Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, Δρ Τζέκυλλ και κος Χάυντ, (μετ. Ανδρέας Αποστολίδης) Πατάκης 1992, σελ. 118
Το βιβλίο το διάβασα μαθητής, σε παιδική έκδοση, πιθανόν και σε κλασικά εικονογραφημένα. Είδα την ταινία «Λέσχη αυτοκτονίας», διάβασα στη συνέχεια το μυθιστόρημα του Στίβενσον του οποίου είναι μεταφορά, και είπα, με την ευκαιρία, να διαβάσω το κλασικό πια έργο του, «Δρ Τζέκυλλ και κος Χάυντ».
Με έκπληξη διαβάζω ότι ο Βλαδιμίρ Ναμπόκοφ θεωρεί ότι «είναι μια από τις τρεις κορυφές της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, μαζί με τον «Οδυσσέα» του Τζόυς και τη «Μαντάμ Μποβαρύ» του Φλομπέρ».
Κατάλαβα γιατί.
Στη best seller του, τη «Λολίτα» (διαβάζω τώρα την εισαγωγή), παίζει επίσης με το θέμα του Dopelgänger, του σωσία.
Το στόρι το ξέρετε οι περισσότεροι, δεν θα κάνω σπόιλερ, δεν το ήξεραν όμως οι πρώτοι αναγνώστες του, αν και κάποιοι μπορεί να το φαντάστηκαν. Ο δόκτωρ Τζέκυλλ και ο κύριος Χάιντ είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Σε μια επιστολή του θα φωτίσει πλήρως την υπόθεση.
Ο κύριος Χάιντ, σε αντίθεση με τον δόκτορα Τζέκυλλ, είναι ένας κακός χαρακτήρας. Πέφτει τρέχοντας πάνω σε ένα κοριτσάκι, το κοριτσάκι ουρλιάζει από τον πόνο, αυτός συνεχίζει το δρόμο του σαν να μη συμβαίνει τίποτα, προς αγανάκτηση όσων είδαν τη σκηνή. Αργότερα θα σκοτώσει με το μπαστούνι του έναν περαστικό ο οποίος κάτι τον ρώτησε, πιθανόν για κάποιο δρόμο. Ήταν τόσο δυνατά τα κτυπήματα που το μπαστούνι έσπασε, και το μισό έμεινε σαν πειστήριο του εγκλήματος με το οποίο θα πιστοποιηθεί η ταυτότητά του ως δολοφόνου. Και αυτός που σκότωσε δεν ήταν ένα τυχαίο πρόσωπο, ήταν ένας υψηλά ιστάμενος, η αστυνομία θα κάνει τα αδύνατα δυνατά να τον ανακαλύψει. Ξέρει ότι ο κλοιός σφίγγει γύρω του.
Ο δικηγόρος του, ο κύριος Άττερσον, φίλος και εκτελεστής της διαθήκης του, δεν μπορεί να τον συναντήσει κατά τη διάρκεια των μεταμορφώσεών του. Του έκανε μάλιστα έκπληξη που αφήνει την περιουσία του σε περίπτωση θανάτου του, αλλά και σε περίπτωση εξαφάνισής του μετά από παρέλευση τριμήνου, σ’ αυτόν τον άγνωστό του κύριο Χάιντ, που στη συνέχεια θα δει ότι πρόκειται για ένα εντελώς αντιπαθητικό πρόσωπο.
Ένας κοινός φίλος θα ανακαλύψει το μυστικό, θα του αφήσει ένα γράμμα στο οποίο υπάρχει ένα εσώκλειστο, με την εντολή να μην το ανοίξει παρά μόνο μετά το θάνατο του δόκτορος Τζέκυλλ. Είναι το γράμμα που παρατίθεται στο τέλος και που φωτίζει ολόκληρη την υπόθεση. Όμως και το γράμμα του κοινού φίλου θα του αποκαλύψει αρκετά.
