Book review, movie criticism

Thursday, February 16, 2017

Stendhal



Stendhal, Το κόκκινο και το Μαύρο, Το μοναστήρι της Πάρμας, Περί έρωτος, Λουσιέν Λεβέν, Αρμάνς


Σταντάλ, Το κόκκινο και το μαύρο (μετ. Γεωργίου Σπανού), εκδόσεις Deagostini Hellas 2000, σελ. 414

  Διαβάζω στην εισαγωγή ότι ο Stendhal ήθελε το όνομά του να προφέρεται Στεντάλ. Δεν το ήξερα. Θυμάμαι ότι το διόρθωσα σε κάποια βιβλιοκριτική μου. Παρ’ όλ’ αυτά ο διάσημος γάλλος συγγραφέας είναι γνωστός σαν Σταντάλ, και αυτό το όνομα αναγράφεται στο εξώφυλλο του βιβλίου.
  Το μυθιστόρημα αυτό το διάβασα πριν 11 χρόνια. Το ξαναδιάβασα ακολουθώντας το σχέδιό μου να ξαναδιαβάσω τα κορυφαία έργα των κλασικών που έχω ήδη διαβάσει. Εδώ στην Κρήτη βρήκα και τα δυο αριστουργήματα του Σταντάλ, είπα ευκαιρία είναι να τα διαβάσω πριν επιστρέψω στην Αθήνα.   
  Ξαναδιαβάζοντας ένα βιβλίο μετά από χρόνια το προσλαμβάνεις περισσότερο ή λιγότερο διαφορετικά από ό,τι τότε που το πρωτοδιάβασες. Το ίδιο συνέβη και με μένα, ξαναδιαβάζοντας το «Κόκκινο και το μαύρο».
  Διαβάζω για το συμβολισμό του κόκκινου και του μαύρου, για τις ερμηνείες που έχουν προταθεί. Θα προτείνω τη δική μου: το κόκκινο συμβολίζει τον παθιασμένο βοναπαρτιστή που κρύβει μέσα του ο Ζυλιέν Σορέλ, τον αληθινό εαυτό του, και το μαύρο τη μάσκα του ευλαβούς ιεροσπουδαστή, την οποία έπρεπε να φορέσει υποχρεωτικά αν ήθελε να αναδειχθεί στην Γαλλία της Παλινόρθωσης. Όμως, τόσο το κόκκινο όσο και το μαύρο δεν αποτελούν την κύρια θεματική του έργου. Η κύρια θεματική του είναι ο έρωτας. Ίσως να μου ξέφευγε αν δεν είχα διαβάσει το «Περί έρωτος», έργο που έγραψε ο Σταντάλ πριν από το «Κόκκινο και το μαύρο», και, όπως διαβάζω τώρα στη βιβλιοκριτική που έγραψα για το βιβλίο, το έγραψε  για να ξεπεράσει μια ερωτική απογοήτευση.
  Ο ήρωας του έργου, ο Ζυλιέν Σορέλ, είναι ένας ταλαντούχος νεαρός αλλά ταπεινής καταγωγής. Ο πατέρας του είναι ξυλουργός. Είναι συμφεροντολόγος και κακομεταχειρίζεται αφάνταστα το γιο του. Ο Ζυλιέν ονειρεύεται να ανέβει κοινωνικά, να διακριθεί, όπως έγινε με τόσους και τόσους νέους την εποχή του Ναπολέοντα.   
  Δεν ξέρω αν έχει προταθεί όρος ανάλογος με τον γερμανικό Bildungsroman, που να αναφέρεται σε έργα με πρωταγωνιστές φιλόδοξους νεαρούς, κάτι σαν Roman de ambition, μια και τα σχετικά μυθιστορήματα είναι γαλλικά. Εκτός από τα εξίσου κορυφαία «Μπάρμπα Γκοριό» του Μπαλζάκ και «Φιλαράκος» του Μωπασάν (αυτό το διάβασα πρόσφατα), σίγουρα θα υπάρχουν και άλλα με ήρωες φιλόδοξους νεαρούς.
  Το έχω γράψει κάπου παλιά, ότι υπάρχει ο ρεαλισμός στην απεικόνιση των αισθημάτων και ο ρεαλισμός στην απεικόνιση των καταστάσεων. Για να περιγράψεις το μεγαλειώδες αυτό αίσθημα του έρωτα πρέπει να αφηγηθείς ακραίες καταστάσεις, που όμως, αν τοποθετηθούν σε σειρά, φαίνονται εντελώς αντιρρεαλιστικές.
  «Δυο γυναίκες, ένας άντρας, κομπολόι μίας χάντρας», θα αντιστρέψω το σχετικό λαϊκό άσμα που κόλλησα πρόσφατα σαν comment σε ανάρτηση στο facebook. Ο άντρας είπαμε είναι ο Ζυλιέν. Οι γυναίκες είναι, διαδοχικά στην αρχή και ταυτόχρονα στο τέλος, η κυρία ντε Ρενάλ, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του, και η δεσποινίς ντε λα Μολ, που πιο συχνά την συναντάμε με το όνομα Ματθίλδη, λίγο μικρότερή του. Την κυρία ντε Ρενάλ την κατακτάει, στη συνέχεια την ερωτεύεται πραγματικά, όμως πρέπει να την εγκαταλείψει γιατί είναι παντρεμένη. Την Ματθίλδη επίσης την κατακτάει, αλλά μόλις την ερωτεύεται, αυτή παύει να είναι ερωτευμένη μαζί του. «Είναι τρελή», σκέφτεται, και παίζοντάς το αδιάφορος την ξανακατακτάει. Όμως η κυρία ντε Ρενάλ, ωθούμενη από τον εξομολόγο της, στέλνει ένα γράμμα που μαρτυράει τη σχέση που είχε με τον Ζυλιέν. Όλα καταστρέφονται. Ο Ζυλιέν, τρελός από θυμό, την παραφυλάει σε μια εκκλησιά και την πυροβολεί. Δεν σκοτώνεται, αλλά ο Ζυλιέν πηγαίνει φυλακή και αντιμετωπίζει την θανατική του καταδίκη. Όταν καταδικάζεται πραγματικά σε θάνατο, κυρίως εξαιτίας της προκλητικής απολογίας του, όπως ο Σωκράτης, η Ματθίλδη κάνει σαν τρελή, αγωνίζεται να τον σώσει. Το ίδιο και η κυρία ντε Ρενάλ, που τον επισκέπτεται και αυτή τακτικά στη φυλακή. Ο Ζυλιέν αρνείται να ζητήσει έφεση, και αρνείται να δραπετεύσει. Περιμένοντας την εκτέλεσή του ουσιαστικά αυτοκτονεί. Όμως τώρα είναι ερωτευμένος με την κυρία ντε Ρενάλ, ο φλογερός του έρωτας για τη Ματθίλδη έχει σβήσει. Αυτή, που είναι μάλιστα έγκυος, νοιώθει να τρελαίνεται από τη ζήλια. Στο τέλος του έργου τη βλέπουμε να κουβαλάει το κεφάλι του Ζυλιέν σε μια σπηλιά στο βουνό, σύμφωνα με την επιθυμία του, και το θάβει. Αργότερα θα τη διακοσμήσει με μάρμαρα.
  Δεν είναι τρελά όλα αυτά; Δυο τρεις φορές χαρακτηρίζει ο Ζυλιέν την Ματθίλδη τρελή για την αστάθεια των αισθημάτων της, αλλά και ο ίδιος δεν πάει πίσω, είναι το ίδιο τρελός. Όμως, μέσα σ’ αυτή την τρέλα, που κάνει όλα αυτά τα επεισόδια ελάχιστα ρεαλιστικά, ο Σταντάλ, με μεγαλειώδη τρόπο, παρουσιάζει το βάθος και τις αποχρώσεις του έρωτα, από την ευφορία μέχρι την πιο βαθιά κατάθλιψη, καθώς και όλες τις ενδιάμεσες αμφιθυμικές καταστάσεις. Μάλιστα, για να μην παρεξηγηθεί και θεωρήσουν κάποιοι ότι η Ματθίλδη είναι μια τυπική κοπέλα των παρισινών σαλονιών της εποχής, σε μια σελίδα την οποία βάζει σε παρένθεση, ανάμεσα στα άλλα γράφει ο Σταντάλ: «Το πρόσωπο αυτό είναι πέρα για πέρα φανταστικό, και μάλιστα το φαντάστηκα εντελώς έξω από τις κοινωνικές συνθήκες που, μεταξύ όλων των άλλων εποχών, θα εξασφαλίσουν στον 19ο αιώνα μια τόσο διακεκριμένη θέση» (σελ. 296).
  Ένα μεγάλο μέρος του έργου αναφέρεται στο τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό των ηρώων της ιστορίας. Στοχάζονται συνεχώς πάνω στα γεγονότα και στις σχέσεις τους με τα πρόσωπα, και κάνουν σχέδια για το πώς να ενεργήσουν, πολύ συχνά μονολογώντας, μια τεχνική που θα εξελιχθεί αργότερα στο stream of consciousness του εσωτερικού μονόλογου. Μιλάει βέβαια γι’ αυτά και ο ίδιος ο Σταντάλ, ως παντογνώστης τριτοπρόσωπος αφηγητής. Συχνά επίσης αποστασιοποιείται από τους ήρωές του και τους σχολιάζει σαν ανεξάρτητος παρατηρητής, απευθυνόμενος άμεσα στον αναγνώστη.
  Οι μεγάλοι συγγραφείς διαθέτουν χιούμορ. Όχι όλοι βέβαια, αλλά νομίζω οι περισσότεροι. Σ’ αυτούς ανήκει και ο Σταντάλ. Και το χιούμορ του αυτό κάνει την ανάγνωση του μυθιστορήματος ιδιαίτερα απολαυστική.
