Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Πέντε Ρώσοι κλασικοί, Ελληνικά
Γράμματα 2006, σελ. 431
Οι πέντε ρώσοι
κλασικοί είναι οι Πούσκιν, Γκόγκολ, Μπελίνσκι, Ντοστογιέφσκι και Τολστόι.
Πολύ ωραίες μελέτες,
παρά τις κάποιες αντιρρήσεις μου. Διάβασα την τρίτη έκδοση, δεν ξέρω αν υπήρξαν
και επόμενες, τα Ελληνικά Γράμματα έχουν κλείσει.
Διάβασα
αποσπασματικά τις μελέτες αυτές, τις τρεις πρώτες πριν κατέβω στην Κρήτη για
τις καλοκαιρινές διακοπές, γι’ αυτό θα περάσω γρήγορα στις υπογραμμίσεις. Αυτό
όμως που θέλω να πω εδώ, σαν γενική εντύπωση, είναι ότι σε κάποιες βαραίνει το
βιογραφικό στοιχείο, κάτι που μου άρεσε, ενώ σε κάποιες άλλες όχι τόσο το έργο όσο
οι ιδέες του συγγραφέα όπως εκφράζονται μέσα απ’ αυτό. Θυμάμαι πως, διαβάζοντας
για τον Ντοστογιέφσκι, έκανα τη σκέψη ότι αν δεν είχα διαβάσει τίποτα δικό του,
έχοντας διαβάσει αυτή τη μελέτη δεν θα είχα καμιά διάθεση να διαβάσω κανένα
έργο του. Το ίδιο θα μπορούσα να πω και για τον Τολστόι. Η εμμονή τους με τη
θρησκεία μού είναι εντελώς ξένη, όπως και η εμμονή του Πάστερνακ. Παρόλα
αυτά έχω μάθει να ξεχωρίζω τις ιδέες από την τέχνη. Χίλιες φορές καλύτερα να
διαβάσω ένα καλό μυθιστόρημα που όμως διαφωνώ με τις ιδέες που εκφράζει σ’ αυτό
ο συγγραφέας παρά ένα μέτριο που με βρίσκουν σύμφωνο οι ιδέες που εκφράζονται
σ’ αυτό.
Μετά από αυτό το
σχόλιο θα προχωρήσω στα αποσπάσματα.
Ένα απόσπασμα από
την εισαγωγή.
«… συνδιαλέγονταν με
τους κνιάζους και τους μπογιάρους» (σελ. 12).
Περίεργο που ο
Αλεξανδρόπουλος δεν μετέφρασε το княз σε πρίγκηπα
Έργα του Πούσκιν δεν
έχω διαβάσει παρά μόνο το «Ρουσλάνος
και Λουντμίλα», με την ευκαιρία που είδα μια κινηματογραφική μεταφορά του. Όμως
απόλαυσα την εκτενή βιογραφία του που μας έδωσε ο Αλεξανδρόπουλος.
Και κάποια
βιογραφικά:
«Ο προπάππους του,
από τη μεριά της μητέρας του, ο Αβησσυνός Ιμπραήμ Πετρόβιτς, το 1731 παντρεύτηκε. Η γυναίκα του Ευδοκία ήταν
Ελληνίδα. Ωραία κοπέλα, κόρη πλοιάρχου που υπηρετούσε στην Πετρούπολη, στα
ρωσικά καράβια. Τον Ιμπραήμ της τον έδωσαν χωρίς τη θέλησή της. Μα πριν από το
γάμο, η Ευδοκία παραδόθηκε στον άντρα που αγαπούσε, έναν αξιωματικό του
ναυτικού. Έτσι η Πολυξένη, το πρώτο παιδί του Ιμπραήμ, γεννήθηκε λευκή. Αυτό
εξαγρίωσε τον Αβραάμ Πετρόβιτς. Βλέποντας πως η γυναίκα του εξακολουθούσε να
τον απατά, “την άρπαξε”, διηγείται ο Πούσκιν, “και της τράβηξε ένα μπερντάχι
έως θανάτου”. Και την κατάγγειλε επί μοιχεία. Το δικαστήριο καταδίκασε την
Ευδοκία σε διαπόμπευση και πέντε χρόνια φυλακή. Επανεξετάστηκε η υπόθεσή της
έπειτα από πολλά χρόνια στην Ιερά Σύνοδο. Η Ευδοκία κλείστηκε σ’ ένα γυναικείο
μοναστήρι όπου και πέθανε» (σελ. 48).
Γιατί αυτό το
εκτενές κουτσομπολιό.
Μπορώ να φανταστώ
την ιστορία αυτή να γυρίζεται ταινία, η οποία στα χέρια ενός ικανού σκηνοθέτη
θα γινόταν πολύ καλή.
Όμως δεν κατάγεται
από την Ελληνίδα ο Πούσκιν. Ο προπάππους του ξαναπαντρεύτηκε, πήρε μια
Γερμανίδα, του του έκανε “πλήθος αραπάκια και των δυο φύλων”. «Ο τρίτος κατά
σειρά αδελφός, ο Όσιπ… είναι πεθερός του πατέρα Πούσκιν» ( σελ. 48).
Το παρακάτω
απόσπασμα που παραθέτει ο Αλεξανδρόπουλος από κάποια βιογραφία μας ενδιαφέρει
σαν Έλληνες.
«… Ο κόμης
Καποδίστριας από κανέναν δεν έκρυψε την καταγωγή του, το είχε καύχημα που
γεννήθηκε Έλληνας και το ’λεγε δίχως περιστροφές πως χρέος του θεωρεί ν’
αφιερώσει όλες τις δυνάμεις του για το καλό της πατρίδας μας» (σελ.62).
