Wednesday, December 8, 2021

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Στο όριο

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Στο όριο, Ελληνικά Γράμματα 2003, σελ. 238

 


  Σήμερα Τετάρτη στις 18.00 στη Λέσχη Ανάγνωσης του Victoria Square Project θα συζητήσουμε το μυθιστόρημα του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου «Στο όριο». Μπορείτε να συμμετάσχετε διαδικτυακά μέσω της πλατφόρμας zoom. https://us02web.zoom.us/j/89440829724

  Διαβάζοντας το μυθιστόρημα αυτό του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου επιβεβαίωσα για μια ακόμη φορά ότι δεν μπορείς να έχεις το σκύλο σωστό και την πίτα χορτάτη (λάθος, ανάποδα τα είπα). Ο Αλεξανδρόπουλος, για να δώσει όσο το δυνατόν πιο πλήρη την εικόνα της Αριστεράς καταφεύγει σε ένα πολυφωνικό, κυριολεκτικά τώρα και όχι με την έννοια του Μπαχτίν, μυθιστόρημα.

  Ο Μπαχτίν συνέλαβε την έννοια της πολυφωνίας στο μυθιστόρημα μελετώντας το έργο του Ντοστογιέφσκι. Καθώς ξαναδιάβασα πρόσφατα το «Έγκλημα και τιμωρία» και τον «Ηλίθιο» (δεν έχω αναρτήσει ακόμη, θα αναρτήσω όταν δω και τις ταινίες) συνειδητοποιώ ότι η πολυφωνικότητα αυτή οφείλεται στο διάλογο, όταν αυτός δεν είναι διεκπεραιωτικός, δηλαδή όταν μέσω του διαλόγου οι ήρωες ενός μυθιστορήματος αναπτύσσουν απόψεις, αντιλήψεις, καμιά φορά βιοθεωρίες, εν είδει μίνι δοκιμίων. Ένα μυθιστόρημα σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση σπάνια μπορεί να είναι πολυφωνικό, μόνο όταν ο αφηγητής παραθέτει διαλόγους όπου εκτίθενται οι αντιλήψεις άλλων προσώπων.

  Εδώ ο Αλεξανδρόπουλος κάνει μια επινόηση που του επιτρέπει να πει περισσότερα από ό,τι αν ακολουθούσε τη συμβατική φόρμα ενός μυθιστορήματος. Δεν είναι ο απλός εγκιβωτισμός, η εύρεση χειρογράφων, αλλά η προσπάθεια του δασκάλου  να τακτοποιήσει αυτά τα χειρόγραφα που βρίσκει, τα οποία δεν πρόλαβε να τακτοποιήσει η Μάρυ, μια νεαρή δημοσιογράφος που προσπαθεί να καταγράψει την ιστορία του Θόδωρου και της Κάτιας. Παραθέτει τις συζητήσεις που είχε με την Κάτια και την ιστορία του Θόδωρου στα σοβιετικά γκουλάγκ (όλο το δεύτερο μέρος στο οποίο ακολουθεί την κλασική μυθιστορηματική αφήγηση, το πιο ενδιαφέρον από τα τρία).

  Στο μυθιστόρημα αυτό θα παρελάσουν πρόσωπα και θα δούμε καταστάσεις εκείνης της εποχής. Είναι ο συμπαθών ο οποίος δίνει το διαμέρισμά του στον Ιάκωβο, τη Φλώρα και τον Πέτρο, που αποτελούν την τυπική τριάδα του ΚΚΕ σε συνθήκες παρανομίας. Δεν μπορεί, με κάποιον θα τα έχει η κοπέλα. Ή μήπως με κανέναν; Είναι η Μακρόνησος, είναι οι προδότες που έγιναν φανατικότεροι του βασιλέως. Είναι ο εμφύλιος και η ήττα. Είναι η Τασκένδη. Κάποιοι από τους μαχητές του δημοκρατικού στρατού που στάλθηκαν εκεί θα βρεθούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ως αντιφρονούντες. Κάποιοι θα βασανιστούν. Όλο το δεύτερο κεφάλαιο μου θύμισε τις δίκες της Μόσχας και τη «Σταυροφορία χωρίς σταυρό» του Άρθουρ Κέσλερ που αναφέρεται σ’ αυτές.

  Το βιβλίο βρίθει με δοκιμιακά αποσπάσματα, κρίσεις και επικρίσεις, στοχασμούς και αναστοχασμούς πάνω στην Αριστερά, της οποίας ο Αλεξανδρόπουλο υπήρξε στέλεχος όπως και ο Στρατής Τσίρκας του οποίου την τριλογία «Ακυβέρνητες πολιτείες» παρουσιάσαμε στις τρεις προηγούμενες συναντήσεις της λέσχης μας. Η κριτική που κάνει στο κόμμα είναι ακόμη πιο οξεία από εκείνη του Τσίρκα.

  Σχεδόν όλα τα μυθιστορήματα είναι περισσότερο ή λιγότερο αυτοβιογραφικά ή παραθέτουν πραγματικά γεγονότα, σίγουρα του Ανδρέα Μήτσου, που το τελευταίο βιβλίο του «Η παγίδα: βίωμα και γραφή» διαβάσαμε πρόσφατα. Εκεί ο Μήτσου μιλάει για τα πραγματικά περιστατικά, αυτοβιογραφικά και μη, που τον ενέπνευσαν στα πεζογραφήματά του.

