Στρατής Μυριβήλης, Η Παναγιά η γοργόνα, 1948
Τόσο πολύ με ενθουσίασε η «Παναγιά η γοργόνα», το τρίτο και τελευταίο μυθιστόρημα του Μυριβήλη, που αποφάσισα να τον δω πακέτο. Εξάλλου λίγα έμειναν, τρεις νουβέλες από τις οποίες έχω ήδη διαβάσει τη μία και θα γράψω γι’ αυτήν αμέσως μετά, και οι τέσσερις συλλογές διηγημάτων, που φέρουν ένα χρώμα η κάθε μια.
Το μυθιστόρημα μας μιλάει αρχικά για την Παναγία τη γοργόνα, μια εκκλησία με ένα εικόνισμα της Παναγίας στο οποίο εικονίζεται μισή γυναίκα μισή γοργόνα. Μας λέει την ιστορία της. Στη συνέχεια ο Μυριβήλης μας μιλάει για τους ανθρώπους, εστιάζοντας στους πρόσφυγες που μόλις έχουν έλθει μετά την μικρασιατική καταστροφή, τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν, την οικοδόμηση του συνοικισμού τους. Αργότερα θα περιοριστεί σε λίγα πρόσωπα, με κεντρικό την Σμαραγδή.
Ο Βαρούχος βρίσκει στη βάρκα του ένα μωρό. Είναι η Σμαραγδή. Θα φωτίζει τη ζωή τους, ειδικά της γυναίκας του, μετά το θάνατο της κορούλας τους. Όμως όταν αυτή πεθάνει θα καταρρεύσει ψυχολογικά και θα το ρίξει στο ποτό.
Η Σμαραγδή θα μεγαλώσει και θα γίνει μια όμορφη κοπέλα με ξεχωριστό χαρακτήρα. Οι νέοι θα την ερωτευτούν, οι μεγάλοι θα την ποθούν. Ένας μάλιστα θα προσπαθήσει να τη βιάσει.
Ερωτευμένοι μαζί της είναι και τα τρία παιδιά του Λαθιού. Ο μεγαλύτερος, ο Κωνσταντίνος, είναι ο πιο υποσχόμενος. Αργότερα θα εμφανιστεί και ο Αχιλλέας, ένας σφουγγαράς. Όμως αυτός που είναι φανατικά ερωτευμένος μαζί της είναι ο Λάμπης. Την παραφυλάει που κολυμπάει. Κάποια στιγμή που κινδύνεψε ρίχτηκε στο θάλασσα και την έσωσε. Ήταν συγκλονιστικό γι’ αυτόν να κρατάει στην αγκαλιά του τη γυναίκα που αγαπά, και που «Δε φορούσε άλλο από ένα παντελόνι δεμένο με λουρί» (σελ. 330).
Δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι ο Μυριβήλης, γράφοντας αυτό το επεισόδιο, είχε στο μυαλό του το «Όνειρο στο κύμα» του Παπαδιαμάντη.
Τελικά η Σμαραγδή ποιον θα παντρευτεί;
Αποτελεί άραγε προσήμανση η δήλωσή της ότι δεν θα παντρευτεί κανέναν; Το πιο πιθανό, σκέφτηκα.
Μα γιατί;
Ο Βαρούχος, ο θετός της πατέρας, ένα βράδυ, ολομέθυστος, θα προσπαθήσει να τη βιάσει. Τραυματική εμπειρία γι’ αυτήν. Αυτός, μετανοιωμένος, θα φύγει για το άγιο Όρος, αφήνοντάς της όλη του την περιουσία. Η δήλωσή της ότι δεν θα παντρευτεί κανέναν έχει μια βάση, δεν είναι μια απλή ιδιοτροπία ή παραξενιά.
Ο Στρατής Μυριβήλης μπλέκει στο μυθιστόρημα μυθολογία και λαογραφία. Η Σμαραγδή σίγουρα είναι γέννημα γοργόνας που την συνέλαβε με άνδρα, και είναι στο πεπρωμένο της να σπέρνει την καταστροφή.
