James Joyce, Οδυσσέας, Δουβλινέζοι
Τζέημς Τζόυς, Οδυσσέας (μετ. Σωκράτη Καψάσκη)
Κέδρος 1990, σελ. 616
Δημοσιεύτηκε στην «Όμορφη Πόλη» (Έντυπο της βραχύβιας
Οικολογικής Εναλλακτικής Ομάδας Γαλατσίου) τ. 2, Ιούλ-Αύγ. 1991)
Εκδοτικό γεγονός της χρονιάς χαρακτηρίστηκε η έκδοση στα ελληνικά του
«Οδυσσέα» του Τζέημς Τζόυς, σε μετάφραση Σωκράτη Καψάσκη, από τις εκδόσεις
Κέδρος, σχεδόν 70 χρόνια από τότε που πρωτοδημοσιεύτηκε. Μια προσπάθεια
τμηματικής έκδοσης του
«Οδυσσέα», πριν 15 περίπου χρόνια, έμεινε νομίζω ημιτελής,
Ο
«Οδυσσέας» αποτελεί ένα από τα έργα σταθμούς της πεζογραφίας όλων των αιώνων.
Ένας κριτικός, δεν θυμάμαι ποιος, το
Χαρακτήρισε ως το αριστούργημα του 20ού αιώνα. Μετά τον «Οδυσσέα» οι συγγραφείς
άρχισαν να γράφουν διαφορετικά, όπως μετά τον Αϊνστάιν οι φυσικοί άρχισαν να σκέπτονται διαφορετικά. Καθώς οι
αναφορές που γίνονται σ’ αυτόν, σε θεωρητικά και κριτικά κείμενα για τη
λογοτεχνία, είναι συχνότατες, η ανάγκη γνωριμίας με το έργο γινόταν όλο και πιο
επιτακτική.
Ο
«Οδυσσέας» είναι ένα «αστικό» έπος, όπως η Οδύσσεια είναι ένα ηρωικό έπος. Στην
Οδύσσεια εκτίθενται οι περιπέτειες και τα ηρωικά κατορθώματα του Οδυσσέα και
των συντρόφων του, που έλαβαν χώρα σε ένα διάστημα δέκα χρόνων. Στον «Οδυσσέα»,
στη χρονική διάρκεια μιας μέρας, συμπυκνώνονται όχι απλά χαρακτηριστικές
«αστικές» στιγμές από τη ζωή του ήρωα (παρακολούθηση μιας κηδείας, επίσκεψη σε
ένα μπαρ και σε ένα πορνείο, η δουλειά του στην εφημερίδα κ.λπ.) αλλά οι ίδιες
οι κορυφώσεις του πολιτισμού μας. Αξιοποιώντας προπαντός την τεχνική του
εσωτερικού μονόλογου, αλλά και του διάλογου, ο συγγραφέας θα κάνει εκτενείς
αναφορές στους Έλληνες, στον Σαίξπηρ, στο σύγχρονο πολιτισμό κ.λπ.
Ο
εσωτερικός μονόλογος, ακολουθώντας τη ροή του «ελεύθερου συνειρμού», που
επινοεί ο Φρόιντ και εφαρμόζει για θεραπευτικούς σκοπούς, και οι σουρεαλιστές
για λογοτεχνικούς (αυτόματη γραφή), υπερβαίνει το χρόνο, καθώς το περιεχόμενο
της συνείδησης παρουσιάζεται σε μια (φαινομενικά) άτακτη σειρά. Η ίδια υπέρβαση
του χρόνου σαν γραμμική διευθέτηση γεγονότων υπάρχει και στον κινηματογράφο,
νεαρή τέχνη τότε, μέσω της τεχνικής του μοντάζ, που επηρεάζει τον Τζόυς στην
τεχνική της αφήγησης.
Ο
«Οδυσσέας» γνώρισε πολλές περιπέτειες. Αντίτυπα του κατάσχονται και
απαγορεύεται τελικά σε Αμερική και Αγγλία, ενώ οι άνθρωποι των γραμμάτων
μοιράστηκαν σε δύο στρατόπεδα: άλλοι υποδέχθηκαν το βιβλίο εχθρικά, ανάμεσα
στους οποίους ήσαν η Βιρτζίνια Γούλφ, ο Αντρέ Ζιντ και ο Μπερνάρ Σω, και άλλοι
με ενθουσιασμό, όπως ο Χεμινγουέι και ο Έλιοτ. Είναι χαρακτηριστικό του μεγάλου
έργου να μην περνάει απαρατήρητο.