Μια εισήγησή μου σε ένα συνέδριο είχε τίτλο: «Ο κακός χαρακτήρας ή το κακό στον χαρακτήρα;». Ανάπτυσσα την ιδέα ότι στην αρχαία τραγωδία δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, υπάρχουν απλά τραγικοί ήρωες, κάποιοι από τους οποίους καταντούν τραγικοί «δι’ αμαρτίαν τινά», διότι το κακό υπερίσχυσε κάποια στιγμή μέσα τους, όπως ο Κρέων στην «Αντιγόνη». Αυτό, σε αντίθεση με τον μανιχαϊσμό που κυριαρχεί σε αστυνομικά έργα, και όχι μόνο, όπου έχουμε τους καλούς από τη μια μεριά και τους κακούς από την άλλη.
Ο δόκτωρ Τζέκυλλ είναι ένας καλός γιατρός, όμως τα βράδια αφήνεται στην ικανοποίηση των πιο ταπεινών του ενστίκτων. Αλλά ο καλός του εαυτός φορτίζεται με τύψεις, έτσι αποφασίζει να χωριστεί στα δυο. Κάνει κάποια επιτυχή πειράματα και το καταφέρνει. Φτιάχνει ένα μείγμα και το πίνει, και μεταμορφώνεται από δόκτωρ Τζέκυλλ σε κύριο Χάιντ και αντίστροφα. Ηλικιωμένος, σεβάσμιος ο δόκτωρ Τζέκυλλ, νέος, κοντός, αποκρουστικός στην εμφάνιση, ο κύριος Χάιντ. Χρησιμοποίησε ένα υλικό, που όμως αποδείχθηκε νοθευμένο. Η νοθεία που του έγινε ήταν η βασική αιτία και λειτούργησε. Και το πιο δυσάρεστο, η μεταμόρφωσή του σε Χάιντ γινόταν τώρα χωρίς να παίρνει το μείγμα. Παίρνοντας την τελευταία δόση για να ξαναγίνει δόκτωρ Τζέκυλλ, ήξερε ότι δεν θα υπήρχε τρόπος επιστροφής.
Πράγματι, μεταμορφώθηκε σε κύριο Χάιντ και έμεινε κλεισμένος στο δωμάτιό του. Ο φίλος του ο δικηγόρος μαζί με τον μπάτλερ πήγαν να σπάσουν την πόρτα πιστεύοντας ότι ο κύριος Χάιντ είχε σκοτώσει τον δόκτορα Τζέκυλλ. Όμως μόλις αυτός άκουσε τα κτυπήματα του τσεκουριού πάνω στην πόρτα πήρε δηλητήριο. Όταν μπήκαν μέσα τον βρήκαν νεκρό. Αργότερα, διαβάζοντας την επιστολή, ο δικηγόρος κατάλαβε πλήρως τι είχε γίνει. Θα παραθέσω ένα πολύ χαρακτηριστικό απόσπασμα.
«Αντιλήφθηκα ότι από τις δυο φύσεις που αντιμάχονται στη συνέιδησή μου, ακόμα και αν μπορούσα δικαιολογημένα να πω ότι ήμουν μία από τις δύο, αυτό θα συνέβαινε μόνο επειδή θεμελιακά ήμουν και οι δυο ταυτόχρονα. Και από το πρώτο στάδιο, πριν οι επιστημονικές μου ανακακαλύψεις αρχίσουν ν’ αποκαλύπτουν την πιθανότητα ενός τέτοιου θαύματος, είχα μάθει ν’ απολαμβάνω την ιδέα του διαχωρισμού αυτών των στοιχείων· ήταν η αγαπημένη μου ονειροπόληση. Αν το κάθε τμήμα, έλεγα στον εαυτό μου, μπορούσε να στεγαστεί σε ξεχωριστή οντότητα, η ζωή θα μπορούσε ν’ απαλλαχτεί από ό,τι το δυσβάσταχτο. Το άδικο θα τραγούσε το δρόμο του, ελευθερωμένο από τις φιλοδοξίες και τις τύψεις του πιο αδέκαστου διδύμου του. Και το δίκαιο θα βάδιζε με το κεφάλι ψηλά στο ανηφορικό μονοπάτι του, πραγματοποιώντας τα καλά έργα δίχως να εκτίθεται πλέον στον εξευτελισμό και τη μετάνοια που του επέβαλλε το κακό. Αποτελούσε την κατάρα της ανθρωθπότητα ότι αυτά τα δυο ασυμβίβαστα μέρη ήταν έτσι δεμένα μεταξύ τους στην αγωνιώσα μήτρα της συνείδησης·οι διαμετρικά αντίθετοι πόλοι των διδύμων έπρεπε να αντιμάχονται ασταμάτητα. Πώς θα μπορούσαν, άραγε, να διαχωριστούν;» (σελ. 95).
