίες- αν είναι καλές. Γιατί αν είναι κακές με ξενερώνουν, ενώ μια κακή περιπέτεια ή ένα κακό αστυνομικό μπορώ να το δω χωρίς να δυσανασχετήσω.

  Επίσης έχω δηλώσει ότι μου αρέσει το χιούμορ σε ένα μυθιστόρημα. Και ενώ η «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» είναι αγέλαστη μέχρι τη μέση, όπου κεντρικό επεισόδιο είναι ο θάνατος του Βρανά, μετά τα μισά βλέπουμε να εισχωρεί σιγά σιγά το χιούμορ, για να γίνει ολότελα ξέφρενο όταν ο Μυριβήλης αφηγείται την αποπλάνηση της Σουλτάνας, της νεαρής παραδουλεύτρας, από τον γερο-Κυργιαννάκη, που βέβαια θα έχει happy end. Αυτό έλειπε τώρα να μην αποκαταστήσει την τιμή της και να την παντρευτεί, τη στιγμή μάλιστα που εγκυμονεί το γιο του. Όσο γι’ αυτήν, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενη…

  Σε όλα τα μυθιστορήματα που δεν χαρακτηρίζονται ειδολογικά σαν αισθηματικά, πολεμικά, αστυνομικά, επιστημονικής φαντασίας, κ.ά. ο χαρακτηρισμός είναι «κοινωνικά», το αντίστοιχο του drama στον κινηματογράφο. Είναι το είδος που μου αρέσει περισσότερο (κι ας λέω για τις κωμωδίες) γιατί τα περισσότερα έργα των μεγάλων σκηνοθετών μόνο έτσι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Αυτό όμως δημιουργεί ένα πρόβλημα με την αφηγηματική αναμονή. Δεν ξέρουμε αν θα έχουν happy end ή όχι. Στα υπόλοιπα είδη – εξαιρούνται κάποια horror – δεν έχουμε «σασπένς του τι» θα γίνει στο τέλος, αλλά «σασπένς του πώς» θα φτάσουμε σ’ αυτό το τέλος. Σε μια κωμωδία για παράδειγμα είναι δεδομένο το happy end, που καταλήγει συνήθως σε γάμο, όπως και σε ένα αστυνομικό έργο ότι ο δολοφόνος θα συλληφθεί στο τέλος. Όμως στο κοινωνικό έργο όλα παίζονται.

  Τι θα γίνει με τον Λεωνή και τη Σαπφώ, θα τα φτιάξουν επί τέλους;

  Φλέγονται από έρωτα, όμως ανάμεσά τους μπαίνει ένας νεκρός, ο άντρας της που ήταν και φίλος του Λεωνίδα, το θάνατο του οποίου με τόση γλαφυρότητα αφηγήθηκε ο Μυριβήλης στην αρχή του μυθιστορήματος, ένας άντρας που δεν αγάπησε.

    «Καημό το ’χε να με παντρέψει [η θεία που τη μεγάλωσε] όπως όπως πριν πεθάνει. Τότες με γύρεψε ο δάσκαλος ο Βρανάς. Είπα το “ναι” σα να ’παιζα τις κουμπάρες… Δεν ήξερα… Δεκαεφτά χρονών ήμουνα σα με πήρε και ήταν είκοσι έξι. Αυτός μ’ αγάπησε. Αλήθεια. Ήταν ένα είδος αγάπης βαριά. Σχεδόν βάρβαρη. Με τσάκιζε σαν ένας βράχος. Τον έπιασε όπως σε πιάνει μια αρρώστια. Προσπάθησαν να τον αγαπήσω και γω. Πολέμησα με όλη μου την καρδιά…» (σελ. 236).  

  Νομίζω ότι όλοι στην πορεία της ανάγνωσης προσπαθείτε να λύσετε το σασπένς, ιδιαίτερα σε ένα αστυνομικό έργο, και μάλιστα της Αγκάθα Κρίστι: Ποιος απ’ όλους είναι ο δολοφόνος; Κάνετε εικασίες, ζυγίζετε τα δεδομένα…

  Εδώ τι εικασία θα κάνατε;

  Εγώ μάντευσα το happy end από το χιούμορ. Ένα έργο γεμάτο χιούμορ δεν μπορεί να έχει unhappy end. Η «ελαφρά δυσσυστολεία» της καρδιάς της κυρίας Σπανού, της δημαρχίνας που είναι και νονά του Λεωνή, η οποία επαναλαμβάνεται σαν λάιτ μοτίφ, έχει τη μερίδα του λέοντος σ’ αυτό το χιούμορ, όπως και το «ειδύλλιο» του Κυργιαννάκη και της Σουλτάνας. 