Ο
διχασμός στην υποδοχή του έργου οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, στο ότι είναι
προϊόν ενός εντελώς καινοφανούς και ριζοσπαστικού τρόπου γραφής, που το καθιστά
δύσκολο στην ανάγνωση. Ο εσωτερικός μονόλογος οδηγείται εδώ στην ακραία του
συνέπεια, στην (φαινομενική ωστόσο) αγνόηση του αναγνώστη. Ο τρελός του Γκόγκολ
(Το Ημερολόγιο Ενός Τρελού), παρότι τρελός, μονολογεί καταληπτά για τον
αναγνώστη. Δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο και για τον «Οδυσσέα». Ο αναγνώστης
είναι υποχρεωμένος να διαβάζει με την ίδια τεταμένη προσοχή που ο ψυχίατρος
ακροάζεται ένα ακατάληπτο παραλήρημα.
«Κουδουνίσματα από χάμουρα. Όλα για μια γυναίκα, νοικοκυριό και σπίτια,
ιστοί από μετάξι, ασήμι, πλούσια εύγευστα φρούτα από τη Γιάφα. Ατζενταθ Νέταιμ.
Όλα τα πλούτη της γης» (σελ. 267).
Το
νόημα δύσκολα συλλαμβάνεται σ’ αυτές τις ασύνδετες εικόνες, κυριολεκτικά
εικόνες, καθώς τα ρήματα απουσιάζουν.
«Είχε
σώσει την κατά. Στενά παντελό. Υπέροχη ιδέ».
Το
κόψιμο των λέξεων, που μορφικά αναπαριστά την ελλειπτικότητα των συλλογισμών
μας, εκφράζει σε ένα βαθύτερο επίπεδο μια αδιαφορία για επικοινωνία.
Αυτή η
αδιαφορία για επικοινωνία εκφράζει μια βαθιά ρήξη με την πραγματικότητα και ένα
εσωτερικό εγκλεισμό, που στην ακραία παθολογική μορφή εκφράζεται σαν κατατονία.
Η λογοτεχνική πράξη σε συγγραφείς που νιώθουν έτσι απέναντι στην πραγματικότητα
είναι περίπου ένα σύμπτωμα. Απεγνωσμένοι συντηρούν την τελευταία γέφυρα.
Ο
σαρκασμός είναι το πιο ενδεδειγμένο ύφος για να εκφραστεί αυτή η ρήξη. Και αυτό
νομίζω είναι το κυρίαρχο ύφος του «Οδυσσέα». Το τμήμα που αναφέρεται στην
κηδεία είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό.
Η
κάποια βωμολοχία, για τα μέτρα της εποχής, εκφράζει το ίδιο αίσθημα ρήξης, και
ήταν ίσως ένας από τους λόγους που οδήγησαν στην απαγόρευση του έργου. Στο ίδιο
πνεύμα χρησιμοποιούνται και σύνθετες λέξεις όπως «μελαγχολικοχαριτωμένος»,
«μαλακοτριζατοπαπουτσωμένος».
Δεν
είναι τυχαίο ότι τέτοιου είδους σύνθετες λέξεις χρησιμοποιούνται και στην
αργκό, τη γλώσσα όλων αυτών που αισθάνονται παρίες.
Ο
«Οδυσσέας» αποτελεί ένα όριο στη δυτικοευρωπαϊκή λογοτεχνία, τη λογοτεχνία της
γηραιάς, κουρασμένης ηπείρου μας. Ο Τζόυς είναι ο τελευταίος μεγάλος πεζογράφος
που έχει αναδείξει. Η μούσα της πεζογραφίας στο εξής φεύγει από την Ευρώπη και
καταφεύγει σε άλλα μέρη του κόσμου, κυρίως στη Λατινική Αμερική. Εκεί οι
άνθρωποι, τυραννισμένοι από την πραγματικότητα, ελπίζουν ακόμη να την
αναμορφώσουν. Οι ταλαντούχοι συγγραφείς της Ευρώπης (και της Ελλάδας) εκφράζουν
πια τα υπαρξιακά τους άγχη με την ποίηση
(δεν είναι τυχαίο που ο Έλιοτ θαυμάζει τον Τζόυς) που από την φύση της
κρυπτική, γίνεται ακόμη κρυπτικότερη, συχνά αυτιστική (τον χαρακτηρισμό τον
βρήκα στο βιβλίο του Μιχάλη Μερακλή για τη σύγχρονη ελληνική ποίηση). Έτσι η καλή λογοτεχνία γίνεται πια υπόθεση
ενός μυημένου κύκλου αναγνωστών και συγγραφέων, που επικοινωνούν με δικούς τους
κώδικες, και που δεν εμπλέκονται με την πραγματικότητα. Για παράδειγμα,
συγγραφείς του ύψους ενός Χάβελ ή ενός Γιόσα δεν θα ασχοληθούν ποτέ με την
πολιτική. Από την άλλη, η πλατιά μάζα επαναπαύεται στα σήριαλ και την
παραλογοτεχνία. Όμως, να μην αυταπατόμαστε. Δεν πρόκειται για τους
τελευταίους θύλακες αντίστασης σε μια
παρακμή. Είναι σύμπτωμά της.
