Tuesday, February 23, 2021

Ίβο Αντριτς, Καταραμένη αυλή

Ίβο Αντριτς, Καταραμένη αυλή (μετ. Ιωάννης Κωτούλας), Λιβάνης 1992

 


  Θυμάμαι μαθητής που, ανάμεσα στους τίτλους των εκδόσεων που διάβαζα στα οπισθόφυλλα κάποιων βιβλίων που αγόρασα ήταν και το «Γεφύρι του Δρίνου» (εκδόσεις Δαρεμάς, βλέπω τώρα στη βικιπαίδεια). Δεν θυμάμαι να έφτασε ποτέ στο πρακτορείο εφημερίδων της Σοφίας Αεράκη, στο τέλος της πλατείας της Ιεράπετρας, στο οποίο κατέφθαναν και βιβλία. Μάλλον όχι, γιατί ίσως να το είχα αγοράσει.

  Πάντα ήθελα να το διαβάσω, όμως δεν έτυχε. Στα χέρια μου όμως έπεσε η «Καταραμένη αυλή», την οποία είχα αποφασίσει να διαβάσω οπωσδήποτε. Και τώρα δόθηκε η ευκαιρία.

 Πώς;

 Η τρίτη ταινία του Κουστουρίτσα τον οποίο βλέπω τώρα πακέτο και που έχει τίτλο «Τιτανικός μπουφές» είναι μεταφορά δικού του του έργου, πιθανώς διηγήματος, ομώνυμου ή μη δεν ξέρω.

  Η «Καταραμένη αυλή» ήταν μια φυλακή στην Κωνσταντινούπολη. Η ιστορία διαδραματίζεται τα χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αποτελείται από μια σειρά εγκιβωτισμένων αφηγήσεων. Ο εξωδιηγητικός αφηγητής μας λέει για έναν νέο που αναπολούσε την αφήγηση του μόλις αποθανόντος πατέρα Πέτρου, καλόγερου.

  «Αυτά σκεφτόταν ο νέος που στέκεται δίπλα στο παράθυρο και που, για μια στιγμή, τον συνεπήρε η ανάμνηση απ’ τις διηγήσεις του αδελφού Πέτρου, ενώ τον κυρίεψε η σκέψη για το θάνατο. Αλλά μόνο για μια στιγμή. Πρώτα αδύναμα κι έπειτα πιο ζωηρά, όπως στο αργό ξύπνημα, αισθάνεται όλο και δυνατότερα τη φασαρία στο γειτονικό κελί. Ακούει τον ανομοιόμορφο ήχο των μεταλλικών αντικειμένων που πετιούνται βάναυσα στο σωρό και τη σκληρή φωνή του αδελφού Μίγιο Γιόσιτς, που κάνει καταγραφή σ’ όσα εργαλεία άφησε πίσω του ο μακαρίτης αδελφός Πέτρος. —Παρακάτω! Γράψε: Ένα πριόνι ατσάλινο μικρό, γερμανικό, ένα!».

  Αρχικά έχουμε την περιγραφή της αυλής και της ζωής των φυλακισμένων, καθώς και αφήγηση τυπικών επεισοδίων.

  «Σ’ αυτές τις ώρες της γενικής εξέγερσης, η τρέλα, σαν κολλητική αρρώστια και γοργή φλόγα, πάει από δωμάτιο σε δωμάτιο, από άνθρωπο σε άνθρωπο και περνάει απ’ τους ανθρώπους στα ζώα και στ’ άψυχα πράγματα. Τρομάζουν οι σκύλοι και οι γάτες. Ασταμάτητα κι αστραπιαία ανεβοκατεβαίνουν στους τοίχους πελώρια ποντίκια. Οι άνθρωποι χτυπάνε τις πόρτες και βροντάνε τα κουτάλια στα χάλκινα πιάτα. Τα πράγματα πέφτουν μόνα τους απ’ το χέρι. Για μερικές στιγμές όλα ησυχάζουν απ’ τη γενική εξάντληση των αρρωστημένων ανθρώπων. Κι αμέσως μετά σε μερικά κλειστά κελιά, με το πρώτο σκοτάδι, ακούγονται τέτοιες κραυγές, που κάνουν ολάκερη την Αυλή να τρέμει και ν’ αντηχεί. Σ’ αυτά έρχονται στη συνέχεια να προστεθούν κι άλλα κελιά, με τις δικές τους κραυγές. Τότε φαίνεται ότι όλα όσα έχουν φωνή στην Καταραμένη Αυλή ουρλιάζουν και στριγκλίζουν μ’ όλη τους τη δύναμη, με την αρρωστημένη ελπίδα ότι κάπου, με την κορύφωση της φασαρίας, όλο αυτό το κατασκεύασμα θα μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να κομματιαστεί, να συντρίβει και να εξαφανιστεί, μια και καλή, για πάντα».

  Μας δίνεται επίσης μια βαθιά προσωπογράφηση και ένα εκτενές βιογραφικό του διευθυντή των φυλακών.

  «Ο διευθυντής του παράξενου και φοβερού αυτού ιδρύματος είναι ο Λατίφ, γνωστός σαν Καραγκιόζης, παρατσούκλι που από παλιά έμεινε ως το πραγματικό και μοναδικό του όνομα και μ’ αυτό τον ξέρουν όχι μόνο εδώ αλλά και μακριά, πέρα απ’ τα τείχη της Καταραμένης Αυλής. Με την όψη του και μ’ όλο του το χαρακτήρα είναι η προσωποποίησή της».

