Thursday, October 27, 2022

Εύα Στάμου, Η επίσκεψη

Εύα Στάμου, Η επίσκεψη, Αρμός 2022, σελ. 177

 


παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

 

  Έχουμε γράψει ήδη για άλλα έξι βιβλία της Εύας Στάμου με τελευταίο το «Τα κορίτσια που γελούν», μια συλλογή διηγημάτων όπως και η «Επίσκεψη». Χωρίζεται σε δυο μέρη. Το δεύτερο είναι θεματικά ομοιογενές: μετανάστες, hot points.

  Πριν μιλήσουμε συνολικά για αυτά θα ήθελα να πω δυο λόγια για το καθένα για να τα ανακαλέσω στη μνήμη μου πιο εύκολα για μια συνολική αποτίμηση.

  Οι «Γλυκές γεύσεις» αναφέρονται στις τεταμένες σχέσης μάνας και κόρης, που οδηγούν σε ένα απρόσμενο, δραματικό τέλος.

  Για το «Κόσερ» θα γράψω απλώς ένα ανέκδοτο που είναι πάνω στο ίδιο σχήμα. Κρητικό.

  -Γιώργη, δεν νομίζεις ότι είναι καιρός να παντρευτείς; Πώς σου φαίνεται το Λενιώ; Τα συζητήσαμε με τον πατέρα της, δεν έχει αντίρρηση.

  -Μα εγώ μπαμπά αγαπώ το Σήφη.

  -Το Σήφη μωρέ, που είναι Νέα Δημοκρατία;

    Η πρώτη περίοδος του διηγήματος «Ανέπαφες συναλλαγές» είναι η εξής: «Είχε καταλάβει σε νεαρή ηλικία ότι η ζωή δεν ήταν παρά μια σειρά από απώλειες».

  Είμαι στη φάση που αγωνίζομαι να συμβιβαστώ μ’ αυτή την ιδέα.

  Αρνιόταν να δεσμευτεί σε οποιαδήποτε σχέση, γι’ αυτό οι σχέσεις της ήταν εφήμερες. Όταν «δέθηκε» με ένα γατάκι και αυτό κάποια στιγμή χάθηκε, στενοχωρήθηκε βαθιά. «Μήνες ολόκληρους σιγόβραζε από οργή· περισσότερο με τον εαυτό της τα έβαζε, που αφέθηκε να δημιουργήσει αυτή τη στενή σχέση, παρά με το αχάριστο ζώο» (σελ. 48).

  Βέβαια μπορεί να μην ήταν και αχάριστο, μπορεί να κατέληξε κάτω από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου. Αλλά όπως και να έχει ήταν μια απώλεια. Και το διήγημα τελειώνει: «Το μαρτύριο των άλλων που υπέφεραν από τα περιοριστικά μέτρα και τη μοναξιά, ήταν ο δικός της θρίαμβος. Σε αντίθεση μ’ αυτούς, η Νίνα δεν είχε τίποτα να χάσει. Έτσι κι αλλιώς οι συναλλαγές της ήταν, εδώ και χρόνια, ανέπαφες».

  Στο «Ελλάδα-Αλβανία» βλέπουμε την άδοξη κατάληξη της σχέσης μιας παντρεμένης ελληνίδας με έναν αλβανό. Ποια αποκάλυψη την οδήγησε να βάλει τέλος στην επαφή;

  Το διήγημα τελειώνει: «Κερδίσαμε! Τους σκίσαμε: Ελλάδα-Αλβανία 2-0».

  Σε ένα αυτοβιογραφικό μου κείμενο καταλήγω: Ρουμανία-Αλβανία 2-0.   

  Στις «Βροχερές μέρες» βλέπουμε πάλι την ψυχρή σχέση ανάμεσα σε μάνα και κόρη αλλά και τις δύσκολες σχέσεις της πρωταγωνίστριας με τους ομότεχνούς της συγγραφείς.

  Στην επίσκεψη στο γυναικολόγο θαύμασε την «Τέλεια γυναίκα», και τη ζήλεψε. Με ευχαρίστηση όμως της παραχώρησε τη σειρά, κατά παράκληση του γυναικολόγου.

  Στις «Κούκλες» βλέπουμε ένα κορίτσι διαφορετικό από τα άλλα: δεν θέλει να παίζει με τις κούκλες, της φαίνονταν σαν πεθαμένοι άνθρωποι. Της αρέσει όμως η περιπλάνηση στους φανταστικούς κόσμους της λογοτεχνίας.

