Ποιος είναι ο
Μπλουμ;
Δεν είναι ο Χάρολντ,
είναι ο Λεοπόλδος Μπλουμ, που τις «περιπέτειές» του, δηλαδή τι έκανε σε μια
μέρα, μας αφηγείται ο James Joyce στον «Οδυσσέα» του.
Μετά τον Προυστ,
επιβεβαίωσα μια ακόμη φορά ότι τα μοντερνιστικά μυθιστορήματα δεν είναι καθόλου
εύκολο να μεταφερθούν στη μεγάλη οθόνη. Νομίζω ότι η βασική τους έλλειψη είναι
το σασπένς.
Δεν θυμάμαι τι
έγραφε ακριβώς ο Σάτακ για τον «Ξανακερδισμένο χρόνο», την ταινία, ότι
βλέποντάς την κανείς έχει την αίσθηση ότι δίνει εξετάσεις, κάτι τέτοιο τέλος
πάντων. Πρέπει να υπογράμμισα το σχετικό απόσπασμα, όμως δεν μπορώ να ανατρέξω σ’
αυτό γιατί το βιβλίο το χάρισα στο φίλο μου τον Κορακιανίτη που έχει πάρει
σβάρνα το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο». Εν τούτοις μπορώ να πω κάτι, καλύτερο
ίσως: Μη δείτε την ταινία αν δεν έχετε διαβάσει τον «Οδυσσέα», διαβάστε τον
πρώτα. Καθώς θα τη βλέπετε θα ανακαλείται τα σχετικά επεισόδια στο βιβλίο, θα
συγκρίνετε, και αυτό φυσικά θα σας είναι ιδιαίτερα ευχάριστο. Αν τον έχετε ήδη διαβάσει
νομίζω ότι δεν θα είχατε τη διάθεση να τον ξαναδιαβάσετε όπως εγώ, οπότε
μπορείτε να δείτε την ταινία, έτσι κι αλλιώς είναι καλογυρισμένη. Μπορεί να
ελλείπει το σασπένς όμως τα επεισόδια είναι αρκετά ενδιαφέροντα.
Αυτά που θα μπορούσα
να πω για την ταινία είναι ότι σε αρκετά σημεία έχουμε το φανταστικό σαν
ονειροπόλημα ή σαν όνειρο, ότι υπάρχει αρκετός εσωτερικός μονόλογος από το
βιβλίο που συνοδεύει αρκετές σκηνές, και επίσης σε κάποια σημεία μια σεξουαλική
ατμόσφαιρα, διαστροφική καμιά φορά, που μου θύμισε τις «50
αποχρώσεις του γκρι».
Όπως το είχα
φανταστεί, η ταινία έχει βαθμολογία μόλις 5,5 στο IMDb, όμως πιστεύω ότι αξίζει κάτι
παραπάνω.
Θυμήθηκα τώρα μια
μαθήτριά μου στο Βαρβάκειο, που όταν ανέφερα σε κάποιο μάθημα τον «Οδυσσέα»
είπε ότι τον έχουν στη βιβλιοθήκη τους. Τον έχει διαβάσει; Όχι. Τους είπα
βέβαια ότι ήταν ένα δύσκολο βιβλίο, χρειάζεται υπομονή και επιμονή για να το
διαβάσει κανείς. Από τότε ξεκίνησε ένα καλαμπούρι ανάμεσά μας. Οπότε τη
συναντούσα σε κανένα διάδρομο ή στο προαύλιο τη ρωτούσα αν διάβασε τον
«Οδυσσέα». -Όχι ακόμη, έλεγε χαμογελώντας, γιατί ήξερε ότι αυτό ήταν ένα
τελετουργικό, ότι όταν συναντιόμασταν εγώ θα έκανα αυτή την ερώτηση και αυτή θα
έδινε αυτή την απάντηση, σίγουρη ότι εγώ δεν περίμενα να μου δώσει διαφορετική.
Μετά από μια δεκαετία περίπου θα μπορούσα να ορκιστώ ότι δεν τον έχει διαβάσει-ακόμη.
Και πάλι η
συνειρμική μου μνήμη.
Θυμήθηκα μια άλλη
τελετουργία, όμως αυτή τη φορά ήμουν μαθητής. Ήταν Δεκέμβρης του 1967, και οι
σχέσεις μας με τους Τούρκους ήταν ολότελα τεταμένες. Μάλιστα θυμάμαι ότι είχαμε
στήσει στην ταράτσα του σχολείου μια σειρήνα.
Και η τελετουργία:
Λάβαινε χώρα όταν
είχαμε μαθηματικά (ας μη πω καλύτερα το όνομα του καθηγητή μας). Μόλις έμπαινε
στην τάξη, ένας συμμαθητής μου (δεν θα πω το όνομά του αλλά, όπως και ο
Ποκοπίκο στον Γκαούρ Ταρζάν, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι αρχίζει από μαυρ
και τελειώνει σε άκης) μισοσηκωνόταν από το θρανίο του, περιέφερε το βλέμμα του
ολόγυρα αναζητώντας την επιδοκιμασία μας και μετά γύριζε προς τον καθηγητή που
στο μεταξύ είχε αρχίσει να γελάει, όπως κι εμείς άλλωστε, γιατί ήξερε τη
συνέχεια του τελετουργικού, και τον ρωτούσε: -Κύριε κύριε, αλήθεια είναι ότι θα
έχουμε πόλεμο; Ακριβώς αυτά τα λόγια, όπως τα λόγια της θείας λειτουργίας.
Ούτε μια φορά δεν
κάναμε μάθημα, όλο το Δεκέμβρη. Συζητάγαμε όλη την ώρα για το κυπριακό.
Και κάτι τελευταίο: ποια
επέτειο γιόρταζαν οι Δουβλινέζοι και έγραψαν στη γέφυρα το 1821; Μήπως την
ελληνική επανάσταση; Ή μήπως τότε φτιάχτηκε η γέφυρα; (το frame που έβαλα στην ανάρτηση).
No comments:
Post a Comment