Friday, February 26, 2021

Στρατής Μυριβήλης, Τα παγανά

Στρατής Μυριβήλης, Τα παγανά (1945), βιβλιοπωλείο της Εστίας, σελ. 54

 


  Την εμμονή με τη λαογραφία που είδαμε στην «Παναγιά τη γοργόνα» που δημοσιεύτηκε τρία χρόνια μετά, θα τη δούμε πιο έντονη στη νουβέλα «Τα παγανά».

  Τι είναι τα παγανά;

  Οι καλικάντζαροι.

  Γιατί παγανά;

  Από το paganus, ειδωλολάτρης.

  Σαν λήμμα εγκυκλοπαίδειας θα παραθέσει την ιστορία τους.

    Ο γέρο-ακαδημαϊκός, σε μια από τις δεξιώσεις που δίνει κάθε Σάββατο ο καθηγητής Πλάτωνας Δεματάς, αναπολεί λαογραφικές παραδόσεις του νησιού του για να εστιάσει στους καλικάντζαρους. Αργότερα, όταν θα τελειώσει η δεξίωση και θα αναχωρήσουν, καθισμένος σε ένα παγκάκι περιμένοντας ταξί θα σκεφτεί τη συζήτηση που έκαναν για το τραγικό στοιχείο της ζωής, θα συλλογιστεί πάνω στα γεράματά του μέχρι που, κάποια στιγμή, θα τον επισκεφθούν οι καλικάντζαροι. Παραίσθηση, όνειρο, φανταστικό; Ο γέρο-ακαδημαϊκός πάντως έφυγε από τη δεξίωση μεθυσμένος.

  Ή μήπως δεν ήταν και τόσο μεθυσμένος;

  «Ορίστε λοιπόν, που θυμόταν τόσες λεπτομέρειες. Άρα το μυαλό δούλευε καθάριο, εν τάξει. Μόνο τα πόδια ήταν που δεν τόνε βαστούσαν. Ένας μεθυσμένος, ένας αληθινά μεθυσμένος, δε γίνεται να κρατάει έτσι άγρυπνη την εποπτεία πάνω σε γνώμες και ιδέες τόσο αντίθετες και παράλληλες» (σελ. 66).

  Θυμόταν τη συζήτηση που έκαναν για το τραγικό στοιχείο της ζωής. 

    «-Μήπως τυχόν και σεις εκεί πάνω βρεθήκατε μπροστά στο τραγικό στοιχείο της ζωής, που είναι κυρίως η μεγάλη μάχη ανάμεσα στα δυο φύλα;» (σελ. 55).

  Μου άρεσε το «κυρίως».

  Μετά τους καλικαντζάρους εμφανίζεται η πρώτη του αγάπη.

  «Εδώ μπροστά του στεκόταν η κοπελίτσα που άνθισε, παπαρούνα, μέσα στα πρώτα φοιτητικά του χρόνια και τα γέμισε με το φως της» (σελ. 96).

  Την πούλησε για την κόρη του καθηγητή μέντορά του, που του εξασφάλισε και τη θέση του στο Πανεπιστήμιο. Έκανε λαμπρή καριέρα, έγραψε ένα έργο ζωής, την «Συγκριτική μυθολογία του ελληνικού λαού», έγινε ακαδημαϊκός, όμως;

  Μου θύμισε τον καθηγητή στις «Άγριες φράουλες» του Μπέργκμαν, που και αυτός αναπολεί ένα νεανικό έρωτα.

  Το υπαρξιακό πρόβλημα στις γεροντικές ηλικίες είναι μάλλον αναπόδραστο, απλά ποικίλει σε ένταση.

  «Γύρω του έβλεπε το σούρουπο της ζωής να χαμηλώνει τα φώτα του. Άλλη φορά δεν έδινε σημασία. Τώρα μετρούσε την κάθε στάλα από το λιγόστεμα, έπαιρνε είδηση τον κάθε νέον ίσκιο που έμπαινε κοντά στους άλλους, όσο αδιόρατος και νάταν. Πολεμούσε τότες να κρατηθεί από το έργο του όπως από σωσίβιο ή καμωνότανε πως αντικρίζει φιλοσοφικά τη φυσική λύση που πλησίαζε. Όμως όλα ήταν ένα ξεγέλασμα για τον εαυτό του, και ξεθύμαινε γρήγορα. Το βράδι κατέβαινε σιγά και σταθερά, τόνε κύκλωνε από παντού. Σε λίγο θαρχόταν η νυστάλα του θανάτου να κάνει τα ματόφυλλα πιο βαριά, τα δάχτυλα πιο σκεβρωμένα, πιο ψυχρά» (σελ. 34).

  Μήπως πήρε τη ζωή του λάθος, αφιερώνοντάς την ολοκληρωτικά στη λαογραφία, για την οποία τιμήθηκε παντοιοτρόπως; Γιατί δεν άφησε μια χαραμάδα και για τον έρωτα;

  Όμως να παραθέσουμε κάποια ακόμη αποσπάσματα.

  «Αν ήταν εκεί κοντά τώρα η γυναίκα του θα τονε κοίταζε με μια από κείνες τις συνθηματικές ματιές που μεταφράζεται απλοελληνικά: “Δεν ουρλιάζουν έτσιδα, κύριε, οι καθωσπρέπει άνθρωποι σαν θέλουν να χασμουρηθούν”. Όμως η Αριάδνη δεν ήταν εκεί, λοιπόν χασμουρήθηκε σε ολάκερη τη μουσική κλίμακα, που το φράνθηκε η ψυχή του. Μόνο στην απόλυτη μοναξιά έχουμε το λεύτερο να χαρούμε έτσι τις μικρές – και τις μεγάλες μας – απρέπειες» (σελ. 52).

  Και θυμήθηκα μια σκηνή από την ταινία «Σχετικά με τον Σμιτ» (1997).

  Μόλις έχει πεθάνει η γυναίκα του Τζακ Νίκολσον, η οποία τον υποχρέωνε να κάθεται στη λεκάνη της τουαλέτας όταν ήθελε να κατουρήσει. Κατουράει όρθιος σκορπώντας ολόγυρα το κάτουρο.

  Αυτό ήταν μεγάλη απρέπεια: στη μνήμη της.

  Ανησυχεί που θα επιστρέψει τόσο αργά σπίτι: «Είχε έναν παράξενο τρόπο αυτή η γυναίκα να γρινιάζει χωρίς λόγια, με κάτι αναστενάγματα, κάτι μικρά διακριτικά βηξήματα που έλεγαν: -Σας περίμενα, κύριε, όλες αυτές τις μακριές ώρες…» (σελ. 80).

  Ε, ποιος του είπε να αργήσει;

  «Η Ακαδημία: το αρχαιολογικό μουσείο του πνεύματος. Εκεί ήταν η πλήξη και το σιγανό τέλος…» (σελ. 78).

  Μπορεί οι ακαδημαϊκοί να διάβασαν αυτό το απόσπασμα και να μην του το συγχώρησαν. Μόλις την έβδομη φορά, «μετά από 6 υποψηφιότητες που απορρίφθηκαν» διαβάζουμε στο βιογραφικό του στη βικιπαίδεια, κατάφερε, το 1958, να γίνει ακαδημαϊκός.   

  Και δυο ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι που εντοπίσαμε:

Που φαίνονταν οι άκρες τους σαν γύριζε την πλάτη (σελ. 32)

Μελέτησα τη φάρα σας και τις βρωμοδουλιές σας (σελ. 88)

  Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για τον «Βασίλη τον Αρβανίτη».

 

No comments:

Post a Comment