  Υπάρχει και η σάτιρα. Αδυσώπητος στη σάτιρά του ο Μυριβήλης σαρκάζει τη διαφθορά των υψηλά ισταμένων, αλλά και τους κουτσομπόληδες χωριανούς που κακολογούν τη χήρα αλλά τη λιγουρεύονται κιόλας, όπως τη χήρα στο Ζορμπά. Αναφέρεται ιδιαίτερα στις προμήθειες του στρατού κατά τη μικρασιατική εκστρατεία και στη διανομή των κτημάτων για τους πρόσφυγες.  

  «Η κυρία Σαπφώ είναι η γυναίκα που ονειρεύονται όλοι οι άντρες μέσα στο Μεγαλοχώρι. Όλοι, τ’ ακούτε; Παντρεμένοι και λεύτεροι. Νιοι και γεροντομπασμένοι…» (σελ. 201).

  Και στην ιστορία με τον Κυργιαννάκη και τη Σουλτάνα δεν αντέδρασαν καλύτερα.

  «Τότε το βδελυρό ζευγάρι, ο ανίκανος γέρος με το αγαθό κορίτσι που συνευρέθηκαν στο συκολόημα, γίνονταν όνειρα και παραμιλητό μέσα στο μισοΰπνιασμα του ερωτοκαμένου κόσμου της επαρχίας» (σελ. 396).

  Ο Μυριβήλης είναι εξαιρετικότατος στην περιγραφή των αισθημάτων των δυο ηρώων και πολύ επινοητικός στους τρόπους με τους οποίους αυτά αποκαλύπτονται, αλλά και στους τρόπους με τους οποίους προσπαθούν να τα κρύψουν. Θα το διαπιστώσετε και από κάποια από τα αποσπάσματα που θα παραθέσω.

  Να πούμε ακόμη ότι στην αφήγηση υπάρχει σε μεγάλη έκταση ο εγκιβωτισμός μέσα στον εγκιβωτισμό, ιστορίες σε τρίτο αφηγηματικό επίπεδο, ιστορίες από τους βαλκανικούς πολέμους που αφηγείται ο Λεωνής στον Βρανά. Ο πρώτος εγκιβωτισμός είναι ακριβώς αυτός, με τον φίλο του το Βρανά που πέθανε στο στρατιωτικό νοσοκομείο στο Εσκί Σεχήρ, και που δίνεται ως ανάμνησή του, όταν πηγαίνει με την αδελφή του στο εξοχικό τους. Και βέβαια δίνεται αποσπασματικά, όπως γίνεται στις κινηματογραφικές ταινίες με το μοντάζ.

  Είδαμε ακόμη μια φορά το μοτίβο «η αρχική αντιπάθεια γίνεται έρωτας». Αργότερα, όταν μάθει ο Λεωνής τι κρύβεται πίσω από την κοκεταρία και την όλη στάση της δασκάλας, θα δείξει κατανόηση. Είναι η αντίδρασή της απέναντι στα κουτσομπολιά.

  «Κατάλαβε ξάφνου την όχτρα της ενάντια σ’ αυτό το πλήθος. Δικαίωσε την εκδίκηση που έπαιρνε, ανεμίζοντας κάτω απ’ τη μύτη τους την απλησίαστη ομορφιά της, την ακαταμάχητη θηλυκάδα της, σαν κόκκινη παντιέρα ερεθισμού» (σελ. 290). 

  Και τώρα κάποια ακόμη αποσπάσματα. Θα αποφύγω εκείνα που περιγράφουν τη φρίκη του πολέμου.

  «Είχε οργανώσει στο Εσκί Σεχίρ την «παρέα των φιλογελώντων», που τα μέλη της έπρεπε να γελούν όσο μπορούνε πιο πολύ και με το τίποτα» (σελ. 40).

