Friday, February 26, 2021

Στρατής Μυριβήλης, Ο Παν

Στρατής Μυριβήλης, Ο Παν, βιβλιοπωλείο της Εστίας, χχ, σελ. 133)

 


  Ο «Παν» είναι η τρίτη και τελευταία νουβέλα του Στρατή Μυριβήλη, μετά τον «Βασίλη τον Αρβανίτη» και τα «Παγανά», εκδομένη το 1946. Εκτός κυκλοφορίας, είδα και έπαθα να τη βρω σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο. Μου στοίχισε 23 ευρώ.

  Ο «Παν» είναι η νουβέλα που μου άρεσε περισσότερο από τις τρεις άλλες.

  Ο Παν είναι ένας τραβηχτικός τίτλος, παραπέμποντας στον τραγοπόδαρο θεό, γεμάτο ερωτισμό, των προγόνων μας. Όμως ο Τσαλέκος κάθε άλλο παρά Παν είναι. Μπορεί βέβαια να βίασε και να σκότωσε άθελά του μια παντρεμένη κοπέλα (της έκλεισε το στόμα για να μη φωνάζει με αποτέλεσμα να πλαντάξει), όμως φαίνεται να ήταν η πρώτη σεξουαλική του επαφή, που έγινε σε μια στιγμή παρόρμησης: μόλις είχε γυρίσει από τον τράγο όπου είχε πάει την κατσίκα, κατά παραγγελία του αφεντικού του, του Φόρτη, και ήταν ξαναμμένος.  

  Στη νουβέλα αυτή θα συναντήσουμε πρόσωπα που ο Μυριβήλης θα μπάσει, δυο χρόνια αργότερα, στο μυθιστόρημά του «Η Παναγιά η γοργόνα». Αυτά είναι ο καφετζής ο Φόρτης, που έχει ζήσει χρόνια στην Αμερική και αφηγείται συναρπαστικές, χιουμοριστικές οι περισσότερες, ιστορίες στους πελάτες του, η γυναίκα του η Νεράντζη και η Σμαραγδή, που στη νουβέλα είναι μόλις δυο χρονών. Ο Τσαλέκος της έχει μια λατρεία, το ίδιο και αυτή.

  Ποιος είναι ο Τσαλέκος;

  Ο Τσαλέκος είναι ένας ελαφρά καθυστερημένος νέος με καλή καρδιά. Ανέχεται τα πειράγματα των χωριανών του, τα οποία γίνονται χωρίς κακία, για να γελάσουν. Γυρνώντας όμως από την «τράγο» με την κατσίκα, έπεσε πάνω στη χωριανή του. Ήταν η κακή ώρα.

  Στο δικαστήριο δεν αρθρώνει λέξη. Δεν τρώει, πίνει μόνο νερό. Καταδικάζεται σε έξι χρόνια φυλακή. Ούτε στη φυλακή θα βάλει τροφή στο στόμα του, μέχρι που ο φωτισμένος εισαγγελέας παραγγέλνει να είναι όσο θέλει έξω στην αυλή, και να έχει οποιαδήποτε απασχόληση. Θα γίνει βοηθός του τσαγκάρη, θα καλλιεργήσει έναν κήπο όπου θα φυτέψει και λουλούδια, θα φυτέψει μια καρυδιά την οποία θα περιποιείται σαν να ήταν παιδί του, και θα πιάσει φιλίες με κάτι περιστέρια, στα οποία θα πηγαίνει συχνά τροφή.

  Του χαρίζεται ένας χρόνος, θα αποφυλακισθεί. Τι θα κάνει έξω; Συγκινημένος πηγαίνει να αποχαιρετήσει τη συκαμνιά.

  «-Ο Τσαλέκος αφήνει γεια στην καρυδιά του!

Τα μάτια του γιόμιζαν από το πράσινο της φυλλωσιάς, ύστερα αυτό το πράσινο άρχισε να σαλεύει. Ήτανε μια θάλασσα δροσερή από φύλλα, που θρόιζε με μικρά – μικρά κύματα και σκέπαζε τον κόσμο. Τα δάκρυα γέμισαν το στέρνο του, ξεχείλησαν από τα μάτια κ’ έτρεχαν πάνω στα μάγουλά του.

