Book review, movie criticism

Sunday, July 10, 2022

Παύλος Μάτεσις, Η μητέρα του σκύλου

 

Παύλος Μάτεσις, Η μητέρα του σκύλου, Καστανιώτης 1990, σελ. 260

 


  Ο Παύλος Μάτεσις είναι ένας από τους συγγραφείς των οποίων το έργο πραγματεύθηκα στο διδακτορικό μου. Ευχαρίστως ξαναδιάβασα το μυθιστόρημά του «Η μητέρα του σκύλου (το πρώτο του μυθιστόρημα) με την ευκαιρία της συζήτησης που θα κάνουμε πάνω σ’ αυτό στη Λέσχη Ανάγνωσης του Victoria Square Project την Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου, 6 η ώρα.

  Αυτό που μου άρεσε περισσότερο ήταν το χιούμορ του. Ξαναδιαβάζοντάς το ένιωσα μια αμηχανία, γιατί το είδα να λείπει στις πενήντα περίπου πρώτες σελίδες, μετά όμως εμφανίζεται ξέφρενο και ξανά εξαφανίζεται στις τελευταίες σελίδες.

  Το ίδιο ξέφρενο χιούμορ συνάντησα και στο «Πάντα καλά» που διάβασα πρόσφατα, κατά σύσταση της φίλης της Αλίκης, υπάρχει όμως μια διαφορά: Η πλοκή, στο μεγαλύτερο μέρος της, ή καλύτερα στις περισσότερες σελίδες της, τοποθετείται στην κατοχή. Το τραγικό των γεγονότων με το κωμικό της αφήγησης της Ραραούς είναι που άρεσε πιστεύω. Πρέπει να είναι το καλύτερο μυθιστόρημά του, πολυμεταφρασμένο και με αλλεπάλληλες εκδόσεις.

  Δεν είναι μόνο το χιούμορ, είναι και η σάτιρα και η καταδίκη. Καταδικάζει το Μάτεσις τη διαπόμπευση των γυναικών που είχαν σχέση με τους κατακτητές, πράγμα που πολλές απ’ αυτές το έκαναν για την επιβίωσή τους. Το ίδιο κάνει και ο Αλέν Ρενέ στο «Χιροσίμα αγάπη μου» (πρέπει να την ξαναδώ αυτή την ταινία. Την ξαναείδα). Επίσης σατιρίζει τους πολιτικούς που με ανταλλαγή τα ρουσφέτια κέρδιζαν την ψήφο του κόσμου.

  Και πηγαίνουμε σε αποσπάσματα.

  «Στους Γερμανούς, οι ανώτεροι τους απαγόρευαν να πηγαίνουν με ντόπιες, γι’ αυτό είχε βγει σχόλιο ότι τα βολεύανε μεταξύ τους» (σελ. 39).

  Στη Ρωσία, της ντόπιες τις έβαζαν σε μπουρδέλα. Σαν πουτάνες δεν είχαν πρόβλημα να τις πηδάνε. Το ίδιο έκαναν και οι γιαπωνέζοι.

  Οι Ρώσσοι πήραν την εκδίκησή τους. Πολλές Γερμανίδες βιάστηκαν, πληρώνοντας για τις αμαρτίες αδελφών και συζύγων, ή απλά συμπατριωτών τους.

  Θυμάμαι, είδα και μια ταινία, μεταφορά απομνημονευμάτων μιας Γερμανίδας, που ένας Ρώσσος την ρώτησε από πόσους βιάστηκε, του είπε νομίζω πάνω από είκοσι. Την πήρε υπό την προστασία του, της έδινε τρόφιμα, δεν θυμάμαι αν την πήρε στη Ρωσία και την παντρεύτηκε. Πάντως τα απομνημονεύματα, διάβασα, δεν άρεσαν στους Γερμανούς.

  «…έτσι κι έριχνε ξένος ματιά στη σύζυγο, ο σύζυγος την έκανε μαύρη στο ξύλο, εάν ήταν μικροκαμωμένος. Αν ήταν μπρατσωμένος, πήγαινε και πλάκωνε στο ξύλο τον άντρα που του λοξοκοίταζε τη γυναίκα» (σελ. 58).