Αναρωτιέμαι ποια θα ήταν
η εξέλιξη της Ελλάδας αν δεν τον είχαν δολοφονήσει.
Και πάμε στον
Γκόγκολ. Έχω διαβάσει τις «Νεκρές ψυχές» και θα τις ξαναδιαβάσω.
Διαβάζομε, για τον
«Ταράς Μπούλμπα».
«Το ρομαντικό αυτό
αριστούργημα είναι ο μοναδικός καρπός του μη σατιρικού Γκόγκολ» (σελ. 137).
Ναι, υπάρχει το
ρομάντζο, όμως η σάτιρα κατέχει εξίσου περίοπτη θέση. Τον διάβασα
πρόσφατα και ξέρω.
Και πάμε στον
Μπελίνσκι.
Αυτόν τον συγγραφέα
που πέθανε νεότατος, απλώς τον ξέρω, δεν έχω διαβάσει κανένα έργο του. Όμως θα
διαβάσω αν πέσει κάτι δικό του στα χέρια μου.
Διαβάζω:
«…ο Βάλτερ Σκοτ…»
(σελ. 184).
Πάλι με εξέπληξε ο
Αλεξανδρόπουλος. Δεν πιστεύω να μην ήξερε ότι ο Walter Scott είναι
Άγγλος, όμως μεταγράφει το όνομά του σαν να είναι γερμανός, και όχι Γουόλτερ.
«… που τον άλλο
χρόνο [ο Λέρμοντοφ] έπεφτε νεκρός σε μια μονομαχία στον Καύκασο» (σελ. 203).
Μανία που σου την
είχαν οι ρώσοι εκείνη την εποχή με τις μονομαχίες!!!
Πάλι μεταφραστικό:
«Ξέρω ότι οι μέσοι
χρόνοι… του θρησκευτισμού των μέσων χρόνων…» (σελ. 208).
Εγώ θα έγραφα «της
θρησκοληψίας του Μεσαίωνα».
«Να γιατί ορισμένοι
καλλιτέχνες τότε μόνο δημιουργούν μεγάλο έργο, δίνουν νέα κατεύθυνση σ’ όλη τη
λογοτεχνία, όσο λειτουργούν με το ένστικτο και ακολουθούν αυθόρμητα τις
επιταγές του ταλέντου, φτάνει όμως ν’ αρχίσουν τη θεωρητικολογία, να το ρίξουν
στη φιλοσοφία για να πάρουν γρήγορα τον κατήφορο» (σελ. 214).
Το έχω ξαναγράψει,
τα δοκιμιακά τμήματα ενός μυθιστορήματος, όταν δεν είναι σύντομα και δεν έχουν σαν
στόχο να φωτίζουν ένα χαρακτήρα ή μια κατάσταση αλλά τραβάνε σε μάκρος σαν
κήρυγμα, με ενοχλούν, ακόμη και αν συμφωνώ με τα γραφόμενα.
Και πάμε στον
Ντοστογιέφσκι.
«Οι άλλοι, με πρώτο
τον Τουργκένιεφ, τον πήραν στο ψιλό για τη μεγάλη ιδέα που κάτω από μια
επιφάνεια ταπεινοφροσύνης φαινόταν να τρέφει για την αξία του. Ο Τουργκένιεφ
του έστηνε με τέχνη παγίδες, τον προκαλούσε σε συζητήσεις, όπου ο Ντοστογιέφσκι
έπαιρνε μέρος δειλά και σεμνά στην αρχή, φανατικά και παθιασμένα κατόπιν. Έτσι
έδινε την ευκαιρία στον Τουργκένιεφ να τον παρασύρει σε κωμικές, καθώς
εκνευριζόταν, δηλώσεις» (σελ.235).
Κάτι μου λέει ότι
υπήρχε στη συμπεριφορά αυτή μια ζήλεια, αν όχι περιφρόνηση, για τον φτωχό
Ντοστογιέφσκι, από τον πλούσιο γαιοκτήμονα Τουργκένιεφ.
«Όλοι οι μηδενιστές
είναι σοσιαλιστές, διαβάζουμε σε ένα γράμμα του Ντοστογιέφσκι» (σελ. 298).
Εντελώς οξύμωρο.
Ένας σοσιαλιστής που αγωνίζεται για ένα καλύτερο αύριο για την ανθρωπότητα δεν
μπορεί να είναι μηδενιστής.
Και περνάμε τέλος
στον Τολστόι.
«Πράγματι, γράφει
απαντώντας στον αφορισμό της Ιεράς Συνόδου, είναι απολύτως σωστό ότι απαρνήθηκα
την Εκκλησία που αυτοαποκαλείται ορθόδοξη. Την απαρνήθηκα όμως όχι επειδή
αρνούμαι το θεό, αλλά, αντίθετα, επειδή ίσα ίσα ήθελα ν’ αφοσιωθώ με όλη τη
δύναμη της ψυχής μου στο θεό… έγραψα στη
διαθήκη μου να μην επιτρέψουν οι συγγενείς μου σε κανέναν κληρικό να έρθει
κοντά μου όταν πεθάνω…» (σελ. 397).
Τα ίδια παράγγελνε
και ο Καβάφης, όμως ο αδελφός της προγιαγιάς μου, της μητέρας της γιαγιάς μου
της παρσωτοπούλας, ο πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης, όχι μόνο κατάφερε να σπάσει
την αντίσταση του Καβάφη και να τον δεχθεί στις τελευταίες του στιγμές (πήγε
σαν απλός ιερωμένος και όχι σαν πατριάρχης), αλλά τον μετάλαβε κιόλας.
Αναρωτιέμαι εγώ
τίνος έμοιασα.
Αυτά για τον
Αλεξανδρόπουλο, πολύ καλό το βιβλίο του.
No comments:
Post a Comment