Το παραπάνω
κείμενο γράφηκε το 1991, ένα χρόνο πριν αποφασίσω να ασχοληθώ συστηματικά με τη
βιβλιοκριτική. Ο Τζόυς ήταν από τους κορυφαίους στον κανόνα, μόλις είχε εκδοθεί
η ελληνική μετάφραση του «Οδυσσέα», θεώρησα υποχρέωσή μου να τον διαβάσω.
Δεν
είναι βιβλίο που θα γοητεύσει τη μεγάλη μάζα των αναγνωστών. Πολλοί το έχουν
στη βιβλιοθήκη τους χωρίς να το έχουν διαβάσει. Θυμάμαι που έκανα πλάκα με μια
μαθήτριά μου στο Βαρβάκειο. Κάποτε στην τάξη η κουβέντα ήλθε στον «Οδυσσέα», και
αυτή είπε ότι τον είχαν στη βιβλιοθήκη τους αλλά δεν τον είχε διαβάσει ακόμη.
Κάθε φορά που συναντιόμασταν τυχαία στο διάδρομο τη ρωτούσα αν είχε ξεκινήσει
να διαβάζει τον «Οδυσσέα». Αυτή γελούσε και μου έλεγε όχι. Ήταν ένα καλαμπούρι
που κάναμε. Το πιο πιθανό είναι ότι ακόμη, 9 χρόνια μετά, δεν τον έχει
διαβάσει.
Και
εγώ δεν τον διάβασα όλο. Με άφησε αρκετά αμήχανο. Και δεν τον διάβασα όλο,
σκόπιμα. Διάβασα τα 14 πρώτα κεφάλαια, 492 σελίδες, αφήνοντας τα 4 τελευταία
για αργότερα. Το βιβλίο δεν το απόλαυσα, όπως εννοεί τη λέξη ο Μπαρτ, το
διάβασα με την περιέργεια του ερευνητή που μόλις άρχισε να ασχολείται συστηματικά
με την πεζογραφία, και ήξερα ότι δεν επρόκειτο να το ξαναδιαβάσω. Επειδή όμως ο
«Οδυσσέας» είναι ύφος και δεν θα έχανα κανένα τέλος, είπα να αφήσω αυτά τα
κεφάλαια για αργότερα, όταν θα ήμουν πιο ώριμος, να δω πώς θα μου φαινόταν
τότε.
Μετά
από 25 ολόκληρα χρόνια, το Πάσχα του 2016, εδέησα να τα διαβάσω.
Δεν
είχα πια την περιέργεια, ούτε υπήρχε το «παραξένισμα» του 1991. Το βιβλίο δεν
μου άρεσε. Αλλά, θα επαναλάβω για μια ακόμη φορά, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.
Δεν είμαι λάτρης του ύφους, είμαι λάτρης του στόρι, και αυτό το έχω δηλώσει
ξεκάθαρα στις κριτικές μου για κινηματογραφικά έργα. Δεν θα αναγορεύσω βέβαια
το προσωπικό μου γούστο σε μέτρο για την ανθρωπότητα και να πω ότι το έργο
είναι για τα σκουπίδια όπως κάνουν πολλοί. Από τη στιγμή που υπάρχουν άνθρωποι,
και μάλιστα κορυφαίοι του πνεύματος, που τους αρέσει, προφανώς έχει αξία. Είναι
βιβλίο γραμμένο με τέχνη, απλά εμένα τυχαίνει να μη μου αρέσει. Το διάβασα με
μεγάλη προσπάθεια, όπως πρόσφατα και την «Οδύσσεια» του
Καζαντζάκη. Θα γράψω δυο λόγια όμως για τα υπόλοιπα τέσσερα κεφάλαια.
