Friday, January 22, 2021

Γιαροσλάβ Χάσεκ, Ο καλός στρατιώτης Σβέικ

Γιαροσλάβ Χάσεκ, Ο καλός στρατιώτης Σβέικ (μετ. Κώστας Δούφλιας) Δαμιανός σελ. 184

 


  Τον «Καλό στρατιώτη Σβέικ» τον είχα διαβάσει τουλάχιστον τρεις φορές. Η τελευταία ήταν όταν ήμουν τριτοετής φοιτητής, στο «Ιπποκράτειο» όπου έκανα εγχείρηση ρινικού διαφράγματος (καλή σου ώρα κύριε Παπαμιχάλη). Το διάβαζα σαν παυσίπονο. Το γέλιο, εκτός των άλλων (αντικαταθλιπτικό, κ.λπ.), είναι ένα άριστο παυσίπονο, και χωρίς παρενέργειες.

  Είχα δει την περισσότερη από την ομώνυμη υπερτρίωρη ταινία του Karel Steklý (1957) και με έπιασε ξαφνικά ο πειρασμός να τον ξαναδιαβάσω. Δυστυχώς τον έχω στην Κρήτη. Όχι τον αρχικό που διάβασα, κάπου πήγε δανεικό κι αγύριστο, αλλά έναν άλλο, χαρτόδετο, που τον βρήκα, χρόνια αργότερα, σε κάποιο πάγκο και τον αγόρασα. Ήταν όμως ίδια έκδοση και μετάφραση. Να περιμένω να επιστρέψω στην Κρήτη για να τον διαβάσω; Μπορεί μέχρι τότε να μου έφευγε η όρεξη. Και επειδή πιστεύω ότι «Όταν είναι ζεστό το σίδερο κολλά», αρκέστηκα στην εφηβική έκδοση του Δαμιανού, από την οποία μάλιστα λείπει το τέταρτο βιβλίο. Όμως το πιο πιθανόν είναι να τον ξαναδιαβάσω αν τον ξετρυπώσω στην Κρήτη.

  Το μυθιστόρημα έμεινε ημιτελές. Ο Χάσεκ, που πέθανε σαράντα χρονών, δεν πρόλαβε να το τελειώσει. Είναι ένα από τα ημιτελή αριστουργήματα που η έλλειψη τέλους δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο την αξία τους. Ο «Τρίστραμ Σάντι» και «Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες» είναι τα πιο γνωστά. Θα μπορούσαν να προστίθενται σ’ αυτά όλο και καινούρια επεισόδια αν ο θάνατος των συγγραφέων δεν έβαζε τέρμα στη συγγραφή τους.

  Σκόπιμα παρουσιάζει τον ήρωά του ο Χάσεκ με μια ελαφρά διανοητική καθυστέρηση. Πάνω σ’ αυτή την διανοητική καθυστέρηση χτίζονται τα διάφορα επεισόδια. Και, όπως έχω γράψει μιλώντας για ταινίες, σε μια κωμωδία μετράνε, περισσότερο από την πλοκή, τα χιουμοριστικά επεισόδια και οι κωμικές ατάκες.   

  Η ιστορία ξεκινάει με τη δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάνδου, που ήταν η αιτία, ή η αφορμή, ας μην το ψάξουμε εδώ, για τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Ο Σβέικ συλλαμβάνεται από ένα μυστικό πράκτορα για κάποια ανώδυνα σχόλια. Φυλακίζεται, όμως χαρακτηρίζεται τρελός και στέλνεται σε ψυχιατρείο. Θα πάρει εξιτήριο, αλλά θα καταλήξει και πάλι στη φυλακή. Εκεί θα τον ανακαλύψει ένας στρατιωτικός ιερέας και θα τον πάρει ορντινάτσα του. Πότης άγριος ο παπάς, αλλά και χαρτοπαίχτης, θα τον χάσει στα χαρτιά. Θα τον κερδίσει ο υπολοχαγός Λούκατς.