  Σε ένα απόσπασμα για το βιβλίο «Εγώ, ο Ντοστογιέφσκι» (printa 2011) υπάρχει το παρακάτω απόσπασμα που ευτυχώς το ενσωμάτωσα στη βιβλιοκριτική μου.
  «Οι ταλαντούχοι συγγραφείς μας Τολστόι και Γκοντσάροφ οι οποίοι με υψηλή καλλιτεχνικότητα περιέγραψαν την (οικογενειακή) ζωή των μεσαίων στρωμάτων, θεωρούσαν ότι περιέγραφαν τη ζωή της πλειονότητας. Κατά την άποψή μου, ακριβώς αυτοί ήταν που περιέγραψαν τη ζωή των εξαιρέσεων. Αντίθετα, ενώ η ζωή τους είναι η ζωή των εξαιρέσεων, η δική μου ζωή είναι ζωή του γενικού κανόνα. Σε αυτό θα πειστούν οι επόμενες γενιές, οι οποίες θα είναι πιο αμερόληπτες, και θα αποδειχτεί ότι έχω δίκιο. Πιστεύω σ’ αυτό» (σελ. 237-238).
  Και ο Σταντάλ δεν περιγράφει τη ζωή του γενικού κανόνα. Τα περισσότερα επεισόδια του έργου διαδραματίζονται στα αρχοντικά του ντε Ρενάλ και του ντε Λα Μολ. Του Τολστόι, στο «Πόλεμος και Ειρήνη», στα αρχοντικά κόμητων και πριγκήπων. Και αυτό είναι φυσικό: Σε αυτά τα περιβάλλοντα κινούνται οι συγγραφείς, σε τέτοια περιβάλλοντα θα τοποθετήσουν και τις ιστορίες τους. Ο David Lodge για παράδειγμα, θεωρητικός της λογοτεχνίας και πανεπιστημιακός, τοποθετεί τα μυθιστορήματά του στο χώρο των πανεπιστημίων (campus novel), με ήρωες καθηγητές, καθηγήτριες, φοιτητές και φοιτήτριες. Είναι φυσικό. Επίσης ο Joseph Conrad, o Jack London και ο Herman Melville τοποθετούν πολλά επεισόδια σε μυθιστορήματά τους στη θάλασσα, πάνω σε πλοία. Υπήρξαν και οι τρεις τους ναυτικοί. Σίγουρα υπάρχουν και αρκετά άλλα παραδείγματα που δεν ξέρω ή μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή.
  Τώρα που είμαι συνταξιούχος, δεν θα πω φιλοδοξώ, θα πω θα ήθελα να μου έλθει το κέφι να γράψω ένα μυθιστόρημα. Το ίδιο κέφι με το οποίο γράφω τώρα τις ιστορίες «Του τάφου» και τις «Κατωχωρίτικες ιστορίες».  Όμως πού θα τοποθετήσω την πλοκή; Θα έχω σαν ήρωες μεγαλοαστούς με μέγαρα με πισίνες, μερσεντές και κότερα,  ή πολιτικούς μπλεγμένους σε ένα σωρό ίντριγκες; Το μόνο περιβάλλον που γνωρίζω καλά είναι αυτό της μέσης εκπαίδευσης. Αλλά για τι να γράψω, για το πώς τσακωνόμαστε εμείς οι καθηγητές στην κατανομή των μαθημάτων, πώς διαμαρτυρόμαστε για το πρόγραμμα και τις εφημερίες, ή για τις διαρκείς μεμψιμοιρίες μας για τους χαμηλούς μας μισθούς και τις απεργιακές μας κινητοποιήσεις, που εδώ και χρόνια έχουν χάσει τον μεγαλειώδη χαρακτήρα που είχαν τη δεκαετία του ’80; Φοβάμαι πως δεν θα τα καταφέρω.
  Όμως ας κλείσουμε αυτή την παρένθεση και ας συνεχίσουμε με το βιβλίο.
  Διαβάζουμε:
  «Η τύχη του γιου του απορροφούσε προκαταβολικά κάθε του σκέψη» (σελ. 361). Τουλάχιστον άλλες πέντε φορές αναφέρεται αυτός ο γιος.
  Μα πώς το ξέρει ότι είναι γιος; Αφού τα υπερηχογραφήματα με τα οποία μπορεί κανείς να μάθει το φύλο του παιδιού μετά τους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης είναι ανακάλυψη του επόμενου αιώνα. Είναι φαίνεται σαν το «γερός να ’ναι κι ό,τι ναι». Η φαλλοκρατία εισέδυσε πολύ ύπουλα σ’ αυτό το βιβλίο, υποσυνείδητα, χωρίς να το πάρει χαμπάρι ο Σταντάλ. Ο Ζυλιέν, τώρα που θα πεθάνει, θέλει το «γιο» του να τον αναλάβει η κυρία ντε Ρενάλ (που, παρεμπιπτόντως, πεθαίνει τρεις μέρες μετά την εκτέλεσή του, όχι και τόσο κατά το «εικός και το αναγκαίο»).
  Δεν μπόρεσα να βρω σε ποιο ιρανικό έργο υπάρχει αυτό το επεισόδιο: ο άντρας χαστουκίζει τη γυναίκα γιατί λέει τον κοίταξε στο πρόσωπο, πράγμα που τον διέγειρε σεξουαλικά. Τέτοια παλαβά συμβαίνουν στο Ισλάμ.
  Όμως στο μυθιστόρημα αυτό διάβασα κάτι πιο παλαβό. Ο Ζυλιέν παρεξηγήθηκε γιατί κάποιος τον κοίταξε έντονα. Τον καλεί σε μονομαχία. Ο άλλος του πετάει στο πρόσωπο ένα μάτσο επισκεπτήρια. Όμως στον τόπο της μονομαχίας δεν εμφανίζεται αυτός, αλλά κάποιος άλλος. Είναι δικά του τα επισκεπτήρια, και αυτός που τα έδωσε στον Ζυλιέν είναι ο αμαξάς του. Αλλά  καθώς προσβλήθηκε γι’ αυτή την πρόσκληση σε μονομαχία, θα μονομαχήσουν. Με πιστόλια. Ο Ζυλιέν πληγώνεται στο χέρι.
  Και έπειτα;
  Φιλιώνουν. Και όχι μόνο φιλιώνουν αλλά γίνονται κυριολεκτικά κώλος και βρακί. Τρελλό δεν είναι; Ή μήπως πρέπει να αντιμετωπίσουμε το επεισόδιο ανθρωπολογικά, ως εντελώς φυσιολογικό στα πλαίσια μιας άλλης κουλτούρας;
  Κάτι που μου έκανε εντύπωση. Ενώ εμείς σήμερα σαν ξεχωριστό χαρακτηριστικό ενός ατόμου έχουμε το επάγγελμά του, στη Γαλλία του Σταντάλ είχαν το εισόδημά του. «Απολαμβάνει με κάθε ταπεινοφροσύνη εξήντα χιλιάδες λίβρες εισόδημα το χρόνο…» (σελ. 217) «…αφήνοντας στο γιο του εκατό χιλιάδες σκούδα εισόδημα το μήνα… …μέλλων δούκας με εισόδημα εκατό χιλιάδες λίβρες…» (σελ. 220) κ.ά.
  Και κάτι συγκριτολογικό: Η κυρία ντε Ρενάλ, πολύ θεούσα, όταν αρρωσταίνει ο μικρός της γιος το θεωρεί ως θεϊκή τιμωρία για τη μοιχεία της και προς στιγμή διώχνει τον Ζυλιέν. Απαράλλαχτα όπως η Sue στο Jude, the obscure του Thomas Hardy (είδαμε την ταινία με την Ναστάζια Κίνσκι), που θεωρεί τον θάνατο των παιδιών της ως θεϊκή τιμωρία για τη σχέση της με τον Jude, με τον οποίο συζεί χωρίς να είναι παντρεμένη.
  Μιλήσαμε για το κόκκινο: ο Σταντάλ σατιρίζει αδυσώπητα την αριστοκρατία, την πλουτοκρατία και τον κλήρο, όμως δεν βλέπουμε καμιά συμπάθεια για τις κατώτερες τάξεις από τις οποίες προέρχεται ο Ζυλιέν. Και ο Ζυλιέν τον ενδιαφέρει μόνο ως φιλόδοξος και ταλαντούχος νεαρός που υπερβαίνοντας την τάξη του διεισδύει στις ανώτερες τάξεις. Τα μοναδικά πρόσωπα από τα κατώτερα στρώματα που ξεχωρίζουν είναι ο πατέρας του Ζυλιέν, που ο Σταντάλ τον παρουσιάζει ως κουτοπόνηρο χωριάτη, και μια υπηρέτρια που καρφώνει τη σχέση του Ζυλιέν.   
  Διαβάζουμε:
  «…τους λαμπρούς αυτούς νεαρούς μουστακοφόρους…» (σελ. 264).
  Σημειολογικά το μουστάκι δεν παραπέμπει στους ίδιους νεαρούς που παραπέμπει σήμερα. Όπως θα έλεγε και ο Έκο, τα περισσότερα σημεία είναι συμβατικά.
  Διαβάζουμε:
  «…η Μανόν Λεσκώ… Πράγμα που δεν εμπόδισε τον Βοναπάρτη σας να δηλώσει στην Αγία Ελένη πως είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο για υπηρέτες» (σελ. 338).
  Δεν αγανακτούμε με τον Βοναπάρτη, αυτοκράτορας ήταν και όχι λόγιος, όμως τι να πούμε για τον Κοραή που δηλώνει ότι ο «Ερωτόκριτος» είναι ανάγνωσμα κατάλληλο μόνο για τις πόρνες;
  Αυτά με το «Κόκκινο και το μαύρο». Θα συνεχίσουμε με το «Μοναστήρι της Πάρμας» που (ξανα)διαβάζω τώρα.