Το 15
έχει μορφή θεατρικού έργου και περιεχόμενο φανταστικού. Εκεί διαβάζω, σε
παρακείμενο: «(Ορκίζεται με το δεξί χέρι του πάνω στους όρχεις του)» (σελ.
534).
Θυμάμαι, μαθητές, που βάζαμε κι εμείς το δεξί
χέρι πάνω στους όρχεις μας όταν συναντούσαμε παπά, σαν μαγική τελετουργία για
να μη μας βγάλει κανείς καθηγητής στο μάθημα. Θυμάμαι, κάποτε, τη φαρμακερή
ματιά που μου έριξε ο παπα-Γιωργάκης, καθώς είχα την απρονοησία να μην τον
αφήσω να προσπεράσει και με πήρε χαμπάρι.
Το επόμενο κεφάλαιο έχει την κλασική μορφή
ενός μυθιστορήματος, με διαλόγους και αφήγηση, αλλά ούτε που θυμάμαι τι
πραγματεύεται. Αντιγράφω μια από τις υπογραμμίσεις μου σ’ αυτό.
«Επειδή, αν δεν πίστευαν ότι θα πάνε κατ’
ευθείαν στον ουρανό μετά θάνατο, θα προσπαθούσαν να ζήσουν καλύτερα σ’ αυτή τη
ζωή» (σελ. 662).
Και, σχολιάζω εγώ, ένας τρόπος για να ζήσεις
καλύτερα είναι να επαναστατήσεις ενάντια στους καταπιεστές. Δεν χρειάζεται να προσθέσω
κι άλλα.
Το προτελευταίο κεφάλαιο έχει τη μορφή
συνέντευξης. Βλέπουμε ξεχωριστές παραγράφους (χωρίζονται με κενό) που ξεκινάνε
με μιαν ερώτηση και στη συνέχεια έχουμε την απάντηση. Να δώσουμε ένα δείγμα, το
πιο σύντομο.
«Για ποιο πλάσμα η πόρτα εξόδου κατέστη και
πόρτα εισόδου;
Για μια γάτα» (σελ. 722).
Και θυμήθηκα μια πραγματική ιστορία που μου
είπε ο φίλος μου ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης. Εικονογραφεί το πόσο λίγο οι
άνθρωποι του πνεύματος είναι ικανοί να χειριστούνε απλές καταστάσεις της ζωής.
Ένας διάσημος καθηγητής, χήρος, είχε δυο
γάτες, μια μεγάλη και μια μικρή. Πολλές φορές, καθώς κλεινόταν στο γραφείο του
για να μελετήσει, νιαούριζαν απ’ έξω ζητώντας να τους ανοίξει. Ψάχνουν και οι
γάτες για ανθρώπινη συντροφιά. Για να μην τον ενοχλούν λοιπόν φώναξε ένα
μαραγκό και του είπε να ανοίξει στην πόρτα δυο τρύπες, μια μεγάλη για να περνάει
μέσα η μεγάλη γάτα, και μια μικρή για να περνάει η μικρή γάτα.
Υπάρχουν κάποια αποσπάσματα που είναι πολύ
απολαυστικά, όμως για μένα τα περισσότερα ήταν βαρετά.
Το 18ο και τελευταίο κεφάλαιο
είναι ένα κεφάλαιο στο οποίο δεν συναντάς καμιά τελεία. Αυτό φαίνεται ζήλεψε και
ο Μάρκες όταν έγραφε το «Φθινόπωρο ενός πατριάρχη». Σε έναν ανερμάτιστο
εσωτερικό μονόλογο 50 σελίδων η Μόλι Μπλουμ μιλάει για τα σεξουαλικά της.
Τελικά καλό είναι ένας μεταφραστής να ξέρει
κι άλλες γλώσσες. Το έχω διαπιστώσει πάρα πολλές φορές. Τα «εμπαρατσάντα» (σελ.
