Έριχ Μαρία Ρέμαρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο (μετ. Κώστας Θρακιώτης), Ζαχαρόπουλος 1983, σελ. 231
Αφού διάβασα τη «Ζωή εν τάφω» του Μυριβήλη, ένα ελληνικό αντιπολεμικό μυθιστόρημα, είπα να ξαναδιαβάσω και το «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο». Το είχα στα υπόψιν να το ξαναδιαβάσω, και ήξερα ότι κάποια στιγμή θα δινόταν η ευκαιρία. Και να που δόθηκε.
Το «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο» είναι ένα μυθιστόρημα-σταθμός στη ζωή μου. Μέχρι τα δώδεκά μου χρόνια δεν είχα πιάσει στα χέρια μου βιβλίο, πού να το βρω στο χωριό μου, το Κάτω Χωριό, όνομα και πράμα. Ο «Μικρός Ήρως» και ο «Γκαούρ Ταρζάν» ήταν τα μόνα μου αναγνώσματα. Αργότερα προστέθηκαν ο «Γκρέκο, η ήρως των γηπέδων» και η «Μάσκα». Τα έφερνε ο Γιακουμής ο Λασιθιωτάκης στο μπακάλικό του στην πλατεία του χωριού, που λειτουργούσε και ως πρακτορείο εφημερίδων.
Όταν μαθητής της έκτης δημοτικού με πήγαν οι γονείς μου στο Ηράκλειο να κάνω εγχείρηση αμυγδαλών, στην κλινική του Φλουράκη με τον οποίο είμασταν και συγγενείς, για να αμβλύνουν το άγχος μου μού αγόρασαν ένα βιβλίο, βιβλίο όμως παιδικό, τον «Μιχαήλ Στρογκώφ» του Ιούλιου Βερν.
Την ίδια χρονιά ή την επόμενη, δεν ξέρω πώς, ξέπεσε στο μπακάλικο του Γιακουμή το «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο». Το διάβασα, δηλαδή τι το διάβασα, το ρούφηξα κυριολεκτικά. Τόσο πολύ με εντυπωσίασε που κάθισα και έγραψα ένα αντιπολεμικό διήγημα. Πρέπει να το διάβασα στο σχολείο. Ήταν η πρώτη μου λογοτεχνική απόπειρα. Η επόμενη θα ήταν δυο χρόνια αργότερα, στην τρίτη γυμνασίου, αλλά για αυτήν έχω γράψει αλλού.
Περιέργως δεν υπάρχει εγκιβωτισμός στην ιστορία, σε αντίθεση με τη «Ζωή εν τάφω». Το βιβλίο ξεκινάει με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ως εξής: «Είμαστε εννιά χιλιόμετρα πίσω απ’ το μέτωπο. Χτες μας αντικατάστησαν. Τώρα έχουμε το στομάχι μας γιομάτο από άσπρα φασόλια, βοδινό κρέας κ΄ είμαστε χορτάτοι και φχαριστημένοι».
Και τελειώνει με τριτοπρόσωπη:
«Έπεσε τον Οχτώβρη του 1918, μια μέρα ήσυχη σ’ όλο το μέτωπο και που το επίσημο ανακοινωθέν ανέφερε στερεότυπα: «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπον» .
Έπεσε με το κεφάλι μπροστά κ’ ήταν ξαπλωμένος στη γη σαν να κοιμότανε. Σαν τον γύρισαν, είδαν πως δεν υπέφερε πολύ. Το πρόσωπό του είχε μια έκφραση τόσο γαλήνια που θα ’λεγες πως ήταν φχαριστημένος γιατί έτσι τέλειωσε».
Η διαφορά με τη «Ζωή εν τάφω»:
Σ’ αυτήν έχουμε «σασπένς του πώς» κατέληξε να σκοτωθεί ο Κωστούλας. Εδώ έχουμε «σασπένς του τι» θα γίνει στο τέλος. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση σίγουρα δεν προϊδεάζει για το θάνατο του αφηγητή, που ονομάζεται Paul Baumer.
