Η «Γαλήνη» πρωτοεκδόθηκε το 1939, αλλά όπως λέει ο συγγραφέας στον πρόλογό του, έκανε συνεχείς αλλαγές και βελτιώσεις. Τιμήθηκε με το Α ΄κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (Τότε υπήρχε και πρώτο και δεύτερο, τώρα μόνο ένα).
Το μυθιστόρημα ξεκινάει με τον πανικό που προκάλεσε ο ερχομός των προσφύγων από τη Φώκαια σε δυο άτομα της περιοχής (Ανάβυσσος) που έσκαβαν για αρχαία για να τα πουλήσουν στον Πράσινο, έναν αρχαιοκάπηλο, και την εχθρότητα των βοσκών που θα έχαναν βοσκοτόπια με την εγκατάστασή τους.
«—Ε, λοιπόν! φώναζε ο γέροντας, φώναζαν τώρα κ’ οι άλλοι βοσκοί. Μείνετε, λοιπόν, και θα δούμε ποιος θα στεριώσει σ’ αυτή τη γη! Θα σας χτυπήσουμε όπου σας βρούμε, θα σκοτώσουμε τα ζωντανά σας αν τύχει και κάμετε, θα πατήσουμε τα σπαρτά σας αν ριζώσουν! Χάρη ποτέ σας δε θα βρείτε σ’ εμάς και στα παιδιά μας, ίσαμε που να ξεκληριστεί η φύτρα σας και να σβήσει!».
Στην συνέχεια διαβάζουμε για τα προβλήματα της εγκατάστασής τους. Σιγά σιγά ο Βενέζης εστιάζει σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Αυτά είναι ο γιατρός Δημήτρης Βένης, η γυναίκα του η Ειρήνη και η κόρη τους η Άννα. Δίπλα τους ο Γλάρος με τη γυναίκα του την Ελένη και τα τρία τους παιδιά. Υπάρχουν ακόμη οι θείες Άννα και Σοφία, που περιμένουν τους γιους τους. Μόνο ο Ανδρέας, φίλος της Άννας, θα επιστρέψει, ο Άγγελος όχι.
Δεν το ήξερα ότι στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο οι έλληνες της Μικράς Ασίας είχαν διωχθεί στην Ελλάδα, για να επιστρέψουν μετά την ήττα της Γερμανίας των οποίων η Τουρκία ήταν σύμμαχος και παραλίγο να το πληρώσει πολύ ακριβά. Το πάθημα της έγινε μάθημα στον δεύτερο.
Τα πρόσωπα της ιστορίας μας είχαν φιλοξενηθεί τότε στην Αίγινα.
«Σ’ όλο το Μεγάλο Πόλεμο πάλι διωγμένοι απ’ τα μέρη τους, είχαν βρει καταφύγιο στην Αίγινα, απ’ όπου παρακολούθησαν την καταστροφή το κόσμου. Ποιος να το ’λεγε πως, ύστερα από λίγα χρόνια, θα καταλήγανε πάλι μακριά απ’ τον τόπο τους, όμως οριστικά πια, στην αντίπερα όχθη!».
Με συγκίνηση θα την επισκεφθούν, θα δουν το σπίτι που έζησαν και ανθρώπους που γνώρισαν. Τότε θα κάνουν έρωτα ο Ανδρέας και η Άννα. Το ότι τους πήρε χαμπάρι ο Χαρίτος, ένας βοηθός του Γλάρου, στάθηκε μοιραίο για την Άννα. Αργότερα θα τη συναντήσει μόνη και θα τη βιάσει και, όπως ο Τσαλέκος στο «Παν» του Μυριβήλη, θα τη σκοτώσει, καθόλου όμως αθέλητα όπως ο Τσαλέκος που απλά της έκλεισε το στόμα για να μη φωνάζει. Αυτός της κτύπησε επανειλημμένα το κεφάλι με μια πέτρα και μετά, μισοπεθαμένη, ή ίσως ολότελα νεκρή, τη βίασε.
Η Ειρήνη, πολύ μικρότερη από τον άντρα της τον Βένο, ήταν μια αρχοντοπούλα που η τύχη της έδωσε αλλεπάλληλα κτυπήματα. Μετά την χρεοκοπία του πατέρα της συμβιβάστηκε να πάρει έναν άντρα ευυπόληπτο μεν όμως πολύ μεγαλύτερό της, πράγμα που έφερε βαρέως, και ακόμη πιο βαρέως όταν, πρόσφυγες, ξέπεσαν σ’ αυτά τα άγονα εδάφη. Υπάρχει μια πινελιά συμπάθειας από τις άλλες γυναίκες για το κατάντημά της, όχι όμως και από τον Βενέζη, που δεν χάνει ευκαιρία να τονίζει τον κακότροπο χαρακτήρα της.
Πριν από το θάνατο της Άννας είχε προηγηθεί ένας άλλος θάνατος, της Ελένης. Οι βοσκοί είχαν φράξει τα διάφορα χαντάκια, με αποτέλεσμα ο δρόμος που οδηγούσε στο χωριό μετά από μια γερή νεροποντή να πλημμυρίσει και να γίνει ποτάμι. Στην πλημμύρα αυτή βρήκε την ευκαιρία κι έκλεψε ο Πράσινος τον Κούρο που είχε ανακαλύψει ο Γλάρος. Όμως η μεγαλύτερη απώλεια ήταν βέβαια η γυναίκα του.
«Την ίδια νύχτα, στα κονάκια τους οι βλάχοι περίμεναν το σύντροφό τους, που τον είχαν στείλει να δει τι απόγινε κει κάτω, στην Ανάβυσσο, με τη νεροποντή.
—Λοιπόν; ρώτησε ο γέροντας, μόλις φάνηκε ο αποσταλμένος τους.
—Έγινε καθώς το ’χες πει. Το νερό πέρασε μες απ’ τα καλύβια τους και τα πιο πολλά τα γκρέμισε.
Σκούζουνε κει κάτου.
—Να δούμε λοιπόν ποιος απ’ τους δυο θα βαστάξει, αυτοί για εμείς! είπε ο γέρος.
Κ’ ύστερα, γυρίζοντας σ’ όλους τους άλλους:
—Τσιμουδιά, μην τύχει και μαθευτεί το τι έγινε ψηλά με τα ρέματα! Αλλιώς τα ’χουμε σκούρα.
Κι όλοι συμφωνήσαν να μη βγάλουν μιλιά για το πως έγινε και, σε μια απ’ τις τελευταίες νύχτες, φράξαν όλα τα χαντάκια όπου σκορπιζόταν το νερό, μόλις ξεμπούκερνε απ’ τις ρίζες του λόφου, και το νερό το πήγαν έτσι απ’ όλες τις μεριές να χυθεί μες στο βαθουλωμένο φαρδύ μονοπάτι που περνούσε μέσα απ’ τα καλύβια της Αναβύσσου».
Μακροσκελές το παρακάτω απόσπασμα, όμως αξίζει να το διαβάσετε.
«Ο Χαρίτος τράβηξε κατά το μέρος που του έδειχνε ο καπετάνιος, να βρει τη νεότητα. Βγήκε έξω απ’ τα τελευταία σπίτια κ’ έπεσε μες στη γυμνή γη. Το χώμα μυρίζει δυνατά και κάτω απ’ τις ζεστές πέτρες οι σκορπιοί ξυπνούν απ’ τον ύπνο τους, γιατί το χώμα μυρίζει δυνατά κι απ’ τη μυρωδιά οι σκορπιοί καταλαβαίνουν πως ήρθε η άνοιξη. Τα σύννεφα πια δε θα σκεπάζουν τον ουρανό, μονάχα θα είναι γαλάζιο φως κει πάνω, στη στέγη του κόσμου, και άστρα. Σα βγει το φεγγάρι, τη νύχτα, θα ξυπνήσουν οι σκορπιοί ένας ‐ ένας απ’ τα θαλάμια τους, πνιγμένοι απ’ το χειμερινό νάρκωμα κι απ’ την επιθυμία, και θα μυρίσουν τον αγέρα, να δουν αν το θηλυκό τους ξύπνησε και βγήκε. Αν όχι, θα το περιμένουν με υπομονή. Και τότε το θηλυκό θα βγει και θα καθήσει πάνω σε μια ζεστή πέτρα, κ’ ένα ‐ένα τ’ αρσενικά θα περάσουν μπροστά της, για να διαλέξει τον πιο δυνατό. Κι όταν αυτό γίνει, το αρσενικό θ’ αφήσει να το σύρει το θηλυκό στο θαλάμι του. Όμως, πριν, θα γυρίσει το αρσενικό και θα δει τη νύχτα και τ’ άστρα, ξέροντας πως δε θα τα ξαναδεί. Και τότε, υπάκουο κ’ ευτυχισμένο, θ’ ακολουθήσει τη μοίρα του. Όλη τη νύχτα θα χαρεί τον έρωτα εξαντλητικά και βίαια, όλη τη νύχτα. Κι όταν πια θα έχει αποκάνει και θα γείρει, τότε το θηλυκό θ’ αρχίσει σιγά ‐ σιγά να τον τρώει το νυμφίο, για να πάρει τη δύναμη που έχασε. Ύστερα, όσο ο ήλιος λάμπει την επαύριο, το θηλυκό θα ξεκουραστεί ευτυχισμένο. Και, όταν η δροσιά ειδοποιήσει πως βγήκαν πάλι τα άστρα στη στέγη του κόσμου, θα βγει κι αυτό πάλι απ’ το θαλάμι του για να διαλέξει τον άλλο νυμφίο, που θα περιμένει...».
Να παρηγορούνται αυτοί που το κάτω κεφάλι τους έχει φάει το πάνω. Υπάρχουν και χειρότερα.
Όχι, δεν αντέχω να δω το σήριαλ, 29 σαραντάλεπτα επεισόδια. Είδα όμως την ομώνυμη ταινία του Gregory Markopoulos, γυρισμένη το 1958. Μπορείτε να τη δείτε και σεις στο youtube.
Η ταινία, διαβάζω, δεν προβλήθηκα ποτέ σε αίθουσες. Διαβάζοντας το βιογραφικό του Μαρκόπουλου υποψιάστηκα γιατί. Βλέποντας την ταινία το επιβεβαίωσα.
Η ταινία είναι πειραματική, δεν έχει τα γνωστά χαρακτηριστικά των mainstream ταινιών. Είναι ένα συμφωνικό ποίημα, με ένα ποιητικό στυλιζάρισμα. Σπάνια θα ακούσουμε το λόγο των προσώπων, περισσότερο ακούμε το λόγο του αφηγητή που διαβάζει από το μυθιστόρημα. Θα δούμε και μεσότιτλους. Οι σκηνές είναι σαν να εικονογραφούν απλά την αφήγηση.
Οι κλασικοί μεσότιτλοι μετά από κάποιο διάστημα αντικαθίστανται με μεσότιτλους-αποσπάσματα γραμμένα σε βιβλίο. Η πατάτα που έκανε ο Μαρκόπουλος: δεν διαβάζονται. Αν τους είχε απλώσει σε ολόκληρη την οθόνη δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Δεν θα συνιστούσα σε όποιον δεν έχει διαβάσει το βιβλίο να τη δει.
Τη "Γαλήνη" θα τη συζητήσουμε στη Λέσχη Ανάγνωσης του Victoria Square Project στις 10 Μαρτίου, 6 το απόγευμα, διαδικτυακά.
No comments:
Post a Comment