Stendhal, Το μοναστήρι της Πάρμας (μετ. Γιάννης Μπεράτης), εκδόσεις Γκοβόστη χχ, σελ. 487

  Πολλά από αυτά που γράψαμε για το «Κόκκινο και το μαύρο» ισχύουν και για το «Μοναστήρι της Πάρμας». Καθώς διαβάσαμε τα δυο βιβλία το ένα μετά το άλλο, η βιβλιοκριτική αυτή θα είναι αναπόφευκτα συγκριτολογική.
  Ο Φαμπρίτσιο, ο κεντρικός ήρωας, θαυμαστής του Ναπολέοντα, που συμμετέχει μάλιστα «περιφερειακά» και στη μάχη του Βατερλώ, κρύβει τις φιλελεύθερες αντιλήψεις του όπως και ο Ζυλιέν κάτω από το ράσο. Όμως, σε αντίθεση με τον Ζυλιέν, είναι αριστοκρατικής καταγωγής.
  Και αυτός ερωτεύεται μια μεγαλύτερή του, τη θεία του την Σανσεβερίνα, που και αυτή θα τον ερωτευθεί. Ο έρωτας αυτός όμως, σε αντίθεση με τον έρωτα του Ζυλιέν με την κυρία ντε Ρενάλ στο «Κόκκινο και το μαύρο», δεν θα ομολογηθεί απερίφραστα ποτέ. Η θεία του είναι πρωτοθεία του, αδελφή του πατέρα του. Ο έρωτας που θα ευοδωθεί είναι με την νεαρή και όμορφη Κλέλια. Και δίπλα σε αυτούς τους μεγάλους έρωτες υπάρχουν και κάποιοι μικροί (οι έρωτες με τη Μαριέτα και τη Φαύστα είναι οι κυριότεροι) που όμως αποβαίνουν μοιραίοι για τον Φαμπρίτσιο.
  Βλέπουμε και εδώ αρκετές τρέλες στον έρωτα. Ο Φαμπρίτσιο κηρύττει επί δεκατέσσερις μήνες σε μια εκκλησία απέναντι από το σπίτι της Κλέλιας, που στο μεταξύ έχει παντρευτεί, με την ελπίδα ότι κάποια μέρα θα έλθει να τον ακούσει.
  Και πράγματι θα έλθει. Και θα τα ξαναφτιάξουν. Ένας γιος που θα γεννηθεί θα είναι του Φαμπρίτσιο και όχι του άντρα της.
  Δεν είναι τρελό; Δεκατέσσερις ολόκληρους μήνες. Όμως πιο τρελό είναι αυτό που έκανε η Κλέλια. Επειδή είχε ορκισθεί να μην τον ξαναδεί ποτέ στο φως της μέρας τον συναντάει τη νύχτα, στο σκοτάδι. Όταν αρρώστησε όμως ο μικρός συνέβη να δει τον Φαμπρίτσιο και στο φως της μέρας. Φοβερή παραβίαση του όρκου, και, κατά την αντίληψή της, αυτό ήταν η αιτία που πέθανε το παιδί. Τη χαρακτηρίζει η ίδια θρησκοληψία που χαρακτηρίζει και την κυρία ντε Ρενάλ στο «Κόκκινο και το μαύρο». Που κι εκείνη είχε τις ίδιες τύψεις, που την οδήγησαν στο χωρισμό με τον Ζυλιέν. Όμως ο γιος της σώθηκε τελικά.
  Πέρα από τους έρωτες των γνωστικών υπάρχει και ο έρωτας ενός τρελού. Ο Φεράντε Πάλα, ο μεγαλύτερος ποιητής της Λομβαρδίας εκείνη την εποχή είναι τρελός. Καθώς είναι τρελός, ερωτεύεται «τρελά» την Σανσεβερίνα. Και δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα για να της αποδείξει τον έρωτά του.
  Και τρέλα δεν έχουμε μόνο στον έρωτα. Διαβάζουμε: «Είναι πολύ όμορφο, συλλογίστηκε η δούκισσα (Σανσεβερίνα), να δίνεις σ’ έναν πιστό υπηρέτη το τρίτο περίπου απ’ όσα σου μένουν» (σελ. 377). Αν και αυτό στην ακριβή γλώσσα της ψυχιατρικής δεν λέγεται τρέλα αλλά διπολική διαταραχή, περισσότερο γνωστή ως μανιοκατάθλιψη. Ο φίλος μου ο Μανώλης Πρατικάκης, ψυχίατρος και ποιητής, μου έχει αφηγηθεί περιπτώσεις απίστευτων δώρων από μανιοκαταθλιπτικά άτομα όταν βρισκόντουσαν στη φάση της μανίας. Κάποιος εφοπλιστής έκανε δώρο σε έναν φίλο του ένα ολόκληρο πλοίο. Όταν πέρασε στη φάση της κατάθλιψης το ζήτησε πίσω, και φυσικά ο φίλος του δεν του το έδωσε, κορόιδο ήτανε; Του επεστράφη μετά από πέντε χρόνια δικαστικών αγώνων. Το μισό. Το άλλο μισό το είχαν πάρει οι δικηγόροι.
  Επίσης διαβάζουμε: «… ο μαρκήσιος, εξαιρετικά πλούσιος και συνεπώς πολύ τσιγκούνης…» (σελ. 387). Έχω ακούσει πολλούς να έχουν αυτή την αντίληψη. Δεν τολμώ να τη συμμεριστώ, τρέφοντας την ελπίδα ότι κάποια στιγμή μπορεί να γίνω κι εγώ πλούσιος.
  Διαβάζουμε ακόμη: «Η πολιτική μέσα σ’ ένα φιλολογικό έργο είναι σαν μια πιστολιά στη μέση μιας συναυλίας, κάτι το βάναυσο, που δεν μπορείς ωστόσο να του αρνηθείς την προσοχή σου» (σελ. 392). Πώς να μη συγχωρέσεις τον Σταντάλ για όλες τις ίντριγκες της αυλής που αφηγείται στη συνέχεια;
  Έχουμε την υποψία ότι ο πενηνταπεντάρης πια Σταντάλ βλέπει τους ερωτευμένους του έχοντας μια στάση ειρωνικής αποστασιοποίησης, ιδιαίτερα στα τελευταία επεισόδια, σε αντίθεση με το «Κόκκινο και το μαύρο». Εννέα χρόνια χωρίζουν τα δυο μυθιστορήματα.
  «Όλη τούτη την τρίτη μέρα της φυλακής του ο Φαμπρίτσιο ήταν καταγανακτισμένος, αλλά μόνο και μόνο γιατί δεν είχε δει να εμφανίζεται η Κλέλια. Που να πάρει ο διάβολος! Θάπρεπε να της τόχα πει πως την αγαπώ· γιατί είχε καταλήξει σ’ αυτή την ανακάλυψη» (σελ. 307). «Ο Φαμπρίτσιο… ήταν αφοσιωμένος ολοκληρωτικά στη λύση αυτού του σπουδαίου προβλήματος: Μ’ αγαπάει;» (σελ. 311). Το χιούμορ του Σταντάλ είναι εδώ πιο άφθονο από ότι στο «Κόκκινο και το μαύρο».
  Θυμάμαι ότι μου άρεσε περισσότερο το «Μοναστήρι της Πάρμας» από το «Κόκκινο και το μαύρο». Τώρα κατάλαβα το γιατί. Έχει πιο συγκλονιστικά επεισόδια. Η μάχη του Βατερλώ, έστω ιδωμένη από το πλάι, και το φλέρτ του φυλακισμένου Φαμπρίτσιο με την Κλέλια, την κόρη του διοικητή της φυλακής, είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακά. Ο Φαμπρίτσιο δεν θέλει να δραπετεύσει, γιατί πώς αλλιώς θα βλέπει την Κλέλια; Βλέπονται από απόσταση, και συνομιλούν με μηνύματα, δείχνοντας διαδοχικά γράμματα που είναι ζωγραφισμένα σε μεγάλα φύλα χαρτί, φτιάχνοντας έτσι λέξεις. Θα αποφασίσει τελικά να συγκατατεθεί στη δραπέτευση όταν του επισείουν τον κίνδυνο να τον δηλητηριάσουν. Θα έκανε ποτέ κανένας φυλακισμένος κάτι τέτοιο; Όμως, όπως επισημάναμε και στο «Κόκκινο και το μαύρο», με τις αντιρρεαλιστικές υπερβολές ο Σταντάλ εξεικονίζει το μεγαλείο του έρωτα.
  Ο Σταντάλ παρουσιάζει εδώ περισσότερα άτομα από τις κατώτερες τάξεις, και τα σκιαγραφεί με συμπάθεια, όμως πάντοτε αφ’ υψηλού. Εξαίρεση ο Τζιλέτι, ο οποίος επιχειρεί να σκοτώσει τον Φαμπρίτσιο γιατί φλερτάρει την ερωμένη του. Ο Φαμπρίτσιο αντιστεκόμενος τον σκοτώνει, πράγμα που τον μπλέκει στις τόσο σοβαρές περιπέτειες που ακολουθούν.
