Monday, February 1, 2021

Γκυ ντε Μωπασάν, Δυο νουβέλες

Γκυ ντε Μωπασάν, Δυο νουβέλες, (μετ. Φοίβος Ι. Πιομπίνος), Ίκαρος 2008, σελ. 192

 


  Τι καλά που έκανα και διάβασα τις «Δυο νουβέλες» καπάκι μετά τις «Πόρνες»!

  Ποιες είναι αυτές οι δυο νουβέλες;

  Είναι οι «Οικογενειακή υπόθεση» και «Οι κληρονόμοι».

  Εδώ δεν υπάρχουν Πρώσοι, εδώ δεν υπάρχουν πόρνες, υπάρχουν μόνο αστοί, τους οποίους ο Μωπασάν σαρκάζει αδυσώπητα.

  «Ο Εμίλ Ζολά είχε ονομάσει το ρεύμα που βάφτισε νατουραλισμό “φέτα ζωής”», αντιγράφω από μια ιστοσελίδα.

  Μόνο που όλες οι φέτες δεν είναι ίδιες, όπως και τα κομμάτια από μια τούρτα. Κάποια έχουν κερασάκι, κάποια όχι. Αυτό το ξέρω καλύτερα από τον κινηματογράφο. Για παράδειγμα ο Sergei Loznitsa επιλέγει φέτες στις οποίες πρωταγωνιστούν κακοί και μοχθηροί ήρωες. Το ίδιο και ο Ιερώνυμος Μπος, τα πρόσωπα που ζωγραφίζει δεν έχουν καμιά σχέση με τα πρόσωπα που ζωγραφίζουν οι ιμπρεσιονιστές.

  Ο νατουραλισμός επιλέγει, όπως ο Λοζνίτσα, επίσης αρνητικούς ήρωες. Δεν θα συμπαθήσουμε την «Τερέζα Ρακέν» που σκοτώνει μαζί με τον εραστή της τον άντρα της, ούτε την πόρνη «Νανά», που σκορπά, έστω και αθέλητα, το θάνατο. Ούτε τους ήρωες του Μωπασάν θα συμπαθήσουμε, που αν και δεν καταφεύγουν στο έγκλημα όλες τους οι κινήσεις είναι γεμάτες υποκρισία κα συμφεροντολογικό υπολογισμό.

  Υπάρχει μια εξαίρεση: οι πόρνες.

  Μπουρδελόβιος ο ίδιος όπως διαβάζω στην σύνδεσμο της βικιπαίδειας, θα γράψει με συμπάθεια γι’ αυτές.

  Στην «Οικογενειακή υπόθεση» βλέπουμε το ζευγάρι να ανησυχεί, μετά το θάνατο της γιαγιάς, ότι θα έλθει η αδελφή να διεκδικήσει πράγματα που δεν τα δικαιούται κατά τη γνώμη τους. Έτσι θα την ειδοποιήσουν με καθυστέρηση, μεταφέροντας πρώτα από το διαμέρισμα της γιαγιάς ένα εκκρεμές και ένα κομμό.

  Σαρδόνιος ο Μωπασάν, παρουσιάζει τη γιαγιά να έχει πάθει νεκροφάνεια, αφήνοντάς τους όλους κατάπληκτους όταν την βλέπουν μπροστά τους. Πάλι καλά που δεν έπαθαν συγκοπή, όπως εκείνος ο Αιγύπτιος στον νεκροθάλαμο όταν είδε να σηκώνεται ο νεκρός, πριν χρόνια.

  «Ἐσὺ θὰ μοῦ ξανανεβάσεις ἀμέσως τὸ κομὸ καὶ τὸ ἐκκρεμές μου», λέει στο γιο της. «Ναι μαμά», ψελλίζει σαστισμένος αυτός.

  Πιο πριν είχε προλάβει να κρύψει τα κηδειόχαρτα.  

  Η «Κληρονομιά» είναι πολυπρόσωπη νουβέλα, σχεδόν τριπλάσια σε έκταση από την «Οικογενειακή υπόθεση.

