Λιούις Κάρολ, Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, (μετ. Γιώργος Δεπάστας) Μίνωας 1999, σελ. 131
Μετά τον «Μικρό πρίγκηπα» σειρά είχε η «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων».
Τη διάβασα βέβαια Κλασσικό Εικονογραφημένο, αλλά πού να τη θυμάμαι.
Όπως και ο «Μικρός πρίγκηπας» που η κύρια αφήγηση είναι εγκιβωτισμένη, το ίδιο και εδώ. Όμως ο εγκιβωτισμός εμφανίζεται μόνο στο τέλος, αφενός για να μην απογοητεύσει ο Κάρολ τους μικρούς αναγνώστες του, και αφετέρου για να έχει ένα άλλοθι για τους μεγάλους: όλη αυτή η τρελή ιστορία δεν ήταν παρά ένα όνειρο.
Η Αλίκη πέφτει σε μια τρύπα, συναντά ένα κουνέλι που μιλάει, τρώγοντας ένα γλυκό μεγαλώνει και κρατώντας μια βεντάλια μικραίνει, σαν τηλεσκόπιο (εμφανής η επίδραση από τα «Ταξίδια του Γκιούλιβερ»), πράγμα που της λύνει κάποια προβλήματα αλλά της δημιουργεί άλλα. Αυτά λύνονται αργότερα με κάποιο μανιτάρι, που τρώγοντας από τη μια μεριά του γίνεται ψηλότερη και από την άλλη κοντύτερη, με αποτέλεσμα να μπορεί τώρα να ελέγχει το ύψος της.
Θυμήθηκα εδώ μια ελληνική ταινία με τον αξέχαστο Ντίνο Ηλιόπουλο. Του έλεγε η μητέρα του π.χ. «Είσαι μικρός ακόμα για να παντρευτείς», «Είσαι μεγάλος για να εξακολουθείς να φέρεσαι σαν παιδί…». Στο τέλος αυτός, αγανακτισμένος, της λέει. «Τη μια είμαι μεγάλος, την άλλη είμαι μικρός, τι είμαι τέλος πάντων, πτυσσόμενος;».
Η Αλίκη συναντάει διάφορα ζώα, συχνά έρχεται σε κόντρα μαζί τους, και στο τέλος πέφτει πάνω σε ένα τραπουλοβασίλειο, με τη βασίλισσα να λέει κάθε φορά «Πάρτου το κεφάλι». Θυμάμαι στον Ιζνογκούντ, την έκφραση αγανάκτησης κάποιου που είχε βαρεθεί να ακούει τόσο συχνά την απειλή, ότι αν δεν κατάφερνε να εκτελέσει αυτό που το έλεγε ο βεζύρης θα του έπαιρνε το κεφάλι.
Όλα αυτά τα «θαυμαστά» σίγουρα αρέσουν στα παιδιά, πώς όμως μπορούν να αρέσουν στους μεγάλους;
Αρέσουν για τη χρήση της γλώσσας, που έχει απόηχους της μαθηματικής λογικής. Ο Κάρολ ήταν εξαιρετικός μαθηματικός, έγραψε αρκετά συγγράμματα πάνω στα μαθηματικά, χωρίς όμως να κάνει κάποια ουσιαστική συμβολή, όπως διαβάζω στη βικιπαίδεια.
Όμως ας του δώσουμε το λόγο παραθέτοντας αποσπάσματα.
«Ου ε μα σιάτ; Ήταν η πρώτη πρόταση του βιβλίου των γαλλικών. Το ποντίκι αναπήδησε ξαφνικά απ’ το νερό και έμοιαζε να τρέμει από το φόβο του. -Ω! με συγχωρείς! Βιάστηκε να φωνάξει η Αλίκη, φοβισμένη πως είχε πληγώσει το δύστυχο το ζώο. Ξέχασα εντελώς πως δεν αγαπάς τις γάτες» (σελ. 24).
Εγώ κατάλαβα γιατί ξέρω γαλλικά, ο μικρός όμως μη Γάλλος αναγνώστης μπορεί να καταλάβει; Où est ma chat ? Πού είναι η γάτα μου; Το «σιάτ» δεν αποδίδει καθόλου το chat. Αν έλλειπε ο τόνος, που θα σήμαινε ότι θα είχαμε συνίζηση, θα ήταν πιο κοντά στο Shat. Ο μεταφραστής θα έπρεπε να βάλει δίπλα στο σιάτ, σε παρένθεση, τη λέξη γάτα.
«Εγώ δεν ξέρω καμιά (γάτα) που να χαμογελάει, είπε η Αλίκη…» (σελ. 61).
Εσείς ξέρετε; Εγώ όχι. Ξέρετε σκύλο να χαμογελάει; Εγώ μια φορά είδα ένα. Ήταν το σκυλάκι του λιμενάρχη, στην Κάσο.
«Ε, λοιπόν! Έχω δει πολλές φορές γάτες χωρίς χαμόγελο, σκέφτηκε η Αλίκη, αλλά χαμόγελο χωρίς γάτα! Αυτό είναι το πιο περίεργο πράγμα που είδα ποτέ σ’ όλη μου τη ζωή!» (σελ. 68).
Είναι ένα από τα φανταστικά του παραμυθιού. Αργότερα το χαμόγελο θα εμφανισθεί μόνο με το κεφάλι της γάτας, όχι και με το σώμα της.
«-Μου φαίνεται πως θα ’πρεπε να βρείτε κάτι καλύτερο να κάνετε, είπε, αντί να κάθεστε να σπαταλάτε τον χρόνο λέγοντας αινίγματα που δεν έχουν λύση. -Αν γνώριζες τον Χρόνο τόσο καλά, όσο εγώ, είπε ο Καπελάς, δεν θα ’λεγες πως τον σπαταλάμε, μια και είναι ζωντανός» (σελ. 72).
Πολύ λόγος γίνεται για τον χρόνο, και συναντούμε συχνά τέτοια ευφυολογήματα.
«Δολοφονεί το χρόνο! Κόψτε του το κεφάλι!» (σελ. 74).
Το καταλάβατε ότι αυτή είναι η βασίλισσα.
«-Πάρε λίγο τσάι ακόμα, είπε ο Μαρτιάτικος Λαγός. -Δεν έχω πάρει ακόμα καθόλου, είπε η Αλίκη προσβεβλημένη· γι’ αυτό δεν γίνεται να πάρω λίγο ακόμη. – Θέλεις να πεις ότι δεν γίνεται να πάρεις λιγότερο, είπε ο Καπελάς· είναι όμως πολύ εύκολο να πάρεις λίγο ακόμη παρά καθόλου» (σελ. 75).
Θα συναντήσουμε κι άλλα τέτοια παλαβά, που έχουν να κάνουν με τις σημασίες και τις χρήσεις των λέξεων.
Θα διαβάσουμε ακόμη πολλά ποιηματάκια, που όπως διαβάζω στη βικιπαίδεια είναι παρωδίες ποιημάτων που σήμερα είναι εντελώς ξεχασμένα.
Τώρα να διαβάσω και το «Η Αλίκη μέσα απ’ το σπασμένο καθρέφτη» ή να μην το διαβάσω; That’s the question.
Λέω να το διαβάσω, αν δεν το διαβάσω τώρα δεν θα το διαβάσω ποτέ. Θα αφήσω προσωρινά στην άκρη τον ηλίθιο («Τον ηλίθιο», ξέχασα να βάλω τα εισαγωγικά).
Τελικά το διαβάζω, έχω διαβάσει περισσότερο από το μισό.
No comments:
Post a Comment