Monday, February 1, 2021

Guy de Maupassant, Οι πόρνες

Guy de Maupassant, Οι πόρνες (μετ. Σταυρούλα Αργυροπούλου), Ροές 2018 σελ. 190

 


Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

 

  Θυμάμαι ότι μου άρεσε πάρα πολύ ο «Φιλαράκος», όμως περισσότερο μου άρεσε η «Χοντρούλα», ή καλύτερα η Φραουλίτσα («Boule de Suif»), παρότι είναι διήγημα. Το διάβασα αφού είδα την ταινία του Κέντζι Μιτζόγκουτσι «Oyuki the virgin» (1935), η οποία είναι εμπνευσμένη απ’ αυτό.

  Γιατί μου άρεσε περισσότερο:

  Στο «Φιλαράκο» ο Μωπασάν σατιρίζει τη χυδαιότητα και τον αμοραλισμό της αστικής τάξης μετά την Κομμούνα. Όμως στη «Φραουλίτσα» ο Μωπασάν εκφράζει επί πλέον το μίσος του για τους Πρώσους κατακτητές και τη συμπάθεια που τρέφει για τις πόρνες.

  Στις «Πόρνες», συγκέντρωση σε μια συλλογή των διηγημάτων του Μωπασάν που έχουν σαν κεντρικούς χαρακτήρες πόρνες, τα βλέπουμε επίσης και τα τρία: συμπάθεια για τις πόρνες, μίσος για τους Πρώσους, σάτιρα των αστών.

  Εννιά είναι τα διηγήματα, ας τα πάρουμε με τη σειρά.

  Στο πρώτο διήγημα «Μαντμουαζέλ Φιφί» φαίνεται ήδη από την τίτλο η σάτιρα των Πρώσων. Ο μαντμουαζέλ Φιφί στην πραγματικότητα είναι ένας σκληρός αξιωματικός και την σκληρότητά του αυτή θα την πληρώσει με τη ζωή του. Η μια από τις πέντε πόρνες τις οποίες κάλεσαν για να διασκεδάσουν θα του καρφώσει ένα μαχαίρι στο λαιμό και θα το σκάσει. Ο παπάς του χωριού θα τη γλιτώσει κρύβοντάς τη στο καμπαναριό.

  -Δικές μας κι όλες οι γυναίκες της Γαλλίας! φώναξε [Ο μαντμουαζέλ Φιφί].

  -Αυτό… αυτό δεν είναι αλήθεια, οι γυναίκες της Γαλλίας δεν σας ανήκουν.

  -Ωγαία μας τα λες μικγρή μου, αλλά τι ήγθες να κάνεις εδώ;

  -Εγώ, εγώ! Εγώ δεν είμαι γυναίκα, εγώ είμαι μια πουτάνα· ό,τι πρέπει για τους Πρώσους!» (σελ. 30).

  Το διήγημα δεν τελειώνει με τη σωτηρία της.

  Ξαναγύρισε στο μπουρδέλο, όμως «Από εκεί την έβγαλε ύστερα από λίγο καιρό ένας ανοιχτόμυαλος πατριώτης, που την αγάπησε για την ωραία της πράξη, κι έπειτα, αφού τη λάτρεψε γι’ αυτό που ήταν η ίδια, την παντρεύτηκε και την έκανε Κυρία ισάξια πολλών άλλων κυριών» (σελ. 34).

  Έτσι τελειώνει το διήγημα.

  Στην «Οδύσσεια μας πόρνης» η πόρνη διηγείται την ιστορία της στον άνθρωπο που την έσωσε από μια έφοδο της αστυνομίας.

  «Στην επαρχία οι άνθρωποι είναι πονηροί, οι κύριος Λεράμπλ όμως ήταν ένα θρήσκο γεροντάκι που κάθε Κυριακή πήγαινε στην εκκλησία. Τέλος πάντων, ποτέ του δεν τον είχα ικανό για κάτι τέτοιο! Να όμως που μια μέρα θέλει να με κάνει δική του μέσα στην κουζίνα μου. Του αντιστέκομαι. Φεύγει» (σελ. 38-39).