  Στο «Χωρίς αποσκευές» παρακολουθούμε τη σχέση μιας χωρισμένης γυναίκας που πέρασε τα μύρια όσα στα χέρια των πεθερικών της με έναν άνθρωπο που είναι όλο μυστήριο. Ενώ αυτή του αφηγείται τα πάντα για τη ζωή της, αυτός ελάχιστα. Θα τον πιέσει, για να έχουμε ένα ακόμη εφέ τέλους που είναι εφέ έκπληξης και το οποίο δεν θα αποκαλύψω εδώ. Πρόκειται για το πιο μεγάλο διήγημα της συλλογής, 17 σελίδες.

  Και πάμε στο δεύτερο μέρος.

  Στην «Κούρσα» διαβάζουμε το μονόλογο ενός ταξιτζή που μεταφέρει συχνά την κυρία Λίλυ που είναι «γιατρός ή ψυχολόγος;» (δεν μάθαμε), η οποία είχε έλθει για το στρατόπεδο των μεταναστών. Δεν έχει καλή ιδέα γι’ αυτούς. Διαβάζουμε: «Το άλλο το έμαθες για το σπίτι που έχει ανοίξει; Τρεις προσφυγοπούλες έστησαν οίκο ανοχής κοντά στο χοτ σποτ, με φωτάκι έξω από την πόρτα και δυο τύπους που τις προστατεύουν» (σελ. 120).

  Ναι, το έμαθα, μου το είπε μια φίλη μου που η κόρη της δούλεψε σε μια ΜΚΟ.

  Η «Επίσκεψη» ξεκινάει ως εξής: «Η ξένη ήλθε να μας δει λίγους μήνες μετά το θάνατό μου».

  Μιλάει μήπως και εδώ ένας νεκρός, όπως στον «Πέδρο Πάραμο» του Χουάν Ρούλφο ή στο «Τρομοκρατικό κτύπημα» της Γιασμίνα Χαντρά;

  Είναι πιστεύω το καλύτερο διήγημα της συλλογής, και γι’ αυτό η Εύα διάλεξε τον τίτλο του σαν τίτλο της συλλογής.

  Στη «Νικοτίνη» μιλάει ο πλοίαρχος ενός ναυαγοσωστικού, που βρίσκεται εκεί για να σώζει λαθρομετανάστες που έπεσαν σε κακοκαιρία και βούλιαξαν οι βάρκες τους.

  Εδώ οι λαθρομετανάστες είναι το φόντο. Μιλάει περισσότερο για τον εαυτό του και την οικογενειακή του ζωή.

  «Αυτή η μανία της να ελέγχει τα πάντα κατέστρεψε τελικά τον γάμο μας – η μανία της να ελέγχει τα πάντα, η απουσία μου τα τελευταία χρόνια, πρώτα στη Λαμπεντούζα κι ύστερα εδώ, στην Ελλάδα, και πάνω από όλα το κέρατο που μου έριξε με εκείνο το ρεμάλι τον συνάδελφό της» (σελ. 135-136).

  Δεν είναι διακείμενο, είναι συνειρμός: Ο «Γατόπαρδος», του Giuseppe Tomasi di Lampedusa.

  Στα «Φαντάσματα» και πάλι οι λαθρομετανάστες είναι το φόντο. Η γυναίκα αφηγείται την ταλαιπωρημένη της ζωή με έναν άντρα μέθυσο που τη κτυπούσε. «Τίποτε άλλο δεν ζητώ, ούτε λεφτά, ούτε έρωτες, μόνο να μην υπάρχει πια και να μπορέσω κάποτε να γυρίσω στην Αθήνα, στη γειτονιά μου, να συναντήσω τους φίλους μου, να περπατήσω στα παλιά μου λημέρια. Αυτό θέλω μόνο.

  Γιατί κάποιες φορές το λίγο είναι πολύ» (σελ. 143-144).

  Ας το θυμόμαστε αυτό: κάποιες φορές το λίγο είναι πολύ.

  Στον «Άγγλο» ακούμε την αφήγηση ενός γκομενάκια, που δεν ήθελε να παραδεχθεί ότι η κοπέλα δεν ήθελε να κάνει σεξ μαζί του. Αυτός επέμενε, αυτή ούρλιαζε και τον κτυπούσε, της έκλεισε το στόμα, και «Κατάφερα να συγκρατηθώ και να μην μπω μέσα της·  γιατί βιαστής δεν είμαι».

Και:

  «Έχω και ένα παιδί στο Παρίσι που έχει ξεχάσει το πρόσωπό μου, τρεις μήνες έχω να το δω. Όταν είσαι έξι χρονών, τρεις μήνες είναι πολύ μεγάλο διάστημα. Η μάνα του να δεις πόσο βλαμμένη είναι.

  Το έχει η μοίρα μου να μπλέκω με λοξές» (σελ. 152).