  Στο «Κόκκινο και το μαύρο» ο Ζυλιέν έχει κάκιστες σχέσεις με τον πατέρα του και τ’ αδέλφια του. Ο Φαμπρίτσιο στο «Μοναστήρι της Πάρμας» έχει επίσης κάκιστες σχέσεις με τον πατέρα του και με τον μοναδικό του αδελφό. Με τις δυο αδελφές του όμως έχει καλές σχέσεις, παρόλο που γίνεται ελάχιστη αναφορά σ’ αυτές στην αρχή, και δυο φορές αργότερα στην «κακοπαντρεμένη». Υπάρχει άραγε κάποια κρυφή αντανάκλαση βιογραφικών στοιχείων εδώ;
  (Διαβάζω δυο βδομάδες μετά, σε μια βιογραφία του πριν από την εισαγωγή στο «Λισιέν Λεβέν», ένα άλλο του μυθιστόρημα, ότι «Απ’ τον πατέρα του τον χωρίζει ήδη ένα ακατάβλητο μίσος», και «… θα γεννηθεί η δεύτερη αδερφή του η Ζεναντ-Καρολίν, που θα την απεχθάνεται σε όλη του τη ζωή και θα την κατηγορεί για “καρφί”». Η αδελφή αυτή μάλλον μετασχηματίζεται στους κακούς αδελφούς στο «Κόκκινο και το μαύρο». Επίσης είδα ότι αρκετά βιογραφικά στοιχεία εισχωρούνε στα δυο αυτά κορυφαία του μυθιστορήματα).
  Ο Σταντάλ είναι και εδώ σατιρικός. Στο «Κόκκινο και το μαύρο» σατίριζε την αριστοκρατία, τον κλήρο και την πλουτοκρατία, εδώ σατιρίζει την εξουσία, και μάλιστα με ένα τρόπο ιδιαίτερα καυστικό. Το ίδιο σατιρίζει και τη δικαιοσύνη, που κάθε άλλο παρά αδιάβλητη είναι.
  «-…θα μου άρεσε πολύ περισσότερο να δω να τους καταδικάζουν δικαστές που θα κρίνανε σύμφωνα με τη συνείδησή τους.
 -Θα μου κάνατε μεγάλη ευχαρίστηση, σεις που ταξιδεύετε για να μορφωθείτε, αν είχατε την καλοσύνη να μου δώσετε τις διευθύνσεις κάτι τέτοιων δικαστών· θα τους γράψω απόψε κιόλας, προτού πλαγιάσω» (σελ. 169).
  Σε κάποια υποσημείωση, που καθώς δεν υπάρχει άλλη ένδειξη προφανώς είναι της γαλλικής έκδοσης από την οποία μεταφράζει (θαυμάσια, ας το σημειώσουμε εδώ) ο Γιάννης Μπεράτης, διαβάζουμε για μια ασυνέπεια του Σταντάλ. Αναφέρει ότι η δεξαμενή του μεγάρου Σανσεβερίνα ήταν έργο του ΧΙΙΙ αιώνα, ενώ πιο πριν είχε γράψει ότι ήταν του ΧΙΙ.
  Βρήκαμε και εμείς μιαν ασυνέπεια. Στην πρώτη συνάντηση του Φαμπρίτσιο με την Κλέλια διαβάζουμε «…την τόσο παράξενη ομορφιά αυτής της δωδεκάχρονης κοπέλας» (σελ. 84). Πιο κάτω ο Φαμπρίτσιο σκέφτεται: «…γιατί βέβαια πέρασαν ασφαλώς πέντε χρόνια απ’ τη μέρα που συναντηθήκαμε κοντά στη λίμνη του Κόμο… Ναι, πέρασαν πέντε χρόνια» (σελ. 263). Όμως στην επόμενη σελίδα η Κλέλια μονολογεί: «Κ’ εξακολουθώ νάμαι έτσι κι ας έχω περάσει πια τα είκοσι» (Υπάρχουν και εδώ αρκετοί μονόλογοι). Και λίγο πιο πριν είχαμε επίσης διαβάσει: «Στα είκοσί της χρόνια είχαν διαπιστώσει την αντιπάθειά της να πηγαίνει σε χορούς» (σελ. 259). Ήταν τότε που συναντήθηκαν για δεύτερη φορά, όταν ο Φαμπρίτσιο οδηγείτο στη φυλακή. Όμως η διαφορά δεν είναι πέντε χρόνια, όπως υποθέτει ο Φαμπρίτσιο, αλλά οκτώ. Καθώς πρόκειται για μονόλογο, θα μπορούσε να μην ενοχοποιηθεί ο συγγραφέας. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Φαμπρίτσιο είχε κάνει λάθος τον υπολογισμό, όμως, καθώς αυτό δεν έγινε «κατά το εικός και αναγκαίο», πιστεύουμε ως πιο πιθανό να έκανε λάθος ο συγγραφέας.
  (Μια ασυνέπεια εντόπισα επίσης στον «Ιβανόη» του Walter Scott. Διάβασα κάπου ότι υπάρχουν αρκετές σ’ αυτό το έργο. Επίσης διάβασα ότι έχουν εντοπιστεί καμιά δεκαπενταριά σ’ αυτό το κορυφαίο αριστούργημα που είναι ο «Πόλεμος και ειρήνη». Όμως αυτές οι ασυνέπειες δεν μειώνουν στο ελάχιστο την αξία αυτών των έργων. Εξάλλου στους περισσότερους αναγνώστες θα περνάνε απαρατήρητες. Μόνο ένας μελετητής θα μπορούσε να τις εντοπίσει, που τα έχει διαβάσει και ξαναδιαβάσει στα πλαίσια κάποιας επιστημονικής εργασίας. Καμιά φορά θα τύχει βέβαια και ένας απλός αναγνώστης, όπως εγώ, να εντοπίσει κάποια ασυνέπεια).
  Ούτε η κυρία ντε Ρενάλ πεθαίνει «κατά το εικός και το αναγκαίο» στο «Κόκκινο και το μαύρο», τρεις μέρες μετά την εκτέλεση του Ζυλιέν, όπως γράψαμε στην ανάρτησή μας. Επίσης δεν είναι «κατά το εικός και το αναγκαίο» που σκορπίζει το θάνατο στους ήρωές του ο Σταντάλ στο «Μοναστήρι της Πάρμας» μετά από ένα ευτυχισμένο τέλος, σε αντίθεση με το unhappy end στο «Κόκκινο και το μαύρο» όπου ο Ζυλιέν εκτελείται. Μέσα στην τελευταία σελίδα πεθαίνουν οι τρεις από τους πέντε κεντρικούς ήρωες, τρία χρόνια μετά το happy end. Επίσης ο Σαντρίνο, ο γιος του Φαμπρίτσιο και της Κλέλιας. «Η Κλέλια έζησε λίγους μήνες ύστερ’ απ’ το θάνατο του λατρεμένου της παιδιού, αλλά είχε την ευτυχία να πεθάνει μες στην αγκαλιά του φίλου της (πάλι καλά!). «Ο Φαμπρίτσιο ήταν πολύ ερωτευμένος και πολύ ευσεβής και δε θέλησε να προσφύγει στην αυτοκτονία… Αποσύρθηκε στο μοναστήρι της Πάρμας… Ο Φαμπρίτσιο δεν είχε προφτάσει να μείνει παρά μονάχα ένα χρόνο στο μοναστήρι του». Μετά πέθανε.  Όσο για την Σανσεβερίνα «… πολύ λίγο επέζησε μετά το θάνατο του Φαμπρίτσιο που τον λάτρευε».
  Οι άλλοι δύο όμως από τους κεντρικούς ήρωες κατάφεραν να επιζήσουν. Αντιγράφουμε την τελευταία παράγραφο.
  «Οι φυλακές της Πάρμας ήταν άδειες, ο κόμης (Μόσκα) αφάνταστα πλούσιος, ο Ερνέστος V το λατρεμένο ίνδαλμα των υπηκόων του, που σύγκριναν τη διακυβέρνησή του με τη διακυβέρνηση των μεγάλων δουκών της Τοσκάνης».
  Πια μαυρίλα στην ψυχή του οδήγησε τον Σταντάλ στο να εκτελέσει εν ψυχρώ, στην τελευταία σελίδα του έργου του, τους τρεις από τους βασικότερους ήρωές του; Ίσως να γράφεται τίποτα σχετικό σε κάποια βιογραφία του. Μέχρι τώρα όμως δεν έχει πέσει καμιά στα χέρια μου· με εξαίρεση το αυτοβιογραφικό «Αναμνήσεις εγωτισμού» που το διάβασα εδώ και αρκετά χρόνια, πριν το blog, και έτσι δεν έγραψα τίποτα σχετικά.
  Είναι δύσκολο να διαβάσουμε όλα τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όμως αυτό είναι ένα έργο που δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να παραλείψει κανείς να το διαβάσει. 