790), «ουστέντ», «γκράτσιας» (σελ. 812) και «εστρελλάντος» (σελ. 812) προφέρονται
διαφορετικά: embarazada-εμπαραθάδα, ousted-ουστέδ, gracias-γκράθιας, estrellados-εστρεγιάδος, με καστιλιάνικη προφορά. Τα ισπανικά τσεκαρισμένα στο
πρωτότυπο. Είχα μια αμφιβολία μήπως ο Τζόυς τα μετέγραψε, και το συμβουλεύτηκα
στο gutenberg project.
Και, όπως πάντα, τελειώνουμε με τους
ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, που πιστώνονται βέβαια στο μεταφραστή.
Διάβασε μες στα
μάτια μου το κάρωμα του ύπνου (σελ. 568)
Το βάρος του, τη
μάζα του και την πυκνότητά του (σελ. 692)
Δεν έχεις ψυχή μέσα
σου, μόνο φαιά ουσία (σελ. 770)
Κάτι μικρά
μυξιάρικα, κάτι δεσποινιδούλες (σελ. 778)
Αυτού του αουτσάινερ
που είχε έλθει πρώτο (σελ. 780)
Χτενίζουν τις
κοτσίδες τους για την καινούρια μέρα (σελ. 814)
Τζέημς Τζόυς, Οι Δουβλινέζοι (μετ. Κοσμάς
Πολίτης), Γράμματα 1990, σελ. 227
Οι
«Δουβλινέζοι» είναι το πρώτο βιβλίο του Τζέημς Τζόυς. Αποτελείται από μια σειρά
διηγήματα που εικονογραφούν το Δουβλίνο των παιδικών του χρόνων. Ψάχνοντας στην
Βικιπαίδεια για τον συγγραφέα, διαπίστωσα ότι ο Τζόυς ήταν ένα φοβερό υπόδειγμα
επιμονής και υπομονής. Δεκαοχτώ φορές υπέβαλε το χειρόγραφο σε δεκαπέντε
εκδότες, και έπρεπε να περιμένει εννιά χρόνια μέχρι να το δει τυπωμένο. Ο
«Οδυσσέας» είχε καλύτερη τύχη: ο όγδοος εκδότης το έκανε δεκτό. (Κι εγώ εννιά
χρόνια περίμενα για το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της
Κίνας, αλλά το υπέβαλλα μόνο σε πέντε εκδότες. Στον πέμπτο, τον ένατο χρόνο.
Μετά από εννιά χρόνια επίσης εκδόθηκε το βιβλίο μου «Η λαϊκότητα της Κρητικής
λογοτεχνίας». Ήδη από τον πρώτο χρόνο το έκανε δεκτό ο τρίτος εκδότης, αλλά
πέρασαν εννιά χρόνια μέχρι να μου το εκδώσει).
Διαβάζοντας τα διηγήματα αυτά συνελάμβανα συχνά τον εαυτό μου να
αφαιρείται. Δεν θα ήθελα όμως εδώ να κάνω ολόκληρη παρέκβαση για τους όρους και
τις συνθήκες της πρόσληψης που αυξάνουν το αναγνωστικό ενδιαφέρον, αλλά να πω
δυο μόνο πράγματα: Όταν ένας συγγραφέας έχει γράψει ένα βιβλίο σαν τον
«Οδυσσέα», έχουμε (ή δεν έχουμε) την περιέργεια να διαβάσουμε και ό, τι άλλο έχει
γράψει. Επίσης έχει ενισχυθεί η πεποίθησή μου για μια ακόμη φορά, ότι το
σασπένς είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για να κερδίσει ο συγγραφέας την
προσοχή του αναγνώστη. Και
στα διηγήματα αυτά δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου σασπένς.
Κάνω αποκοπή και επικόλληση από την Βικιπαίδεια: They were meant to be a naturalistic
depiction of Irish middle class life in and around Dublin in the early years of the 20th century. Όμως αν
ήταν μόνο αυτό, η νατουραλιστική απεικόνιση της ιρλανδέζικης μεσαίας τάξης στο
Δουβλίνο, τα διηγήματα αυτά δεν θα είχαν κανένα ενδιαφέρον. Ή μάλλον θα είχαν
ενδιαφέρον μόνο για τους Ιρλανδούς. Όμως είναι ενδιαφέροντα γιατί απεικονίζουν
μια ανθρώπινη κατάσταση που ξεπερνάει όχι μόνο το Δουβλίνο αλλά και ολόκληρη
την Ιρλανδία: τη ματαίωση (frustration). Αλλά για να φτάσουμε σ’ αυτήν θα πρέπει να επισκεφτούμε όλα τα μπαρ
του Δουβλίνου και να πιούμε άφθονη μπύρα και ουίσκι με τους ήρωές τους.