«Αυτές αγαπούν τα όμορφα μάτια των παλικαριών [τα παίρνουν και τα περνάνε γιορτάνι στο λαιμό τους]. Να ρωτήσεις να το μάθεις: κάθε φορά που θα βρουν κανέ παλικάρι πνιγμένο στη θάλασσα, πάντα του λείπουν τα μάτια του. Ωστόσο μη θαρρείς πως κι αυτές δεν την παθαίνουν καμιά βολά. Πηγαίνουν να ξελογιάσουν τους θαλασσινούς, και ξελογιάζονται. Ερωτοχτυπούνται, κοιμούνται μαζί τους και πιάνουν παιδί. Σαν πάρει από το σόι τ’ ανθρωπινό αυτό το παιδί, τ’ αποθέτουν στην ακρογιαλιά, σε κανέναν πέρασμα, αν τόβρει κανείς να το προστατέψει. Σαν πάρει από το σόι της γοργόνας, το παίρνουν μαζί τους» (σελ. 260).
Θα διαβάσουμε πολλά για δοξασίες, έθιμα, ξεματιάσματα, θεραπείες, κ.ά. Τις λαογραφικές εμμονές του Μυριβήλη θα τις δούμε πιο χαρακτηριστικά στα «Παγανά» (θα αναρτήσω στη συνέχεια).
Η Σμαραγδή είναι περίπου η διπλοτυπία της «Δασκάλας με τα χρυσά μάτια». Και οι δυο είναι όμορφες, ξεχωριστές προσωπικότητες, και ανάβουν τη φαντασία των χωριανών. Και τις δυο θα τις ερωτευθούν, θα τις ποθήσουν και θα τις κακολογήσουν. Μόνο που στη Δασκάλα έχουμε το happy end, αν και μόλις στην τελευταία σελίδα.
Ο Λάμπης θα αυτοκτονήσει μετά από κάποιο επεισόδιο, να μην πούμε λεπτομέρειες, νοιώθοντας ταπεινωμένος μπροστά στη γυναίκα που αγαπά.
Και τώρα;
Έχω φτάσει στις τελευταίες σελίδες και αναρωτιέμαι πώς θα τελειώσει το μυθιστόρημα. Μήπως τελικά θα υπάρξει ειδύλλιο με τον Αχιλλέα, τον οποίο συμπαθεί ιδιαίτερα; Μα είναι τόσο λίγες οι σελίδες, δεν προλαβαίνει να αναπτυχθεί.
Και βρισκόμαστε για μια ακόμη φορά, όπως και στο «Όνειρο στο κύμα», μπροστά στο μεγαλείο του ανεκπλήρωτου έρωτα. Και το μεγαλείο εδώ δεν αφορά μόνο τον Λάμπη, αλλά και τη Σμαραγδή. Διαβάζοντας κάποιες ημερολογιακές καταγραφές του στις οποίες αποκαλύπτει τον αγνό του έρωτα, θα τον ερωτευθεί, νεκρό. Θα βάλει τα μαύρα και θα μείνει πιστή στη μνήμη του. Τελικά δεν θα παντρευτεί κανένα. Θα ζήσει με το νονό της, τον Φόρτη, τον πατέρα του Λάμπη.
«Δεν ήταν λύπηση τούτο, δεν ήταν η αναστατωμένη συνείδηση για την αθέλητη ενοχή, δεν ήτανε τρυφεράδα και μετανιωμός. Ήταν ένας έρωτας, ένας μεγάλος αληθινός έρωτας που ξέσπασε θριαμβευτικός και βίαιος, σαν ο μοναδικός και ακαταμάχητος σκοπός ολάκερης πια της ζωής της. Ένας έρωτας κραταιός, που κάθε στιγμή έριχνε και πιο βαθιές ρίζες μέσα της. Γιγάντωνε και κλάδιζε μέσα στη σιωπή και στο σκοτάδι.