  Χάνει το τραίνο που θα τον πήγαινε στη μονάδα του επειδή έπιασε τη φλυαρία με κάποιον στο σταθμό, και ξεκινάει με τα πόδια για να τη βρει. Τον συλλαμβάνουν όμως ως λιποτάκτη και έχει άλλες περιπέτειες. Μόλις που θα γλιτώσει την θανατική καταδίκη από κάποιον στρατοδίκη, τον οποίο ο Χάσεκ σατιρίζει άγρια, όπως ο Στρατής Μυριβήλης τον Μπαλαφάρα («Η ζωή εν τάφω») και ο Έριχ Μαρία Ρέμαρκ τον Χίμελστος («Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο»).

  Να παραθέσουμε λοιπόν κάποια κωμικά αποσπάσματα.

  Τον εξετάζουν οι γιατροί στο ψυχιατρείο, για να δούνε αν πράγματι είναι τρελός.

  «— Μπορείς να μετρήσεις τη διάμετρο της γης;

— Δε μπορώ… Μπορώ όμως να σας βάλω κι εγώ ένα αίνιγμα. Έχουμε ένα σπίτι. Υπάρχουν τρία πατώματα κι οχτώ παράθυρα σε κάθε πάτωμα. Στις στέγες εξέχουν τρεις καπνοδόχοι. Σε κάθε όροφο κάθονται τρεις οικογένειες. Λοιπόν σας ρωτώ πότε πέθανε η γιαγιά της καθαρίστριας;» (σελ. 30).

  Στην έκδοση που διάβασα τότε αντί για «καθαρίστρια» έχει «θυρωρού». Θυμάμαι ακόμη κάμποσα τέτοια χιουμοριστικά, παρά το ότι πέρασαν τόσα χρόνια.

  «— Αλήθεια τι γίνεται με τον Μπρετσνάιντερ; Δε φαίνεται κατά δω;

— Φάνηκε μια δυο φορές… Ήπιε καναδυό ποτήρια κι αφού ζεστάθηκε του ’ρθε να μάθει ποιος έρχεται και ποιος συχνάζει εδώ. Κάθεται, στήνει τ’ αυτί του να πιάσει κουβέντες κι άλλα. Αλλά ξέρεις τι λόξα έχουν οι άνθρωποι. Δεν κουβεντιάζουν τίποτ’ άλλο από το ποδόσφαιρο… Ιδιαίτερα όταν βλέπουν τον κύριο μυστικό. Κατάφερε όμως να μπλέξει

κάποιον που ασχολείται με ταπετσαρίες…» (σελ. 43).

  Θυμάμαι στην Ιεράπετρα που είχαμε κι εμείς έναν «μυστικό». Αναρωτιόμουνα γιατί τον λένε μυστικό αφού τον ξέρουν όλοι. Ξεκίνησε ως μυστικός, αποκαλύφθηκε όμως κάποια στιγμή, αλλά παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσε να κυκλοφορεί με πολιτικά, σαν «μυστικός».

  «Αξέχαστη εποχή με τις κακίες και τους ρομαντισμούς της… Οι στρατιωτικές υπηρεσίες έκαναν το παν για να μην αποφύγουν οι τεμπελχανάδες το στρατιωτικό. Σε κάθε επιστράτευση υπήρχαν εκείνοι που προφασίζονταν τους άρρωστους. Έλεγαν πως ήταν φυματικοί, καρδιοπαθείς, πως είχαν κοίλη, αρθρίτιδα, ρευματισμούς κι άλλα τέτοια. Τα μαρτύρια αυτονών κατά κάποιο τρόπο είχαν κωδικοποιηθεί. Τσάι και ασπιρίνες για τρεις μέρες χωρίς φαγητό. Πλούσιες δόσεις κινίνου. Πλύση στομαχιού δυο φορές τη μέρα με ζεστό νερό. Κλύσμα με αφροσάπουνο και γλυκερίνη. Τύλιγμα με σεντόνια μουσκεμένα από

παγωμένο νερό. Μερικοί ηρωικοί άντρες περνούσαν όλα τα στάδια και στο τέλος ξαπλωμένοι σ’ ένα στρατιωτικό φέρετρο πήγαιναν για το νεκροταφείο» (σελ. 52).