Η φρίκη του πολέμου είναι το κεντρικό θέμα και στα δύο μυθιστορήματα. Οι φαντάροι δεν ονειρεύονται δόξες, φοβούνται το θάνατο, κάποιοι λιποψυχούν, σκέφτονται αυτούς που άφησαν πίσω, και δεν βλέπουν την ώρα να τελειώσει ο πόλεμος.
Θα γίνει και εδώ αναφορά στη λιποταξία, όμως στο έργο του Μυριβήλη βλέπουμε και την εκτέλεση των λιποτακτών.
Και εδώ θα δούμε τον σκληρό υπαξιωματικό όπως και στο έργο του Μυριβήλη, μόνο που εδώ θα εισπράξει την τιμωρία του για τη σκληρή μεταχείριση των συμμαθητών.
Τι έγιναν οι συμμαθητές αυτοί;
Ας δώσουμε τον λόγο στον Ρέμαρκ.
«Την ώρα που γράφανε και βγάζαν λόγους, βλέπαμε εμείς τα νοσοκομεία και τους ανθρώπους να πεθαίνουν. Κ’ ενώ την προς την πατρίδα υπηρεσία την περιέγραφαν σαν τη μεγαλύτερη απ’ όλες, εμείς ξέραμε πως ο φόβος του θανάτου είναι το πιο φοβερό μαρτύριο που υπάρχει. Μα δε γίναμε στασιαστές, ούτε λιποτάχτες, ούτε δειλοί (αυτές τις λέξεις πάντα τις είχαμε στο στόμα). Αγαπούσαμε την πατρίδα μας όσο κι αυτοί και σε κάθε επίθεση πηγαίναμε με θάρρος μπροστά. Μα τώρα ξεχωρίζαμε μερικά πράγματα. Μάθαμε να βλέπουμε και βλέπαμε πως τίποτε δεν έμεινε όρθιο απ’ τον κόσμο τους. Ξαφνικά βρεθήκαμε σε μια τρομερή μοναξιά. Μόνοι, ολότελα μόνοι, έπρεπε να βρούμε το δρόμο μας» (σελ. 14-15).
Είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματα που δίνουν το στίγμα του έργου.
«Δίνω στο Μύλλερ μια κλοτσιά γιατί ο αθεόφοβος μπορεί να του πει αυτό που ακούσαμε έξω απ’ τους νοσοκόμους, πως ο Κέμεριχ δεν έχει πια πόδι. Του το ’κοψαν» (σελ. 15).
Εδώ τη σύγκριση θα την κάνουμε με τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια», επίσης του Μυριβήλη, που στην αρχή αναφέρεται στη φρίκη του πολέμου και στον Βρανά, το φίλο του Λεωνή, του κεντρικού ήρωα, που επίσης του έκοψαν το πόδι και δεν έπρεπε να του το πούνε, καθώς δεν το είχε αντιληφθεί. Και οι δυο πέθαναν.
«Η στρατιωτική μας εκπαίδευση βάσταξε δέκα βδομάδες και στο διάστημα αυτό αλλάξαμε τόσο ριζικά, παρά τα δέκα χρόνια που περάσαμε στο σχολείο. Μάθαμε πως ένα καλογυαλισμένο κουμπί έχει μεγαλύτερη σημασία από τέσσερους τόμους του Σοπενχάουερ» (σελ. 15).
Μήπως και από το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» του Νίτσε;
«Δεκατέσσερις φορές… Όλο έβρισκε και κάποιο κουσούρι και μου το χάλαγε. Μέσα σε είκοσι ώρες -φυσικά με διαλείμματα- βερνίκωσα ένα ζευγάρι παλιοπάπουτσα, σκληρά σαν την πέτρα και τα ’κανα μαλακά σαν βούτυρο, που ο ίδιος ο Χίμελστος δεν μπόρεσε τίποτε να πει. Σκούπισα με διαταγή του, με οδοντόβουρτσα το θάλαμο της διμοιρίας μας. Ο Κροπ κ΄ εγώ καθαρίζαμε με μια βούρτσα του χεριού και με μια σκούπα το προαύλιο του στρατώνα απ’ το χιόνι και θα δουλεύαμε ώσπου να κοκαλιάσουμε απ’ το κρύο, αν τυχαία δεν περνούσε ένας υπολοχαγός και να μας διώξει, στέλνοντας στο διάβολο το Χίμελστος. Δυστυχώς από τότε ο Χίμελστος λύσσαξε μαζί μας» (σελ. 24).
