Παύλος Μάτεσις, Σκοτεινός οδηγός, Καστανιώτης 2002, σελ. 192
«Σκοτεινός οδηγός», σκοτεινό και το βιβλίο.
Το γράφω για ταινίες στην αρχή της ανάρτησης: Δεν μου άρεσε. Το ίδιο και εδώ.
Ένας λόγος που δεν μου άρεσε είναι ότι η Μυρτάλη είναι αρνητικός χαρακτήρας. Θυμίζει αρκετά την Κέητ στο «Ανατολικά της Εδέμ». Και αυτή έκανε φόνους, και αυτή έκανε εμπρησμό, και αυτή έκανε πώς και πώς να μπει σε μπουρδέλο: «Η Μυρτάλη ζητούσε να εξασφαλίσει δουλειά σε μπορντέλλο, αλλά δεν την έπαιρναν πουθενά, ανήλικη και χωρίς συστατική επιστολή». Αργότερα βρήκε.
Ένας δεύτερος λόγος που δεν μου άρεσε είναι ότι, ενώ το βιβλίο ξεκινάει ρεαλιστικά, σιγά σιγά παίρνει την πρόθεση «σουρ». Το σουρεαλιστικό στο δεύτερο μισό περίπου του βιβλίου κυριαρχεί απόλυτα. Και το σουρεαλιστικό δεν μου αρέσει, γι’ αυτό δεν είμαι λάτρης της επιστημονικής φαντασίας. Στη ζωγραφική είναι αλλιώς.
Ένας τρίτος λόγος που δεν μου άρεσε είναι η σχεδόν ολοκληρωτική απουσία του χιούμορ. Το μυθιστόρημα το διάβασα με την ελπίδα ότι θα έβρισκα το χιούμορ που βρήκα στη «Μητέρα του σκύλου» και στο «Πάντα καλά» και δεν το βρήκα. Υπάρχουν όμως διάσπαρτες σατιρικές πινελιές: «Και είναι ιδιοκτησία εκκλησιαστική το μπορντέλλο...». Αυτό σίγουρα είναι υπερβολικό, όμως διάβασα ότι οι μπολσεβίκοι πριν την επανάσταση (δεν ξέρω για μετά) είχαν μπουρδέλα για τη χρηματοδότηση του κόμματος. Δεν νομίζω όμως να δούλευαν εκεί συντρόφισσες.
Τώρα κάποια στοιχεία για το βιβλίο, πριν περάσουμε σε αποσπάσματα.
Η αρχαιολατρία του Μάτεσι φαίνεται αρκετές φορές στο βιβλίο. Η Μυρτάλη βρίσκεται στην Ελευσίνα και παρακολουθεί ανασκαφές. Ένα από τα θεατρικά έργα του Μάτεσι άλλωστε έχει τίτλο «Προς Ελευσίνα». Θα δούμε και τις Ερινύες.
Υπάρχουν αρκετά αποσπάσματα από βιβλικά κείμενα, αρχαία κείμενα, με κάποιες παραλλαγές ορισμένες φορές: «Μακάριοι οι φτωχοί τω πνεύματι…».
Δυστυχώς δεν είστε απ’ αυτούς, αγαπητοί μου αναγνώστες.
Ο Μάτεσις συνομιλεί με ήρωες προηγούμενων μυθιστορημάτων του. Τον Ζαγρέα τον θυμόμουνα στον «Παλαιό των ημερών», τον οποίο όμως διάβασα πριν σχεδόν τριάντα χρόνια, δεν ξέρω αν ο Μάτεσις παραθέτει επεισόδια απ’ αυτόν. Θυμάμαι όμως πολύ καλά επεισόδια από τη «Μητέρα του σκύλου» που σχολιάζει η Ραραού, γιατί τη διάβασα εντελώς πρόσφατα.
«Μου επιτρέπετε να μπω στο μυθιστόρημά σας, δεσποινίς Μυρτάλη; Δεσποινίς δεν είσθε; Κι εγώ. Είμαι η δεσποινίς Ραραού. Κατοικώ στο διπλανό μυθιστόρημα».
Για την ακρίβεια δεν κατοικεί στο διπλανό αλλά στο πάρα-πάρα διπλανό. Διπλανό της είναι το «Πάντα καλά» και παραδιπλανό «Ο παλαιός των ημερών».
Το πιο ενδιαφέρον για μένα σημείο του βιβλίου είναι κάτι σαν αποστασιοποίηση, με τη Μυρτάλη να μιλάει για την ύπαρξή της σαν μυθιστορηματική ηρωίδα, και να τη συγκρίνει με την ύπαρξη πραγματικών ανθρώπων.
«Ποιος το λέει πώς δεν υπάρχω; Επειδή με ορίζει και με πάει όπου θέλει αυτός που γράφει αυτό το μυθιστόρημα; Και είναι σίγουρος εκείνος, πρώτα-πρώτα, ότι δεν υπάρχω;… Πάντως να ξέρεις: καλύτερα πρόσωπο μυθιστορήματος, και μάλιστα πρωταγωνίστρια, παρά να είσαι υπαρκτή ύπαρξη…».
Η σύμφυρση δύο χρονικών επιπέδων είναι κάτι που συνηθίζεται. Εδώ έχουμε την σύμφυρση της αρχαιότητας με το σήμερα. Όμως υπάρχει ένας τουλάχιστον αναχρονισμός. Ο Μάτεσις αναφέρεται στους λαθρομετανάστες, οι οποίοι άρχισαν να καταφτάνουν στην Ελλάδα μετά το 1990.Προφανώς μετά το 1990 τοποθετεί την πλοκή του μυθιστορήματος. Όμως μετά το 1970 δεν υπήρχαν σπίτια με μαντάμες και κορίτσια τα οποία διάλεγαν οι πελάτες όπως αυτά που αναφέρονται στο μυθιστόρημα, ίσως και από πιο πριν. Από τότε υπάρχουν σπίτια με μια κοπέλα, τα τελευταία λίγα χρόνια καμιά φορά και με δυο. Δεν υπάρχει μαντάμ, υπάρχει μόνο ένα αόρατο αφεντικό και η υπηρεσία (κοινώς τσατσά). Αν θέλεις να διαλέξεις, αναγκαστικά θα πας μπουρδελότσαρκα. Και υπάρχουν βάρδιες, δύο, τρεις, καμιά φορά και τέσσερις. Η τέταρτη είναι μεταμεσονύκτα.
Και τώρα τα αποσπάσματα.
«Η κυρία Ελένη έσυρε μια καρέκλα. Ανέβηκε και τοποθετήθηκε μέσα στη ζωγραφιά, καθιστή και ακίνητη ανάμεσα στα ζωγραφισμένα πρόσωπα, μάλιστα εκάλυψε το πρόσωπό της με το μαντήλι της, να μην την γνωρίσουν».
Νομίζω είναι το πρώτο σουρεαλιστικό στοιχείο που συναντώ.
«Η θεία της μαμάς μου έσκυψε να σηκώσει τη φλυτζάνα, κοίταξε βαθιά μέσα στον καφέ, της ήρθε ίλιγγος, υψοφοβία βλέπεις, έπεσε μέσα στον καφέ και πνίγηκε».
Υπάρχουν και άλλα πιο πριν, αλλά αυτό είναι ένα από τα πιο κουφά.
«Πώς να ονομάζονται αυτά τα πράγματα; Μονολόγησε ο σπουργίτης».
Σαν παιδικό παραμύθι δεν είναι, που μιλάνε τα πουλιά και τα ζώα;
«Στους οχτώ μήνες απάνω έφτασαν στον Άδη και κατέβηκαν απ’ το λεωφορείο…».
Ναι, πήγαν μέχρι τον Άδη, νομίζω συνάντησαν και τον Αχιλλέα. Λάθος: «Αλλά δεν ήταν ο Αχιλλέας, ο Αγαμέμνων ήταν, λάθος ασπίδα είχε καταλάβει».
«Πέρασε μέσα από τον καθρέφτη…»
Άλλο κουφό αυτό.
«-Αυτοκτόνησε. Παρά να γίνω δημόσιος υπάλληλος, είπε».
Πολλοί κάνουνε κρα να γίνουνε δημόσιοι υπάλληλοι. Μονιμότητα κ.λπ.
Και το πιο κουφό:
«…η μουσική αυτή ανήκει. Ιδιοκτήτης της είναι ένας άλλης χώρας άτομο και λέγεται κύριος Μότσαρτ. Μας ήλθε επίσκεψη ο κύριος Μότσαρτ, μας εδάνεισε τη μουσική του και θα την ξαναπάρει πίσω μαζί του».
Της άρεσε η μουσική του, αλλά δεν της την έδωσαν.
«Αναφέρομαι και σε αλλοδαπούς, παραπεταμένους ντεμί-πρωταγωνιστές, ειδικά σε έναν Γιόζεφ Κ., δεν μου φανερώνεται ολόκληρο το επίθετό του».
Ο Μάτεσις υποθέτει ότι όλοι οι αναγνώστες του έχουν διαβάσει τη «Δίκη» του Κάφκα.
«-Πλήττετε, φως φανάρι, δεσποινίς Μυρτάλη. Ξέρω το αντίδοτο. Αν πλήττετε συνέχεια, εγώ θα σας συμβούλευα να κάνετε ένα φόνο».
Ο Ρασκόλνικοφ δεν σκότωσε από πλήξη αλλά από υψηλές φιλοσοφικές θεωρήσεις. (Υποθέτω κι εγώ ότι όλοι όσοι θα διαβάσουν αυτές τις γραμμές έχουν διαβάσει το «Έγκλημα και τιμωρία»).
Άλλο μυθιστόρημα του Μάτεσι θα διαβάσω μόνο αν κάποιος με διαβεβαιώσει ότι διαθέτει άφθονο χιούμορ, όπως με διαβεβαίωσε η Αλίκη για το «Πάντα καλά».
No comments:
Post a Comment