Ο
Τζόυς χρησιμοποιεί συχνά το αυγό σαν μεταφορά στην εξωτερική περιγραφή κάποιων
ηρώων του. Γενικά τους περιγράφει με αδρές πινελιές. Εξίσου αδρός είναι και
στην περιγραφή του χαρακτήρα τους. Εστιάζει περισσότερο στις συζητήσεις τους
και στα γεγονότα στα οποία εμπλέκονται.
Έχω
γράψει αλλού για το εφέ τέλους, ένα υφολογικό ή αφηγηματικό σχήμα που
εντυπώνεται στο πολλαπλάσιο στον αναγνώστη καθώς τοποθετείται στο τέλος του
έργου. Εδώ, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένο εφέ τέλους, σε αρκετά από τα
διηγήματα το τέλος είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, καθώς δίνει συναισθηματικές
καταστάσεις των ηρώων του σε κορυφαίες στιγμές της ζωής τους που θα τις
χαρακτηρίζαμε ανοίκειες, μη αναμενόμενες. Δυο γυναίκες, βυθισμένες στις σκέψεις
τους χάνουν την αίσθηση της πραγματικότητας. Η Πόλυ, στην «Πανσιόν»: «Τότε
θυμήθηκε τι ήταν αυτό που περίμενε» (σελ. 71). Και όμως, το είχε επιδιώξει, να
«τυλίξει» τον νοικάρη τους. Η Έβλιν, στο ομώνυμο διήγημα: «Κι ο Φρανκ όρμησε
πέρ’ απ’ τα κάγκελα και της φώναξε να τον ακολουθήσει. Του αντιφώναξε να φύγει
με το καράβι, μα εκείνος συνέχισε να φωνάζει. Γύρισε προς το μέρος του το χλομό
της πρόσωπο, δίχως έκφραση, σαν ζώο απελπισμένο. Τα μάτια της δεν του έδωσαν
κανένα σημάδι αγάπης ή αποχαιρετισμού ή πως τον αναγνώρισαν» (σελ. 42). Είχε
πει το μεγάλο όχι.
«Ο
νεκρός», που γυρίστηκε ταινία από τον John Huston το 1987, είναι το πιο εκτενές διήγημα. Με τις πενήντα σελίδες του θα
μπορούσε να χαρακτηριστεί νουβέλα. Εδώ ο Τζόυς παρουσιάζει την προσωπογραφία
ενός ακόμη αποτυχημένου της ζωής, του Γκαμπριέλ. Στο μεγαλύτερο μέρος του
διηγήματος τον βλέπουμε σε διάφορα επεισόδια της ζωής του στα οποία διαγράφεται
ο χαρακτήρας του, ένας χαρακτήρας για τον οποίο κάποια στιγμή αποκτά μια
οδυνηρή αυτοσυνείδηση (epiphany, κατά την ορολογία του ίδιου του Τζόυς). Χωρίς να έχει αφηγηματικό
ενδιαφέρον, αναρωτήθηκα πού θα οδηγούσε αυτή η ιστορία. Το τέλος όμως ήταν
συναρπαστικό. Ο ήρωάς μας νοιώθει την πιο μεγάλη απογοήτευση της ζωής του,
μαθαίνοντας ότι η γυναίκα του κρύβει έναν μυστικό. Ένας άντρας, ένα
δεκαεπτάχρονο αγόρι την αγάπησε όταν και η ίδια ήταν μικρή, και αφέθηκε να
πεθάνει όταν αυτή έφυγε μακριά του. Η αγάπη του την ακολουθεί ως εμμονή σε όλη
της τη ζωή. Όταν το μαθαίνει ο άντρας της, βυθίζεται συγκλονισμένος σε σκέψεις:
«Καλύτερα να περάσεις θαρραλέα σε κείνον τον άλλο κόσμο, μέσα στην αποθέωση
κάποιου έρωτα, παρά να σβήνεις και να μαραίνεσαι με τα γερατιά» (σελ. 226).