  Στην «Απόρριψη» ο άντρας αφηγητής γράφει: «Χαίρομαι που δεν την κτύπησα».

  Διότι τον απέρριψε.

  Αυτός που μιλάει είναι ένας σύριος, φοιτητής ιατρικής. Ζει στο στρατόπεδο. Αναπολεί την φιλενάδα του.

  Εκτενές το απόσπασμα, θα το παραθέσω, γιατί είμαι πιο φεμινιστής από την πιο φανατική φεμινίστρια.

  «Οι άντρες, έλεγε [ο Δανός], να φέρονται καλύτερα στις γυναίκες, να μην τους αρπάζουν το φαγητό στο συσσίτιο και να μην στήνονται έξω από τις ντουζιέρες να τις τρομοκρατούν. Θα βάλουν φρουρούς και όποιος συλλαμβάνεται θα τιμωρείται με έλλειψη τροφής, έλεγε. “Ακούς εκεί, να φοβούνται οι γυναίκες να πάνε τουαλέτα, επειδή κάποιοι τις πειράζουν, και κάποιοι άλλοι εξυπνάκηδες ανοίγουν τρύπες στο ξύλο της καμπίνας για να τις δουν όταν πλένονται. Γυναίκες και κορίτσια, ακόμα και δέκα ετών δεν τολμούν να βγουν τη νύχτα από τη σκηνή ούτε για κατούρημα”, φώναζε, και είχε κοκκινήσει το πρόσωπό του, πέταγαν οι φλέβες στο λαιμό του» (σελ. 158-159).

  Γυναίκες-θύματα, ακόμη και ανάμεσα στους λαθρομετανάστες.

  Στο «Κόκκινο γιλέκο» ο ναυαγοσώστης αφηγείται το πόσο τον έχουν επηρεάσει αυτά που έχει δει, ώστε «να περάσει τον γκρίζο καναπέ για φουρτουνιασμένη θάλασσα, και το γιλέκο ενός παιδιού για σωσίβιο» (σελ. 167).

  Στον «Αλκοολικό καιρό» αφηγείται μια γυναίκα. Εργάζεται και αυτή στο στρατόπεδο προσφύγων. «Ξέρω πως με θεωρούν ιδιόρρυθμη…» (σελ. 176).

  Γιατί ήλθε στο νησί;

  Θα παραθέσω την εκτενή τελευταία περίοδο του διηγήματος, που είναι το τελευταίο της συλλογής.

  «Βρίσκομαι στο νησί για τον λόγο που βρίσκονται εδώ και αρκετοί άλλοι ξένοι, τα αγόρια και τα κορίτσια από την Ευρώπη που εργάζονται στις διάφορες ΜΚΟ ή στο στρατόπεδο, οι επισκέπτες από την Ολλανδία, τη Νορβηγία και τις άλλες χώρες που έχουν πλέον εγκατασταθεί στο νησί: βρίσκομαι εδώ για να κρυφτώ. Για να βρω καταφύγιο από μια ζωή που δεν μου αρέσει, από το παρελθόν μου, από τον ίδιο μου τον εαυτό, μακριά από όλα όσα δεν κατάφερα να γίνω, να ζήσω ή να αποτρέψω. Και όμως, αν με ρωτήσεις, το μόνο που θα παραδεχτώ είναι πως είμαι εδώ για την ευλογημένη ηλιοφάνεια και τον καθαρό ουρανό, για να γλιτώσω από της πατρίδας μου τον αλκοολικό καιρό» (σελ. 176).

  Σίγουρα πολλές από τις ιστορίες της η Εύα Στάμου τις έχει αντλήσει από τη δουλειά της ως ψυχολόγος, όπως άλλωστε και ο φίλος μου ο Πρατικάκης, ψυχίατρος, ποιητής, και τελευταία πεζογράφος.  

  Για ταλαιπωρημένες γυναίκες μας αφηγείται η Στάμου, ταλαιπωρημένες κυρίως γιατί η σχέση με τον σύντροφό τους είναι προβληματική. Στο πρώτο μέρος κυρίως με τριτοπρόσωπη αφήγηση ενώ στο δεύτερο σε πρωτοπρόσωπη. Και η εικόνα που δίνει για το στρατόπεδο προσφύγων είναι πολύ ρεαλιστική.

  Η Στάμου έχει μεγάλη αφηγηματική άνεση, πράγμα που έχουμε διαπιστώσει και από τα προηγούμενά της βιβλία. Η σαφήνεια και η διαύγεια του λόγου της κάνουν την ανάγνωση των διηγημάτων της πολύ ευχάριστη.

  Εύχομαι να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο της.  

 

No comments:

Post a Comment