  Μετά από 13 χρόνια είδα την ομώνυμη μίνι σειρά του Μάριο Μπολονίνι, γυρισμένη το 1982, με την ευκαιρία που θα συζητήσουμε στη Λέσχη Ανάγνωσης Πλατείας Βικτώριας το «Κόκκινο και το μαύρο». Πεντάωρη σε έξι πενηντάλεπτα επεισόδια, ήμουν σίγουρος ότι θα χώραγε σ’ αυτήν όλο το μυθιστόρημα.

  Δεν θυμόμουνα λεπτομέρειες για να κάνω τη σύγκριση, ελπίζω μόνο ο Μπολονίνι να μην άλλαξε πολλά. Αυτό που άλλαξε είναι ότι, για λόγους κινηματογραφικής οικονομίας, ο Φαμπρίτσιο δεν βάζει διαδοχικά χαρτόνια με γράμματα στο παράθυρο της φυλακής του για να διαβάσει η Κλέλια, αλλά γράφει σε χαρτί το οποίο τυλίγει με μια πέτρα και το πετάει στον κήπο της. Αυτό, δυο φορές. Ξαναδιαβάζοντας και την παραπάνω κριτική διαπιστώνω ότι στην τηλεταινία δεν υπάρχει το μωρό τους.

  Εξαιρετικοί στην ερμηνεία τους όλοι, προπαντός η Marthe Keller, και βέβαια ο χαμένος πρόωρα Gian Maria Volontè. Το 7,5 που έχει στο IMDb δείχνει ότι η μίνι σειρά αυτή άρεσε πολύ.