  Μου αρέσει το γέλιο, γι’ αυτό άλλωστε μου αρέσουν τόσο οι κωμωδίες, όμως με τίποτα δεν θα συμμετείχα σε μια τέτοια παρέα. Το γέλιο πρέπει να βγαίνει αυθόρμητα, το ίδιο και η έντασή του, αλλιώς είναι σαχλό.

  «Μια σλαβόφωνη κοπελίτσα, λυγερή και χλωμή. Πολύ χλωμή, σαν από διάφανη πορσελάνα. Είχε λεπτά, αναιμικά χείλια, μικρά, άγουρα στήθη και έξοχα ξανθά μαλλιά. Αληθινά έξοχα. Μια βασιλικά κορώνα γινότανε, βαριά και ολόχρυση, σαν τύλιγε τις μαλαματένιες πλεξούδες της γύρω στο κεφάλι της» (σελ. 59-60).

  Την κοπελίτσα αυτή την είχε ερωτευτεί ο δημοσιογράφος. Όμως το ειδύλλιο έμεινε στη μέση. Όταν ήλθε από τη Θεσσαλονίκη να την αναζητήσει είχε πεθάνει. Και ο ίδιος σκοτώθηκε λίγο αργότερα στη μάχη του Σκρα. Το επεισόδιο αυτό το δίνει θαυμάσια το σήριαλ.

  «Χτύπησε το χαλκά της οξώπορτας, και σε λίγο του άνοιξε μια ηλικιωμένη γυναίκα, καμιά πενηνταριά χρονών» (σελ. 139).

  Μαντεύω εσάς τις πενηντάρες αναγνώστριές μου να ανατριχιάζετε διαβάζοντας αυτές τις γραμμές. Τι καλά που γεννηθήκατε μισόν αιώνα αργότερα!!!

  «Αυτός, ο Ξυνέλλης, το λογάριαζε για την πιο μεγάλη τιμή του, για την πιο ιερή του ιδιότητα, το πως μπορεί να ’χει κι αυτός τον τίτλο του εφέδρου» (σελ. 187). 

  Τον έχω κι εγώ τον τίτλο του εφέδρου. Όταν απολύθηκα μου έστελναν το έντυπο του εφέδρου αξιωματικού, για κανένα χρόνο. Μετά με πήραν χαμπάρι και έπαψαν να μου το στέλνουν. Επίσης δεν με κάλεσαν για μετεκπαίδευση όπως συνηθιζόταν, μετά από πεντέξι χρόνια περίπου από την απόλυση, για ένα μήνα. Δεν φαντάζεστε πόσο στενοχωρέθηκα.

  «Ο Λεωνής προσπαθούσε να βρει γιατί, μόλις του τη σύστησαν, του ’μεινε η εντύπωση πως κάποτε η γυναίκα αυτή θα αφήσει τον άντρα της. Ύστερα θυμήθηκε πως τη λέγανε Νόρα και χαμογέλασε. Τα μοιραία ονόματα, πώς;» (σελ. 212).

  Το διακείμενο;

  Η Νόρα, από το «Κουκλόσπιτο» του Ίψεν (που μια κινηματογραφική μεταφορά της είδα να μεταφράζεται «Το σπίτι με τις κούκλες», παραπλανητικά, για να νομίσει κανείς ότι πρόκειται για ταινία erotic).

  «Και κείνος [ο Πύργος] μέσα στη φαντασία του είχε μείνει πελώριος σαν κάστρο, και η Πορτάρα πλατιά σαν την Πύλη του Αδριανού. Και τα βρήκε όλα αυτά τόσο μικρά. Και το χαγιάτι το θυμόταν μεγάλο σαν αλώνι… Τώρα που το μέτρησε με τα τωρινά του πόδια ήβρε πως ήταν ακριβώς τρεις δρασκελιές και κάτι… Το ίδιο και με το καλύβι της Ανερραγής. Ανέβηκε στο “δώμα” και το βρήκε μιαν απαλάμη τόπο. Και το ’ξερε μεγάλο σαν την Πλατεία του Συντάγματος» (σελ. 249).  

