Sunday, December 6, 2020

Ελπινίκη Βουτσά-Ρεντζεποπούλου, Ποιος θα φαγωθεί; (2020)

Ελπινίκη Βουτσά-Ρεντζεποπούλου, Ποιος θα φαγωθεί; (2020)

 


  Η ταινία «Ποιος θα φαγωθεί» που προβλήθηκε διαδικτυακά (πώς αλλιώς) στο 33ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου βραβεύτηκε με το βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Αυτήν προλάβαμε και είδαμε, μας ξέφυγαν οι άλλες δυο βραβευμένες ελληνικές ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος (προβλήθηκαν και ταινίες εκτός διαγωνισμού, όπως οι «Γραμμές» και η «Ενοχή» του Βασίλη Μαζωμένου), το  «Digger» και το «Senior citizen», έτσι θα γράψουμε μόνο γι’ αυτήν.

  Αγαπημένο όνομα η Ελπινίκη, ελάχιστες φορές το έχω συναντήσει.

  Ήταν το όνομα της μητέρας μου.

  Όμως δεν είναι για αυτό το λόγο που θα γράψω καλά λόγια για την ταινία, η ταινία είναι όντως πολύ καλή.

  Ο μύθος του Κρόνου που τρώει τα παιδιά του χρησιμοποιείται σαν αλληγορία στην ταινία.

  Όμως δεν τρώγονται όλα τα παιδιά. Αυτά που τρώγονται σήμερα στην Ελλάδα (αν αφήσουμε στην άκρη τα θύματα του κορονοϊού) είναι οι μετανάστες.

  Μα τι λέω, κι αυτούς τους τρώει ο κορονοϊός, καθώς είναι αδύνατον γι’ αυτούς να κρατάνε αποστάσεις. Μεγάλο άγχος έχουν οι φίλοι μου στην Κρήτη, μήπως οι πακιστανοί που θα πάρουν για το λιομάζωμα είναι φορείς, μια και οι πιθανότητες είναι πολύ μεγάλες καθώς μένουν πολλοί μαζί στο ίδιο σπίτι.

  Η Δανάη, η ηρωίδα της ταινίας, είναι ακτιβίστρια, αγωνίζεται για τους μετανάστες. Όμως έχει και τους προσωπικούς της στόχους, τη διατριβή της, το μεταπτυχιακό της. Ο ξάδελφός της την παραλαμβάνει στην Αθήνα.

  Η ταινία αποτελείται από ανεξάρτητα επεισόδια στα οποία συνδετικός άξονας είναι η Δανάη. Μαθαίνει ελληνικά σε ένα κοριτσάκι από το Ιράν. Το κοριτσάκι ξέρει αγγλικά, και μέσω των αγγλικών γίνονται τα μαθήματα.  

  Τι θα πει modar;

  Θα πει μαμά, μητέρα.

  Λάθος, θα πει μήτηρ.

  Και pedar;

  Θα πει μπαμπάς.

  Λάθος, θα πει πατήρ.

  Κάποτε ήθελα να κάνω μαθήματα σε μετανάστες. Όμως δεν ήθελα να τα κάνω σε κάτι στέκια αναρχικών, όπως μια φίλη μου, προτίμησα τους χώρους του ΠΑΣΟΚ. Πήγα, τους βρήκα, τους είπα ότι ήθελα να κάνω μαθήματα σε μετανάστες, ποιον ξέρεις, μου λένε, τους λέω τον Μιχάλη τον Καρχιμάκη, καλά, άφησε τηλέφωνο και θα σε πάρουμε.

  Δεν με πήραν ποτέ.

  Άργησα να υποψιαστώ γιατί.

  Για τα μαθήματα αυτά μάλλον έπεφτε κάποιο ευρωπαϊκό κονδύλι (το ΠΑΣΟΚ ήταν τότε κυβέρνηση). Αυτοί που δίδασκαν σίγουρα πληρώνονταν απ’ αυτό το κονδύλι. Εγώ, τζαμπατζής, θα τους χαλούσα την πιάτσα.

  Δυο επεισόδια με μια γαλλίδα και μια γερμανίδα, η μια πουλούσε ρούχα και η άλλη είδη δώρων, που τις ακούμε να λένε πράγματα κουφά, αποτελούν προφανώς αλληγορίες για τα δυο μεγάλα κράτη.

  Η Δανάη αγοράζει κουτιά, απ’ αυτά που μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο. Επιλέγει ένα. Τοποθετεί το φόρεμα που είχε αγοράσει από τη γαλλίδα. Βγάζει το κινητό της για να της μεταφράσει στα ιρανικά το happy birthday.

  Σωστά το μεταφράζει. Το επιβεβαιώνω από το translate.google.com, το οποίο, δυστυχώς, δεν έχει ούτε λατινική μεταγραφή ούτε ηχητική απόδοση όπως στις άλλες γλώσσες.

  Κοιτάζει το κινητό και το ζωγραφίζει σε ένα χαρτί. Ανάποδα, από δεξιά προς τα αριστερά και όχι από αριστερά προς τα δεξιά όπως κάνουν οι ιρανοί.

  Μια και ασχολούμαι με τον ιρανικό κινηματογράφο, και μια και έχω ασχοληθεί με κάποιες γλώσσες, είπα να μάθω φαρσί σε επίπεδο teach yourself books. Για να τα μάθω φαρσί αποκλείεται.

  Απογοητεύτηκα.

  Τα φωνήεντά τους στις λέξεις τα παραλείπουν ως ευκόλως εννούμενα-για τους ίδιους εννοείται. Μόνο το ا, το «α», δεν παραλείπουν ποτέ, όπως και το ی , το «ι». Προς το παρόν προσπαθώ να τα απομνημονεύσω, βλέποντας τα ιρανικά ονόματα των σκηνοθετών και τους τίτλους των ταινιών και στη λατινική τους μεταγραφή.

  Με τον ξάδελφο συναντάνε ένα φασιστόμουτρο να προπηλακίζει ένα μετανάστη. Ο ξάδελφος παρεμβαίνει, αυτή όχι.

  Έχει κουραστεί;

  Λιγάκι.

  Ο ξάδελφος τη μαλώνει, προσπαθώντας να την ενθαρρύνει να ξαναμπεί στο παιχνίδι.

  Είναι στο νησί της, μάλλον τη Χίο. Παίρνει ένα μήνυμα. Της γράφει η Ταρανόμ από τη Γερμανία, όπου βρίσκεται τώρα. Την παρακαλεί να πάει στη Χίο όπου θα έλθουν ένας ξάδελφός της από το Αφγανιστάν με την οικογένειά του. Αν βρίσκεται εκεί θα τους γλιτώσει από τους μπελάδες που αντιμετωπίζουν όλοι οι μετανάστες.

  Θα πάει;

  Το τελευταίο πλάνο, δυόμισι λεπτών (μου θύμισε το τέλος στο «Κολαστήριο» του Bela Tarr), με ένα άνυδρο ορεινό τοπίο, πιθανώς της Χίου, μας κάνει να υποθέσουμε ότι πήγε, ότι ξαναμπήκε πάλι στο παιχνίδι.

  Η Ελπινίκη έχει μια εικαστική αίσθηση του πλάνου παίρνοντας μακρά πλάνα, ακίνητα τις περισσότερες φορές σαν κάδρα, που δεν κολλάνε υποχρεωτικά με την πλοκή. Την ελκύει ιδιαίτερα στο μούχρωμα.

  Πολύ μου άρεσε η ταινία της.  

 

No comments:

Post a Comment