Ο υπαξιωματικός που λέγαμε, που αργότερα πλήρωσε αυτά τα καψόνια που τους έκανε.
«Γίναμε σκληροί, δυσκολόπιστοι, άπονοι, εκδικητικοί, σωστά κτήνη, κι αυτό ήταν κάτι καλό, γιατί ετούτα μας έλειπαν… Αν μας έστελναν στα χαρακώματα χωρίς αυτή την προπαρασκευή, σίγουρα θα τρελαινόμασταν. Ήμασταν όπως και να το πεις προετοιμασμένοι για το καθετί» (σελ. 25-26).
Σωστά το είπε, σωστά κτήνη.
«Κάθε λίγο τρανταζόμαστε τόσο, που κοντεύουμε να πεταχτούμε καμιά ώρα έξω απ’ τ’ αμάξι. Μα δε μας νοιάζει. Τι μπορεί να πάθουμε; ένα σπασμένο χέρι είναι καλύτερα παρά μια τρύπα στην κοιλιά. Κ’ είναι πολλοί που θα ’θελαν να πετύχουν μια τέτοια ευκαιρία για να πάνε στα σπίτια τους» (σελ. 45).
Στη «Ζωή εν τάφω» υπήρχε κάποιος που κατασκεύαζε αρρώστιες έναντι αμοιβής. Τον ανακάλυψαν όμως. Σκοτώθηκε πριν περάσει στρατοδικείο.
«Δυο άντρες μπροστά στο καμιόνι κρατάνε κάτι αγκυλωτά μπαστούνια προσέχοντας τα σύρματα του τηλεφώνου που κρέμουνται πάνω στο δρόμο τόσο χαμηλά που θα μπορούσαν να μας κόψουν τα κεφάλια. Τα πιάνουν οι δυο φαντάροι με τα μπαστούνια τους και τα σηκώνουν πάνω από μας. Ακούμε την προειδοποίησή τους. -Προσοχή! Σύρμα! (σελ. 63).
Ο Χρηστάρας (Χρήστος Παπαγεωργίου, καλή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται) άρχισε ξαφνικά να τραγουδάει: «Σύρμα πάνω σύρμα κάτω και στα Φάρσαλα μαντάτο». Μας προειδοποιούσε, ερχόταν ο διοικητής, να αφήσουμε την πολιτικολογία με τον Γιάννη τον Πευκιανάκη.
«-Αν ήμουν στη θέση σου θα προσπαθούσα να γίνω ανθυπολοχαγός. Τότε θα μπορούσες να τον συγυρίσεις για καλά ώσπου να φτύσει αίμα» (σελ. 69)
Μας είχε αλλάξει την πίστη στην Κόρινθο. Μυριούνης το επίθετο, δεν θυμάμαι το όνομα. Τον είδα μέσα από το λεωφορείο. Είχα το αστέρι του ανθυπολοχαγού. Πήγα να κατέβω να του τα ψάλλω ένα χεράκι, αλλά τότε ξεκίνησε το λεωφορείο.
Ένα καψονόμουτρο βητά στη Σχολή Αξιωματικών τον στολίσαμε καλά στον αδελφό του, στην Κοζάνη όπου πήγαμε όταν αποφοιτήσαμε, τρεις από τους συμμαθητές. Έκανε παράπονα γι’ αυτό. Αυτό μας έλλειπε, να ζητάει και τα ρέστα! Πάντως το ευχαριστηθήκαμε. Τώρα θυμήθηκα και το όνομά του, Παπαδόπουλος. Όχι, δεν νομίζω να είχε συγγένεια.
«Κάποιος θα του μίλησε για κάτι σφαίρες που ρίχνονται από πίσω εδώ στο μέτωπο» (σελ. 70).
Κάτι ανάλογο είχα διαβάσει και στη «Ζωή εν τάφω», αλλά το είχα ακούσει και από τον πατέρα μου.