Κανένας άλλος δε θα το ήξερε, κανένας δε θα το μάθαινε ποτές, κι αυτό την έκανε σκληρή και περήφανη, που δε θα μοιραζότανε την καταλυτική φλόγα της με κανέναν.
Τώρα ήταν μονάχα αυτή και ο νεκρός εραστής…» (σελ. 484-486)
Οι ομηρικές, μακροτενείς παρομοιώσεις και το διάσπαρτο χιούμορ, είναι υφολογικά στοιχεία που συναντήσαμε και στα προηγούμενα έργα του Μυριβήλη και πολύ μας άρεσαν. Όμως να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε, σχολιάζοντάς τα.
«Οι αγωγιάτες κ’ οι νοικοκυραίοι, που ανεβάζουν πράμα με τα ζα τους, χαλαρώνουν το καπίστρι του μουλαριού και σφυρίζουν, να πιει το φορτωμένο ζωντανό να ξαποστάσει» (σελ. 18).
Θυμάμαι που, κάνοντας πλάκα σε κάποιον φίλο μας όταν έπινε νερό, του σφυρίζαμε όπως κάναμε στους γαϊδάρους.
«Οι ραβδιστάδες με τα ίσια μακριά ραβδιά στη ράχη, τέμπλες τα λένε…» (σελ. 18).
Κι εμείς τέμπλες τα λέγαμε, αλλά τις χρησιμοποιούσαμε για να ρίξουμε τις ελιές από τα πιο ψηλά κλωνάρια, όταν δεν τις έφτανε αυτός που ράβδιζε πάνω στην ελιά. Το μεγαλύτερο μέρος του ραβδίσματος γινόταν με την κατσούνα.
Είχαμε και τη διχαλόβεργα. Μακριά σχεδόν σαν τέμπλα, είχε ένα διχάλι στην άκρη. Μ’ αυτό στηρίζαμε το μιγόμι (τσουβάλι) που φορτώναμε στο γάϊδαρο για να μη γέρνει, μέχρι να φορτώσουμε και το άλλο στην άλλη μεριά. Όλα αυτά στο παρελθόν, γιατί τώρα τις κατσούνες και τις τέμπλες τις αντικατέστησαν τα ραβδιστικά, και τους γαϊδάρους τα αγροτικά.
«Την ευκή μ’ απ’ τα είκοσι μ’ τα νύχια» (σελ. 84).
Η γιαγιά μου μού την έλεγε διαφορετικά: Την ευκή τσ’ ευκής μου να ’χεις απ’ τα είκοσί μ’ ανύχια». Επίσης μου έλεγε: Την ευκή τσ’ ευκής μου να ’χεις και χωρίς να κάμεις να ’χεις. Περιμένω ακόμη να πιάσει αυτή η δεύτερη ευχή, γιατί εγκληματίας δεν είμαι για να ληστέψω καμιά τράπεζα, έτσι η μόνη μου ελπίδα είναι το πρωτοχρονιάτικο λαχείο, που φέτος λόγω κορονοϊού δεν εκδόθηκε.
«Τεντώθηκε, αποταυρίστηκε με όλα τα μέλη…» (σελ. 104).
Πιστεύω ότι η ετυμολογία της λέξης είναι από+ταύρος. Είναι η κίνηση που έκανε αυτός που πηδούσε πίσω από τον ταύρο αφού του έπιανε τα κέρατα, στα ταυροκαθάψια. Την ίδια κίνηση κάνουμε κι εμείς όταν σηκώνουμε λυγισμένα τα χέρια ψηλά, από βαριεστημάρα.
Ε, κρητικός εγώ, να μη γράψω τη μαντινάδα, που ακούγεται και σήμερα πολύ συχνά;
«Όποιος δεν είναι μερακλής του πρέπει να πεθάνει
γιατί στον όμορφο ντουνιά άδικα τόπο πιάνει!» (σελ. 128).
Θα διαβάσουμε κι άλλες τέτοιες μαντινάδες.
«Άνοιξε το κύμα και βγήκε [η Αφροδίτη] κι άστραψ’ ο γιαλός, κ’ έλαμψ’ ο κόσμος όλος» (σελ. 129).