  Είδαμε και τέτοιους στη «Ζωή εν τάφω» του Μυριβήλη. Κάποιος μάλιστα είχε ειδικότητα στο να τους αρρωσταίνει με διάφορες αρρώστιες. Ανακαλύφθηκε, αλλά σκοτώθηκε πριν περάσει στρατοδικείο.  

  «Έ… λοιπόν η στρατιωτική διοίκηση έκανε κάτι το πολύ πραχτικό. Απαγόρευσε την ανάγνωση των εφημερίδων κι  άρχισαν να ψάχνουν όλα τα σακίδια. Ο διάολος πολλά ποδάρια έχει αδελφέ μου.. Λοιπόν στο δικό μου το σακίδιο βρήκαν μια εφημερίδα… είχα τυλίξει κάτι ρέγγες… Ο συνταγματάρχης ούρλιαξε, έβγαλε τ’ απωθημένα του, έφτασε να με

πει βρωμοσοσιαλιστή και στο τέλος μου σβούριζε και μια στα μούτρα» (σελ. 55).

  Ο διάολος πράγματι έχει πολλά ποδάρια, μη ρισκάρετε να ξεπορτίσετε χωρίς μάσκα ή απαγορευμένη ώρα, παίζοντας με τις πιθανότητες.

  «Άκου ρε φίλε μου…» σκέφτηκε ο Σβέικ. «Το πρωί κρατούμενος και το βράδυ δεσμοφύλακας. Τι σου επιφυλάσσει τέλος πάντων η τύχη» (σελ. 78).

  Εγώ, έφεδρος ανθυπολοχαγός στη Λάρισα, μια Τρίτη κάθισα στο σκαμνί του κατηγορουμένου (έχω γράψει αλλού για αυτή την ιστορία, αθωώθηκα βέβαια) και μετά από λίγες βδομάδες βρέθηκα στο ίδιο στρατοδικείο ως συνήγορος υπεράσπισης κάποιων μαρτύρων του Ιεχωβά. Ο διοικητής μου βαριόταν να πάει και μου ζήτησε να πάω στη θέση του. -Το μόνο που θα πεις, μου λέει, όταν σε ρωτήσει ο πρόεδρος, είναι «Ζητώ την επιείκειά σας κύριοι δικασταί». Με τέτοιου είδους υπεράσπιση δεν είναι να απορεί κανείς που έφαγαν είκοσι χρόνια φυλακή. Αργότερα βέβαια τη μετέτρεψαν σε κάτι μήνες.

  «Στον Παράδεισο τα σιντριβάνια βρέχουν κολόνιες και η φιλαρμονική παίζει Μπραμς. Σκυλοβαριούνται οι άνθρωποι» (σελ. 93).

  Εγώ δεν θα σκυλοβαριόμουνα, μου αρέσει ο Μπραμς, ιδιαίτερα το πρώτο κονσέρτο του για πιάνο, και μάλιστα το τρίτο μέρος.

  Η ομώνυμη ταινία του Karel Steklý ακολουθεί αρκετά πιστά το μυθιστόρημα. Εξαιρετικός στο ρόλο του Σβέικ ο Rudolf Hrušínský.

  Την ταινία μπορείτε να τη δείτε στο youtube, όμως μόνο το πρώτο μέρος είναι με αγγλικούς υπότιτλους. Το δεύτερο μέρος είναι με ρουμάνικους, για όσους ξέρετε ρουμάνικα (δεν νομίζω να είστε και πολλοί).

 

No comments:

Post a Comment