  Ο Κασελέ είναι υπάλληλος σε μια δημόσια υπηρεσία. Έχει μια κόρη, την Κορά, την οποία θέλει να καλοπαντρέψει.

  «…ὁ ὡραῖος Μάζ, τὸ λιοντάρι τοῦ τμήματος, γυρόφερνε τὸν μπαρμπα-Κασελὲν μὲ φανερὴ πρόθεση. Ὁ πονηρὸς ὅμως πρώην λοχίας, ποὺ εἶχε ὀργώσει ὁλόκληρη τὴν ὑφήλιο, ἤθελε γιὰ τὴν κόρη του ἕνα παιδὶ μὲ μέλλον, ἕνα παιδὶ ποὺ θὰ γινόταν διευθυντὴς καὶ ποὺ θὰ ἀνέβαζε τὴν ἐκτίμηση τῶν ὑπαλλήλων γι’ αὐτόν, τὸν Σεζάρ, τὸν πρώην ὑπαξιωματικό. Ὁ Λεσὰμπλ ἐξυπηρετοῦσε θαυμάσια τὰ σχέδιά του, γι’ αὐτὸ ἀπὸ καιρὸ γύρευε ἕναν τρόπο νὰ τὸν προσελκύσει στὸ σπίτι του».

  Δεν δυσκολεύτηκε. Όλοι ήξεραν ότι ο Κασελέ περιμένει μια μεγάλη κληρονομιά από την μεγαλύτερη κατά δέκα χρόνια αδελφή του. Βέβαια πρέπει πρώτα να πεθάνει.

  Όλα πάνε κατ’ ευχήν.

  Σχεδόν.

  Η αδελφή πεθαίνει.

  Όχι, δεν έχουμε εδώ νεκροφάνεια, πεθαίνει πραγματικά.

  Προσπαθούν να δείξουν όσο πιο πολύ μπορούν πενθούντες, ενώ από μέσα τους τρίβουν τα χέρια τους από χαρά,.

  Να δούμε και τη διαθήκη.

  Η αδελφή δεν αφήνει την περιουσία της ούτε στον αδελφό αλλά ούτε και στην κόρη, αλλά στα εγγόνια που θα γεννηθούν. Διαφορετικά, η περιουσία της θα μοιραστεί σε ευαγή ιδρύματα, τα οποία κατονομάζει.

  Το πρόβλημα είναι ότι εδώ και δυο χρόνια που είναι παντρεμένοι, η Κορά δεν έχει μείνει έγκυος. Ποιος φταίει;

  Αρχίζουν οι διαπληκτισμοί.

  Ο γιατρός αποφαίνεται ότι φταίει ο άντρας. Είναι αρκετά αδύναμος, κάτι παρουσιάζει και η καρδιά του, πρέπει να δυναμώσει, η εξοχή είναι ό,τι πρέπει.

  Το τέλος προοικονομείται. Ήδη στις αρχές της νουβέλας διαβάσαμε ότι «…ἡ δεσποινὶς Κορὰ ἐνδιαφερόταν κρυφὰ γιὰ τὸν ὡραῖο Μάζ».

  Είναι τριών μηνών έγκυος με την λήξη της τρίχρονης προθεσμίας, δεν υπάρχει πρόβλημα. Χαρούμενοι απολαμβάνουν την κληρονομιά ενώ ο Μαζ αραιώνει τις επισκέψεις, καθώς και εκείνοι δεν έχουν μεγάλη διάθεση να τον πολυβλέπουν. Εξετέλεσε το ρόλο του στο ακέραιο.

  Πάνω από ένας αιώνας έχει περάσει από τότε που ο Wang Xiaoshuai γύρισε την ταινία «In love we trust». Σ’ αυτήν, ο άντρας συναινεί προκειμένου να σωθεί ένα κοριτσάκι που πάσχει από λευχαιμία. Εδώ θα γίνει πίσω από την πλάτη του.     