Η
αφηγηματική λειτουργία των προηγούμενων σελίδων που δεν μου τράβηξαν το
ενδιαφέρον συνοψίζεται στην παρακάτω παράγραφο: «Την ώρα που ήταν γεμάτος
αναμνήσεις από την κρυφή ζωή τους, γεμάτος τρυφερότητα, χαρά και πόθο, αυτή τον
παρέβαλλε μέσα στο νου της μ’ έναν άλλο. Ντροπή τον κυρίεψε. Είδε τον εαυτό του
σαν μια γελοία μορφή, έναν θεληματάρη για τις θείες του, έναν νευρικό,
καλοπροαίρετο αισθηματία που ρητορεύει σε αμόρφωτους και εξιδανικεύει τους
αγροίκους πόθους του, έναν οικτρό, ηλίθιο τύπο, που τον είχε πάρει το μάτι του
μέσα στον καθρέφτη. Γύρισε την πλάτη του ακόμα περισσότερο στο φως, για να μη
δει η γυναίκα του την ντροπή που του φλόγιζε το μέτωπό του» (σελ. 223).
Στο
«Οδυνηρό γεγονός», ένα προηγούμενο διήγημα της συλλογής, έχουμε την αντιστροφή
του «Νεκρού»: Σ’ αυτό είναι ο ήρωας που οδηγεί την ερωτευμένη ηρωίδα στο
θάνατο. Και αυτόν θα τον στοιχειώσει ο θάνατός της, όπως την Γκρέτα ο θάνατος
του αγοριού. Εδώ η κατάστασή του δίνεται, αντίθετα επίσης, με εσωτερική
εστίαση. «Γιατί της είχε στερήσει τη ζωή; Γιατί την είχε καταδικάσει σε θάνατο;
Ένιωσε την ηθική του υπόσταση να σωριάζεται… Αναμάσησε τη χρηστότητα της ζωής
του˙ ένιωσε απόβλητος από το γλέντι της ζωής. Ένα ανθρώπινο πλάσμα φάνηκε να
τον αγαπάει, κι αυτός είχε απαρνηθεί τη ζωή της και την ευτυχία: κι αυτός την
είχε καταδικάσει στην ντροπή, σ’ έναν επαίσχυντο θάνατο». Και το διήγημα
τελειώνει με τις λέξεις: «Ένιωσε ολομόναχος» (σελ. 119).
Παρά
την ύπαρξη μερών που κουράζουν, στους «Δουβλινέζους» υπάρχουν σελίδες εξαίρετης
ομορφιάς. Πιστεύω όμως πως και ο ίδιος ο Τζόυς κατάλαβε ότι η επινόηση μιας
ιστορίας και ο χειρισμός της στην πλοκή δεν συγκαταλεγόταν στις ικανότητές του,
και έτσι, μετά το ημι-αυτοβιογραφικό «The portrait of the
artist as a young man», που το στόρι ήταν περίπου δεδομένο, στα
επόμενα κορυφαία έργα του το στόρι είναι υποτυπώδες, είναι το πρόσχημα για να
αναδειχθεί η γλώσσα, ο αληθινός πρωταγωνιστής. Μιλάω για τον «Οδυσσέα» και το «Finnegan’s wake».
Θα
κλείσω επικολλώντας ένα απόσπασμα από την Βικιπαίδεια, ένα σπαρταριστό ανέκδοτο
από τη ζωή του Τζόυς. Να μην το μεταφράσω, όλοι σήμερα ξέρουμε λίγο πολύ
αγγλικά.
Throughout the 1930s he traveled frequently to
Switzerland for eye surgeries and treatments for Lucia (την κόρη του), who, according to the Joyces, suffered from schizophrenia. Lucia was analysed by Carl Jung at the time, who after reading Ulysses,
concluded that her father had schizophrenia.[26] Jung said she and her father were two people
heading to the bottom of a river, except that he was diving and she was
falling.
Λίγες μέρες μετά από αυτή τη (συγκεντρωτική) ανάρτηση, η φίλη μου η Βίκυ μου έστειλε ένα σύνδεσμο που αναφέρεται στην κόρη του Joyce, όπου παρατίθεται και η παραπάνω "διάγνωση" του Γιουνγκ και πατέρα και κόρη.
Λίγες μέρες μετά από αυτή τη (συγκεντρωτική) ανάρτηση, η φίλη μου η Βίκυ μου έστειλε ένα σύνδεσμο που αναφέρεται στην κόρη του Joyce, όπου παρατίθεται και η παραπάνω "διάγνωση" του Γιουνγκ και πατέρα και κόρη.
No comments:
Post a Comment