«-Πόσοι μείναμε, αλήθεια, απ’ την τάξη μας; Λογαριάζομε: Απ’ τους είκοσι που είμασταν τότε στην τάξη μας, οι εφτά είναι σκοτωμένοι, τέσσερις πληγωμένοι, ένας στο τρελοκομείο. Όλοι μαζεμένοι μας κάνουν δώδεκα» (σελ. 71).
Θλιβερός απολογισμός. Στο τέλος δεν έμεινε κανείς.
«Θα κάνει χωρίς άλλο δυο φορές τη μέρα μπάνιο και γι’ αυτό δεν έχει πένθος στα νύχια της. Το πολύ, ίσως, καμιά φορά λίγη άμμο απ’ ακρογιαλιά» (σελ. 117).
Πολύ ωραία μεταφορά, πένθος στα νύχια. Θυμάμαι που κάθε Τετάρτη στο δημοτικό είχαμε επιθεώρηση νυχιών. Προτεταμένες τις παλάμες, αν είχαμε ξεχάσει να τα κόψουμε, είχαν δεν είχαν πένθος, έπεφτε η βίτσα του δασκάλου πάνω στα δάχτυλά μας που τα μάραινε από τον πόνο.
«Στην ντουλάπα κρέμονται ακόμα τα κοντά μου αγορίστικα παντελόνια. Πέρασε τόσο λίγος καιρός από τότες. Γιατί πέρασε τόσο γρήγορα;» (σελ. 149).
Εγώ θυμάμαι πότε πρωτοφόρεσα μακριά παντελόνια. Αντιγράφω από το βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά».
«Θυμάμαι ακριβώς τη μέρα που φόρεσα μακριά παντελόνια. Ήταν τότε που ένας λούμπεν προλετάριος της Ιεράπετρας [ο δυόμισι], γύριζε τους δρόμους φωνάζοντας. «Την Κυριακή στις 3 Νοεμβρίου, ψηφίσατε Καραμανλή, για να σώσετε τα σπίτια σας». Εννοούσε το κόμμα του, μια και ο Καραμανλής τότε ήταν αυτοεξόριστος.
Ήταν η 3η Νοεμβρίου του 1963, η πρώτη νίκη του Γεωργίου Παπανδρέου στις εκλογές.
Η 10ετία του ’60 πρέπει να ήταν και η τελευταία που φορέθηκαν κοντά παντελόνια από τα παιδιά. Σήμερα βέβαια φοράνε τα καλοκαίρια σορτσάκια. Όμως το κοντό παντελόνι με τις τιράντες ανήκει πια στο παρελθόν» (σελ. 100).
«Γιατί όπως ξέρουμε οι γιατροί στα χειρουργεία κόβουν με το παραμικρό. Το πιο εύκολο πράγμα, όταν έχεις πολλή δουλειά, να ξεμπερδεύεις, μια κι όξω, παρά να ’χεις φασαρίες με μπερδεμένες περιπτώσεις. Θυμάμαι τον Κέμεριχ. Με κανέναν τρόπο δεν θ’ αφήσω να με χλωροφορμίσουν. Στην ανάγκη θα σπάσω τα μούτρα κανενός» (σελ. 192).
Αν νοσηλευτείτε για κορονοϊό, μην αφήσετε με κανένα τρόπο να σας πάνε στην εντατική. Η πιθανότητες, λένε, να βγείτε ζωντανός από εκεί είναι μόνο τέσσερις στις δέκα.
«Μα ίσως και να το κάνουν για να μην πεθαίνει κανένας στους θαλάμους και τον βλέπουν οι άλλοι άρρωστοι. Κ’ ύστερα πάλι, μπορούν καλύτερα να τον προσέχουν σαν είναι μόνος» (σελ. 204).
Θυμάμαι στο Βενιζέλιο, ο πατέρας μου είχε κάνει εγχείρηση προστάτη. Στο θάλαμο ήταν ένας που ψυχομαχούσε. Όλοι αναρωτιόμασταν γιατί δεν τον πήγαιναν σε ένα ξεχωριστό θάλαμο. Για δυο τρεις μέρες βόγγαγε με εξασθενημένη φωνή: Παναγία μου, Χριστέ μου, Παναγία μου, Χριστέ μου, χωρίς σταματημό. Πρέπει να υπέφερε φρικτά μέχρι που ξεψύχησε και ήλθαν και τον πήραν.