  Τον «Γυρισμό του ξενιτεμένου» ο Σεφέρης τον έγραψε αργότερα.  

  «Ο φόβος του γελοίου είναι ο καλύτερος δραγάτης για την αξιοπρέπειά μας» (σελ. 297).

  Σταχυολογώ τέτοιου είδους αποφθεγματικές φράσεις. Εγώ θα της έκανα update αντικαθιστώντας τη λέξη «δραγάτης» με τη λέξη «φρουρός».

  «Έρχονται νύχτες που κλαίω γι’ αυτό [το δύσμορφο, καθυστερημένο τρίχρονο γιο της] από αγάπη… Πάω και κλείνουμε, ώρες μαζί του… Εδώ, λέω, πρέπει να ρέψεις και συ. Είσαι η μάνα του. Πάω να το χαδέψω… να το νταντέψω… να του πω τραγούδια της κούνιας… Κι είναι ώρες ώρες πάλι που το βλέπω σαν ένα αναίσθητο και άλαλο όργανο για το βασανιστήριό μου… Είναι φρικτό Αδριανή. Δεν έχει νου. Δεν έχει καν μορφή… Γιατί τιμωρείται έτσι;… Και γω… Και είμαστε αθώοι και οι δυο μας… Αθώοι…» (σελ. 329).

  Κι όμως οι χωριανοί πιστεύουν ότι το κρατάει στη ζωή για να «εισπράττει το επίδομα, σαν ορφανό πολέμου» (ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, δεν ανιχνεύω μόνο τους ξένους, τους οποίους παραθέτω στο τέλος).   

  «Ο άγριος ρωτούσε με απορία: “Καλά, εμείς σκοτώνουμε τους εχθρούς μας για να τους φάμε. Εσείς, που δεν τρώτε ανθρώπινο κρέας, τι τους σκοτώνετε;”» (σελ. 366).

  Αν ήμουν εγώ θα του απαντούσα. «Έτυχε να τους τρώτε, όμως αν δεν τους τρώγατε τι θα τους κάνατε; Θα τους αφήνατε ελεύθερους ή θα τους βάζατε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης; Γιατί εμείς δεν τους σκοτώνουμε όλους».

  Θυμήθηκα τώρα:

  Ο άγριος ρωτάει τον Ποκοπίκο, τον οποίο ετοιμάζονται να κάνουν σούπα σε ένα καζάνι που βράζει. -Και μια και πρόκειται να σε σκοτώσουμε, πες μας ποια είναι η τελευταία σου επιθυμία. -Θέλω να πεθάνω από βαθιά γερατειά.

  «Μια παράξενη ελληνοχριστιανική ποίηση. Ένας ασελγής ειδωλολάτρης που τραγουδά τον έρωτα με βυζαντινά τροπάρια» (σελ. 418).

  Ποιος είναι αυτός;

  Ο Παπαδιαμάντης.

  Πιο καίριο χαρακτηρισμό για το έργο του δεν έχω συναντήσει.

  «Τόνε λάτρευε γιατί έσωσε κάπως την τιμή των ελληνικών όπλων στην υποχώρηση, τότε που όλοι οι άλλοι γαλονάδες παραπιλαλούσαν με τους φαντάρους. Λοιπόν οι εφημερίδες γράφανε ότι αυτό τον ημίθεο, το “μαύρο καβαλάρη” το θρυλικό…» (σελ. 425).

  Ο πατέρας μου μού μιλούσε με ενθουσιασμό για τον «μαύρο καβαλάρη», που έδινε μάχες οπισθοφυλακής κατά την υποχώρηση ώστε να κερδίσουν χρόνο οι άλλοι να φτάσουν στα παράλια και να τους παραλάβουν τα καράβια πριν τους πετσοκόψουν οι τούρκοι. Διάβασα δυο βιογραφίες του και θαύμασα τον ηρωισμό, αλλά και την τιμιότητα του ανθρώπου.

  «Σαν τα φέρει δύσκολα, ο διάβολος και παπάς γίνεται, λέει μια παροιμία» (σελ. 429).

  Δεν σταχυολογώ μόνο αποφθεγματικές φράσεις αλλά και παροιμίες.