Stendhal, Περί έρωτος, μετ. Έφη Κορομηλά, Πατάκης 2008, σελ. 699
 
  Δοκίμια, σκέψεις, αφορισμοί πάνω στον έρωτα από τον μεγάλο γάλλο συγγραφέα
   Το έχω ξαναγράψει: από τους τρεις ο Σταντάλ είναι ο αγαπημένος μου. Μετά έρχονται ο Φλωμπέρ και ο Μπαλζάκ.
  Ο «Ερωτευμένος Σταντάλ» γράφει για τον έρωτα, στην προσπάθειά του να ξεπεράσει μια ερωτική απογοήτευση. Γράφει συστηματικά, δοκιμιακά, αλλά γράφει και αποφθεγματικά, με σύντομους αφορισμούς. Γράφει και ένα διήγημα για να εικονογραφήσει την αντίληψή του για τον έρωτα. Παραθέτει ανέκδοτα και ιστορίες. Όλα αυτά μαζεύονται κάποια στιγμή σε έναν ογκώδη τόμο.
  Αρχικά νοιώσαμε μια αμηχανία. Δυσκολευτήκαμε να τον παρακολουθήσουμε στην έκθεση των επτά σταδίων του έρωτα. Πιο εύκολα τον παρακολουθήσαμε στην περιγραφή των διαφόρων ειδών έρωτα. Σε μια παράγραφο μόλις πέντε γραμμών, η οποία αποτελεί το κεφάλαιο 9, ο Σταντάλ γράφει: «καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να είμαι στεγνός. Θέλω να επιβάλλω σιωπή στην καρδιά μου που νομίζει ότι έχει πολλά να πει. Τρέμω διαρκώς μην τυχόν έχω γράψει έναν αναστεναγμό εκεί που πιστεύω ότι έχω σημειώσει μιαν αλήθεια».
  Προσωπικά, έχω διαβάσει πιο πειστικές αλήθειες για τον έρωτα σε επιστημονικά βιβλία, βιβλία ηθολόγων όπως ο Κόνραντ Λόρεντς και ο Ειρηναίος Άιμπλ-Άιμπεσφελντ, των οποίων έχω μάλιστα μεταφράσει τα βιβλία «Η πίσω όψη του καθρέφτη» και «Αγάπη και μίσος» αντίστοιχα.  Εδώ δεν πρόκειται για αλήθειες αλλά για σκέψεις, που ανεξάρτητα από το πόσο μπορεί να πλησιάζουν την αλήθεια μάς συναρπάζουν γιατί είναι μετασχηματισμοί ενός αναστεναγμού.
  Μια λέξη που ο Σταντάλ επαναλαμβάνει συχνά είναι η λέξη «κρυστάλλωση». Την εμπνεύστηκε από την ομορφιά που αποκτούν κάποια κλαδάκια στο βάθος ενός αλατωρυχείου, καθώς κολλάνε πάνω τους κρύσταλλοι αλατιού. Την ορίζει ως το «σύνολο μαγικών ψευδαισθήσεων» σε σχέση με το πρόσωπο της αγαπημένης, δηλώνοντας ταυτόχρονα σε σημείωση: «Αποκλειστικά και μόνο χάριν συντομίας και ζητώντας συγνώμη για την καινούρια αυτή λέξη».
  Ζητώντας συγνώμη!!! Αυτή και μόνο η φράση αποκαλύπτει το ήθος του Σταντάλ, που αλλού δηλώνει: «Ο θεός να με φυλάει από οτιδήποτε κοινό με τους λογοτέχνες που εκτιμά ο κόσμος σήμερα».
  Θα μπορούσα να γράφω ασταμάτητα γι αυτό το βιβλίο, όμως πρέπει να κάνω μια επιλογή.
  Η ιμαγκολογία είναι ένας επιστημονικός κλάδος που αναφέρεται στις στερεότυπες εικόνες που έχουν διάφοροι λαοί για άλλους λαούς. Το βιβλίο αυτό του Σταντάλ περιέχει έναν ιμαγκολογικό πλούτο, καθώς αναφέρεται στο πώς αντιμετωπίζουν τον έρωτα – και όχι μόνο – διάφοροι λαοί, γάλλοι, ιταλοί, ισπανοί, άγγλοι, κ.λπ. Μπορεί ο Σταντάλ να εκφράζει κοινές αντιλήψεις της εποχής του, αλλά σίγουρα οι αντιλήψεις αυτές είναι και προϊόν προσωπικών παρατηρήσεων, καθώς είχε ταξιδέψει αρκετά για τα μέτρα της εποχής του.
  Πριν λίγες μέρες είδα ένα ντοκιμαντέρ που αναφερόταν στον πολιτισμό των αράβων στην Ανδαλουσία πριν την Reconquista, και στο πόσο αυτός συνέβαλε στην Αναγέννηση. Η ιστορική αλήθεια που μόλις στις μέρες μας τείνει να αποκατασταθεί, για τον Σταντάλ, δυο αιώνες πριν, ήταν δεδομένη.
  Θαυμάζει τους άραβες για το πόσο παθιασμένοι ήσαν στον έρωτα. Το 53ο κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Αραβία» ξεκινάει ως εξής: «Το πρότυπο και την πατρίδα του αληθινού έρωτα πρέπει να τα αναζητήσουμε μέσα στη σκουρόχρωμη σκηνή του Άραβα-Βαδουίνου» (σελ. 210). Και πιο κάτω: Ο ηρωικός αιώνας των Αράβων, αυτός που οι απλόχερες εκείνες ψυχές έλαμψαν αγνές από κάθε προσποίηση επίδειξης πνεύματος ή επιτηδευμένου αισθήματος, ήταν ο αιώνας που προηγήθηκε του Μωάμεθ και αντιστοιχεί στον 5ο αιώνα της δικής μας χρονολογίας… Ο Μωάμεθ ήταν πουριτανός, θέλησε να απαγορεύσει τις απολαύσεις που δεν κάνουν κακό σε κανέναν. Σκότωσε τον έρωτα στις χώρες που δέχτηκαν τον ισλαμισμό» (σελ. 312).
  Εδώ κάνει λάθος. Παρά τον πουριτανισμό των μονοθεϊστικών θρησκειών ο έρωτας άνθισε και στην μουσουλμανική Αραβία. Ο έρωτας τραγουδήθηκε όσο τίποτε άλλο στο αραβικό κόσμο. Μήπως το «Χίλιες και μια νύχτες», το κλασικό έργο της αραβικής λογοτεχνίας, δεν είναι ένας ύμνος στον έρωτα; Κάτι ήξεραν οι ισλαμιστές που έκαψαν αντίτυπά του στην Αλγερία. Αν θέλουμε να αποφύγουμε μια «σύγκρουση πολιτισμών», καλό θα ήταν να κάνουμε διάκριση ανάμεσα σε μωαμεθανισμό και ισλαμισμό.
  Για την αραβική λογοτεχνία μάθαμε αρκετά χάρη στη φίλη μας Ελένη Κονδύλη, καθηγήτρια αραβικού πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το βιβλίο της «Εισαγωγή στη λογοτεχνία των Αράβων». Κρίμα που ο Σταντάλ αγνοούσε τον νεαρό ποιητή που τρελάθηκε από έρωτα για την αγαπημένη του Λεϊλά και έγινε majnun (μαζνούν, τρελός), και που τα ποιήματά του έχουν γίνει κλασικά στην αραβική λογοτεχνία. Καλύτερο παράδειγμα του ερωτικού πάθους, που τόσο υμνεί στο βιβλίο του, δεν θα μπορούσε να βρει.
  Η φαλλοκρατία δεν είναι επινόηση του Ισλάμ, όπως και οι Ταλιμπάν δεν ήσαν οι μόνοι που απαγόρεψαν τη μόρφωση των γυναικών στο Αφγανιστάν. Φαίνεται ότι στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν κυρίαρχη αντίληψη στον δυτικό κόσμο ότι η μόρφωση της γυναίκας είναι κάτι το περιττό. Το 54ο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Η μόρφωση των γυναικών», και το επόμενο «Αντιρρήσεις για τη μόρφωση των γυναικών».
  Αντιρρήσεις για τη μόρφωση των γυναικών!!! Στο δυτικό κόσμο αυτό φαντάζει σήμερα ασύλληπτο, και όμως, όπως μας λέει ο Σταντάλ, δυο αιώνες πιο πριν υπήρχαν σοβαρές αντιρρήσεις. Το κεφάλαιο αυτό δεν του φτάνει, γι αυτό συνεχίζει και στο επόμενο, που φέρει τον τίτλο «Συνέχεια». Εκεί διαβάζουμε και για την «αλληλοδιδασκαλία», σαν μέθοδο που θα προωθούσε τη μόρφωση των γυναικών.  Την ιδέα την πήρε φαίνεται έτοιμη από την Ευρώπη ο Καποδίστριας και την εφάρμοσε στα καθ’ ημάς, δεν ήταν επινόηση δική του.
  Απολαυστικό είναι το κεφάλαιο για το φιάσκο, όπου ο Σταντάλ, με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια, αναφερόμενος σε μια συζήτηση στο γενικό επιτελείο του στρατηγού Μισώ, λέγει: «Αποδείχτηκε ότι, εκτός από έναν κομψευόμενο που μπορεί να μην έλεγε την αλήθεια, όλοι είχαμε πάθει φιάσκο την πρώτη φορά με τις πιο διάσημες από τις ερωμένες μας» (σελ. 491) και στη συνέχεια αναφέρει διάφορα περιστατικά, περιέργως όλα με στρατιωτικούς.
  Θα τελειώσω με δυο αποσπάσματα, για να μείνουν ηλεκτρονικά. Το πρώτο: «γιατί ο φόβος δεν βρίσκεται ποτέ μέσα στον κίνδυνο, αλλά μέσα σ’ εμάς» (σελ. 146). Είναι αυτό που λέει ο Καβάφης στην «Ιθάκη»: «Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβαλείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου». Αυτό, για συναδέλφους φιλολόγους που θα θελήσουν να διδάξουν το ποίημα.
  Το άλλο είναι ένα απόσπασμα από ένα γράμμα που έλαβε ο Σταντάλ και το οποίο παραθέτει στο βιβλίο του.
  «Εκείνη μιλά με θαυμασμό για τον Λόρδο Μπάυρον, τον Κανάρη, τον Μπολιβάρ, τον κύριο ντε λα Φαγιέτ» (σελ. 595). Καλό είναι να έχουμε μια μαρτυρία ότι η φήμη του εθνικού μας ήρωα είχε ξεπεράσει τα σύνορα της Ελλάδας. Μπορεί να αναφερθεί από συνάδελφο φιλόλογο που θα διδάξει τα «Ηφαίστεια» του Κάλβου στην πρώτη Λυκείου.
  Ο Σταντάλ είναι κορυφαίος συγγραφέας, και ο έρωτας είναι ένα φλέγον θέμα. Ένα βιβλίο λοιπόν όπου ένας τέτοιος συγγραφέας μιλάει για ένα τέτοιο θέμα, δεν μπορεί παρά να είναι πολύ ενδιαφέρον. Κι εγώ που το διάβασα μπορώ να βεβαιώσω πως είναι αριστούργημα.