«Το συσσίτιό μας είναι χάλια που αρρωσταίνουμε από δαύτο. Οι εργοστασιάρχες στη Γερμανία γίνανε πλούσιοι την ώρα που εμάς μας θέριζε εδώ η δυσεντερία. Θα ’πρεπε να δείξουν σ’ αυτούς τους ανθρώπους των μετόπισθεν αυτά τα χλομά, κίτρινα κ’ ελεεινά πρόσωπα. Αυτά τα καμπούρικα κορμιά τα διπλωμένα σε δυο και που ρουφήχτηκαν ολότελα και στράγγισαν απ’ την ευκοιλιότητα και που μόλις μπορούν με τα τρεμουλιασμένα τους χείλια που σπαράζουν στον πόνο να ψιθυρίσουν μονάχα: «Δεν αξίζει τον κόπο να ξανασηκώσουμε το παντελόνι…» (σελ. 219-220).
Γνωστό αυτό, ότι οι εργοστασιάρχες πλουτίζουν με τον πόλεμο. Αλλά όχι μόνο.
Είδαμε και τις ομώνυμες ταινίες του Lewis Milestone (1930) και του Delbert Mann (1979).
Η ταινία του Milestone ακολουθεί ευθύγραμμη αφήγηση, ξεκινώντας από τις αναδρομές, τότε που οι συμμαθητές ήταν ακόμη στα θρανία και ο Χίμελστος ταχυδρόμος. Υπάρχουν οι αναπόφευκτες σε κάθε κινηματογραφική μεταφορά προσθαφαιρέσεις και αλλαγές. Θα μείνουμε στη σκηνή που ο Paul Baumer συζητάει με τη γαλλιδούλα αφού έκαναν σεξ, με την κάμερα να δείχνει το σαλόνι δίπλα στην κρεβατοκάμαρα, απ’ όπου ακούγεται μόνο η συζήτησή τους. Στο τέλος βλέπουμε και τον θάνατο του Baumer. Ένας γάλλος, που περιέργως μοιάζει πολύ με εκείνον που σκότωσε μέσα στο λάκκο, σκοπεύει ενώ αυτός απλώνει σιγά σιγά το χέρι του να πιάσει μια πεταλούδα και τον πυροβολεί. Τη γλίτωσε η πεταλούδα.
Η ταινία του Μαν ξεκινάει με μάχη, ενώ οι αναδρομές ακολουθούν με flash back. Στο τέλος ο Baumer σκοτώνεται μέσα στο χαράκωμα καθώς ανασηκώνεται για να δει καλύτερα το πολύ που ζωγραφίζει. Έχουμε κατά διαστήματα και πρωτοπρόσωπη αφήγηση με αποσπάσματα από το βιβλίο, κάτι που δεν υπάρχει στην ταινία του Milestone.
Το είχα διαβάσει μαθητής σε κάποιο από τα βιβλία του Νίτσε και μου έμεινε. -Φοβάμαι ότι σε λίγα χρόνια δεν θα λέμε Γκαίτε και Σίλερ αλλά Σίλερ και Γκαίτε.
Ο καθηγητής τους για να εμψυχώσει τον πατριωτισμό τους τούς μιλάει για τη Γερμανία, την πατρίδα του Μπετόβεν, την πατρίδα του Σίλερ και του Γκαίτε.
Πάλι καλά που έβαλε πρώτο τον Μπετόβεν. Μεγάλος ο Σίλερ, μεγάλος ο Γκαίτε, του Σίλερ ξέρω μόνο τον «Ύμνο στη χαρά» που μελοποίησε ο Μπετόβεν σαν τέταρτο μέρος της Ενάτης Συμφωνίας του, ενώ από Γκαίτε διάβασα τον «Βέρθερο» δυο φορές, φοιτητής και πρόσφατα, και πρόσφατα επίσης τον «Φάουστ». Έργα του Μπετόβεν όμως έχω ακούσει άπειρες φορές. Φυσικά η Ενάτη είναι η αγαπημένη μου.
No comments:
Post a Comment