  «Η Σαπφώ, με τη διαίσθηση της ερωτεμένης γυναίκας, κατάλαβε πριν απ’ αυτόν πως ετούτος ο άθλος ήτανε για κείνη» (σελ. 444).

  Ποιος άθλος;

  Ο Λεωνής έσωσε ένα κοριτσάκι, παγιδευμένο μέσα σε ένα κτίριο που φλεγόταν.

  «Έτσι ακριβώς όπως μέσα στην ιστορία του Δάφνη και της Χλόης. Έκανε να θυμίσει στην Αδριανή πως αυτά τα τοπία είναι που είδαν το ειδύλλιο του Λόγγου» (σελ. 483).

  Το διάβασα πριν πέντε μήνες, και είδα σχεδόν όλες τις ταινίες που γυρίστηκαν σαν μεταφορά του ή εμπνευσμένες απ’ αυτό, εκτός από μία.

  «Έτσι απόφευγε το κάθε άγγιγμά της. Κι όσες φορές έλαχε ν’ αγγιχτούν, αποτραβιούντανε και οι δυο τους από μια ένστιχτη τρομάρα, σαν να ακουμπούσαν από απροσεξία πάνω σ’ αναμμένο κάρβουνο. Κοιτάζονταν τότε βιαστικά, κι έβλεπαν αυτό το φόβο να περνά, σαΐτα, μέσα απ’ τα μάτια τους (σελ. 496).

  Οκτώ σελίδες πριν το τέλος, αποκλείεται να μην είναι happy.

  Για να ολοκληρώσουμε το σπόιλερ θα το παραθέσουμε. Δεν είναι καμιά γαργαλιστική περιγραφή, σαν αυτή που θα έκανε ένας σημερινός πεζογράφος.

  «Την έσφιξε στην αγκαλιά του σαν ένα λάφυρο. Έσκυψε στο πρόσωπό της έξαλλος, έσκυψε πολύ κοντά, πάνω από τα χρυσά μάτια της. Και τα βρήκε να τον κοιτάνε από κάτω, όπως κοιτάνε τα μάτια των αρρώστων μέσα απ’ το βύθος της θέρμης. Η ματιά του μπήκε μέσα της, αρσενική και βάρβαρη. Ήταν η αστραψιά της τρέλας του, κυκλοφόρησε μονομιάς μέσα της. Πήγε κι ήλθε ο σπασμός ως τα ακρότατα των νεύρων της. Ένα γλυκό ρίγος τη συντάραξε σύγκορμη, και σφίχτηκε σπασμωδικά πάνω του μ’ όλη της την ύπαρξη.

  Τότες αυτός γύρισε τα μάτια του ένα γύρο, σαν ένα αγρίμι που γυρεύει καταφύγι για να σπαράξει το θήραμά του. Είδε τις πυκνές τούφες της φτέρης, την πήγε βιαστικά εκεί, την απόθεσε προσεκτικά εκεί πάνω στο παχύ στρώμα της πρασινάδας, που τσακίστηκε και μύρισε βαριά κάτω από τα γόνατά του, και την έκανε δική του μ’ έναν τρόπο βίαιο, σχεδόν εχτρικό.

  Τα μάτια της βασίλεψαν κάτω από τα βαριά ματόκλαδα, τα δάχτυλα ξαμόλυσαν λίγο λίγο το μαντήλι με τα καβούρια.

  Αυτά ξαπολύθηκαν μονομιάς, ξελευτερωμένα, μ’ ένα χαρούμενο χαρχάλεμα μέσα στα χόρτα και μέσα στις πέτρες, χιμώντας πίσω κατά το ρέμα τους, με τις κουτσουρεμένες τους δαγκάνες όρθιες».

  Ξαναγέλασα διαβάζοντας υπογραμμισμένα αποσπάσματα γεμάτα χιούμορ, όμως δεν γινόταν να τα παραθέσω, ήδη βρίσκομαι στην τέταρτη σελίδα.  

  Είδαμε και το σήριαλ, σε σκηνοθεσία Κώστα Αριστόπουλου, με τον Γιάννη Φέρτη, την Κάτια Δανδουλάκη, τον Νικήτα Τσακίρογλου και την Ειρήνη Ιγγλέση, η οποία έφυγε, δυστυχώς, στις 20 Αυγούστου, στους επώνυμους ρόλους, με εξαιρετικές ερμηνείες.