  -Ο Τσαλέκος κλαίει! είπαν οι κατάδικοι, και στρίμωχναν τα κουρεμένα τους κεφάλια να δουν.

  Έκλαιγε. Οι πόρτες ήταν ανοιχτές, μπορούσε στη στιγμή να σηκωθεί να φύγει, κι αυτός καθόταν εκεί πάνω στο πεζούλι, με τα χέρια αφημένα στα γόνατα, με τη ράχη στον τοίχο. Ώρες καθόταν, κοίταζε την καρυδιά του κ’ έκλαιγε».

  Έξαφνα ένας φυλακισμένος φώναξε.

  -Δείτ’ εκεί ένα μυστήριο. Το δέντρο μαράθηκε!

  Τότες από παντού ξαπλώθηκε τούτο το μουρμουρητό. Από κελί σε κελί, από θάλαμο σε θάλαμο. Από τις σκοπιές, από το οίκημα της φρουράς, από τα Γραφεία. Όλοι το ξανάλεγαν, όσοι μπορούσαν έτρεχαν να δουν το μυστήριο.

  Ήταν αλήθεια ένα πράμα απίστευτο.

  Η καρυδιά άρχισε να κρεμάζει τα φύλλα της, που έγερναν πανιασμένα σα να τους έριξες ζεματιστό νερό. Άρχισε από τα χαμηλά κλαδιά και προχωρούσε προς τα πάνου.

  Κι ο Τσαλέκος όλο κοίταζε ανάμεσ’ από τα δάκρυά του το δέντρο κ’ έκλαιγε».

  Έτσι τελειώνει η νουβέλα.

  Έχοντας διαβάσει, χρόνια τώρα τη «Μυστική ζωή των φυτών», βιβλίο που παρέθεσα στη βιβλιογραφία του πρώτου μου βιβλίου «Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα», θα το πίστευα και χωρίς την υποσημείωση του συγγραφέα: -Τούτο το απίστευτο περιστατικό, μου το διηγήθηκε στη Μυτιλήνη το 1915 ένας κατάδικος επιζωήτης, που τόδε με τα μάτια του.

  Ένας πανθεϊστικός λυρισμός διαπνέει τη νουβέλα, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο έργο του Μυριβήλη. Οι περιγραφές της φύσης είναι αξεπέραστες. Και βέβαια εισβάλει πάντα το λαογραφικό στοιχείο, όπως και στα προηγούμενα έργα του, και στην αρχή το χιούμορ. Όμως αυτό που συγκινεί περισσότερο στη νουβέλα είναι η μοίρα του μισοκαθυστερημένου νέου, που «Μέσα στο μεγάλο αυτό και δυνατό κορμί έλιωνε μια καρδιά μαλακιά και αδύνατη, που γύρευε προστασία» (σελ. 83).

  Και τώρα να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα.

  «Θα σύρεις τη Σινιώρα στον τράγο του Πέτρακα να τη βατέψει» (σελ. 42. Σινώρα ήταν το όνομα της κατσίκας).

  Παραθέτω, σαν σχόλιο, ένα απόσπασμα από το βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά».

  «Οι κατσίκες για να κάμουν κατσικάκια έπρεπε να «γαστρωθούν», και οι γονείς μας μάς βάζανε και τις πηγαίναμε «στον τράγο». Όταν βλέπαμε κανένα φίλο μας να τραβάει την κατσίκα για να την πάει στον τράγο, του λέγαμε πειρακτικά «που πας, στον τράγο;». Στα κορίτσια δεν ανάθεταν ποτέ τέτοια δουλειά, όχι μόνο για τα πιθανά πειράγματα, αλλά γιατί όντως ο τράγος είχε επιθετικές διαθέσεις στα κορίτσια. Αν υπάρχει μετεμψύχω­ση, ο τράγος στην προηγούμενη ζωή του θα ήταν ένας Δον Ζουάν. Θυμάμαι κάποτε που ο τράγος όρμησε στην κόρη του ιδιοκτήτη, η οποία έντρομη το έβαλε στα πόδια να ξεφύγει. Επίσης θυμάμαι, μαθητής στην Ιεράπετρα, δίπλα στο Γυμνάσιο, κάποιος έσερνε ένα τράγο και χτυπούσε τις πόρτες των σπιτιών. Για μας ήταν μεγάλη απόλαυση να βλέπουμε τη στύση του τράγου μόλις εμφανιζόταν κάποια γυναίκα. Αυτή, όταν έβλεπε τον τράγο και εμάς ξεκαρδισμένους στα γέλια, έκλεινε αγριεμένη την πόρτα λέγοντας και κάποιες βρισιές στον συνοδό του τρά­γου, τις οποίες όμως εμείς, λόγω της απόστασης, δεν ακούγαμε».