Εμείς το λέγαμε ανάποδα: έλαμψ’ ο γιαλός, κι ο κόσμος ήστραψ’ όλος (για όσους κατάλαβαν μπράβο, στους άλλους απλά καλημέρα, όπως λένε στο twitter).
«Άφησα εν όλω δύο χιλιάδων ετών Ελλάδα και πολιτισμόν» (σελ. 166).
Λάθος δάσκαλε, δυόμισι χιλιάδων ετών Ελλάδα έπρεπε να γράψεις.
«Αναστέναξε, γεμάτη από τη μελαγχολική ευτυχία των πολυχρονίτικων γέρων που βαστιούνται καλά στα πόδια» (σελ. 179).
Άντε να δούμε αν θα τη νιώσω κι εγώ.
«Ήταν η τσουχτερή, ηδονική αίσθηση της λεφτεριάς, και τη γευότανε με φόβο και αχορταγιά. Κάτι σαν το ξεχαλινάρωμα του γερού αλόγου που πέρασε τα νιάτα ζεμένο στο κάρο, και μια μέρα νιώθει να τσακίζεται ξαφνικά πίσω του το κάρο, να φεύγουν τα λουριά» (σελ. 194).
Για τις μακροτενείς παρομοιώσεις που είπαμε.
«Ξύπνησαν ξαφνικά απ’ αντίκρυ, μεσ’ απ’ τα ελιόδεντρα της βίγλας, και τα τζιτζίκια. Από τη δυνατή φέξη της λάμπας θέλεις, από τη φασαρία και τη μουσική θέλεις, άρχισαν να τζιτζιρίζουν πανηγυρικά σα νάτανε μεσημέρι» (σελ. 230).
Μπα, από αγανάκτηση θα ’λεγα. Όπως και τα τζιτζίκια στα πλατάνια της πλατείας του χωριού μου, κάθε καλοκαίρι στο πανηγύρι του Προφήτη Ηλία. Φέτος τη γλίτωσαν, λόγω κορονοϊού δεν έγινε πανηγύρι.
«Αλί στο νιο που γεροντίζει, αλί στο γέρο που παλικαρίζει» (σελ. 294).
Τώρα, τι ήθελα να το γράψω αυτό;
«Η Σμαραγδή τους, που ήταν πιο όμορφη απ’ την πεντάμορφη, πιο καταδεχτική από την Σταχτοπούτα, πιο ξανθιά από τις νεράιδες, με τα μάτια πιο θαλασσιά από όλες τις γοργόνες του πελάγου» (σελ. 341).
Αυτά τα σκέφτεται ο Βατής, μικρότερος αδελφός του Κωνσταντίνου, βαθιά ερωτοχτυπημένος κι αυτός με την Σμαραγδή.
«Η ελιά είναι που θα δέσει τις καινούριες γνωριμιές, θα σμίξει τις ερωτιές στα μαζώματα» (σελ. 400-1).
Έφτασ’ ο καιρός καλέ που πέφτουν οι ελιές/ και τα λιόφυτα θα πιάσουν πάλι οι κοπελιές. Ακούστε το από τον Κώστα Μουντάκη.
Βρήκα στην Καθημερινή ένα ωραίο κείμενο για τη Συκαμιά, το χωριό του Μυριβήλη, με ενδιαφέρουσες πληροφορίες.
Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι:
Όλα τα μαύρα σύννεφα που σκότιζαν το νου του (σελ. 168)
Δέχτηκε την καταστροφή με το δικό του τρόπο (σελ. 192)
Απόμεινε σε μια γωνιά, κοντά στο παραθύρι (σελ. 192)
Εγώ δε θ’ άφηνα ποτές κανέναν να με δείρει (σελ. 199)
Πρόσεξε πόσο γέρασαν τα χέρια του δασκάλου (σελ. 211)
Είπαμε, μόνο τους πέντε πρώτους που πέφτουν στην αντίληψή μας.
Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για τη «Ζωή εν τάφω».
No comments:
Post a Comment