  Όμως δεν θα αποφύγει το βιασμό από δυο άτομα που προθυμοποιήθηκαν να την πάρουν μαζί τους στην άμαξά τους. Μετά θα γίνει μετρέσα ενός «γερο-δικαστή που με γλυκοκοίταζε καθώς με δίκαζε…» (σελ. 44).

  Και θα καταλήξει να κάνει πεζοδρόμιο.

  «Τότε ήταν που ήρθα στο Παρίσι.

  Αχ, εδώ, κύριε, η ζωή είναι δύσκολη. Δεν τρώει κανείς κάθε μέρα, ξέρετε. Μαζευτήκαμε πολλές εδώ» (σελ. 46).

  Κι εδώ το ίδιο, μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού.

  «-Λοιπόν, δεν θ’ ανέβεις σπίτι μου, γλυκέ μου; -Όχι, σ’ το είπα ήδη. -Καλά λοιπόν! Ωρεβουάρ! Όπως και να ’χει, σ’ ευχαριστώ και δεν σου κρατάω κακία. Σε βεβαιώνω όμως πως κάνεις λάθος» (σελ. 46).

  Μήπως πράγματι έκανε λάθος;

  «Κακόμοιρο κορίτσι».

  Έτσι τελειώνει το διήγημα, συνοψίζοντας τα αισθήματα που τρέφει ο Μωπασάν γι’ αυτά τα κορίτσια.

  Στο «Κρεβάτι Νο 29» του νοσοκομείου είναι μια πόρνη, ετοιμοθάνατη από τη σύφιλη. Ο φίλος της που πηγαίνει να τη δει την αντιμετωπίζει με περιφρόνηση.

  «-Αυτά τα καθάρματα, οι Πρώσοι! μουρμούρισε αυτή. Με πήραν σχεδόν δια της βίας και με δηλητηρίασαν… -Δεν έκανες λοιπόν καμιά θεραπεία; -Όχι, θέλησα να εκδικηθώ, έστω κι αν ήταν να ψοφήσω απ’ αυτό! Και τους δηλητηρίασα κι εγώ, όλους, όλους, όσο περισσότερους μπορούσα. Όσο καιρό αυτοί βρίσκονταν στη Ρουέν, εγώ δεν έκανα καμιά θεραπεία… Εμένα, βλέπεις, μου άξιζε περισσότερο το παράσημο, περισσότερο απ’ ό,τι σε σένα, εγώ σκότωσα περισσότερους Πρώσους από σένα!» (σελ. 63, 64 και 70).  

  Πιο πριν διαβάσαμε:

  «Δεν καταλαβαίνω γιατί ο κόσμος ανέχεται αυτούς τους δημόσιους φονιάδες που βγάζουν στο σεργιάνι τα φονικά τους όπλα» (σελ. 53).

  Αυτοί είναι οι στρατιωτικοί. Δεν σατιρίζει μόνο τους αστούς ο Μωπασάν.

  Η «Ντουλάπα» είναι ένα διήγημα ολότελα συγκινητικό.

  Η πόρνη, όταν έχει πελάτη, κρύβει το γιο της σε με μια ντουλάπα. Δεν φτάνουν τα λεφτά για να νοικιάσει δυο δωμάτια. Όταν ο πελάτης την παίρνει για όλη τη βραδιά ο μικρός έχει πρόβλημα, τον παίρνει ο ύπνος πάνω στην καρέκλα που κάθεται και πέφτει στο πλάι κάνοντας θόρυβο. Έτσι αποκαλύφθηκε στον πελάτη.

  «Το παιδί εξακολουθούσε να κλαίει. Ένα φουκαριάρικο, καχεκτικό και ντροπαλό παιδί, ναι, ήταν πράγματι το παιδί της ντουλάπας, της παγερής και σκοτεινής ντουλάπας, το παιδί που πήγαινε κάθε τόσο να ζεσταθεί λιγάκι στο κρεβάτι όταν έμενε για λίγο αδειανό. Μου ερχόταν κι εμένα να βάλω τα κλάματα. Έτσι, γύρισα να κοιμηθώ στο σπίτι μου».

  Έτσι τελειώνει το διήγημα.

  Στο «Λιμάνι» αποκαλύπτεται ότι η πόρνη είναι αδελφή του πελάτη.

  «…έμεινε καθισμένη σε μια καρέκλα, στα πόδια της εγκληματικής κλίνης, κλαίγοντας όπως κι αυτός, ως το πρωί».

  Έτσι τελειώνει και αυτό το διήγημα.

  Μετά από χρόνια συναντάει τον «Φίλο του τον Πασιάνς».

  Τον καλεί σπίτι του.

  Εντυπωσιάζεται από τους πίνακες.

  «Με κοίταξε βαθιά στα μάτια, με το πονηρό ύφος που παίρνει κανείς για να κάνει ερωτικές εκμυστηρεύσεις και, με μια πλατιά, κυκλική χειρονομία, μια χειρονομία που θύμιζε Ναπολέοντα, μου έδειξε το πολυτελές σαλόνι του, το πάρκο του, τις τρεις γυναίκες που τριγύριζαν στο βάθος του κήπου, κι έπειτα με φωνή θριαμβευτική που απέπνεε περηφάνια είπε: -Και να σκεφτείς ότι ξεκίνησα από το μηδέν… με τη γυναίκα μου και την κουνιάδα μου».

  Έτσι τελειώνει το διήγημα, στο οποίο η σάτιρα του Μωπασάν κυριολεκτικά απογειώνεται.

  Η «Σα Ιρά» ήταν πόρνη. Ένας από τους πελάτες της ήταν και ο Ροζέ, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο.

  «Μου έδινε ένα μικρό βοήθημα για να μεγαλώσω το παιδί, αλλά ήξερα καλά πως αυτός ο νεαρός δεν θα με στήριζε στο παραμικρό, αφού δεν είχα ξαναδεί ποτέ, μα ποτέ, τόσο ακαμάτη άνθρωπο. Μέσα σε δέκα χρόνια, φαντάσου πως είχε περάσει μόνο ένα μάθημα».

  Ένας συνάδελφος στην Γκράβα, πάνε τρεις δεκαετίες, είχε το γιο του φοιτητή στην Κρήτη. Μηχανόβιος όπως κι εγώ, αλλά με χιλιάρα μηχανή. Περνάει ένας χρόνος, περνάει δεύτερος, περνάει τρίτος… περνάνε εφτά χρόνια και του λέει. -Τι θα γίνει γιε μου, ακόμη να πάρεις το πτυχίο; -Ξέρεις πατέρα, δεν έχω περάσει κανένα μάθημα.

 Δεν ξέρω αν έπαθε την ίδια στιγμή τον έμφραγμα, εγώ είχα φύγει από το 40ο λύκειο για το 61ο, αλλά σε τρεις μήνες πέθανε.

  Αν θυμηθώ το όνομά του θα το γράψω, έστω και μετά την ανάρτηση.

  Τελικά το θυμήθηκα μετά από μια ώρα: Ιορδάνης.

  Ο φουκαράς έκανε ελεύθερο κάμπινγκ στις Ροβιές στην Εύβοια, για οικονομία, για να μπορεί να στέλνει στον κανακάρη του. Απ’ αυτόν έμαθα για αυτό το κάμπινγκ, πήγαμε κι εμείς μια χρονιά. Ο Μανώλης ήταν δυο χρονών.

  Αλλά τι έγινε με την Σα Ιρά;

  Συνεχίζει την αφήγησή της.

  «Όταν η οικογένειά του είδε ότι δεν θα κατέληγε πουθενά, του είπε να επιστρέψει στο σπίτι του, στην επαρχία. Εμείς όμως κρατήσαμε επαφές αλληλογραφώντας για χάρη του παιδιού. Κι έπειτα, στις τελευταίες εκλογές, πάνε δυο χρόνια τώρα, δεν θα το πιστέψεις, μαθαίνω πως βγήκε βουλευτής στα μέρη του. Κι έπειτα, έβγαλε λόγους στη Βουλή. Αμ, σωστά το λένε πως στο βασίλειο των τυφλών… Για να σου τελειώσω όμως, πήγα και τον βρήκα, κι αυτός αμέσως με βοήθησε να πάρω το καπνοπωλείο ως κόρη εκτοπισμένου [κομμουνάρου, μετά την Κομμούνα] (σελ. 128).

  Μετά τους στρατιωτικούς στο στόχαστρο της σάτιρας του Μωπασάν μπαίνουν οι πολιτικοί.

  Μια «Νύχτα Χριστουγέννων» ο αφηγητής, μετά από ένα ρεβεγιόν, παίρνει την πόρνη σπίτι του να περάσει τη βραδιά. Ξαφνικά αυτή βάζει τις φωνές, πονούσε η κοιλιά της.

  Αποδείχτηκε ότι κοιλοπονούσε;

  Η διαφορά;

  Πονάει η κοιλιά μας όταν μας έχει πιάσει κόψιμο. Κοιλοπονάει η έγκυος όταν είναι να γεννήσει.

  «Την κράτησα στο σπίτι. Έβγαλε ενάμιση μήνα στο κρεβάτι μου. Το παιδί; Το έστειλα σε κάποιους χωρικούς στο Πουασσύ. Μου στοιχίζει πενήντα φράγκα το μήνα. Αφού πλήρωσα στην αρχή, τώρα είμαι αναγκασμένος να το πληρώνω ώσπου να πεθάνω. Και, αργότερα, θα με θεωρεί και πατέρα του. Το αποκορύφωμα όμως της ατυχίας μου, όταν η κοπέλα έγινε καλά.. με αγάπησε, με αγάπησε σαν τρελή, η αλιτήρια!» (σελ. 137).

  Παρά την αγανάκτηση, δεν κρύβεται η καλή του καρδιά.

  Τι έκανε «Τα είκοσι πέντε φράγκα της ηγουμένης», η οποία τον είχε ερωτευθεί, όταν πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο όπου νοσηλεύτηκε για καιρό γιατί είχε σπάσει το πόδι του; Πήγε αμέσως σε ένα μπουρδέλο και τα ήπιε. Τσακώθηκε με μια πόρνη η οποία «Όρμησε και του έριξε μια γροθιά στην κοιλιά, τέτοια γροθιά που ο Παβιγύ έχασε την ισορροπία του, ταλαντεύθηκε στα πόδια του κρεβατιού, πήρε μια τούμπα…» (σελ. 147).

  Να μην παραθέσω όλο το απόσπασμα, έσπασε και το άλλο πόδι.

  Φαντάζεστε την έκπληξη της ηγουμένης όταν τον ξαναείδε στο νοσοκομείο.

  Δεν θυμάμαι πώς είχε κτυπήσει ο γιος μου, δεν πήγαινε ακόμη στο δημοτικό, και τον έτρεχα στο Παίδων. Ο γιατρός του έκανε ράμματα και φύγαμε. Δεξιά στην έξοδο έχει μια παιδική χαρά, η οποία ήταν κλειστή. Δίνει μια, ξεφεύγει από το χέρι μου και τρέχει κατά την παιδική χαρά. Ορμάει πάνω στην πόρτα η οποία ήταν κλειδωμένη, πέφτει κάτω και κτυπάει ακριβώς στο σημείο που είχε τα ράμματα.

  Φαντάζεστε την έκπληξη του γιατρού όταν τον ξαναείδε μπροστά του.

  Πριν περάσουν καλά καλά πέντε λεπτά.

  Ακόμη έχει το σημάδι.

  Όταν είναι ζεστό το σίδερο κολλά. Θα ξεκινήσω αμέσως να διαβάζω τις δυο νουβέλες του Μωπασάν, εκδόσεις Ίκαρος, «Οικογενειακή υπόθεση» και «Η κληρονομιά».

 

No comments:

Post a Comment