  Χαζός ήτανε;

  «Βλέπεις, και ο παπα-Ντίνος ήταν η πρώτη κουτσομπόλα της γειτονιάς, έτσι και ήθελες να βγουν στη ρούγα τα κρυφά σου, έφτανε να πας να του ξεμολογηθείς… (σελ. 60).

  Κάπου το διάβασα: Αν θέλεις να διαδοθεί κάτι, δεν έχεις παρά να το πεις σε μια γυναίκα λέγοντάς της να μην το πει πουθενά.

  «Έχω παραδώσει το βιβλιάριό μου στη βουλευτή μας, αυτό από τότε που μας έφερε εξόδοις του στας Αθήνας, έχει και της μαμάς το βιβλιάριο, ψηφίζει ακόμη η καημένη, αν και πεθαμένη» (σελ. 62-63).

  Τι πεθαμένοι, εδώ ψήφιζαν και τα δέντρα.

  «Στας Επάλξεις, ούτε τους καμπινέδες των ανωτέρων οικογενειών έβλεπες χαρτί τουαλέτας. Εφημερίδα κι εκεί…» (σελ. 72).

  Απόσπασμα από το βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά». 

  «Ο πατέρας μου, όπως και πολλοί άλλοι φαντάζομαι, αγόραζε παλιές εφημερίδες από το πρακτο­ρείο στην Ιεράπετρα, πάμφθηνες. Αυτές χρησιμοποιούσαμε για χαρτί υγείας. Ο πατέρας μου μάλιστα τόσο τις είχε συνηθίσει, που δυσκολευόταν να χρησιμοποιήσει το χαρτί υγείας, όταν τον φιλοξενούσα στην Αθήνα. Του το ξέκοψα όμως, και έτσι το πήρε απόφαση. Παρ’ όλα αυτά στο χωριό, κάθε φορά που κατέβαινα στην Κρήτη, δίπλα στη λεκάνη, σε ένα καρφί στον τοίχο, έβρισκα περασμένα τετράγωνα κομμάτια χαρτί, κομμένα με επι­μέλεια από την «αυριανή», παλιά φύλλα της οποίας έπαιρνε τζάμπα από το καφενείο όπου σύχναζε» (σελ. 35-36).

  «Και, κύριον, εμένα ούτε Ιταλός ούτε άλλος μ’ έχει φιλημένη ακόμη, εξόν ο άντρας μου. Όλα τα «άλλα», δεκτόν, μου τα κάνει. Φιλί όμως μονάχα στον άντρα που με στεφάνωσε θα ξαναδώσω» (σελ. 81).

  Οι εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν.

   «…κάτι μάτια μικρά σαν τον κώλο της κότας» (σελ. 87).

  Τα δικά μου δεν είναι έτσι. Esos ojitos, tan bonitos.

  «…μπορεί στο μεταξύ να έρθουν οι Εγγλέζοι, να φάμε και πουτίγκα» (σελ. 115).

  Τι μου θύμισε: έφαγα ένα σωρό πουτίγκες στη Λάρισα, τότε που υπηρετούσα σαν έφεδρος αξιωματικός.

  «Πρωτίστως έχουμε χρέος απέναντι στα παιδιά μας και στη ζωή μας, και ύστερα απέναντι στην τιμή μας» (σελ. 141).

  «Αμάρτησα για το παιδί μου». Πρέπει να την ξαναδώ αυτή την ταινία (την ξαναείδα).

  Με την έλευση των Άγγλων, άρχισαν να μαθαίνουν αγγλικά άνευ διδασκάλου, μέθοδος Ξαβιέ ντε Μπουζ».

  Πήγαινα δευτέρα δημοτικού και δήλωσα στον πατέρα μου ότι θέλω να μάθω αγγλικά. Καβάλησε το γάιδαρο και πήγε στην Ιεράπετρα. Γύρισε με αυτή την μέθοδο.