Στην πραγματικότητα στην περίπτωσή του δεν έχουμε μια πάλη του άδικου με το δίκαιο, του καλού με το κακό, αλλά του υπερεγώ, του χώρου των κοινωνικών επιταγών, με το προεγώ, το χώρο των ενστίκτων. Το εγώ μεσολαβεί ανάμεσα στο προεγώ και στο εγώ, στις κοινωνικές επιταγές και στα ένστικτα, προσπαθώντας να τα συμβιβάσει περιορίζοντάς τα. Οι κοινωνικές επιταγές, ο πολιτισμός κατά τον Φρόιντ, αποτελούν πηγή δυστυχίας. Τα αχαλίνωτα ένστικτα πάλι οδηγούν στην (αυτο)καταστροφή. Ακολουθώντας υπερβολικά τις κοινωνικές επιταγές καταστρέφεις τον εαυτό σου, οδηγώντας τον στη νεύρωση. Ακολουθώντας υπερβολικά τα ένστικτα καταστρέφεις τους άλλους, βλέπε βιασμός, που μοιραία θα οδηγήσει και στη δική σου καταστροφή (νομίζω δεν χρειάζεται να δώσω παράδειγμα). Με το φάρμακό του ο Τζέκυλλ εξαφάνισε το εγώ.
Όμως, σκέφτομαι τώρα, αν ακολουθείς υπερβολικά τις κοινωνικές επιταγές μπορεί επίσης να καταστρέψεις τους άλλους, το ήξερε αυτό ο Ίψεν όταν έγραφε την «Αγριόπαπια». Και, σκέφτηκα στη συνέχεια, άραγε τα εγκλήματα τιμής δεν είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση;
Σε λήμμα της βικιπαίδειας βλέπω ένα κατεβατό-έκπληξη με τις κινηματογραφικές μεταφορές του. Έψαξα τις αρχικές, όλες το χαρακτηρίζουν ως horror film. Στα horror λέμε όχι, τα προσπερνάω, όμως θα δω μια μεταφορά από τις τόσες που υπάρχουν στο διαδίκτυο, αυτή του 1931 με βαθμολογία 7,8 στο IMDb. Συνήθως βλέπω όλες τις κινηματογραφικές μεταφορές ενός μυθιστορήματος, νουβέλας ή διηγήματος που μπορώ να βρω.
Το έχω παρατηρήσει και άλλες φορές, οι κινηματογραφικές μεταφορές κάνουν συχνά βελτιώσεις στην πλοκή. Εδώ η βελτίωση έχει να κάνει και με εκσυγχρονισμό. Στη βικτωριανή Αγγλία, εποχή κατά την οποία έγραψε το έργο του ο Στήβενσον, το σεξ ήταν θέμα ταμπού. Το να «σπιτώσει» μια γυναίκα ο Χάιντ θα ήταν απαράδεκτο. Επίσης ένα κινηματογραφικό έργο χωρίς έστω και την υποψία ενός φλερτ χάνει πόντους. Εδώ ο δόκτωρ Τζέκυλλ μας παρουσιάζεται αρραβωνιασμένος.
Και οι δυο ερωτευμένοι θέλουν να επισπευστεί ο γάμος, όμως ο πατέρας έχει αντιρρήσεις. Μάλιστα για να αποσπάσει την κόρη του από την επιρροή του γαμπρού ώστε να μην του τα πρήζει καθημερινά μ’ αυτό το γάμο, την παίρνει μαζί του για ένα ταξίδι. Σ’ αυτό το διάστημα ο Τζέκυλλ πειραματίζεται με επιτυχία, και πετυχαίνει τη διάσπαση του εαυτού του.