  Η Μαργαρίτα Λυμπεράκη που υπογράφει το σενάριο δεν είναι σεναριογράφος. Το σήριαλ θα έλεγα ότι είναι εντελώς αντικινηματογραφικό. Όμως η Λυμπεράκη τίμησε τον πεζογράφο, και μετέφερε αυτούσια κείμενα από το μυθιστόρημα στο σενάριό της, κάνοντας το σήριαλ σαν «εικονογραφημένο» audio book. Αυτό ήταν βασικά που ήθελα και εγώ, μια όσο γίνεται πιο πιστή μεταφορά του μυθιστορήματος, και ας είναι και λίγο αντικινηματογραφική. Βέβαια ήταν και ο μόνος τρόπος να γεμίσουν τα δεκατέσσερα επεισόδια, σε ένα μυθιστόρημα που του πήγαινε καλύτερα η κινηματογραφική μεταφορά παρά το σήριαλ με τους πλατειασμούς του.   

  Είναι αναρτημένο στο youtube, όμως όχι σε πολύ καλή ποιότητα, κατανοητόν, μια και γυρίστηκε το 1979. Εδώ από το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» που είχε προβληθεί μόλις τέσσερα χρόνια πριν, από τα πενήντα επεισόδια σώθηκαν μόνο δεκαοκτώ.  

  Όμως να κάνουμε και εδώ κάποια σχόλια.

  -Ομορφύνατε νονά…

  Χα χα χα, η νονά, κατευχαριστημένη.

  Δεν ήταν ετοιμόλογη.

  Διαφορετικά θα του έλεγε: «Δηλαδή παλιά ήμουν άσχημη;».

  Από τα πιο ωραία επεισόδια είναι αυτό με το ειδύλλιο του δημοσιογράφου με τη σλάβα, το είπαμε ήδη, το οποίο πολύ μου άρεσε.

  Βλέποντας δυο άτομα να παλεύουν γυμνά ποιος να ρίξει τον άλλο κάτω, σκέφτηκα ότι η ελληνορωμαϊκή πάλη (για την ακρίβεια ελληνική που την υιοθέτησαν και οι ρωμαίοι και μπράβο τους) δεν έχει καμιά σχέση με τη σημερινό box. Άλλη καιροί, άλλα ήθη.

  Η Πιπίνα είναι μια γεροντοκόρη.

  Τι διαφέρει μια Πιπίνα από ένα Πιπίνι;

  Όσο η μέρα με τη νύχτα.

  Το τέλος το απλοποίησε η Λυμπεράκη, φαντάζομαι για λόγους κινηματογραφικής οικονομίας. Άντε τώρα να ψάχνεις για καβούρια. Δέστε το εδώ.

  Και τώρα τρεις ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι που έπεσαν στην αντίληψή μας:  

  Το πως μπορεί να ’χει κι αυτός τον τίτλο του εφέδρου (σελ. 187)

  Ήβρε πως ήταν ακριβώς τρεις δρασκελιές και κάτι (σελ. 249)

  Τις λείες ποταμόπετρες με τις γαλάζιες φλέβες (σελ. 496)

  Είδαμε και δυο άλλα μέτρα:

  Ο γιατρός επεμβαίνει με ήσυχο πείσμα (σελ. 195, ανάπαιστος)

  Πάω και κλείνουμε, ώρες μαζί του (σελ. 329, δάκτυλος)

  Σας συνιστώ θερμά να διαβάσετε αυτό το μυθιστόρημα, όσοι δεν το έχετε ήδη διαβάσει.

  Παραλίγο να το ξεχάσω, θα συζητήσουμε γι’ αυτό αύριο Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου στη Λέσχη Βιβλίου του Victoria Square Project, διαδικτυακά φυσικά. Όποιος θέλει μπορεί να παρακολουθήσει και να συμμετάσχει. Απλά πατήστε το σύνδεσμο, όχι πριν τις έξι. Είναι μέσω της πλατφόρμας του Zoom.

  https://us02web.zoom.us/j/84048483398  

 

No comments:

Post a Comment