  Παλιοί καιροί, δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμη τράγοι στο χωριό.

  «…το καλοκαίρι, μεσημέρι και βράδι, κοιμόταν πάνου στη συκαμνιά [μουριά]. Είχε σκαρωμένο με παλιά καραβοσάνιδα ένα πατάρι ανάμεσα στα κλαδιά, ανέβαινε λοιπόν με μιαν ανεμόσκαλα και σαν ανέβαινε κι ύστερα, έπαιρνε απάνου τη σκάλα να μην έχει καμιάν ενόχληση τη νύχτα» (σελ. 14).

  Εμείς με τον ξάδελφό μου τον Γιάννη τον Τζανετάκη δεν χρειαζόμασταν ανεμόσκαλα ούτε σανίδα, καραβο- ή όποια άλλη. Εκεί που διακλαδιζόταν η μουριά, στο διπλανό χωράφι από το σπίτι του Γιάννη, σχηματιζόταν μια επιφάνεια σαν μικρό τραπεζάκι. Σκαρφαλώναμε, και καθισμένοι ο ένας σε ένα κλώνο και ο άλλος στον απέναντι, παίζαμε χαρτιά.

  Υπήρχαν πολλές μουριές τότε στο χωριό μου. Παλιά υπήρχε σηροτροφία, με τα μουρνόφυλλα ταΐζανε τους μεταξοσκώληκες. Δεν την πρόλαβα. Οι μουριές έμειναν για να ταΐζουν στη συνέχεια με τα φύλλα τους τα πρόβατα και τις κατσίκες. Γέρασαν οι χωριανοί μου, πάνε και τα πρόβατα, πάνε και οι κατσίκες, υπάρχουν τα σουπερμάρκετ για να αγοράζουν οι νέοι γάλα και τυρί, αλλά και οι γέροι, που δεν μπορούν πια να φροντίζουν τέτοια ζωντανά, πάνε μαζί τους και οι μουριές, ξεπατώθηκαν. Νόστιμα τα μούρα, όμως μάζευαν ένα σωρό σφίγγες. Δυο φορές με τσίμπησαν στο πέλμα κάτω από τη σαγιονάρα καθώς πήγαινα στο μπάνιο, και μουγγαλίστηκα από τον πόνο (μπα, δεν μου βγάζει τη λέξη το google, που μπήκα να δω αν γράφεται με γγ ή γκ).

  «Άρχισε να πίνει, να πίνει από την ποτίστρα, έτσι σκυφτός, όπως πίνουν τα ζωντανά» (σελ. 81).

  Εμείς πάλι πιάναμε «μαλάι».

  Τι είναι αυτό.

  Ρίχναμε ένα χαλίκι μέσα στην ποτίστρα και μετά βουτάγαμε το κεφάλι και το πιάναμε με τα χείλη. Θα ήταν τουλάχιστο μισό μέτρο βάθος. Δίπλα μας ένα γαϊδούρι έπινε ανενόχλητο. Αυτό, στη «μικρή βρύση» του χωριού μου, γιατί υπάρχει και η μεγάλη.

  Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι που εντοπίσαμε.

Μεγάλο καραβόσκαρο κι αγόραζε τα φρούτα (σελ. 10)

Κόμπιαζαν και μελάνιαζαν οι φλέβες τα σκοινιά τους (σελ. 49-50)

Τώρα τον παραφύλαγε, όρθιος στο κατώφλι (σελ. 89)

Απάντησε ψιθυριστά μ’ όλη τη φυλλωσιά του (σελ. 124-125)

Πράσινο τσιγαρόχαρτο και τόφερε στο Φόρτη (σελ. 125)

  Και ένας δάκτυλος: τώρα που βγήκε στο ξάγναντο (σελ. 80)

  Και ένας τροχαίος: ένιωθε ευτυχισμένος και μαζί γλυκά θλιμμένος (σελ. 123)

  Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για τα «Παγανά».

 

No comments:

Post a Comment