Stendhal, Lucien Leuwen (μετ. Κρις Μαυρομάτη-Βαλερί Ρασπιλλέρ), Μέδουσα 1991, 1ος τόμος σελ. 428, 2ος τόμος σελ. 414

  Μετά το «Κόκκινο και το μαύρο» και το «Μοναστήρι της Πάρμας» που ξαναδιάβασα το καλοκαίρι στην Κρήτη και παρουσίασα στο blog μου, μου έμεινε ο «Λισιέν Λεβέν», τον οποίο είχα αγοράσει πριν λίγα χρόνια για να τον διαβάσω εν ευθέτω χρόνω. Πιο πριν διάβασα και έγραψα για το «Περί έρωτος», και ακόμη πιο πριν, πριν το blog, το «Αναμνήσεις ενός ερωτικού». Ήδη από το «Κόκκινο και το μαύρο», που πρωτοδιάβασα πριν μια δεκαετία, διαπίστωσα το ανάστημα του Στεντάλ (ας προφέρουμε το όνομά του όπως ήθελε ο ίδιος), τον οποίο θεωρώ ως τον μεγαλύτερο από τους τρεις μεγάλους γάλλους του κριτικού ρεαλισμού (οι άλλοι δυο είναι ο Μπαλζάκ και ο Φλωμπέρ).
  Το έργο έμεινε ημιτελές, και εκδόθηκε το 1894, 52 χρόνια μετά το θάνατό του, και 59 μετά τη συγγραφή του. Η μεγάλη αυτή χρονική απόσταση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι το έργο του άργησε να αναγνωρισθεί, αν και όχι μόνο, όπως θα δούμε παρακάτω.
  Κατά τη γνώμη μου, ακόμη και αν το ολοκλήρωνε, δεν θα έφτανε ποτέ το «Κόκκινο και το μαύρο» και το «Μοναστήρι της Πάρμας», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι ένα υπέροχο μυθιστόρημα. Θα εξηγήσουμε το γιατί.
  Αποτελείται από δύο τόμους, που θα μπορούσαν να διαβαστούν αυτοτελώς. Σαν υπότιτλος στον πρώτο τόμο θα μπορούσε να μπει «Ο έρωτας» και στον δεύτερο «Η πολιτική». Στον πρώτο έχουμε τον έρωτα του Λισιέν με την ντε κυρία ντε Σαστελλέρ, ένα έρωτα που δεν έμελε να ευοδωθεί και γι’ αυτό η ανάμνησή του κατατρύχει τον Λισιέν σε όλο το δεύτερο τόμο. Στο τόμο αυτό ο έρωτας βρίσκεται εντελώς σε δεύτερο πλάνο, ενώ κυριαρχεί η ενασχόληση του Λισιέν με την πολιτική. Μέσω του βιβλίου αυτού ο Στεντάλ κριτικάρει τη διαφθορά και τον αμοραλισμό των πολιτικών και των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων.
  Κριτικάρει άγρια. Καθώς η πλοκή τοποθετείται στο Παρίσι, δεν θα ήταν δύσκολο να αναγνωρίσει κανείς πίσω από τα μυθιστορηματικά πρόσωπα τα πραγματικά. Ο Στεντάλ παίρνει κάποιες προφυλάξεις, όμως κατά βάθος ξέρει ότι αυτό το βιβλίο, αν εκδοθεί, θα του δημιουργήσει προβλήματα. Το πρόβλημα αυτό το λύνει στο επόμενο έργο του, στο «Μοναστήρι της Πάρμας», όπου η πλοκή τοποθετείται σε χώρο έξω από τη Γαλλία. Και σ’ αυτό στηλιτεύει την διαφθορά και το μακιαβελισμό της πολιτικής, καθώς και την διαπλοκή της με την πλουτοκρατία.  
  Όμως δεν είναι ο μόνος λόγος που άφησε ημιτελές το μυθιστόρημα αυτό (κατά τη γνώμη μου πάντα). Στα θεατρικά έργα της κρητικής αναγέννησης, ανάμεσα στις πράξεις παρεμβάλλονται τα ιντερμέτζα, τα περισσότερα φαντασμαγορικά με τις «μορέσκες» τους, τις ξιφομαχίες δηλαδή μεταξύ μαυριτανών και χριστιανών, που είχαν σαν στόχο, προσφέροντας μια εναλλαγή, να ανακουφίσουν το κοινό από το «βάρος» των τραγωδιών. Το ίδιο και στο θέατρο Νο, όπου ανάμεσα στις δυο πράξεις παρεμβάλλονται τα κωμικά σύντομα μονόπρακτα Kyogen. Στο  «Μοναστήρι της Πάρμας» υπάρχει η συνεχής εναλλαγή ανάμεσα στον έρωτα και την πολιτική, σπάζοντας τη μονοτονία, ενώ, όπως είπαμε πιο πάνω, αυτά τα πράγματα βρίσκονται ξεχωριστά στους δυο τόμους στον «Λισιέν Λεβέν».
  Υπάρχει και ένας τρίτος λόγος, που αφορά όμως μόνο τον πρώτο τόμο. Τα επεισόδια είναι πολύ λίγα, και ακόμη λιγότερα τα συναρπαστικά, σε αντίθεση με το «Μοναστήρι της Πάρμας» και το «Κόκκινο και το Μαύρο». Αυτό βέβαια αναδεικνύει την διεισδυτική ικανότητα του Στεντάλ ακόμη και στις πιο λεπτές αποχρώσεις των αισθημάτων των ηρώων του τα οποία περιγράφει με καταπληκτική ακρίβεια, καθώς και την εκπληκτική του ικανότητα ως προσωπογράφου, απουσιάζει όμως η ισορροπημένη αναλογία ανάμεσα στα γεγονότα και στις σκέψεις και στα συναισθήματα που προκαλούν στους ήρωες, όπως τη συναντήσαμε στα δυο άλλα κορυφαία έργα του. Ίσως αυτός να ήταν ένας ακόμη λόγος που τον απέτρεψε από το να ολοκληρώσει το μυθιστόρημα.
  Θα κάνουμε και μια ακόμη εικασία. Διαβάζουμε ότι το «Μοναστήρι της Πάρμας» το έγραψε σε πενηνταδύο μέρες (4 Νοεμβρίου έως 26 Δεκεμβρίου 1838). Διαβάζουμε ακόμη σε υποσημείωση: «Στις σημειώσεις του βλέπουμε πως μετράει (με υπερηφάνεια, θα πρόσθετα εγώ) τις σελίδες που γράφει κάθε μέρα: 14 Δεκεμβρίου 1834, 23 σελίδες σε τρεις ώρες…Την άλλη μέρα 16 σελίδες σε 125 λεπτά». Αυτό σημαίνει ότι ο Στεντάλ φτάνει στο αποκορύφωμα του ταλέντου του και της ενεργητικότητάς του σε στιγμές ενθουσιασμού. Μετά μάλλον του φεύγει η διάθεση για επεξεργασία. Υπάρχουν κενά και ανεπεξέργαστα κομμάτια στον «Λισιέν Λεβέν», στα οποία ο Στεντάλ σκόπευε να επανέλθει. Σε πολλά σημεία βλέπουμε το κ.λπ. κ.λπ., σαν σημαδούρες για να επεξεργαστεί και να προσθέσει αργότερα. Αυτά τα σημάδια, καθώς και κενά φύλλα, πληθαίνουν στον δεύτερο τόμο. Δεν θα χρειαζόταν καθόλου πολύς χρόνος για να συμπληρώσει και να επεξεργαστεί, όμως δεν το κάνει. Άραγε δεν είχε απλώς τη διάθεση, ή ήταν κυρίως η επιφύλαξη που είχε για τα προβλήματα που θα συναντούσε εξαιτίας  της κριτικής που ασκεί στο πολιτικοκοινωνικό κατεστημένο της εποχής που τον αποθάρρυνε στο να προχωρήσει στην επεξεργασία; Πιστεύω ότι ήταν και τα δυο, για το ποιο όμως βάραινε περισσότερο στη συνείδησή του δεν μπορώ να ξέρω.  
  Και σ’ αυτό το έργο ο Στεντάλ, χωρίς να έχει την επινοητικότητα στην πλοκή που βλέπουμε στο «Κόκκινο και το μαύρο» και στο «Μοναστήρι της Πάρμας», είναι εξίσου διεισδυτικός στην ψυχολογία των ηρώων του, παρουσιάζοντας εκτενώς τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, ενώ ο ίδιος συχνά στέκεται απέναντί τους κριτικά και τους κουτσομπολεύει στον αναγνώστη, όπως στο παρακάτω απόσπασμα:
  «παρακαλούμε τον αναγνώστη να μη βρει πολύ γελοία την κυρία ντε Σαστελλέρ. Δεν είχε καμιά πείρα για τις λανθασμένες ενέργειες στις οποίες μπορεί να σε παρασύρει μια καρδιά που αγαπά. Ποτέ δεν είχε νιώσει…» (1ος τόμος, σελ. 251).    
  Λέξεις που επαναλαμβάνονται συχνά είναι «ανία», «πλήξη» και «ματαιοδοξία», ενώ αποφεύγεται η οποιαδήποτε εκζήτηση λογοτεχνικότητας, με τη χρήση π.χ. μεταφορών. Μάλιστα ειρωνεύεται τους συγγραφείς που καταφεύγουν σ’ αυτές. «Εκείνη τη νύχτα ο ύπνος δεν πλησίασε τα βλέφαρά της, όπως λένε οι άνθρωποι που ξέρουν να γράφουν» (2ος τόμος, σελ. 388).
  Όμως να σχολιάσουμε, κατά το συνήθειό μας, κάποια αποσπάσματα. 
  «…Η κυρία ντε Πουιλωράν κορόιδευε όλους όσους τολμούσαν…» (1ος τόμος, σελ. 366). Το παραθέτω γιατί σπάνια συναντάω πια στο γραπτό λόγο την έλξη του αναφορικού την οποία χρησιμοποιούμε στον προφορικό και την οποία προτιμώ καθώς, όπως έγραψα και σε προηγούμενη ανάρτησή μου, μου αρέσει να γράφω όπως μιλάω.
  «Η ιστορία, αντί να τον αποσπά από τις μαύρες σκέψεις του για το μέλλον, τον βύθιζε σ’ αυτές ακόμα πιο βαθιά» (1ος τόμος, σελ. 384). Πρόκειται ακριβώς και για τη δική μου περίπτωση.
  «Αλλά ο λαός είναι λίγο χαζός και οι βουλευτές του λίγο ανόητοι και αρκετά συμφεροντολόγοι» (2ος τόμος, σελ. 12) και «Η κυβέρνηση παίζει σαν ταχυδακτυλουργός με τα δικαιώματα και τα χρήματα του λαού, ενώ ορκίζεται κάθε πρωί πως τα σέβεται (2ος τόμος, σελ. 21). Μην το ξεχνάμε, μιλάμε πάντα για τη Γαλλία μετά την ιουλιανή επανάσταση (1830).
  (Ο πατέρας Λισιέν, μεγαλοτραπεζίτης, προς τον γιο του): «Λοιπόν, αισθάνεστε αρκετά κάθαρμα για να σταδιοδρομήσετε στις τιμητικές θέσεις;» (2ος τόμος, σελ. 19). Για τον τραπεζίτη αυτόν ο Στεντάλ χρησιμοποιεί τον πιο εύστοχο χαρακτηρισμό: «Ανελέητο χλευαστή» (σελ. 377).
  Επίσης:
  «Η πρώτη εντύπωση μετράει πολύ για τους ηλίθιους και πρέπει να μεταχειρίζεσαι πάντα έναν υπουργό σαν ένα ηλίθιο, δεν έχει χρόνο να σκέφτεται» (2ος τόμος, σελ. 45). Σε όλο το δεύτερο τόμο βλέπουμε τους πολιτικούς να είναι περίπου μαριονέτες στα χέρια της πλουτοκρατίας, η οποία δεν τρέφει απέναντί τους καμιά εκτίμηση. (Αντιγράφω από τη βιβλιοκριτική μου για τη «Μαύρη Βίβλο» της Τζένης Χειλουδάκη: «Ο γέρος ήταν ζάπλουτος, πάτησε επί πτωμάτων και έκοψε το λουφέ σε ανταγωνιστές. Μέχρι και υπουργούς ανεβοκατέβαζε κατά το κέφι του. Ήξερε να κρατάει τις κυβερνήσεις απ’ τα αρ@@δια (φανταστείτε τώρα τι γινόταν με κυβερνήσεις που δεν είχαν αρ@@δια!).
  «Έκανε τον σπουδαίο και κατέληξε να πλέκει το εγκώμιο του προκατόχου του για την τιμιότητά του, ενώ λέγανε πως είχε εξοικονομήσει οχτακόσιες χιλιάδες φράγκα στη διάρκεια ενός έτους της υπουργικής του θητείας» (σελ. 47).
  «Ο υπουργός είχε ξεχάσει το δείπνο του. Ήταν η πρώτη του δουλειά με το χρηματιστήριο και ήταν ενθουσιασμένος που θα κέρδιζε μερικές χιλιάδες φράγκα. Το αστείο είναι πως ένιωθε γι’ αυτό ένα είδος υπερηφάνειας, αισθανόταν υπουργός με όλη τη σημασία της λέξης» (2ος τόμος, σελ. 56).
  «Ο εισαγγελεύς της Κάτω Νορμανδίας που φέρει το όνομα βασιλιάς άρχισε λέγοντας…» και σε υποσημείωση: «Ο Στεντάλ, ιδιαίτερα προσεκτικός, χρησιμοποιεί αυτό το τέχνασμα για να μην μπορεί κανείς να τον κατηγορήσει για τίποτα» (2ος τόμος, σελ. 312). Δεν πιστεύω ότι ο Στεντάλ είχε και πολύ εμπιστοσύνη σ’ αυτό το τέχνασμα.
  Μετά τα παραπάνω αποσπάσματα δεν είναι να απορεί κανείς, όχι μόνο που ο Στεντάλ δεν τέλειωσε το έργο, αλλά και που δεν βρέθηκε εκδότης να το εκδώσει παρά αφού πέρασαν πάνω από πενήντα χρόνια, οπότε όλα τα πραγματικά πρόσωπα που κρύβονται πίσω από τα μυθιστορηματικά θα είχαν πεθάνει.
  Μου αρέσει πολύ ο Στεντάλ, και κάποια στιγμή θα διαβάσω στο καινούριο tablet που αγόρασα, με οθόνη 10 ιντσών, κάποιες νουβέλες του που κατέβασα από το Gutenberg project.
 