  Ήταν σε άπταιστη καθαρεύουσα. Spoon=κοχλιάριο. Σίγουρα θα εννοεί τον χοχλιό. Εν τάξει, το fork=περόνιον, το κατάλαβα. Όμως τι διάβολο ήταν αυτή η gelatin=πηκτή; Πολύ αργότερα έμαθα ότι η πηκτή δεν είναι άλλη από την τσιλαδιά, που τρώγαμε σαν μεζέ για τη ρακή στου Μουδατσογιάννη το καφενείο.

  «…για να ανταπεξέλθουμε…» (σελ. 176).

  Και συ, Παύλο;

  «Δηλαδή εγώ καθόλου δεν δυσκολεύομαι να εργασθώ, και ακμαία είμαι, και πιστοποιητικά ψυχιάτρου δείχνω…» (σελ. 182).

  -Κακομοίρη Μίμη, κουζουλέ.

  -Εγώ Κουζουλός; Εγώ έχω χαρτί από το ψυχιατρείο, το δικό σου πουν’ το.

  «Η Ραραού σκαρφάλωνε στη μάντρα, ή σ’ ένα δέντρο παραπίσω, και αποκεί παρακολουθούσε στην οθόνη τι τσαλίμια κάνουν οι αστέρες. Έτσι έμαθε ηθοποιία».

  Εγώ πήγαινα στο μπαλκόνι της Τριχούς ή στη μουρνιά που ήταν δίπλα στο σινε-Αστέρια. Μια φορά ήλθε ο συγχωρεμένος ο Φαφούτης και έψαχνε από κάτω με το φακό, να δει ποιος είναι ο τζαμπατζής. Εγώ τον είχα δει που ερχότανε, σκαρφάλωσα στην κορυφή και έτσι δεν με είδε.

  «Μαμά μου, της λέω, ιδού το σπίτι σας» (σελ. 221).

  Αυτό σίγουρα ήταν για τον συνειρμό: ιδού ο στρατός σας.

  «-Για την καλή θεατρίνα, μου λέει στο καμαρίνι του ο εργοδότης μου, το βασικό της ταλέντο είναι ένα: να έρχεται πάντα πλυμένη εσωτερικώς, κυρίως όταν ο θιασάρχης της την καλεί στο καμαρίνι του» (σελ. 224).

  Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να περάσω από πολλά κρεβάτια, δήλωσε διάσημη ηθοποιός του κινηματογράφου, ξένη, ας μη πω το όνομά της.

  Κάνω αρκετές αναφορές σε έργα του Μάτεσι στο διδακτορικό μου, πριν κλείσω να παραθέσω ένα απόσπασμα.

  «Στη Μητέρα του σκύλου απεναντίας, όπου απουσιάζει ο τριτοπρόσωπος αφηγητής, ο κύριος τρόπος άμεσου χαρακτηρισμού είναι αυτός του αυτοχαρακτηρισμού. Οι αυτοχαρακτηρισμοί της Ραραούς (εγώ είμαι πάντα νεοτάτη και θαλεροτάτη, η θηλυκότης μου κ.ά.), τονίζουν το ζήτημα που τίθεται σε σχέση με τους  αυτοχαρακτηρισμούς, ότι δεν λαμβάνονται πάντα στην ονομαστική τους τιμή, παρόλο που έχουν την αξία τους ως δείκτες του αυτοχαρακτηριζόμενου προσώπου. Η διάσταση ανάμεσα στην εικόνα που προβάλει η ίδια για τον εαυτό της και την εικόνα που αποκομίζουμε εμείς από τα γεγονότα δημιουργεί εκείνη την κωμικοτραγική εντύπωση που χαρακτηρίζει όλο το έργο: κωμική, εξαιτίας αυτής της διάστασης που αποτελεί τη βάση του εφέ της ειρωνείας, τραγική γιατί είναι έκδηλη η υπεραναπληρωματική της λειτουργία, σύμφωνα με την αντλεριανή ψυχοπαθολογία, λόγω της στερημένης της ζωής» (σελ. 153).

 

No comments: