Μ. Καραγάτσης, Το χαμένο νησί, Real News 2014, σελ. 154
Το «Χαμένο νησί» θα το συζητήσουμε στη Λέσχη Ανάγνωσης του Victoria Square Project την Τετάρτη, 14 Απριλίου, στις έξι η ώρα, διαδικτυακά, στην πλατφόρμα του Zoom.
Το «Χαμένο νησί» είναι μια φανταστική νουβέλα στην οποία βλέπουμε τις θεματικές και τις αφηγηματικές εμμονές του Καραγάτση: Ο έρωτας, το σεξ, το φανταστικό.
Το φανταστικό εδώ δεν δίνει μόνο το άλλοθι για την αφηγηματική τεχνική της εύρεσης χειρογράφων, κάνει ταυτόχρονα συναρπαστική την αφήγηση καθώς η πλοκή είναι υποτυπώδης, στο πλαίσιο της οποίας θέλει ο Καραγάτσης να αναπτύξει τις αντιλήψεις του για τον έρωτα και το σεξ.
Το φανταστικό: Η Τήλος, ένα νησί που βρίσκεται απέναντι από την Κύμη, αποκολλάται και ταξιδεύει σαν αεροπλανοφόρο.
Γιατί αποκολλήθηκε;
Το καταράστηκε η Χουχού (άλλη, όχι εκείνη του «Γκαούρ-Ταρζάν»).
Όπως βγαίνουν τα όνειρα στη λογοτεχνία, έτσι πιάνουν και οι κατάρες.
Κάποια στιγμή θα βρεθεί στον Ειρηνικό. Τώρα για να περάσει το Γιβραλτάρ και να μην το πάρουν χαμπάρι οι κάτοικοί του, πρέπει να ήταν νύχτα. Πάντως αποκλείεται να πέρασε από το Σουέζ, εδώ πλοίο κόλλησε και ολόκληρο νησί δεν θα κόλλαγε;
Οι κάτοικοι θα επαναπατριστούν, δηλαδή θα γυρίσουν στην Ελλάδα, όμως ο αφηγητής μας θα μείνει στο νησί.
Το πλοίο του Γερόλυμου ο οποίος αφηγείται την ιστορία του έχει ναυαγήσει κοντά στην Τήλο και αυτός ήταν ο μόνος επιζών. Θα φιλοξενηθεί από τον Αντώνη, που ζει μαζί με την Ελένη, την κόρη του. Θα κάνει σεξ μαζί της, χωρίς να την ερωτευθεί. Όμως αυτή τον έχει ερωτευθεί.
Η norm-figure της νουβέλας είναι η Χουχού. Απόλαυσε στα νιάτα της αχαλίνωτο σεξ, αλλά και την περιφρόνηση των χωριανών. Τώρα στα γεράματα, τυφλή, συμβουλεύει την Ελένη να μη χαραμίσει τα νιάτα της, να κάνει σεξ με τον Γερόλυμο.
Δεν θα δώσουμε σε περίληψη την επιχειρηματολογία της, απλά θα παραθέσουμε ένα σχετικό απόσπασμα από την «Πανώρια» του Χορτάτζη. Η Φροσύνη μετανιώνει που στα νιάτα της ήταν δύσκολη.
Σαν όντεν ήμου κοπελιά δε θέλω κάμει τώρα,
απού ποτέ δεν ήθελα να δώσω αθρώπου γνώρα.
Θυμούμαι το μεταγνωμό απού 'χεν η καρδιά μου,
σαν είδα κ' εψαρήνασι κι ασπρίσα τα μαλλιά μου.
Για τούτο απού το στόμα μου, τ' «όχι» δε θέλει πέσει,
μα πασανός τα χείλη μου «μετά χαράς» θα λέσι.
Η Ελένη δεν είπε «μετά χαράς», αλλά υπακούοντας στην προτροπή της Χουχούς ξαπλώνει στο κρεβάτι.
Αυτή την οποία θα ερωτευθεί ο Γερόλυμος είναι η κόρη της Χουχούς. Όμως αυτή αγαπά άλλον. Του δίνει μόνο το σώμα της. Καθώς κάνουν έρωτα, στο νου της έχει τον άλλο, και φωνάζει τρεις φορές το όνομά του, Αντρέα. Αγριεμένος ο Γερόλυμος τη μαχαιρώνει.
Όπως και στη «Μεγάλη Χίμαιρα», ο Καραγάτσης γεμίζει τη νουβέλα του με πτώματα.
Εκτός από λυρικά αποσπάσματα έχουμε και θεατρικά αποσπάσματα, γραμμένα σαν ένα θεατρικό έργο, όπως η συζήτηση των αρχών του νησιού για το τι μέλει γενέσθαι, ένα αρκετά εκτενές απόσπασμα.
Τελικά έρωτας ή σεξ;
Έρωτας και σεξ. Το έγραψε ο Μάρκες στις «Θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου». Η ματρόνα συμβουλεύει τον ήρωα της νουβέλας: «κοίτα μην πεθάνεις χωρίς να δοκιμάσεις τι θαύμα είναι να γαμάς από έρωτα».
Αυτό δεν το ένιωσε ποτέ η Χουχού, το ένιωσε όμως η κόρη της-εν μέρει. Δεν είναι σίγουρη αν ο Αντρέας την αγαπούσε.
Όμως να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα.
«Αλλά, για πες μου, τι φταίνε η γυναίκες; Τις παντρευόμαστε, ύστερα φεύγουμε, τις παρατάμε μήνες και χρόνια, και δεν φτάνει που μας μένουν πιστές, αλλά έχουμε και την αξίωση να μην ορεχτούν, στα κρυφά, κι’ άλλον άντρα έξω απ’ ελόγου μας!» (σελ. 53).
Είναι το πρόβλημα των γυναικών που παντρεύονται ναυτικούς, ήταν το πρόβλημα της Μαρίνας στη «Μεγάλη Χίμαιρα».
«Πήδησε πάνω στο φράχτη κι’ άρχισε να νιαουρίζει σα γάτος σε γεναρίτικη οχεία» (σελ. 109).
Είναι από τις μαντινάδες που είπε ο πατέρας μου και κατέγραψα στο κασετόφωνό μου, το 1978: «Να ’μουν το Μάη γάιδαρος, τον Αύγουστο κριάρι, όλο το χρόνο πετεινός και κάτης το Γενάρη», συμπληρώνοντας: την είπε ο γούμενος της Φανερωμένης ένα βράδυ στο καφενείο. Είχε πιει καμπόσες…
«- Κ’ ύστερα, την εμίσησα τη μάνα μου… Την εμίσησα.
-Γιατί;
-Γιατί εγώ αγάπησα, κι αυτή δεν αγάπησε ποτέ. Γιατί χάρηκε σα σκύλα, όπως χαιρόμουνα κ’ εγώ…
Εγώ αγάπησα… Εγώ ένιωσα τη γλύκα να σφίγγω στα χέρια μου το κορμί αγαπημένου άντρα…
-Κι’ αυτός; Σ’ αγάπησε αυτός;
-Ναι… Ίσως… δεν ξέρω… Φτάνει που τον αγαπούσα εγώ… Αρκεί που μούδινε ηδονή…
Και πρόσθεσε με φωνή πνιγμένη:
-Που τούδινα ηδονή…» (σελ. 125-126).
Ο έρωτας δεν είναι αμοιβαίος. Η Ελένη αγαπάει τον Γερόλυμο, αυτός αγαπάει την κόρη της Χουχούς, αυτή αγαπάει τον Αντρέα. Όλο αυτό θυμίζει Τσέχωφ.
Ωραίος ο Καραγάτσης, διαβάζω τώρα τον «Γιούγκερμαν».
No comments:
Post a Comment