Stendhal, Αρμάνς (μετ. Χριστόφορος Λιοντάκης), Ηριδανός χχ, σελ. 263

  Πριν ξεκινήσουμε, να πούμε ότι με το χχ δηλώνεται ότι στο βιβλίο δεν υπάρχει αναγραμμένη ημερομηνία έκδοσης. Συνήθως όμως πρόκειται για παλιά έκδοση, και για το βιβλίο αυτό δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, μια και είναι σε πολυτονικό.
  Ο Σταντάλ είναι ο αγαπημένος μου από τη γαλλική τριανδρία. Έχω ήδη γράψει για το «Περί έρωτος», «Το κόκκινο και το μαύρο», το «Μοναστήρι τις Πάρμας» και το «Λισιέν Λεβέν».
  Ξεκίνησα να διαβάζω την «Αρμάνς» λίγο πριν το Πάσχα. Διάβασα τα εισαγωγικά, (ένα «Γράμμα του Σταντάλ στον Προσπέρ Μεριμέ για το θέμα της Αρμάνς», το σημείωμα του μεταφραστή και τον πρόλογο του Σταντάλ) καθώς και το πρώτο κεφάλαιο. Μετά πήγα στην Κρήτη για τις γιορτές του Πάσχα, όπου ανέλαβα να επιμεληθώ ένα βιβλίο για τις εκδόσεις «Ιεράπετρα 21ος αιών», και έτσι δεν πρόλαβα να τη συνεχίσω. Στην Αθήνα με περίμενε το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Καλπούζου, το «Ό,τι αγαπώ είναι δικό σου», έτσι προτίμησα να διαβάσω αυτό, και τον Σταντάλ να τον διαβάσω μετά, από την αρχή.
  Δεν τον διάβασα από την αρχή, αλλά από το πρώτο κεφάλαιο, παραλείποντας τα εισαγωγικά σημειώματα στα οποία αναφέρθηκα.
  Ευτυχώς!!!
  Το γιατί «ευτυχώς», το αφήνω για το τέλος.
  Το μυθιστόρημα είναι ερωτικό. Αναφέρεται στον έρωτα του Οκτάβιου και της Αρμάνς, δυο νέων με ένα περίεργο ψυχισμό. Αυτός ο περίεργος ψυχισμός τους, περίεργος όμως για την εποχή μας, είναι που δημιουργεί τις περιπέτειες και τις περιπλοκές στη σχέση τους, και βέβαια οι κοινωνικές καταστάσεις της εποχής, όπου γονείς, αλλά και συγγενείς, παρενέβαιναν άμεσα στις ερωτικές υποθέσεις ενός ζευγαριού. Όχι ότι δεν προσπαθούν να παρεμβαίνουν και σήμερα, αλλά ποιος τους ακούει. Δισταγμοί, παρεξηγήσεις, στοχασμοί και αναστοχασμοί επί των στοχασμών που εκτίθενται κυρίως με εσωτερικό μονόλογο αποτελούν ένα μεγάλο μέρος του έργου, ενώ η αφηγηματική φωνή κάνει διεισδυτικές αναλύσεις της ψυχοσύνθεσής τους. Η σχέση τους προχωρεί σαν χελώνα. Το ίδιο και το μυθιστόρημα, που στο πρώτο του μέρος είναι σχεδόν άδειο από γεγονότα, για να επιταχυνθεί ο ρυθμός του καθώς προχωράει προς το τέλος, σαν θέατρο Νο, όπου βλέπουμε και μια μονομαχία.
  Υπάρχει και μια ίντριγκα α λα Οθέλος, που σκοπό έχει να διαλύσει τη σχέση των δυο νέων. Ο Οκτάβιος διαβάζει ένα πλαστό γράμμα, γραμμένο δήθεν από την Αρμάνς και απευθυνόμενο σε μια φίλη της, στο οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ έλεγε ότι δεν ήταν πια ερωτευμένη με τον Οκτάβιο αλλά παρολαυτά ήταν αποφασισμένη «να κάνω ένα γάμο που θα με ωφελήσει από κάθε άποψη» (σελ. 223).
  Ο Οκτάβιος, συγκλονισμένος, αποφασίζει να πεθάνει. Μεγαλόψυχα όμως θα την κάνει γενική κληρονόμο του. Της λέει ότι έχει κάνει τάμα να πολεμήσει για την απελευθέρωση της Ελλάδας (το μυθιστόρημα γράφεται το 1926, τότε που επικρατούσε εκείνο το ισχυρότατο φιλελληνικό ρεύμα που ώθησε άτομα όπως ο λόρδος Βύρων να έλθουν στη χώρα μας και να αγωνιστούν στο πλευρό των επαναστατημένων ελλήνων, και γίνονται αρκετές αναφορές σ’ αυτό το ρεύμα σε όλο το έργο). Τελικά, αντί να πεθάνει ηρωικά σε κάποια μάχη, αυτοκτονεί στο πλοίο που τον μεταφέρει. Είναι χαρακτηριστικό του Σταντάλ να σκοτώνει τους ήρωές του στο τέλος.
  «Η Αρμάνς ύστερα απ’ το γάμο τους, ήταν τόσο ευτυχισμένη που δεν στενοχωρήθηκε και πολύ με τον πρόσκαιρο αποχωρισμό… Ο ίδιος ο Οκτάβιος, μη μπορώντας να παραβλέψει την ευτυχία της, υπέκυψε στην αδυναμία – πολύ μεγάλη κατά τη γνώμη του – να αναβάλει την αναχώρησή του οκτώ μέρες… Η ευτυχία της νεαρής γυναίκας του τον είχε συγκινήσει» (σελ. 229).
  Μπορεί άραγε να συμπεράνει κανείς από αυτές τις γραμμές ότι ο Οκτάβιος ήταν ανίκανος; Και όμως, αυτό γράφεται στα εισαγωγικά σημειώματα, κάτι που είχα ξεχάσει όταν τα διάβασα την πρώτη φορά, και το θυμήθηκα όταν τα ξαναδιάβασα, ευτυχώς αφού τέλειωσα το μυθιστόρημα, γιατί θα μου είχε χαλάσει την εντύπωση. Προτιμώ να θεωρώ τις δυσκολίες στη σύναψη της σχέσης των δυο νέων που είναι ολοφάνερα ερωτευμένοι σαν αποτέλεσμα μιας υπερβολικής ντροπαλότητας αλλά και επιφυλάξεων απέναντι στο περιβάλλον, τις καταστάσεις και τις συνθήκες της εποχής (Η Αρμάνς, φτωχή κοπέλα, φοβάται ότι θα την κατηγορήσουν ότι θέλει να παντρευτεί τον Οκτάβιο για την περιουσία του), και όχι σαν αποτέλεσμα των δισταγμών του Οκτάβιου εξαιτίας της ανικανότητάς του. Εξάλλου σε κάποια σημεία του έργου υπάρχουν υπαινιγμοί ότι έχει ερωμένες, μια από τις οποίες είναι η κα Ωμάλ, λίγο μεγαλύτερή του βέβαια αλλά πάρα πολύ όμορφη.
  Προτιμώ να ξεχάσω πως σκεφτόταν τον ήρωά του ο Σταντάλ όταν έγραφε το έργο. Δεν είναι ίσως τυχαίο πως του «ξέφυγε» να δηλώσει απερίφραστα τη σεξουαλική του ανικανότητα. Εκδομένο «ανώνυμα», όπως διαβάζω στη Βικιπαίδεια, το 1927, δεν νομίζω να υποψίασε κανέναν από τους αναγνώστες για την ανικανότητα του ήρωα. Τα αποσπάσματα που παρέθεσα είναι σαφέστατα. Καμιά γυναίκα δεν θα ένοιωθε ευτυχισμένη με έναν άντρα που δεν ολοκλήρωνε τις σχέσεις τους μετά το γάμο. Τελικά είχα αρκετή τύχη να ξεχάσω τα εισαγωγικά όταν διάβασα το μυθιστόρημα, γιατί φοβάμαι ότι θα μου άρεσε λιγότερο.  Όμως διάβασα αυτό το θαυμάσιο στον πρόλογο: «…η επίμονη καλλιέργεια του ύφους κάνει το έργο απρόσιτο και ξηρό» (σελ. 15). Προσυπογράφω.
  Κάτι που ξέχασα να πω: Ο Οκτάβιος και η Αρμάνς είναι ξαδέλφια. Βρισκόμουν κάπου στη μέση του βιβλίου όταν θυμήθηκα έναν ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο που μου είπε ένας χωριανός μου, Μπάμπης και αυτός, πέρυσι το καλοκαίρι: «Μακριά από μάνα κι αδελφή κι από άσχημη ξαδέλφη».
  Και η Αρμάνς δεν είναι μόνο όμορφη: «...θα έλεγε το παντοτινό αντίο στην ωραία του ξαδέλφη» (σελ. 143). Έχει και ωραίο σώμα: «Η σπάνια τελειότητα του σώματός της διαγραφόταν μέσα από το απλό της φόρεμα» (σελ. 138).
  Στον τοίχο μιας φίλης στο facebook διαβάζω «Μουσική είναι η σιωπή ανάμεσα στις νότες-Claude Debussy».
  Κάπου έχω ξαναγράψει για την εκμετάλλευση του κενού σε μια αφήγηση, για χιουμοριστικές κυρίως εντυπώσεις. Θυμάμαι ότι πρωτοσυνάντησα αυτό το εφέ στην ταινία «Ο καλός ο κακός και ο άσχημος». Ο Ελάι Γουόλας και ο Κλιντ Ίστγουντ προχωρούν με τα άλογά τους. Από μακριά βλέπουν μια ομάδα ιππέων να καλπάζουν προς το μέρος τους, με άσπρες στολές. –Ζήτω οι Νότιοι, ζήτω οι Νότιοι, ουρλιάζει ο άσχημος. Η ομάδα των ιππέων πλησιάζει και σταματά μπροστά τους. Ο επικεφαλής, με το δεξί του χέρι, τινάζει τη σκόνη από το αριστερό, και από κάτω φαίνεται το μπλε χρώμα της στολής των Βόρειων. Την επόμενη σκηνή ο σκηνοθέτης δεν μας την δείχνει, και εκεί έγκειται το εφέ του κενού, μας δείχνει την μεθεπόμενη, με τους δυο ήρωές μας να βρίσκονται σε ένα κρατητήριο.  
  Στο έργο του Σταντάλ ο πατέρας ντε Μαλιβέρ εκφράζει τις αντιρρήσεις του για το γάμο του γιου του με την Αρμάνς, τον οποίο όμως θέλει πάρα πολύ η γυναίκα του. «…Όλοι οι νέοι εκπρόσωποι της γαλλικής νεολαίας θα γίνουν οι μεγαλύτεροι εχθροί του Οκτάβιου κ.λπ. κ.λπ».
  Στην επόμενη παράγραφο διαβάζουμε:
  «Η κ. ντε Μαλιβέρ γύρισε πολύ αργά στο Αντιγύ μ’ ένα θαυμάσιο γράμμα για την Αρμάνς. Στο γράμμα ο κ. ντε Μαλιβέρ ζητούσε το χέρι της για τον Οκτάβιο» (σελ. 205).
  Η ενδιάμεση σκηνή, με ποιο τρόπο τον έπεισε, απουσιάζει.
  Το στανταλικό τρίπτυχο είναι έρωτας, περιπέτειες και σάτιρα. Μπορεί η σάτιρα να καταλαμβάνει μικρότερη θέση σ’ αυτό το έργο, όμως δεν απουσιάζει. Ενώ ο Μπαλζάκ σατιρίζει τους αστούς τους οποίους συναναστρέφεται, ο Σταντάλ σατιρίζει τους ευγενείς της Παλινόρθωσης, τους οποίους επίσης συναναστρέφεται. Σατιρίζει αλύπητα τους διάφορους «ντε», που τόσο τους ζήλευε ο Μπαλζάκ, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να πλαστογραφήσει το όνομά του και να το κάνει ντε Μπαλζάκ. Στο στόμα κάποιου ντε Ρ… (έτσι, με τις τρεις τελίτσες, θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε ντε…) βάζει τα παρακάτω λόγια:
  «Το μόνο που σας ζητώ είναι να μην τον αφήσετε ν’ ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Δεν ταιριάζει στην ευγενική καταγωγή του» (σελ. 176).
  Ο Χριστόφορος Λιοντάκης είναι ποιητής και μάλιστα κρητικός. Έτσι δεν μπορούσαν να λείψουν οι δεκαπεντασύλλαβοι από τη μετάφρασή του.

Έπεσε πάνω στον κορμό ενός γέρικου δένδρου (σελ. 131)
Κάτι σαν από ένστιχτο τον έσπρωχνε στον πύργο (σελ. 136)
Να συζητά ελεύθερα γι’ αυτή την προφητεία (σελ. 177)
Την αποπήρε αυστηρά για κάποια ανοησία (σελ. 184)

  Το να γράψω για ένα μυθιστόρημα του Σταντάλ ότι είναι πάρα πολύ καλό αποτελεί κοινοτοπία. Όχι όμως και το να γράψω ότι ο Αντρέ Ζιντ θεωρούσε την Αρμάνς ως το καλύτερό του, όπως διαβάζω στη βικιπαίδεια.

No comments: