Στρατής Μυριβήλης, Βασίλης ο Αρβανίτης, Βιβλιοπωλείο της Εστίας 2019, σελ. 113
Ο Βασίλης ο Αρβανίτης δεν είναι αρβανίτης όπως νόμιζα μέχρι να διαβάσω τη νουβέλα. Είναι παρατσούκλι που το κληρονόμησε από τον πατέρα του. Στα χωριά πολλές φορές τα παρατσούκλια είναι κληρονομικά.
Γιατί τον έβγαλαν αρβανίτη;
Διότι ήταν «…αψύς σαν την ίσκα. Άναβαν γρήγορα τα αίματά του. Και πετρολόγος κι αγύριστο κεφάλι. Από το πείσμα του κιόλας ήταν που τονε βγάλανε Αρβανίτη» (σελ. 29).
Ο Βασίλης ο Αρβανίτης ένας δυνατός και θαρραλέος νέος, ένας ντελή-κανής, δηλαδή νέος που το αίμα βράζει στις φλέβες του. Το πρώτο του κατόρθωμα είναι που σκότωσε ένα φίδι, έναν τεράστιο «οικουρό όφη» που τρόμαζε τον αφηγητή, μικρό παιδί που ήταν τότε, όχι όμως και τους γονείς του. Η μητέρα του τον θεωρούσε σαν προστάτη του σπιτιού, και όταν πέθανε η μικρή φιλάσθενη κορούλα της απέδωσε το θάνατό της στο σκότωμα αυτού του φιδιού.
Άλλο μεγάλο του κατόρθωμα είναι που σκότωσε έναν αρχικομιτατζή, που είχε σκοτώσει και βασανίσει ένα σωρό χριστιανούς κατά τον μακεδονικό αγώνα. Παρασημοφορήθηκε γι’ αυτό από το ελληνικό κράτος. Παρασημοφορήθηκε και από τους νεότουρκους, που πήγε και πολέμησε μαζί τους το σουλτάνο.
Μέχρι εδώ όλα καλά, μετά όμως ο ντελή-κανής μου φαίνεται να είναι απλά ένας νταής. Έχει χάσει τη συμπάθειά μου. Καλά να τα έχει με μια κοπέλα, αλλά να τα έχει με δυο, δίδυμες, ταυτόχρονα, σε όργιο; Αυτό δεν είναι «κατά το εικός και το αναγκαίο», όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης. Μήπως πρόκειται για πραγματικό γεγονός το οποίο μπάζει στην ιστορία του ο Μυριβήλης;
Όμως το τέλος κι αν με ξένισε: εμποδίζει το πέρασμα του επιταφίου από ένα στενό. Γιατί; Διότι έτσι. Δεν βλέπω καμιά δικαιολογία γι’ αυτό, παρά μόνο τον τσαμπουκά. Ούτε θα με συγκινήσει η «ηρωική» αυτοκτονία του στο τέλος, προκειμένου να πέσει στα χέρια της αστυνομίας.
«Σπρώχνει μακριά του το γέρο, τραβά από τη μέση έν’ ασημένιο μαχαίρι. Χτυπά το βυζί του, το καρφώνει μια, το καρφώνει δυο φορές ως το μανίκι, δυνατά, με πείσμα. Ακούγεται και τις δυο φορές η γροθιά να βροντά πάνω στο στέρνο.
Σφύγγει τα δόντια, αναστενάζει ωχ! και πεθαίνει.
Λύνουνται τα ιδρωμένα φρύδια σιγά σιγά.
Μέσα στα μάτια που έπηξαν στυλωμένα, τρέμουν δυο γαλάζια δάκρυα κακοκαρδισμένου παιδιού» (σελ. 106).
Είναι ο γνωστός λογοτέχνης Μυριβήλης που τόσο μας αρέσει, όμως το στόρι του σ’ αυτή την πρώτη του νουβέλα, πρωτοεκδομένη το 1943, δεν μου άρεσε, σε αντίθεση με τις δυο επόμενες (θα αναρτήσω αργότερα). Αποτελώ εξαίρεση, το συμπεραίνω βλέποντας τις απανωτές εκδόσεις που έκανε και το ιδιαίτερο λήμμα που έχει γι’ αυτήν η βικιπαίδεια, αλλά τι να κάνουμε, γούστα είναι αυτά.
Όμως να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα.
«-Δεν είν’ αυτό που σας τρώει, είπε. Μόνο είναι ο κρυφός σας ο καημός, να πλαγιάζετε δίπλα στους μαραζάρηδες και τους κρεμοβράκηδες, που σας δέρνουν. Εμένα μ’ αρέσει να κοιμάμαι με το φιλί και σαν ξυπνώ να βλέπω ρώιδι ανοιγμένο στο προσκέφαλό μου» (σελ. 38).
Αυτά τα λέει η Λαμπρινή, η μητέρα των διδύμων, στις χωριανές που την κακολογούν για τη σχέση της με τον Ζαχαριά, που θα γίνει άσπονδος εχθρός του Βασίλη του Αρβανίτη καθώς τον πρόσβαλε πολύ άσχημα μια φορά στο καφενείο. Θα σκοτώσει τον τούρκο που τον σκότωσε, όχι για άλλο λόγο παρά γιατί δεν τον άφησε να τον σκοτώσει ο ίδιος. Το θέμα αυτό, της ζήλειας και τις κακολογιάς, το είδαμε και στα μυθιστορήματα του Μυριβήλη.
«Και τούτος ο καφενές είναι σημαντικός και περίφημος, μπορεί να πει κανείς, σαν το νερό της Καρύνης, γιατί μέσα κι όξω οι τοίχοι του είναι στολισμένοι με λογής πλουμίδια και ζουγραφιές του Θεόφιλου του Τσολιά» (σελ. 66).
Θα αφιερώσει μιάμιση σελίδα σ’ αυτόν ο Μυριβήλης. Για να τελειώσει:
«Σαν πέθανε κ’ ύστερα, οι γραμματιζούμενοι από το Παρίσι και την Αθήνα, τον τελάληξαν μεγάλο ζωγράφο και τα κάδρα του έκοβαν μονέδα» (σελ. 67).
Χατζημιχαήλ το επώνυμό του, διαβάζω τώρα στη βικιπαίδεια.
«Ο Βασίλης, με το ναργιλέ στο χέρι, πήδηξε, δεν πήδηξε μόνο πέταξε σαν αϊτός πάνω από τη στέρνα της Καρύνης. Σαν αϊτός και σαν αρχάγγελος άνοιξε τις φτερούγες και πέρασε μες από τον αέρα, πάνω από το νερό που φουρκάλιαζε… Ήταν “το πήδημα του Νταή-Παναγιώτη”, τούτο τ’ απίστευτο και μυθικό κατόρθωμα, που έγινε πάλι, ύστερ’ από εκατό χρόνια, εκειδά μπροστά στα μάτια τους!» (σελ. 74-75).
Εγώ ξέρω «Του Τζανή το πήδημα», μόνο που εδώ πρόκειται για τοπωνύμιο, και το πήδημα είναι με τη μεταφορική του σημασία. Εδώ άφησε την τελευταία του πνοή ο Τζανής, στην αγκαλιά μιας αλλοδαπής. Εβδομηντάρης, λέγεται ότι είχε πάρει βιάγκρα.
«Πρέπει να τονε δει εκεί ο μπάρμπα-Σταμπάδος, ο πραχτικός. Αυτός μονάχα είναι ένα κ’ ένα για τούτες τις δουλειές. Ξέρει πώς να καλαμώσει τα σπασμένα κόκαλα, να σωτηρέψει το πόδι χωρίς ν’ απομείνει σακάτεμα» (σελ. 102).
Και το χωριό μας είχε τον πρακτικό του, τον Ανδρά τον Παπουτσάκη. Έφτιαξε το χέρι του ξαδέλφου μου του Γιώργη του Τζανετάκη, που το έσπασε παίζοντας στην αυλή του Αφέντη Χριστού (Διμάρτυρη εκκλησία, τη μοιράζεται ο Χριστός με τον Άγιο Χαράλαμπο, μεγάλη η χάρη του. Το έχω ξαναγράψει, μαθητής, βρήκα ένα εικονισματάκι του πάνω σε ένα τράφο σε ένα περβόλι στο χωριό μου τη μέρα της χάρης του και της γιορτής μου. Κάπου είναι καταχωνιασμένο στο πατρικό μου στο χωριό, μάλλον πρέπει να φτιάξω φανουρόπιτα για να το βρω).
Πριν κάνω την ανάρτηση πήρα τηλέφωνο τον ξάδελφό μου για να επιβεβαιώσω.
Παρεμπιπτόντως, σήμερα έκανε το εμβόλιο. Κανένα πρόβλημα. Δεν τον πόνεσε καθόλου. Αντίθετα το εμβόλιο της γρίπης τον πονάει κάθε φορά που το κάνει. Εμένα δεν με πονάει καθόλου, και φοβάμαι μήπως το πράγμα πηγαίνει ανάποδα, και το εμβόλιο για τον κορονοϊό με πονέσει. Αλλά αυτό θα είναι το λιγότερο, καμιά σοβαρή παρενέργεια μόνο να μην πάθω.
Τελικά είχε δυο σπασίματα, το ένα στην τετάρτη του δημοτικού, στο σπίτι του Γιάννη του Κατεργιαννού όπου δινόταν παραστάσεις καραγκιόζη. Καραγκιοζοπαίχτης ήταν ο Αντώνης ο Χατζάκης (alias: κερα-Μαρία. Σε τρεις τέσσερις από τις «Εύθυμες κατωχωρίτικες και άλλες ιστορίες» μου πρωταγωνιστεί) ίδια ηλικία με τον Γιώργη. Καταπληχτικός, ιδιαίτερα όταν έκανε το κολλητήρι. Είχα παρακολουθήσει πολλές παραστάσεις του. Το εισιτήριο; Αμύγδαλα. Πόσα δεν θυμάμαι, ούτε ο Γιώργης. Κάτι έκανε την ώρα της παράστασης, δεν θυμάται τι ακριβώς, και έσπασε το δεξί του χέρι. Το αριστερό το έσπασε όταν πήγαινε στην τετάρτη γυμνασίου, στον Αφέντη Χριστό. Πήγε να κλωτσήσει πίσω την μπάλα που είχε πέσει στο δρόμο, γλίστρησε, έβαλε το αριστερό του χέρι να στηριχθεί και το έσπασε.
Ο Αντρέας έφτιαξε ένα κατάπλασμα, μου λέει ο Γιώργης, που είχε μέσα αυγό και λινάρι, αλλά δεν θυμάται τι άλλο. Το αυγό έσφιγγε το κατάπλασμα και το έκανε σκληρό σαν γύψο. Είχε πάει μόνος του αμέσως μόλις το έσπασε, το σπίτι του Ανδρέα ήταν δίπλα. Οι γονείς του δεν είχαν εμπιστοσύνη, τον πήγαν στο νοσοκομείο όπου αφαίρεσαν το κατάπλασμα και έβαλαν γύψο. Τώρα, μου λέει, τον χειμώνα με το κρύο τον πονάει λίγο κάποιες φορές. Το άλλο χέρι όμως όχι.
Δεν βρήκα κινηματογραφική μεταφορά, βρήκα όμως τον ομώνυμο συμφωνικό θρύλο του Γιάννη Α. Παπαϊωάννου στο youtube. Θα τον ακούσω βέβαια, καθώς η κλασική μουσική και τα κρητικά είναι τα δυο είδη μουσικής που ακούω.
Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι που έπεσαν στην αντίληψή μου.
Που κλάδιζε και δίχτιαζε από παντού το σπίτι (σελ. 18)
Βαρούσαν τα λαλούμενα κι αντιλαλούσε ο τόπος (σελ. 69)
Όπως απίστευτα κοντό ήταν και το βρακί τους (σελ. 86)
Γύριζε μεγαλόπρεπα γύρω στους νταουλτζήδες (σελ. 87)
Ξεμάκρυνε, ώσπου έσβησε στα σκοτεινά σοκάκια (σελ. 99)
Είπα, μόνο τους πέντε πρώτους, όμως ένας έμεινε, ας τον γράψουμε κι αυτόν.
Τότε το δέντρο κρέμαζε τσαμπιά τ’ άσπρα λουλούδια (τελευταία σελίδα).
Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την «Παναγιά τη γοργόνα».
No comments:
Post a Comment