  Στη συνέχεια έχουμε τις αφηγήσεις του Χάιμ. Ο Χάιμ είναι ένας λαλίστατος φυλακισμένος που μιλάει συνεχώς και για τα πάντα. Αν δεν ήταν στη φυλακή θα λέγαμε ότι πάσχει από μανία καταδίωξης, καθώς υποπτεύεται τους πάντες.

  «Στους περιπάτους στην Αυλή, πάντα τυχαίνει να πέφτει πάνω στον Χάιμ που, κυνηγημένος απ’ τις φαντασιώσεις και ταραγμένος, συνέχεια αλλάζει θέση. Όπου κι αν πάει, κουβαλώντας κι ένα σωρό ψιλολόγια, η υποψία για όλους και όλα τον περιμένει εκεί, πριν αυτός φτάσει. Ο Χάιμ, αμέσως, παίρνει «μέτρα ασφαλείας». Κι έπειτα από μια δυο μέρες παρατάει τούτο το μέρος και ψάχνει για άλλο, πιο σίγουρο. Στις συναντήσεις με τον αδελφό Πέτρο μερικές φορές τον προσπερνάει σαν να μην τον γνωρίζει, άλλες τον χαιρετάει σκύβοντας λίγο το κεφάλι του κι ανοιγοκλείνοντας τα μάτια με νόημα κι άλλες τον πλησιάζει και μιλάει ελεύθερα, μέχρι να θυμηθεί πάλι κάτι και να φύγει απότομα»

  Αυτός θα του διηγηθεί για τον καινούριο κρατούμενο, ένα κρατούμενο διαφορετικό από τους άλλους, αρχοντικής καταγωγής και μορφωμένο.

  «Τζαμίλ είναι άνθρωπος «με ανακατεμένο αίμα», από πατέρα Τούρκο και μάνα Ελληνίδα, διηγιόταν ο Χάιμ. Η μάνα του ήταν διάσημη Ελληνίδα καλλονή. Η Σμύρνη, πόλη των ωραίων Ελληνίδων, δεν είδε ποτέ ξανά τέτοιο ανάστημα, τέτοια κορμοστασιά και τέτοια γαλανά μάτια…».

  Μετά από ένα άτυχο έρωτα το έριξε στη μελέτη.

  Και ο Χάιμ αφηγείται:

  «Κι όσο περνούσε ο καιρός, άρχισαν στη Σμύρνη να κυκλοφορούν παράξενα λόγια, αόριστοι και σκοτεινοί ψίθυροι ότι το γιο του Ταχίρ πασά τον χτύπησε το διάβασμα κατακέφαλα και ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί του. Ακουγόταν ότι, μελετώντας την ιστορία της τούρκικης αυτοκρατορίας, «διάβασε τόσο πολύ», που νόμισε ότι μέσα του υπάρχει το πνεύμα κάποιου άτυχου πρίγκιπα και άρχισε να πιστεύει ότι κι ο ίδιος είναι κάποιος άμοιρος σουλτάνος».

  Ποιος ήταν αυτός ο σουλτάνος;

  Ήταν ο «σουλτάνος» Τζεμ. Μετά το θάνατο του πατέρα του, του Μωάμεθ του πορθητή, πίσσα στα κόκκαλά του, έχασε τη μάχη για τη διεκδίκηση της εξουσίας. Στο θρόνο ανέβηκε ο αδελφός του ο Βαγιαζίτ.

  Το πάθος του για τον Τζεμ είχε σαν αποτέλεσμα οι φίλοι του να τον φωνάζουν Τζεμ Σουλτάνο.

  Όμως αυτό ήταν το λιγότερο. Η εμμονή του με τον Τζεμ τον οδήγησε σε μπελάδες. Ο αδελφός του σουλτάνου ήταν κλεισμένος σε ψυχιατρείο. Μάλλον τον έκλεισε εκεί, κερδίζοντας κι αυτός το παιχνίδι της διαδοχής. Μήπως λοιπόν οι μελέτες του είχαν να κάνουν με κάποια συνομωσία με στόχο την ανατροπή του;

  Τέλος έχουμε την αφήγηση του Τζαμίλ, που δεν είναι άλλη από τη ζωή του δύστυχου πρίγκηπα Τζεμ, που ήταν μέχρι το τέλος της ζωής του αιχμάλωτος διαφόρων ηγεμόνων της Δύσης, καθώς προσπαθούσαν να τον εκμεταλλευτούν για τους πολιτικούς τους στόχους.

  Στην εισαγωγή διαβάζουμε για συμβολισμούς και αναλογίες με την κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία την εποχή που μεταφράστηκε το μυθιστόρημα, που όμως δεν μπόρεσα να τις διακρίνω. Περισσότερο είδα τη νουβέλα σαν μια εικονογράφηση της οικτρής ζωής των φυλακισμένων στο οθωμανικό Γκουαντανάμο και την αφήγηση της θλιβερής ιστορίας ενός χαρισματικού πρίγκηπα.

  Αν κάποτε πέσει στα χέρια μου το «Γεφύρι του Δρίνα» θα το διαβάσω και αυτό.

 

No comments:

Post a Comment