  Όμως να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα.  

  «Κατόπιν, ὅπως συμβαίνει ἀναπόφευκτα ὅταν κανεὶς βρίσκεται παρέα μ’ ἕναν γιατρό, ὁ Καραβὰν ἔθιξε τὸ θέμα τῶν ἀσθενειῶν, ἐλπίζοντας ἔτσι νὰ σταχυολογήσει δωρεάν, μὲ τὴν κατάλληλη διπλωματία καὶ χωρὶς ν’ ἀφήσει νὰ φανεῖ ἡ πονηριά του, μικρὲς συμβουλὲς ἢ καὶ καμιὰ γνωμάτευση. Γιατὶ ἡ μητέρα του τὸν ἀνησυχοῦσε τὸν τελευταῖο καιρό. Πάθαινε συχνὲς καὶ παρατεταμένες συγκοπές· καὶ μολονότι ἐνενήντα χρονῶν γριά, δὲν ἤθελε οὔτε ν’ ἀκούσει γιὰ γιατρό».

  Στη μέθοδο Assimil για εκμάθηση ρωσικών την οποία διάβαζα φοιτητής, υπήρχαν και ανέκδοτα. Θυμάμαι ένα απ’ αυτά.

  -Γιατρέ, είμαι κρυωμένος, βήχω, φταρνίζομαι… Τι κάνετε εσείς όταν είστε κρυωμένος;

  -Ό,τι και εσύ, βήχω και φταρνίζομαι.

  Αμέσως πιο κάτω:

  «Ἡ μεγάλη της ἡλικία συγκινοῦσε τὸν Καραβάν, ποὺ ἐπαναλάμβανε ἀκατάπαυστα στὸν γιατρὸ Σενέ: -Ξέρετε πολλοὺς ποὺ νὰ ἔχουν φτάσει αὐτὰ τὰ χρονάκια; Κι ἔτριβε τὰ χέρια του μὲ ἱκανοποίηση, σως ὄχι τόσο ἐπειδὴ ἤθελε νὰ βλέπει τὴν καλή του τὴν κυρούλα νὰ στρογγυλοκάθεται ἐπὶ τῆς γῆς, ὅσο ἐπειδὴ ἡ μακροζωία τῆς μητέρας του ἦταν σὰν ὑπόσχεση καὶ γιὰ τὴ δική του μακροημέρευση».

  Ε, δεν είναι όλοι οι γιοι έτσι, «όχι τόσο…».

  «Ἡ Μαρὶ-Λουὶζ κι ὁ Φιλὶπ-Ὠγκύστ, ποὺ γύριζαν ἀπὸ τὸ δρόμο, χτυπιόντουσαν, ἀπὸ σκαλὶ σὲ σκαλί, μὲ φάπες καὶ κλοτσιές. Ἡ μητέρα τους ὅρμησε ἀγριεμένη καί, ἁρπάζοντας καὶ τοὺς δυὸ ἀπὸ τὸ χέρι, τοὺς τράνταξε δυνατὰ καὶ τοὺς ἔσπρωξε μὲς στὸ διαμέρισμα».

  Αυτή τη «φέτα ζωής» επιλέγει ο Μωπασάν. Προφανώς τα δυο αδέλφια δεν ανέβαιναν τις περισσότερες φορές τις σκάλες «με φάπες και κλοτσιές».

  «Οἱ τέσσερις γυναῖκες κατευθύνθηκαν πρὸς τὴ νεκρικὴ κάμαρα. Ὅλες τους μπῆκαν μέσα ἀκροπατώντας, ράντισαν ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη μὲ ἁλατόνερο τὸ σεντόνι, γονάτισαν, σταυροκοπήθηκαν μουρμουρίζοντας μιὰ προσευχὴ κι ἔπειτα σηκώθηκαν πάνω μὲ μάτια διεσταλμένα καὶ κοίταζαν χάσκοντας κάμποση ὥρα τὸ λείψανο, ἐνῶ ἡ νύφη τῆς νεκρῆς, μ’ ἕνα μαντίλι στὸ πρόσωπο, καμωνόταν πὼς τὴν εἶχαν πιάσει λυγμοὶ ἀπελπισίας».  