Πέφτει πάνω σε μια κοπέλα ελαφρών ηθών, που της έχει επιτεθεί ο συνοδός της. Τη συνοδεύει στο σπίτι της. Του την πέφτει. Αν δεν ερχόταν να τον φωνάξει ο φίλος του που περίμενε με την άμαξα θα υπέκυπτε. Όμως δεν την έχει ξεχάσει, θα την επισκεφθεί αργότερα ως Χάιντ και θα τη σπιτώσει.
Ο πατέρας υποχωρεί για το γάμο. Ο Τζέκυλλ πηγαίνει στη δεξίωση στην οποία θα ανακοίνωναν την ημερομηνία του γάμου τους, και πριν προλάβει να μπει μέσα βλέπει ότι μεταμορφώνεται σε Χάιντ, χωρίς να έχει πάρει το φάρμακο.
Στέλνει, σαν Τζέκυλλ, στην κοπέλα εκείνη πενήντα λίρες. Αυτή έρχεται να τον βρει, και διαπιστώνει με έκπληξη ότι είναι ο άντρας που τη βοήθησε εκείνη τη βραδιά. Του δείχνει τα κτυπήματα στην πλάτη που της προκάλεσε ο Χάιντ. -Μη φοβάσαι, της λέει, δεν θα ξαναεμφανισθεί.
Όμως ξαναεμφανίζεται και την πνίγει.
Μετά τη σκηνή κατά την οποία αποκαλύπτεται στον κοινό φίλο, έχει πάρει την απόφασή του: θα διακόψει τις σχέσεις του με την μνηστή του. Είναι το επεισόδιο που μου άρεσε περισσότερο σε όλη την ταινία. Όμως πριν προλάβει να απομακρυνθεί μεταμορφώνεται σε Χάιντ, της επιτίθεται, πέφτουν πάνω του αλλά καταφέρνει να διαφύγει, όχι πριν σκοτώσει τον πατέρα της με το γνωστό κτύπημα του μπαστουνιού, που σπάζει και αποκαλύπτεται έτσι η ταυτότητά του.
Στο τέλος, σε αντίθεση με το μυθιστόρημα, ο Τζέκυλλ δεν αυτοκτονεί αλλά πυροβολείται από κάποιον αστυνομικό, ως Χάιντ. Νεκρός, αρχίζει να ξαναπαίρνει την προηγούμενη μορφή του ως Τζέκυλλ.
Ποτέ μη λες ποτέ.
Δεν άντεξα στο συγκριτολογικό μου μεράκι και είδα και την ταινία του 1941.
Υπήρχε και ένας άλλος λόγος: ενώ οι ηθοποιοί της ταινίας του 1931 μου ήσαν άγνωστοι, στην ταινία του 1941, η οποία στην πραγματικότητα ήταν ένα remake της ταινίας του 1931, έπαιζε ο Σπένσερ Τρέισι, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν και η Λάνα Τάρνερ.
Πανέμορφες η Μπέργκμαν και η Τάρνερ, όμως υποκριτικά ήταν καλύτερες οι δυο γυναίκες (να μην ψάχνω τώρα τα ονόματά τους, υπάρχουν στον σύνδεσμο) στην ταινία του 1931.
Η ταινία του 1931 είχε σε κάποιο βαθμό το στιλιζάρισμα των βουβών ταινιών τις οποίες μόλις είχε αφήσει πίσω του ο ομιλών κινηματογράφος. Ο Χάιντ είναι ένα τέρας με προεξέχουσες οδοντοστοιχίες, αποκρουστικός από κάθε άποψη, σε αντίθεση με την ταινία του 1941, στην οποία ο Χάιντ είναι με αλλοιωμένα μεν χαρακτηριστικά, αλλά ανθρώπινος. Αλλά, πιστεύω κι εγώ, εκείνη η ταινία ήταν καλύτερη. Η ταινία του 1941 έχει βαθμολογία 6,8 στο IMDb, μια μονάδα πιο κάτω από την ταινία του 1931 που έχει 7,8.
No comments:
Post a Comment