  Πόσο αυτοβιογραφικό είναι αυτό το μυθιστόρημα; Ο κεντρικός ήρωας, ο Θόδωρος, έχει κάποια κοινά στοιχεία με τον συγγραφέα. Ας τα παραθέσουμε.

  «Ήταν η εποχή με τις φυλακές και τα στρατόπεδα στα δικά μας νησιά, τότε που τα ποινικά δικαστήρια και τα στρατοδικεία μοιράζανε αντίδωρα τις θανατικές ποινές (εμένα με είχανε τρεις)… Του υποσχέθηκα τη συνδρομή μου στα νομικά θέματα…» (σελ. 161).

  Όπως διαβάζω στο βιογραφικό του συγγραφέα στη βικιπαίδεια το οποίο παραθέτω, ο Αλεξανδρόπουλος καταδικάστηκε τρεις εις θάνατον, και επίσης παρακολούθησε μαθήματα στη νομική σχολή. Επίσης ο Θόδωρος έχει την ίδια ηλικία περίπου μ’ αυτόν, που ήταν εικοσιπεντάρης τότε στην Τασκένδη.

  Ας παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα ακόμη.

  «Ούτε και την αντιστασιακή σύνταξη του δώσανε… κι ήταν το πρώτο παλικάρι στον ΕΛΑΣ του Μεταξουργείου. Την πήρε στις αρχές που ήταν ο Γεννηματάς κι η Κακλαμανάκη, ήρθε κι ο Μητσοτάκης, του την πήρε πίσω… Ο Μητσοτάκης… Τι να πεις; Κι επί Σημίτη δεν την ξαναδώσανε» (σελ. 116).

  Η συγχωρεμένη η Ρούλα η Κακλαμανάκη… Της είχα παρουσιάσει το βιβλίο της «Το ευάλωτο σώμα της δικαιοσύνης».

  Κάθε φορά που είχαμε εκλογές μας φώναζε μερικά άτομα από την παρέα του φίλου μου του Μανόλη του Πρατικάκη σπίτι της για να παρακολουθήσουμε τα αποτελέσματα.

  Εμβολιαστείτε.

  Μη μου την πέσετε τώρα οι αντιεμβολιαστές, ήθελα να πω εμβολιαστείτε με το εμβόλιο για τον έρπη ζωστήρα. Η καημένη η Ρούλα απ’ αυτόν την έπαθε.

  «Ήταν μια σύντομη συνέντευξη που πήρε από το γιατρό ο νεαρός τότε συντάκτης της εφημερίδας Αντρέας Φραγκιάς» (σελ. 44).

  Σίγουρα θα πρόκειται για πραγματικό περιστατικό καθώς και πολλά άλλα, όπως ένα συνέδριο συγγραφέων στην ΕΣΣΔ, όπου θα γίνει αναφορά σε αρκετά ονόματα. Για τον Σαρτρ, αγαπημένο μου συγγραφέα στα φοιτητικά μου χρόνια, θα γίνει πολύς λόγος.

  «Από την Επιθεώρηση Τέχνης του το κολλήσανε» (σελ. 40)

  Την αγόραζα ανελλιπώς μαθητής. Θυμάμαι που σε ένα τεύχος της διάβασα την «Όστραβα» του Ρίτσου, και με εντυπωσίασε. Ήταν η πρώτη φορά που διάβαζα ποίημα σε ελεύθερο στίχο. Ο Αλεξανδρόπουλος θα αναφερθεί άλλες δυο φορές σ’ αυτήν.

  Όχι, για τις Εποχές δεν κάνει λόγο.

  «Στους καλύτερους σκοπούς, τις ομορφότερες ιδέες, με το που θα μπούνε μέσα οι άνθρωποι αρχίζουν οι οξειδώσεις, ένα φάγωμα που μετράει περισσότερο κι από τη σύγκρουση κατά μέτωπο με το άλλο απέναντι» (108).

  Το ξέρουμε όλοι αυτό.

  «Σημασία πάντως είχε ότι από εκείνη τη στιγμή άρχισα να δείχνω ένα άλλο ενδιαφέρον για τις συμπτώσεις» (σελ. 158).

  Κι εγώ δείχνω μεγάλο ενδιαφέρον για τις συμπτώσεις, δεν θυμάμαι όμως από πότε άρχισα. Σε ένα  αυτοβιογραφικό μου κείμενο που έχει τίτλο «Οι ρίζες της σύμπτωσης» παραθέτω αρκετές.

  «Άκουγα μετά ότι κι εμάς τους έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες εξορία μας είχαν εκεί πέρα, γιατί ο Στάλιν από παιδί στους μαχαιροβγάλτες έλληνες δεν είχε συμπάθεια… Λέγανε ότι κάποιοι έλληνες του Καυκάσου είχαν με μια φαλτσέτα μαχαιρώσει τον πατέρα του Στάλιν που ήτανε τσαγκάρης, ποιος ξέρει, ίσως κάτι έρεε στα βιώματά του από εκείνα τα χρόνια» (σελ. 159-160).

  Το καταγράφω για να μου μείνει στη μνήμη, και να το μάθετε κι εσείς.

  Πριν δυο χρόνια διάβασα άλλο ένα βιβλίο του Αλεξανδρόπουλου, το «Πέντε ρώσοι κλασικοί». 

 

No comments:

Post a Comment