  Το απόσπασμα το παρέθεσα για δυο λόγους: για το «Καμωνόταν πως την είχαν πιάσει λυγμοί απελπισίας» και για το λαογραφικό στοιχείο, το ράντισμα του σεντονιού όπου κείτεται ο νεκρός με αλατόνερο.

  «Ἡ Μαρὶ-Λουὶζ ὀργάνωσε εὐθὺς μιὰ πρώτη ξενάγηση, μὲ πέντε κορίτσια καὶ δύο ἀγόρια, τὰ πιὸ μεγάλα καὶ πιὸ τολμηρά. Τὰ ἀνάγκασε νὰ βγάλουν τὰ παπούτσια τους γιὰ νὰ μὴν τὰ τσακώσουν. Ἡ ὁμάδα γλίστρησε μὲς στὸ σπίτι κι ἀνέβηκε γοργὰ πάνω σὰν στρατιὰ ποντικῶν».

  Η Μαρί-Λουίζ παρουσιάζει τη νεκρή γιαγιά της στα παιδιά σαν αξιοθέατο.

  «Μόλις βρέθηκαν καὶ οἱ τρεῖς μόνοι τους στὸ διαμέρισμα, ὁ Κασελὲν εἶπε χαμηλόφωνα: -Τώρα ποὺ ἡ ὑπηρέτρια πῆγε νὰ ξαπλώσει, μποροῦμε νὰ δοῦμε μήπως ὑπάρχει τίποτα κρυμμένο στὰ ἔπιπλα».

  Εμ βέβαια, δεν ήταν μόνο η διαθήκη, μπορεί η γριά να είχε κάπου κρυμμένο ένα κομπόδεμα.

  «Ἡ νύχτα ἔπεφτε, γεμίζοντας σκοτάδι τὸ μικρὸ δωμάτιο. Κι ὅταν ἡ κάμαρα ἔγινε κατασκότεινη, ὁ Λεσὰμπλ ξεθάρρεψε καὶ ζήτησε τὴ συγχώρεσή της μὲ τρόπο ποὺ ἀναπτέρωσε τὶς προσδοκίες τους. Ὅταν ξανασηκώθηκαν, ἐκεῖνος εἶχε ξαναβρεῖ τὴ συνηθισμένη του φωνὴ καὶ ὄψη, σὰν νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ τίποτα. Ἀπεναντίας ἡ γυναίκα του ἔδειχνε πιὸ τρυφερή, μιλοῦσε μὲ γλυκύτερο ἀπ’ ὅ,τι συνήθως τρόπο καὶ κοίταζε τὸν ἄντρα της μὲ βλέμμα ὑποταγμένο, σχεδὸν χαϊδευτικό».

  Τι συνέβη στο διάστημα πριν ξανασηκωθούν;

  Σωστά μαντέψατε, έκαναν έρωτα. Ένας σημερινός συγγραφέας δεν θα έχανε την ευκαιρία για γαργαλιστικές περιγραφές, φυσικά στο όνομα του ρεαλισμού.

  Η σάτιρα είναι συχνά χιουμοριστική. Το χιούμορ, το έχω ξαναγράψει, μου αρέσει ιδιαίτερα σε ένα βιβλίο. Αυτός είναι ο λόγος που μου αρέσει τόσο ο Μυριβήλης. Εδώ θα το συναντήσουμε περισσότερο στην «Οικογενειακή υπόθεση», πολύ λιγότερο όμως στην «Κληρονόμο». Ίσως γι’ αυτό μου άρεσε και λιγότερο.

  Κάθε βιβλίο του Μωπασάν που θα πέφτει στα χέρια μου θα το διαβάζω.

 

No comments:

Post a Comment